Σάββατο 30 Απριλίου 2011

" Άλλαξε τον κόσμο, το' χει ανάγκη"


 ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ , ΜΕΡΟΣ Β'
Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στον Μπρεχτ, θα δούμε το τρόπο που προσεγγίζει την ποίηση, το θέατρο και την Τέχνη γενικότερα:

  • Για τον Μπρεχτ «η τέχνη μπορεί να πάρει θέση στο πλευρό των πολλών και να αποθέσει τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια». Την ίδια στιγμή δεν βλέπει τον καλλιτέχνη και τον διανοούμενο κλεισμένους στους «γυάλινους πύργους» των ιδεών τους: «Ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε οι ιστορικοί τέχνης μπορούν να απαλλαγούν από την ενοχή τους για τις συνθήκες της ζωής μας, ούτε από την υποχρέωση τους ν’ αγωνιστούν για ν’ αλλάξουν οι συνθήκες αυτές», έλεγε ο ίδιος.

  •  Τα έργα του είναι  επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά.
  •    Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι, σχοινοβατούν ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε σενάρια που δεν αφήνουν εκτός τη διδαχή και τα μηνύματα.
  •  Αρχικά, τα έργα του χαρακτηρίζονταν από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία.
  •   Η πολιτική του διάσταση δεν τον εμποδίζει να γίνεται φιλοσοφικός και να στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα.


  • Η πρωτοτυπία δεν ήταν ποτέ η πρώτη προτεραιότητα του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Δεν διστάζει να «δανειστεί», να διασκευάσει, να μεταγράψει, να αποδομήσει και να ανασυνθέσει το έργο άλλων ποιητών ή πεζογράφων. Δεν διστάζει να συνεργαστεί με άντρες και γυναίκες στη συγγραφή των θεατρικών του έργων, αναφέροντας βεβαίως τα ονόματά τους στο κείμενο. Γι' αυτόν η συγγραφή είναι μάλλον μια υπόθεση κοινωνική και συλλογική.


 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης.

Ήθελε να βρει απάντηση στην ερώτηση του Λένιν «Πώς και τι πρέπει να μαθαίνουμε;». Δημιούργησε μια νέα θεωρία του θεάτρου, «επικό θέατρο», όπου ένα θεατρικό έργο δεν πρέπει να προκαλεί στον θεατή συναισθηματική ταύτιση με την δράση-πλοκή, αλλά αντίθετα πρέπει να προκαλεί λογικό αυτο-στοχασμό και κριτική ματιά για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην σκηνή.

Πίστευε ότι η εμπειρία μια κλιμακούμενης κάθαρσης του συναισθήματος άφηνε στο κοινό μια αίσθηση εφησυχασμού. Αντίθετα, ήθελε το κοινό του να χρησιμοποιεί αυτή την κριτική οπτική για να εντοπίζει τις κοινωνικές αρρώστιες στον κόσμο και να μπορεί να κινηθεί από το θέατρο μπροστά στην αλλαγή.

 Η αντίληψή του για την αποστολή του θεάτρου φαίνεται στη χαρακτηριστική προτροπή προς τους ηθοποιούς:
«Αν ο ηθοποιός δε θέλει να είναι παπαγάλος ή μαϊμού, πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες. Μπορεί αυτό να φανεί σε μερικούς σαν κατάπτωση, μιας και τοποθετούν την τέχνη, αφού προηγουμένως έχει τακτοποιηθεί η πληρωμή, στις πιο ψηλές σφαίρες. Οι περισσότερες, όμως, αποφασιστικές μάχες του ανθρώπινου γένους δίνονται πάνω στη γη, όχι στους αιθέρες και “έξω” στη ζωή, όχι μες στους εγκεφάλους. Κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, γιατί κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω απ’ τον άνθρωπο. Η κοινωνία δεν έχει κανένα κοινό μεγάφωνο, όσο είναι χωρισμένη σε τάξεις. Έτσι, όσοι λένε πως δεν ανακατεύονται στην πολιτική, σημαίνει πως ανήκουν στην άρχουσα τάξη», έλεγε.

Βασικοί όροι για την κατανόηση του έργου του:

Παραξένισμα: μια παραξενισμένη απεικόνιση σ΄ αφήνει να αναγνωρίσεις το αντικείμενο, ταυτόχρονα όμως το κάνει να φαίνεται σαν ξένο. Το "παραξένισμα" και η συγκεκριμένη κριτική στάση του θεατή για τα κοινωνικά φαινόμενα, την οποία επιδιώκει να δραστηριοποιήσει ο Μπρεχτ, αξιοποιούνται περισσότερο σαν εργαλεία "παράστασης", παρά ως μέθοδος "γραφής" ενός θεατρικού έργου.

Τα κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία αναπαρίστανται από τα θεατρικά έργα του μπορεί να είναι αφενός μεν 'οικεία' στον θεατή, αλλά ο Μπρεχτ δεν επιθυμεί να τον δραστηριοποιήσει συναισθηματικά, ώστε να προκαλέσει μια συναισθηματική αντίδρασή του στα "κακώς κείμενα", αλλά να τα δει ως "αφύσικα', ως 'παράξενα".
Μ' άλλα λόγια ο Μπρεχτ επιθυμεί να αφαιρέσει τη σφραγίδα του οικείου, η οποία είναι βασισμένη στην αλλοτρίωση, την κοινωνική , ηθική και οικονομική υποταγή του ενός ανθρώπου στον άλλο, με αποτέλεσμα ο θεατής να αποδέχεται την καθημερινότητα και να την εκλαμβάνει ως αμετάβλητη, αλλά  επιδιώκει να βοηθήσει το θεατή να παρατηρεί τα φαινόμενα αυτά σαν ξένα, αφύσικα, που θα πει να τα βλέπει με την πραγματική, τη 'μη- αποξενωμένη' μορφή τους.
Αποτέλεσμα;  αντίδραση και ξεσηκωμός απέναντι σ’ ότι  μας «παραξενεύει»
Όπως επισημαίνει ο Π. Μάρκαρης,:
"Το παραξένισμα λειτουργεί σα μια διαλεκτική αντίφαση, όπου ο αποξενωμένος θεατής παρακολουθεί στη σκηνή γεγονότα και φαινόμενα που έχουν αλλοιωθεί από την αποξένωση και διαπιστώνει το παράξενο, το κοινωνικά αφύσικο στοιχείο στα φαινόμενα  αυτά...".

αποστασιοποίηση: Η αποστασιοποίηση είναι η μέθοδος που επιστρατεύει ο ηθοποιός για να δημιουργήσει το παραξένισμα. Πρόκειται, λοιπόν, για τη σχέση  των όρων "Distanzierung"
( αποστασιοποίηση), ο οποίος δεν πρέπει να ταυτίζεται με το "παραξένισμα" ("Verfremdung"), αλλά να θεωρείται ως διαδικασία εκμάθησης του ρόλου, ως προϋπόθεση για το παραξένισμα, προϋπόθεση όμως που δημιουργείται και στο θεατή. Διότι, όπως επισημαίνεται από τους μελετητές του έργου του:
Ο Μπρεχτ, ζητά από τον ηθοποιό να μη μεταβληθεί στο σκηνικό πρόσωπο που ερμηνεύει, ούτε καν να ενσαρκώσει το ρόλο, αλλά να τον δείξει. Επιζητά από όλους τους συντελεστές της παράστασης να εξετάζουν τις  καταστάσεις στο συγκεκριμένο έργο, από τη δική τους τοποθέτηση και τη δική τους διαλεκτική στάση απέναντι στα πρόσωπα και τα γεγονότα στη σκηνή.
Ο Μπρεχτ προσπαθεί να αποφύγει την ταύτιση του θεατή με τα δρώμενα, γι΄ αυτό ακριβώς επιθυμεί την αποστασιοποίηση του ηθοποιού της παράστασης, ζητά να εκφέρει τον λόγο του ως μια αναφορά στο λόγο του σκηνικού προσώπου, όπως ακριβώς αυτός ο θεατής παρακολουθεί τα γεγονότα από μιαν απόσταση, 'θεωρώντας' τα γεγονότα στη σκηνή  σα φαινόμενα, σαν εργαστηριακά πειράματα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, και όχι σαν πραγματικά γεγονότα.
Δεν θέλει ν’ αφήνει τον θεατή να ξεχνιέται μέσα στο θεατρικό έργο νομίζοντας ότι είναι πραγματικότητα. Θεωρεί ότι το κοινό πρέπει να αντιμετωπίζει την παράσταση κριτικά, ότι το έργο τέχνης οφείλει ν’ αποτελεί για τον θεατή έναυσμα για σκέψη, προβληματισμό και δράση. Ότι το κοινό πρέπει να φεύγει απ’ το θέατρο με τόση ανησυχία για ότι συμβαίνει γύρω του, ώστε άμεσα ν’ αρχίσει να δρα συνειδητά, ταξικά, οργανωμένα ενάντια στην κοινωνική αδικία
Οι σημειώσεις στα έργα του, οι σκηνικές οδηγίες, αλλά και η παιδαγωγική του Μπρεχτ επιδιώκουν την ανάδειξη της διαλεκτικής σε ιστορικό επίπεδο, ώστε να ενισχύσει την αποστασιοποίηση και παράλληλα να βοηθήσει το θεατή να διαφοροποιήσει τη στάση του στα δρώμενα. Ο Μπρεχτ, δε θέλει το θεατή σύμμαχο του έργου, αλλά ενίοτε και συνειδητοποιημένο αντίπαλό του, θέλει να τον μάθει να αντιδρά. Επιχειρεί να  αγγίξει το νοητικό μέρος της συνείδησης του αναγνώστη-θεατή-ακροατή και όχι τόσο να κινητοποιήσει το συναίσθημά του.

Ο ΜΠΡΕΧΤ ΠΟΙΗΤΗΣ:

Σύμφωνα με τον Μάρτιν Εσλιν, «ο Μπρεχτ είναι ποιητής, πριν απ' όλα και πάνω απ' όλα». Ο Εσλιν διατείνεται ότι: «Τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ μπορείς να τα συζητήσεις και να τα μιμηθείς σαν πρότυπα ενός νέου είδους δραματικής κατασκευής, σκηνικής τεχνικής. Εντούτοις, η βασική τους αξία έγκειται στην ποιητική ιδιότητά τους. Η νέα δραματική σύμβαση που αντιπροσωπεύουν γίνεται αισθητή, πάνω απ' όλα από τη γοητεία της γλώσσας της και το ποιητικό όραμα του κόσμου που μεταδίδει. Χωρίς τη σφραγίδα της μεγαλοσύνης που αποτυπώνει η ποίησή τους, τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν ποτέ να εξασκήσουν μια τέτοια επίδραση. Ούτε καν θα τα πρόσεχε κανείς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες του Μπρεχτ, σε άλλες περιοχές. Οι ιδέες του αποκτούν μια σπουδαιότητα, μονάχα σαν ιδέες ενός μεγάλου ποιητή»

  •  Ο Μπρεχτ μπόλιασε την ποίηση με τη δραματικότητα των μονολόγων σκηνικών προσώπων που εξιστορούν τα πάθη τους, αυτοσαρκάζονται, ειρωνεύονται και σαρκάζουν τους καταπιεστές τους, και υπερβαίνουν τη μοίρα τους καταγγέλλοντας τους κάθε μορφής δυνάστες. Κι όταν δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα δίχτυα που τους κρατούν φυλακισμένους, καταφεύγουν σε ένα ψευδαισθητικό παράλληλο σύμπαν και στο όνειρο.
  • Ο Μπρεχτ δημιουργεί τη δική του ποιητική γλώσσα, η οποία εκτός από την έντονη, προφανή δραματική μονολογικότητα, διακρίνεται από μια επίσης ηθελημένη προφορικότητα, μακριά από στείρους φορμαλισμούς και αισθητικές απόψεις του είδους «η Τέχνη για την Τέχνη».
Ενδεικτικά κάποια ποίηματά του: 


  Άλλαξε τον κόσμο, το' χει ανάγκη
 
 Mε ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
 αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
 Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
 για τον ετοιμοθάνατο;
 Tι βρωμιά δε θα ‘κανες
 τη βρωμιά για να τσακίσεις;
 Aν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις, δεν θα
 καταδεχόσουν να το κάνεις;
 Ποιος είσαι;
 Bυθίσου στο βούρκο
 αγκάλιασε το φονιά, όμως
 άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.
 (Στο τέλος του έργου, ο Xορός συμπληρώνει:)

 Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
 Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
 Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
 Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
 Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
 Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
 την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

 (Aπό το θεατρικό έργο «H απόφαση» -
 Die Massnahme -, 1930).


Όταν ήρθαν να πάρουν

Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.

Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.

Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.

Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει.


Κακή εποχή για ποίηση

Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
αγαπάνε. Τη δική του φωνή
ακούν ευχάριστα. Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.
Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.
Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
δεν τα βλέπω. Απ’ όλα
ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
είναι ζεστά όπως πάντα.
Μια ρίμα στο τραγούδι μου
σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.
Μέσα μου μάχονται
ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
μα είναι το δεύτερο μονάχα
που στο γραφείο με καθίζει.




 «Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αυτός ο μεγάλος διαλεκτικός του θεάτρου, ο ποιητής και φιλόσοφος, που μας ήρθε από τα Μαύρα Δάση, για να μας ταξιδέψει μέσα στους λαβύρινθους της καθημερινότητας και με τη φωτεινή του ματιά, να μας αποκαλύψει όλες τις μικρές και μεγάλες αλήθειες, που βρίσκονται παντού κρυμμένες γύρω μας, και που εμείς, πνιγμένοι σε μια κουταλιά νερό, δεν μπορούμε να τις δούμε. Με το ένα του χέρι σκορπάει απλόχερα το γέλιο και ξορκίζει τις αρρώστιες των “φτωχών και των ταπεινών”, την άγνοια, την αδιαφορία, τον ατομικισμό, τη συνήθεια, την υποταγή και με το άλλο χέρι κρατάει κοφτερό τσεκούρι και αποκεφαλίζει χωρίς έλεος το ανθρωποφάγο θεριό της πλουτοκρατίας."( Κώστας Καζάκος)

ΠΗΓΕΣ:

  • Π. Μάρκαρης "Ο Μπρεχτ και ο διαλεκτικός λόγος", Εκδόσεις Ιθάκη

  • Έσλιν Μάρτιν, Ο Μπρεχτ κια το έργο του







Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

" Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να' ρθουν"



ΜΠΕΡΤΟΛΤ  ΜΠΡΕΧΤ

ΜΕΡΟΣ Α : Η ζωή και το έργο του

Ο δραματουργός,  συγγραφέας, ποιητής, θεωρητικός του θεάτρου και σκηνοθέτης  που άφησε στον παγκόσμιο πολιτισμό ένα έργο χιλιάδων σελίδων απο θεατρικά έργα, ποιήματα, πεζά, θεωρητικά κείμενα για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τέχνη, τη λογοτεχνία, μελέτες, σχόλια, σημειώσεις, ημερολόγια.

Ο Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898  στο μάλλον πνιγηρό περιβάλλον του Αουγκσμπουργκ, μια μικρή βιομηχανική πόλη της Βαυαρίας. Ο καθολικός πατέρας του ήταν διευθυντής σε μύλο παραγωγής χαρτιού, η διαμαρτυρόμενη μητέρα του νοικοκυρά. Έζησε σε ένα εύπορο περιβάλλον, για το οποίο έλεγε: 
«Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα, οι γονείς κολάρο μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν υπηρέτες να΄χω και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές.»
Ως παιδί ήταν ευαίσθητος, σιωπηλός και μάλλον απροσάρμοστος». Στο γυμνάσιο απέκτησε τη φήμη του "τρομερού παιδιού".
Μαθητής γυμνασίου ακόμα δημοσιεύει ποιήματα και διηγήσεις στην τοπική εφημερίδα. Ο αρχισυντάκτης του, χρόνια αργότερα, γράφει ότι στην πρώτη τους συνάντηση «…ανήκε ήδη στην αριστερά… δίψαγε για ζωή, ήταν οξυδερκής, πνεύμα ανήσυχο, δεν ενέδιδε σε συναισθηματισμούς … είχε γράψει μια έκθεση με φιλειρηνικό περιεχόμενο που παρ’ολίγο να του στοιχίσει την αποβολή του από το σχολείο…»

  Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, 16 μόλις ετών, ξεκινά να δημοσιεύει κριτικές βιβλίων και ποιήματα σε μια τοπική εφημερίδα με το ψευδώνυμο «Μπέρτολντ Ευγένιος».

Γνωστοί του τον θυμούνται ως τον «ισχνό, ασουλούπωτο, αξύριστο νεαρό με τα φτηνά γυαλιά από ασημένια ταρταρούγα και το πέτσινο κασκέτο».
Σπουδάζει  ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 - 1921) και στα 20 χρόνια του επιστρατεύεται σαν νοσοκόμος, ζώντας τη φρίκη  του Α' παγκοσμίου πολέμου.

Λίγο αργότερα  γράφει και εκδίδει το αντιπολεμικό ποίημα «Ο θρύλος του νεκρού στρατιώτη», που ο ίδιος αργότερα  θα παρουσιάσει σε ένα καμπαρέ του Μονάχου παίζοντας κιθάρα.

Ο ίδιος  έλεγε για τον πόλεμο:
«Η αύξηση της παραγωγής προκαλεί αύξηση της αθλιότητας και από την εκμετάλλευση της φύσης κερδίζουν μόνο μερικοί και μάλιστα με το να εκμεταλλεύονται ανθρώπους. Αυτό που μπορούσε να είναι η πρόοδος για όλους, έγινε για το προβάδισμα λίγων, κι ένα, όσο πάει μεγαλύτερο, μέρος της παραγωγής χρησιμοποιείται για την κατασκευή καταστροφικών μέσων δεινών πολέμων. Στους πολέμους αυτούς, οι μανάδες όλων των εθνών αγναντεύουν, σφίγγοντας στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, αγναντεύουν κατάπληκτες τον ουρανό για να δούνε τις νέες φονικές εφευρέσεις της επιστήμης».

Το 1922 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ. Η κόρη τους Ανν Χιόμπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά, αλλά το ζευγάρι χώρισε λίγο καιρό μετά.

  Το 1928 μαζί με το συνθέτη Κουρτ Βάιλ ανεβάζουν την" Όπερα της πεντάρας" που  γνώρισε τρομερή επιτυχία. Την επομένη κιόλας της πρεμιέρας, τα τραγούδια του έργου ακούγονταν στους δρόμους του Βερολίνου και σύντομα άνοιξε ένα μπαρ με όνομα "η Όπερα της πεντάρας" όπου παιζόταν αποκλειστικά η μουσική του έργου. Ο πυρετός που κατέλαβε τους Βερολινέζους για το έργο, πέρασε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Αργότερα το 1930 παντρεύτηκε την ηθοποιό  Χέλενε Βάιγγελ που του είχε χαρίσει ήδη ένα γιο. Στη συνέχεια απέκτησαν και μια κόρη.

Το 1933 αρχίζουν οι διωγμοί από τους ναζί. Πρώτοι στη λίστα οι κομμουνιστές. 
Στις 10 Μαΐου του 1933, οι Ναζί καίνε δημόσια τα έργα του.
Το φιλμ σε σενάριο του Μπρεχτ, «Κούλε Βάμπε» απαγορεύεται από την επιτροπή λογοκρισίας του κινηματογράφου. Τον Μάιο του 1932, αφού περάσει για τρίτη φορά από την Επιτροπή παρουσιάζεται, με μερικές αλλαγές, στον κινηματογράφο "Ατριουμ". 
Ο Μπρεχτ πηγαίνει στη Μόσχα  για τη σοβιετική πρεμιέρα του έργου. Στο Βερολίνο παρακολουθεί συστηματικά μαρξιστικά σεμινάρια .
 Το 1933, αυτοεξορίζεται  για 15  χρόνια σε χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, όπου υπήρξε θύμα του  αμερικανικού μακαρθισμού: 
«Από τους καρχαρίες γλίτωσα, τις τίγρεις τις εσκότωσα/ και με καταβροχθίσαν/ οι κοριοί»,  έλεγε.

Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: "Η Ζωή του Γαλιλαίου" (1937-39), "Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της" (1936-39), "Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν" (1935-41), "Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι" (1940), "Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι" (1941), "Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ" (1940-43), "Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο" (1942-43) και "Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία" (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο "Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής", μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.

Στα έργα της εξορίας τα μηνύματα του Μπρέχτ διαφέρουν. Ξεχωρίζει την ηθική στάση από την πολιτική δράση. Οι ήρωες παρουσιάζονται όχι ως αθώα θύματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο δραματουργός προτείνει την καταδίκη αυτής της κοινωνίας που είναι ένοχη για την αλλοτρίωση μας.  Προτείνει όμως όλοι μας να αναγνωρίσουμε και την ίδια μας την ευθύνη. Το «ηθικό» θέατρο του Μπρεχτ ανοίγει το δρόμο στη συνειδητή επαναστατική δράση.

Το 1948 επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Αυτό θέλω να τους πω», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», « Εγκώμιο στον Κομμουνισμό», «Εγκώμιο στη Διαλεκτική».

Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1951 γράφει μια Ανοιχτή επιστολή στους γερμανούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ως συγγραφέας προτείνει τα εξής:

"Πλήρη ελευθερία του βιβλίου, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία του θεάτρου, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία των καλών τεχνών υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία της μουσικής, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία του κινηματογράφου, υπό έναν περιορισμό.
Ο περιορισμός: καμιά ελευθερία για γραπτά και έργα τέχνης που εξυμνούν τον πόλεμο ή τον παρουσιάζουν ως αναπόφευκτο, και για εκείνους που υποστηρίζουν το μίσος μεταξύ των λαών."

Τον Αύγουστο του 1956  πεθαίνει από καρδιά. 
Στον επικήδειο του ειπώθηκε:
«… Ποιος από τους συγγραφείς μας μπόρεσε να συνδέσει πλούτο σκέψης και λαϊκή απλότητα έκφρασης; Ποιος μπόρεσε να μιλήσει με τόση τρυφερότητα για την τραχύτητα αυτού του κόσμου; Ποιος μπόρεσε να είναι συγχρόνως τόσο ισχυρογνώμων και τόσο απαλός και να δώσει μια τέτοια σκληρότητα στις λέξεις της τρυφερότητας; …»


ΠΗΓΕΣ:

Ιωάννα Κλεφτογιάννη, ο αντιφατικός Μπρεχτ
περιοδικό Θέατρο, Κώστας Νίτσιος
Εσσλιν Μάρτιν: Μπρεχτ, ο άνθρωπος κια το έργο του

Π. Μάρκαρης ,"Ο Μπρεχτ και ο διαλεκτικός λόγος"




Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ


Πάσχα,

Λαμπρή,
  


 ύμνος στο Φως,

νίκη  της  ζωής  πάνω στο θάνατο,

πρόκληση στο θάνατο

μεσ’ στις ευωδιές της Άνοιξης…



 Καλό Πάσχα σε όλους,

με κάποιους στίχους απο την ελληνική

ποίηση...   

 

 ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ

 «Οι πόνοι της Παναγιάς»

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
---
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...
---
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»


ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ

 «Η Μάνα του Χριστού»

«Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
---
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
---
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέση και νά 'ρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι' οχτροί σου και φίλοι.
---
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τί 'πες "Νά 'με"!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!».


ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

«Μαγδαληνή»

«Ω Κύριε, εγώ 'μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ' ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ 'μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ' έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ' αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη».


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«Εαρινή Συμφωνία»

«Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
---
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
---
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που 'χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που 'χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
---
Χριστέ μου
τι θα 'τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

«Η ημέρα της Λαμπρής»

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
---
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
---
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».


Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

" ένα κλουβί βγήκε να βρει ένα πουλί "


ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ   ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
   
    στο έργο του    Φραντς Κάφκα 


Ο Κάφκα υπήρξε ένας μεγάλος απελπισμένος. Δεν μπορούσε να μη γράφει, να μη εγκατασπείρει ό,τι νιώ­θει και  ό,τι στοχάζεται όχι μόνο σε ολο­κληρωμένα βιβλία, μικρά ή μεγάλα, αλλά και σε σχέδια, γράμματα, σημειωματάρια, κομμάτια χαρτί.
 Ήταν και ένας καταπιε­σμένος. Πουθενά δεν έβρισκε άνεση. Κατα­πιεσμένος από την παιδική του ηλικία. Όσες φο­ρές και στα βιβλία του και στη ζωή του προσπάθησε να γελάσει δεν κατόρθωσε πα­ρά να σχεδιάσει ένα σαρκασμό. Αυτός ο τρομερός σαρκασμός χαρακτήριζε όλο το έργο του.
Ο Κάφκα δεν ενδιαφέρεται για τον α­ναγνώστη του, δεν απευθύνεται στον ανα­γνώστη του, δεν υπολογίζει στην ύπαρξη αναγνώστη. Αληθινά, γράφει για τον εαυ­τό του.
Περισσότερο από πολλούς άλλους αφηγητές ο Κάφκα βρίσκεται πάντα στο υπόστρωμα του έργου του. Είναι ένας αυτοτιμωρούμενος, ένας άνθρωπος που πα­λεύει πάντα με τον εαυτό του. Και πάντα βρίσκεται  βυθισμένος στις ενοχές.

Γράφει κάπου στα τετράδιά του πολύ χαρακτηριστικά το θαυμαστό: "ένα κλουβί βγήκε να βρει ένα πουλί". Το πουλί είναι ένοχο και μόνο επειδή υπάρχει κι η τιμωρία του βρίσκεται ήδη καθ' οδόν. Η ενοχή κυριαρχεί σ’ όλο το έργο του Κάφκα, όπως κυριαρχούσε και στη ζωή του , ίσως ως απόρροια της σχέσης με τον πατέρα του
( όπως είδαμε και στην προηγούμενη ανάρτηση).

Ποικίλες ερμηνείες έχουν δοθεί στο βαθύτερο «νόημα» των έργων του.
Βιολόγοι, ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγοι, όλοι έχουν προσπαθήσει να δώσουν τη δική τους ερμηνεία στο έργο του Κάφκα:
 Οι βιολόγοι προσπαθούν να απο­δώσουν την εφιαλτική ατμόσφαιρα, τις φαντασιώσεις,  και το ονειρικό παραλήρημα που χαρακτηρίζουν το έργο του Κάφκα στην α­σθένεια, από την οποία έπασχε: στη φυ­ματίωση. Ο Robert Rochefort, παρουσι­άζοντας τις απόψεις των βιολόγων, γράφει: «Η εφιαλτική ατμόσφαιρα, η αγωνία που μεταδίδει στον αναγνώστη, τα θέματα που κατά προτίμηση επιλέγει, η δυσπροσαρμοστικότητα του άνθρω­που προς τον εξωτερικό κόσμο, οι φοβίες, η αβεβαιότητα, η ανεπιτηδειότητα στην αν­τιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, δεν είναι η δυσ­φορία και η ασφυξία ενός άρρωστου;».
Οι ψυχαναλυτές αποδίδουν τις φαντα­σιώσεις και τις φοβίες που διακρίνουν το έργο του Κάφκα στο «σύμπλεγμα του πατέ­ρα», από το οποίο  ο συγγρα­φέας ένιωθε να διώκεται. Ολόκληρο το έργο του δεν είναι πα­ρά μια προσπάθεια να ξεφύγει «από τον κλοιό της πατρικής εξουσίας». Στην «Επι­στολή προς τον πατέρα» γράφει άλλωστε: « Ό,τι κι' αν έγραψα, το έγραψα κάτω απ' τη σκιά σου. Τα δάκρυα που δεν ήταν δυ­νατόν να χύσω στην αγκάλη σου, τα έχυ­σα, εκεί, στις σελίδες των χειρογράφων μου».
Το «σύμπλε­γμα» αυτό του «πατέρα» προβάλλει ο Κάφ­κα στον εξωτερικό κόσμο. Και ο εξωτερι­κός κόσμος αποκτά τότε τη «μορφή» του πατέρα. Μετουσιώνεται σ' έναν ανάλγητο, ψυχρό, αλλά συγχρόνως και άκαμπτο και ακαταμάχητο κόσμο. Με το «σύμπλεγμα του πατέρα» συνδέονται — κατά τούς ψυ­χαναλυτές — και τα συμπλέγματα «ενο­χής» και «μειονεκτικότητας», τα οποία βα­σάνιζαν τον συγγραφέα.
Για την σχέση με τον πατέρα του  μπορείτε να διαβάσετε  εδώ
Κατά τους κοινωνιολόγους της αριστε­ράς, η διέξοδος στο όνειρο, η παραλυτική απαισιοδοξία, η απάθεια εμπρός στη συγκεκριμένη  πραγματικότητα, αυτός ο νέος ρομαντισμός, οφείλεται ακριβώς στην κα­ταπίεση της αστικής κοινωνίας.

 Κατά τους κοινωνιολόγους της δεξιάς, ο  αυτοματισμός της σύγχρονης εποχής, η τε­χνολογική πρόοδος, η μετατροπή του κρά­τους σ' ένα τεράστιο Λεβιάθαν, το πολυ­δαίδαλο γραφειοκρατικό σύστημα, έχουν μεταβάλει το άτομο σε άθυρμα, σ' ένα α­πλό «αριθμό». Το άτομο δεν έχει πλέον προ­σωπικότητα, αισθάνεται τη μηδαμινότητά του έναντι των τεχνολογικών εξελίξεων, εί­ναι έρμαιο κοινωνικών και οικονομικών νό­μων που αδυνατεί να κατανοήσει και να ελέγ­ξει. Αποτέλεσμα είναι η συστολή του, ο εγκλεισμός στο όστρακο της εσωτερικής του ζωής, η διέξοδος στο όνειρο και στις φαν­τασιώσεις.

Οι πολιτικολόγοι διατυπώνουν την άπο­ψη ότι ο Κάφκα είναι ο προφήτης των ο­λοκληρωτικών καθεστώτων. Η  αγελοποίηση των μαζών, η τρομοκρατία, η ενοχοποί­ηση μυριάδων ανθρώπων, χωρίς συγκεκρι­μένη κατηγορία, και η φυσική τους τελι­κή εξόντωση, απεικονίζεται με ενάργεια,  στο έργο του Κάφκα.

Κατά τους Χριστιανούς θεολόγους, το ζο­φερό κλίμα που κυριαρχεί στο έργα του Κάφκα οφείλεται στο εξής γεγονός: Οι θρησκευτικές αξίες κατέπεσαν και το σύμ­παν «ερημώθηκε» απ' το θεό. Ο άνθρωπος της Δύσης, χωρίς εξάρτηση πλέον απ' το Θεό, αισθάνεται σαν εγκαταλελειμμένος και ορφανός σ' ένα σύμπαν ξένο και αδιά­φορο.

Νομίζουμε ότι όλες αυτές οι ερμηνείες περικλείουν, η κάθε μια, κι' ένα σπέρμα αλήθειας . Ίσως μάλιστα μπορούμε να πούμε πως η μία περιέχει την άλλη, την προϋποθέτει, την ολοκληρώνει.

Το έργο του Κάφ­κα – όπως κάθε μεγάλο έργο- είναι πολυδιάστατο  και πολυσήμαντο, και θα γεννά πάντα ερωτήματα την ίδια στιγμή που νομίζουμε πως έχουν λυθεί…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  ένα ενδιαφέρον άρθρο για τα

ανέκδοτα χειρόγραφα του Κάφκα  μπορείτε

να διαβάσετε εδώ
 
 
ΠΗΓΕΣ
  • Martin Travers, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία
  •  Βασίλης Λαζανάς, Ο Κάφκα και το έργο του