Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

ΘΕΑΤΡΟ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ, Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέττα






Για την  υποστήριξη της ενότητας " Θέατρο" στην Α ΄ Λυκείου, δίνονται - τμηματικά - κάποια αποσπάσματα θεατρικών έργων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη διδακτική πορεία.
Αρχικά , χρήσιμο για τους μαθητές θα ήταν να ενημερωθούν για τους βασικούς θεατρικούς όρους και τις  θεωρίες του θεάτρου . Δείτε το Γλωσσάρι θεατρικών όρων εδώ


ΤΟ ΕΛΙΣΑΒΕΤΙΑΝΟ ΘΕΑΤΡΟ  (1580-1642)



 Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

 (1564-1616) 

είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατάφερε να χειριστεί με απόλυτη δεξιοτεχνία τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα και την τραγωδία, με κύριο χαρακτηριστικό τη βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης.

 Η ζωή του

 Ο Σαίξπηρ γεννήθηκε στην πόλη Stratiford-upon-Avon το 1564. Πατέρας του ήταν ο Τζον Σαίξπηρ, πετυχημένος έμπορος, και μητέρα του η Μαίρη Άρντεν, κόρη εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του άσκησε καθήκοντα δημοτικού συμβούλου περίπου το 1560. Για την παιδική ηλικία του Σαίξπηρ ελάχιστα είναι γνωστά. Θεωρείται πιθανό πως έλαβε την εκπαίδευσή του στο σχολείο του Στράτφορντ, όπου πρέπει να ήρθε σε επαφή με την κλασική λογοτεχνία και τα λατινικά. Κανένα στοιχείο δεν μπορεί να πιστοποιήσει κατά πόσον η εκπαίδευσή του συνεχίστηκε αργότερα.  Το 1582 παντρεύτηκε την Αν Χάθαγουεϊ, ήδη τριών μηνών έγκυο. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά. Το 1583 βαπτίστηκε η κόρη τους Σουζάνα ενώ το 1585 καταγράφεται η βάπτιση των δύο δίδυμων παιδιών τους, του Χάμνετ και της Ιουδήθ. Μεταξύ αυτής της περιόδου και της μετέπειτα εμφάνισης του Σαίξπηρ ως θεατρικού συγγραφέα στο Λονδίνο, υπάρχουν λίγες πληροφορίες, όπως η φυγή του από το Stratiford με την κατηγορία της κλοπής ή οι συνεχείς μετακινήσεις του στη χώρα με την ιδιότητα του δασκάλου.  Το 1594 ο Σαίξπηρ εμφανίζεται να συμμετέχει στη θεατρική ομάδα Lord Chamberlain's Men. Ο θίασος αυτός θεωρείται πως είχε σημαντική αναγνώριση, καθώς το 1603 ο νέος μονάρχης Ιάκωβος ο Πρώτος συνέχισε να τον συντηρεί οικονομικά κάτω από το όνομα King's Men. Ο Σαίξπηρ συμμετείχε ως ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας. Αρκετά νομικά έγγραφα της εποχής που διασώζονται πιστοποιούν πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Σαίξπηρ κέρδισε αρκετά χρήματα. Παράλληλα φέρεται ως συνιδιοκτήτης του θεάτρου Globe στο Λονδίνο. Πέθανε το 1616, κατά την παράδοση, μετά από μια βραδιά άκρατης οινοποσίας με το φίλο του και συγγραφέα Μπεν Τζόνσον. Ο τάφος του βρίσκεται στο ιερό της εκκλησίας  της Αγίας Τριάδας του Stratiford. Ο ενταφιασμός του στο ιερό ήταν μια ιδιαίτερη τιμή που του έγινε όμως όχι λόγω της συγγραφικής του ιδιότητας, αλλά επειδή είχε εξαγοράσει ένα μερίδιο της εκκλησίας έναντι 440 λιρών, ποσού σημαντικού για την εποχή.

            Χαρακτηριστικά  του έργου του

  •    Ανεξαρτησία του ενδιαφέροντος από το μύθο σαν βάση της πλοκής. «Ο  Σαίξπηρ ποτέ δε μπήκε στον κόπο να εφεύρει ιστορίες. Του ’φθανε να διαλέξει μια από όσες είχαν ήδη εφευρεθεί, φτάνει να πρόσφερε το ένα από τα δυο ή και τα δυο συστατικά προσόντα : να ’ταν κατάλληλη για τον δραματικό του σκοπό και να ’ταν μέρος μιας δημοφιλούς παράδοσης» λέει ο Coleridge
  •    Διαποτισμός του έργου του  με το λυρικό  στοιχείο
  •    ψυχολογική διεισδυτικότητα στους χαρακτήρες
  •    ανάμειξη των υφολογικών επιπέδων στην παρουσίαση των προσώπων. Το τραγικό και το κωμικό,  το υψηλό και το ταπεινό συνυπάρχουν πολύ στενά στα περισσότερα έργα του .
  •    συνδυάζει τη γλαφυρότητα με τον σκεπτικισμό.






ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ
 «Το νόμο της ενότητας, που ’χει την βάση του όχι στην τεχνητή αναγκαιότητα της συνήθειας αλλά στην ίδια τη φύση, στην ενότητα αισθήσεως, τον υπακούει ο Σαίξπηρ παντού και πάντοτε στα έργα του. Διαβάστε τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα : τα πάντα είναι νιάτα και άνοιξη. Νιάτα με τις τρέλες τους, τις αρετές τους, τις βιασύνες τους· άνοιξη με τις ευωδιές, τα άνθη και την εφημερότητά της. Μα και η αυτή αίσθηση ανοίγει διαπερνά και κλείνει το έργο. Οι γέροι, οι Καπουλέττοι και οι Μοντέγοι, δεν είναι κοινοί γέροι — έχουν μια ορμητικότητα, μια λεβεντιά, μια αψιθυμιά αποτέλεσμα της άνοιξης. Όσο για τον Ρωμαίο, η μεταστροφή του πάθους του, ο ξαφνικός γάμος — ο ασυγκράτητος θάνατος, είναι όλα αποτελέσματα, των νιάτων. Στην Ιουλιέτα, ο έρωτας κλείνει ό,τι τρυφερό και μελαγχολικό έχει το αηδόνι, ό,τι ηδονικό έχει το τριαντάφυλλο, ό,τι γλυκό έχει η δροσιά της άνοιξης· τελειώνει με τον βαθύ μακρόσυρτο στεναγμό που φέρνει η τελευταία αύρα σε μια εσπέρα της Ιταλίας. Αυτού του είδους η ενότητα αισθήσεως και χαρακτήρα διαποτίζει κάθε δράμα του Σαίξπηρ.»

( S.Coleridge)


ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στην Ιταλική πόλη Βερόνα, όπου δύο αριστοκρατικές οικογένειες, οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι, βρισκόταν σε διαμάχη, με αποτέλεσμα αρκετές φορές μέλη τους να διαπληκτίζονται ή ακόμη και να συμπλέκονται στους δρόμους της πόλης. Ύστερα από μία τέτοια συμπλοκή στην αρχή του έργου, ο δήμαρχος της Βερόνας ανακοινώνει ότι θα επιβληθούν αυστηρές ποινές – ακόμη και θάνατος – σε όποιον από τις δύο οικογένειες διαταράξει ξανά την τάξη. Στη συνέχεια, οι Καπουλέτοι διοργανώνουν έναν χορό μεταμφιεσμένων, ώστε να γνωρίσει η Ιουλιέτα τον Πάρη, ο οποίος είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του να την παντρευτεί. Στον χορό πηγαίνει μεταμφιεσμένος και ο Ρωμαίος,
για την ανιψιά του Καπουλέτου, Ροζαλίντα, την οποία όμως ξεχνά γρήγορα όταν γνωρίζει την Ιουλιέτα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και αποφασίζουν να παντρευτούν χωρίς την συγκατάθεση των γονιών τους. Στο εγχείρημά τους βρίσκουν αρωγό την παραμάνα της Ιουλιέτας και τον ιερέα Λαυρέντιο, ο οποίος τελεί
κρυφά το μυστήριο με την προσδοκία ότι ο γάμος τους θα συμφιλιώσει τις δύο οικογένειες. Την επόμενη μέρα, όμως, ο Ρωμαίος και ο φίλος του ο Μερκούτιος συναντούν στην αγορά τον ανιψιό του Καπουλέτου, Τυπάλδο, ο οποίος τους προκαλεί και σκοτώνει τον Μερκούτιο, αλλά στη συνέχεια σκοτώνεται και ο ίδιος από τον Ρωμαίο, ο οποίος αισθάνεται συντριβή για τον χαμό του φίλου του και παράλληλα  αποτροπιασμό του για το ότι σκότωσε τον εξάδελφο της αγαπημένης του. Για την πράξη του αυτή ο δήμαρχος της Βερόνας τον εξορίζει από την πόλη, αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του ότι εκδικήθηκε το χαμό του φίλου του. Η Ιουλιέτα ζητά για μια ακόμη φορά την βοήθεια του ιερέα Λαυρέντιου, ώστε να αποφύγει τον γάμο με τον Πάρη, τον οποίο έχουν κανονίσει οι γονείς της, και παράλληλα να βρεθεί ξανά με τον Ρωμαίο, ο οποίος έχει καταφύγει στην Μάντοβα. Ο Λαυρέντιος της δίνει ένα ελιξίριο, το οποίο θα της προκαλέσει νεκροφάνεια για 42 ώρες, και τη συμβουλεύει να το πάρει λίγο πριν τον γάμο της με τον Πάρη. Η οικογένεια της θα την κήδευε στην οικογενειακή κρύπτη, όπου θα ερχόταν ο Ρωμαίος,  ειδοποιημένος απ’ τον ίδιο, για να την πάρει και να ζήσουν μαζί στην Μάντοβα. Το σχέδιο όμως, δεν πραγματοποιήθηκε σωστά, καθώς ο αγγελιοφόρος του Λαυρέντιου δεν κατορθώνει να ειδοποιήσει τον Ρωμαίο, μια και η Μάντοβα βρισκόταν σε καραντίνα. Ο ερωτευμένος νέος μαθαίνει ότι η αγαπημένη του έχει πεθάνει και αγοράζει δηλητήριο για να αυτοκτονήσει πάνω στον τάφο της και να βρεθεί μαζί της μετά θάνατον. Στην κρύπτη ( οικογενειακό τάφο) των Καπουλέτων συναντά τον Πάρη, τον οποίο σκοτώνει σε μονομαχία, και στη συνέχεια παίρνει το δηλητήριο και αυτοκτονεί. Λίγο μετά ξυπνά η Ιουλιέτα και  βλέποντας τι συνέβη αυτοκτονεί κι εκείνη. Τα σώματά τους ανακαλύπτονται από έναν υποκόμη και οι δύο οικογένειες συναντιούνται στο νεκροταφείο με τον Λαυρέντιο και τον δήμαρχο της πόλης και, αφού πληροφορούνται τι έχει διαδραματιστεί, συμφιλιώνονται .
 

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
                                
                                     (μτφρ. Ε. Μπελιές)

Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2

(Ο κήπος των Καπουλέτων)
(Εμφανίζεται ο Ρωμαίος)

ΡΩΜΑΙΟΣ

Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων!

(Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι)

Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο;
Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα!
Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη,
που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της,
γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη!
Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει: 
το φόρεμα
που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο,
αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου!
Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι,
η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι!
Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της!
Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!
Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:
τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει
να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της
να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν!
Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά
κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα;
Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται,
όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της,
εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν,
και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν.
Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι:
ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι
στο μάγουλό της και να την αγγίξω!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Θέε μου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ,
δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:
μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού
που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό
να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει
τους κόλπους των αιθέρων.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,
ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς
και παύω  εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου:
εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο.
Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι
ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινο
μέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα!
Τι είναι τ’ όνομα;  Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο,
κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος,
πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του.
Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου  - δεν είναι μέρος
του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα! 

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κρατάω  σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες.
Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις:
Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδια
και μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω.
Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ
το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις
από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου.
Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα
τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι,
αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα,
εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο.
Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,
που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας.
Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια
παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά
και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους.
Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν.
Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους,
παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω.
Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια.
Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα
στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα
του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό
θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς  τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή
γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε.
Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·
μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως,
αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις,
κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο,
μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεται
όταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους.
Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά.
Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις,
θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι,
για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις.
Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική,
και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη.
Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι
πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες.
Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική,
Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος
του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις
επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε
η σκοτεινιά της νύχτας.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει
Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη
που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά:
εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Σε τι να σου ορκιστώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου
στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω
γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν της καρδιάς μου η λατρεία –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω,
χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν
πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε
σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις
«Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας
που τώρα  μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα
του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει
όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.
Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά
όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου  ‘δωσα κι εγώ.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι
πίσω  να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω.
Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω!
Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό,
Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα,
τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο.
Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!

(Η Παραμάνα φωνάζει από μέσα)

Έρχομαι, παραμάνα μου. Μοντέγο, να ’σαι πιστός!
Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.

                  (Βγαίνει η Ιουλιέτα) 

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,
επειδή  νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό
για να ’ναι αληθινό!

                  (Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι) 

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά.
Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες
κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί
με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου,
πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ
αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου
για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
(Από μέσα) Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις
και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω
τον άνθρωπό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μα ψυχή μου, σου λέω –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Χίλιες φορές  καλή σου νύχτα! Γεια σου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου.
Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει
σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·
αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά
σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.

(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ 

Ψψψψτ! Ρωμαίο, ψψψτ! Έι! Ω, να ’χα κυνηγού φωνή
για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου!
Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει!
Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς
και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου
βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου!
Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων
μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί
που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίο!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Λατρεία μου!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Στις εννέα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι
σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι
μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ
και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξημερώνει, έπρεπε να  ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας
μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει
λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο
το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη
του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα,
θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα,
καληνύχτα. Ο χωρισμός  είναι πόνος τόσο λύκος,
που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.

(Βγαίνει η Ιουλιέτα)

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη.
Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη!
Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω
για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω

                  (Βγαίνει)







ΠΗΓΕΣ

  •    Θ.Γραμματά, Τ.Μουδατσάκη, Π.Τζαμαργιά. Χ.Δερμιτζάκη, «Στοιχεία Θεατρολογίας» ΟΕΔΒ
  • Ε.Κανακάκη, «Ανθολόγιο θεατρικών μονολόγων», εκδόσεις Θαλασσί, 2010
  •  Στάθη Δρομάζου, « Ξένο Θέατρο»,  εκδόσεις Κέδρος,  1987
  •  Χριστίνα Κόκκοτα, «Θεατρικό αναλόγιο», εκδόσεις Κέδρος,  2010


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου