Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου το 2012.

Ένας ελάχιστος φόρος μνήμης στον μεγάλο ποιητή με ποιήματά του που αναφέρονται στην ποίηση.



(Ποιήματα ποιητικής , που θα μπορούσαν να διαβαστούν παράλληλα και με τα ποιήματα ποιητικής της Γ' Θεωρητικής.)

Η Ποίηση και η ζωή

Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι ο ουρανός δεν τελειώνει, Όπως οι ώρες του Θεού
κι οι στροφές του πλανήτη μας .Οι ανταύγειες της ζωής,
διατηρούνε το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο
θα πηγαίνει και θα΄ρχεται η θάλασσα, όσο
θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο
θα δίνουν οι άνθρωποι ό ένας στον άλλον το χέρι τους,
θα υπάρχει κι η ποίηση.
Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα,
μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,
πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε μαζί με τα μάτια σου.
Ο κόσμος και η ποίηση
Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι
φροντισμένη από το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ΄ένα αιώνιο καθρέφτισμά μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν; κατά βάθος η ποίηση
είναι μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.

Ο άνθρωπος, ο κόσμος και η ποίηση
 
Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα – πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορώ
ν’αρθρώσω την τάξη του σ’ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ’ευθείες το φως.

Το έργο των ποιητών

Οι ποιητές κατοικούν έξω απ’το φόβο.
Κι όπως ο ήλιος φωτίζει απ’ευθείας, κι εκείνοι: μιλούν
απ’αυθείας. Παλάμη δεν δύναται να τους κλείσει το στόμα,
να δεσμεύσει το θείο τους πάθος.
Γνωρίζοντας από τί πάστα γίνονται οι βασιλιάδες, ξέρουν
να διαχωρίζουν του Θεού τους νόμους, απ’τους νόμους τους.
Επαναλαβαίνουνε, όπως το σύνθημα οι φύλακες,
την αλήθεια που απαγορεύεται.
Ο ποιητής
είναι το πνεύμα της γης που σηκώνεται όταν
γίνεται σκότος και λάμπει όπως ένα κομμάτι αστραπής σε μεγάλο
ύψος τη νύχτα.

Η μορφή και το ποίημα

Σκέφτομαι το βουνό με τον ήλιο απέναντι
ν΄αναδύεται από τη θάλασσα- γίνεται κάθε
 μέρα ο κόσμος. Το προαιώνιο πλάθεται
κάθε στιγμή. Κληρονόμοι του μέλλοντος, αν
σκεφτείτε τον ποιητή, η μορφή του
είναι το ποίημα. Πλάθω και πλάθομαι
κάθε στιγμή. Και το ποίημα είναι
το σκαμνί που θα κάθομαι πάνω του
στο βουνό- με τον ήλιο απέναντι
όσο θα γίνεται τούτος ο κόσμος.

Διάλογος με την ποίηση
 
Ήρθες ποίηση, πάλι. Θ΄ανακάλυψες, φαίνεται,
κάποιο μου κόκαλο που δεν έχει λιώσει.
Μια πτυχή της καρδιάς μου που δεν έγινε κύμα σου.
Μιάν ανέπαφη φλέβα σε κάποιο μου δάκτυλο.
Έναν ιστό που δεν έγινε στίχος σου.

Θα το ξέρουνε αύριο: Κοιτώντας τον κόσμο
με μοίρασες δίκαια. Μ΄έκαμες χίλιες
σπίθες και μια – και με σκόρπισες.


Η Ποίηση

Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
( στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.
Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τα΄αλώνιζε η θύελλα.
Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.
Φτερούγισαν κ΄έμειναν
μέσα στις λέξεις.


Εξαιρετικά ενδιαφέρον  το αφιέρωμα που μπορείτε να δείτε εδώ







 


Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες



 
                                        ΕΛΕΝΗ


Η Ελένη της Τροίας, Ε.Μόργκαν

ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;


                                                     
                                                             ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

 



"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.



Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας. 



"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".



Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών.

η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.

Το φεγγάρι

βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.

σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει

την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.

Πού είναι η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε*.



Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:

"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.

"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".



Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα

ατόφιο.

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .



Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;



"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".



Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών.

αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.




ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

*Τοξότης που ξαστόχησε: έχασε το στόχο του, απέτυχε: Ο Τεύκρος απέτυχε να σκοτώσει τον Έκτορα, απέτυχε να αποτρέψει τον αδελφό του από την αυτοκτονία, απέτυχε να πείσει τον πατέρα του για την τιμιότητα των προθέσεων του.Αναλογικά  ο ποιητής αισθάνεται συχνά σε  ότι ξαστοχεί σε ό,τι αφορά τη ζωή του, το έργο του ή τις προθέσεις του.

Πλάτρες, Κύπρος


ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η «Ελένη», ένα από τα λυρικότερα και τεχνικότερα ποιήματα του, γράφτηκε το 1953, όταν ο Σεφέρης πήγε για πρώτη φορά στην Κύπρο, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1954 και περιλαμβά­νεται στη συλλογή Κύπρον, ού μ'έθέσπισεν..., η οποία τυπώθηκε το 1955 —είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά το Μυθιστόρημα— και αργό­τερα εντάχθηκε ( μετονομάστηκε;) στη συγκεντρωτική έκδοση με τον τίτλο Ημερολό­γιο Καταστρώματος Γ'.
 Στο ποίημα προτάσσονται αυτούσιοι στίχοι από την Ελένη του Ευριπίδη (140-150, 528, 706-707), στίχοι-κλειδιά, που χρησιμοποιούνται από τον ποιητή για τη δόμηση του μύθου του ποιήματος και τη σκηνοθεσία της υπόθεσης και αποτελούν μια συ­μπερίληψη του όλου ποιήματος.
Η πολυσημία του μύθου της Ελένης στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Όμηρος, Ησίοδος, Κύπρια Έπη, Ηρόδοτος, Αισχύ­λος, Σοφοκλής, Ευριπίδης) το ημιθεϊκό αρχέτυπο της τελειότητας και η πολύπλαγκτη μοίρα της στάθηκαν προφανώς οι αφετηρίες για τη σύνθεση της σεφερικής «Ελένης». 


Το ποίημα βασίζεται στην παραλλαγή του μύθου της Ελένης όπως την παρουσίασε ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του, που παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 412 π.Χ. μετά τη Σικελική καταστροφή. Σύμφωνα μ' αυτόν, ο Τρωικός Πόλεμος έγινε για ένα φάντασμα της βασίλισσας Ελένης, αφού η πραγματική είχε φυγαδευτεί στην Αίγυπτο. Όλη εκείνη η περιπέτεια για το τίποτε!

Ελένη και Πάρης (Jacques-Louis David-1788- Louvre, Παρίσι
 Στην τραγωδία αυτή λει­τουργεί ο αντιμύθος και όχι ο μύθος του Ομήρου : η Ελένη, που πήγε στην Τροία με τον Πάρι, ήταν ένα φάσμα-ομοίωμα της πραγ­ματικής, που το επινόησαν οι θεοί για να προκαλέσουν τον πόλεμο. Η μυθική υποδομή του ποιήματος, σύμφωνα με την ευριπίδεια εκδο­χή, είναι η περιπέτεια του Τεύκρου, αδελφού του Αίαντα, που ήταν ο πιο φημισμένος τοξότης του τρωικού πολέμου- όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, τη νήσο Σαλαμίνα, ο πατέρας του Τελαμών, επει­δή τον θεώρησε υπεύθυνο για την αυτοκτονία του αδελφού του  Αίαντα, τον εξό­ρισε, και ο θεός Απόλλων τον έστειλε στην Κύπρο, να ιδρύσει μιαν άλλη Σαλαμίνα, ως ανάμνηση της πατρίδας του. Ο Τεύκρος, ταξιδεύ­οντας για την Κύπρο, συναντάει την Ελένη, η οποία του αναφέρει ότι δεν πήγε η πραγματική Ελένη στην Τροία, αλλά το είδωλο της, ενώ η ίδια είχε μεταφερθεί από τον Ερμή, εκτελεστικό όργανο της Ήρας, στην Αίγυπτο, στα ανάκτορα του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία.


Ο ποιητής ταυτίζει τον εαυτό του με τον Τεύκρο, που πήρε χρησμό να εγκατασταθεί στην Κύπρο και έγινε ο οικιστής της κυπριακής Σαλαμίνας. Όλους αυτούς τους στοχασμούς που καταγράφονται στο ποίημα υποτίθεται ότι τους κάμνει το άχαρο θύμα του Τρωικού πολέμου και πιστός εντολο­δόχος του θεού, ο Τεύκρος, μια νύχτα που αγρυπνά και αγωνιά.

Η μέθοδος με την οποία ο Ευριπίδης επιχειρεί την ανατροπή του τρωικού μύθου είναι πράγματι ιδιοφυ­ής: χρησιμοποιεί ένα παραμύθι για να δείξει την κουφότητα του παραδοσιακού μύθου.


Ο ποιητής, όταν γράφει το ποίημα, βρίσκεται στην Κύπρο τον καιρό που σιγοβράζει η εξέγερση κατά των Άγγλων αποικιοκρατών που, παρά τις υποσχέσεις τους για αυτοδιάθεση των λαών στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, αρ­νούνται να ανταποκριθούν στην απαίτηση των Κυπρίων για ελευθερία.

Φορτίζεται από αγανάκτηση για τη στάση των Άγγλων και αισθάνεται εξαπατημένος, ξεγελασμένος και προδομένος μια και είχε, ως άτομο και ως Έλληνας, συμβάλει στη νίκη των συμμάχων κατά των Γερμανών στον Πόλεμο, προσδοκώντας έναν καινούριο κόσμο ελευθερίας και δικαίου.

Θέλει να εκφράσει την απογοήτευση, την οδύνη και το παράπονο του που οι Κύπριοι χρειάζεται να ξαναπολεμήσουν για τα ιδανικά που υποτίθεται ότι κερδήθηκαν με τη νίκη των συμμάχων, και μάλιστα εναντίον εκείνων που πρωτοστάτησαν στον αγώνα υποπτεύεται, άλλω­στε, ότι οι λαοί πάλεψαν και οι θυσίες έγιναν μάταια, για ένα ψέμα.


Οι ενότητες του ποιήματος (68 στίχοι) συγκροτούν:

 (α) Το σκηνικό χώρο: Κυπριακό τοπίο στις Πλάτρες, θαυμάσια εξο­χή, όπου λειτουργεί το θαύμα (νύχτα, δάσος με αηδόνια, νυχτερινή κίνηση των άστρων, φεγγάρι σαν Αφροδίτη), που μετατίθεται, κα­θώς προχωρούμε, σε μια μυθική διάσταση, στην Αίγυπτο, όπου προβάλλει η πραγματική Ελένη, και στην Τροία, όπου κυριαρχεί το είδωλο της —σαφής διχασμός φαντασίας και πραγματικότητας— για να επανέλθει, ξαφνικά, πάλι στις Πλάτρες, στην Κύπρο τη θα­λασσοφίλητη.
(β) Τα πρόσωπα του ποιήματος: Τεύκρος, ποιητής, Ελένη, που πα­ρουσιάζονται με μια δραματική πολυφωνία. Προσφώνηση του ποιη­τή στο αηδόνι, που συμβολίζει τον ποιητάρη λαό και τον ίδιο τον ποιητή, διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του, ταύτιση με τον Τεύ­κρο (προσωπείο του ποιητή) φωνή της Ελένης —που εικο­νίζεται, με τρόπο εντυπωσιακό, σε μια σπάνια ποιητική και αισθη­σιακή περιγραφή— (στ. 32-37), φωνή του Τεύκρου και, τέλος, πάλι η φωνή του ποιητή. Μια μετακίνηση του ίδιου προσώπου σε τρεις μορφές και μια σειρά δραματικών μεταμορφώσεων (ποιητής-αηδόνι-Τεύκρος).

Κορυφαίος στίχος του ποιήματος, με τριπλή επανάλη­ψη, ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με εισαγωγικά «Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» (1,9, 53) – ένας στίχος που όταν μαθήτρια τον πρωτοδιάβασα ονειρευόμουν συνέχεια το ταξίδι μου στην Κύπρο…-απηχεί καίρια το θλιβερό ποιητικό λόγο που «ψηλαφεί την οδύνη μας, την οδύνη ενός λαού που ταξιδεύει με κομματιασμένες μνήμες.


Βασικά θεματικά και δομικά μοτίβα του ποιήματος είναι:

 (α) Ο ελληνισμός και η Κύπρος (κυρίαρχο θέμα όλης της συλλογής)

 (β) το θέμα του δόλου (των θεών) και της απάτης ( στ. 17-20, 26-31, 58-60), σε συνδυασμό με το είδωλο της Ελένης, 

(γ) το θέμα της δικαιοσύνης (στ. 52).

(δ) το θέμα της θάλασσας (που κατέχει ουσιαστική θέση στο σεφερικό έργο και διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή),

 (ε) το θέμα της ματαίωσης, του κενού και της διάψευσης των προσ­δοκιών, της προδοσίας (στ. 38, 47-50, 65-68).

 (στ) το θέμα του πολέμου, της ομηρείας και του εξανδραποδισμού (στ. 8, 24-25).

(ζ) το θέμα του νεκρού αδελφού (στ. 13-16, 51), του νόστου και της χαμένης πατρίδας (στ. 4-5) και, τέλος,

(η) το αμείλικτο ερωτηματικό για τα ανθρώπινα δεινά, που ανήκει στους στοχασμούς του ποιητή.

Ο μύθος και η ιστορία συμπλέκονται, με τρόπο παράξενο, στο ποίημα. Ο ποιητής, χρησιμοποιώντας τη μυθική μέθοδο, με τη χρήση και μεταφορά του αρχαίου μύθου στην εποχή μας, διευρύνει την έννοια του συμβόλου, δίνει ευρύτερες διαστάσεις και αναδημι­ουργεί.
Η τραυματική εμπειρία του ελληνισμού της μεγαλονήσου, το «ανθρώπινο δράμα της Κύπρου» κατά την έκφραση του ποιητή, που είδε τη ματαίωση των ονείρων του και τη διάψευση των προσδοκιών του δεσπόζει απειλητικά και εντείνειτην απαισιοδοξία του ποιητή.

Το ποίημα τελικά οδηγεί τη σκέψη μας στους αγώνες για εθνική δικαίωση, στο παράλογο των πολέμων,στην επιθυμία για αποκατάσταση θρυμματισμένων αξιών, στην ελευθερία, στα ιδανικά που είναι "είδωλα", νεφέλες και απατηλά όνειρα. Την πίκρα  για τη ματαιότητα των θυσιών.


 Η "Ελένη"  με τη ματιά  του Ν.Καζαντζάκη
 
Αναφορά στον Γκρέκο


Ο Ν.Καζαντάκης  στον Ταΰγετο και στη Σπάρτη στοχάζεται για τον άνθρωπο και τον τόπο...





Είναι άραγε η πεδιάδα ετούτη της Σπάρτης τόσο τρυφερή και φιλήδονη, τόσο μεθυ­στικά μυρίζουν οι ροδοδάφνες της, ή μήπως όλη ετούτη η γοητεία αναβρύζει από το πολυφίλητο, το πολυπλάνητο σώμα της Ελένης; Σίγουρα ο Ευρώτας δε θα 'χε τη σημερινή αποπλανητική χάρη του αν δεν έσμιγε σαν παραπόταμος με τον αθάνατο μύθο της Ελέ­νης. Γιατί καλά το ξέρουμε: χώματα, θάλασσες, ποτάμια σμίγουν με αγαπημένα μεγάλα ονόματα και χύνουνται, αχώριστα πια, μέσα στην καρδιά μας. Περπατάς στους ταπεινούς όχτους του Ευρώτα και νιώθεις τα χέρια σου, τα μαλλιά σου, οι στοχασμοί σου να μπλέκουνται μέσα στο άρωμα μιας γυναίκας φανταστικής, πολύ πιο αληθινής, πολύ πιο χεροπιαστής από τη γυναίκα που αγαπάς κι αγγίζεις. Πνίγεται σήμερα ο κόσμος ατό αίμα, τα πάθη ξεσπούν μέσα στην Κόλαση της σύγχρονης αναρχίας, κι η Ελένη στέκεται αθάνατη, ανέγγιχτη, μέσα στον αέρα των εξαίσιων στίχων, ασάλευτη, και μπροστά της ρέει ο χρόνος..

Το χώμα μύριζε, κι από τους λεμονανθούς κρέμουνταν στάλες δροσούλα και παιχνίδιζαν στον ήλιο. Άξαφνα ανάλαφρο αγεράκι φύσηξε, κι ένας ανθός χτύπησε το μέτωπο μου και με ράντισε- ανατρίχιασα σα να με άγγιξε αόρατο χέρι, κι όλη η γης μου φάντα­ξε σαν την Ελένη, γελοκλαμένη, νιόλουστη. Ανασήκωνε τα κεντημένα με λεμονανθούς πέπλα και με την απαλάμη στο στόμα, ολοένα ανανεούμενη παρθένα, ακολουθούσε έναν άντρα, τον πιο δυνατό, κι ως σήκωνε το χιοναστράγαλο πόδι, έλαμπε η στρογγυλή πα­τούσα της αιματωμένη.

Τι θα 'ταν η Ελένη ετούτη αν δεν περνούσε αποπάνω της η πνοή του Ομήρου; Μια ωραία γυναίκα, όπως αναρίθμητες άλλες, που πέρασαν από τη γης και χάθηκαν. Θα την έκλεψαν, όπως κλεφτούν ακόμα συχνά τις όμορφες κοπέλες στα βουνίσια χωριά μας. Κι αν ακόμα η αρπαγή αυτή άναψε πόλεμο, όλα, και πόλεμος και γυναίκα και σφαγή, θα χάνουνταν αν δεν άπλωνε το χέρι του να τα σώσει ο Ποιητής. Στον ποιητή χρωστάει τη σωτηρία της η Ελένη· στον Όμηρο χρωστάει κι η μικρή τούτη ρεματιά του Ευρώτα την αθανασία της.








Ενδιαφέρουσα και η παραγωγή της εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την "Ελένη".
Τρεις φίλοι φτάνουν στη Σπάρτη για να δουν το Μενέλαο. Συναντούν ένα κορίτσι, την Ελένη. Με τη συντροφιά της και την περιήγηση στο χώρο, ανακαλύπτουν τα πρόσωπα της Ελένης της Σπάρτης, όπως αυτά διαγράφονται στον Όμηρο, στο Στησίχορο, στον Ηρόδοτο, στον Αισχύλο, στον Ευριπίδη, στους νεοέλληνες ποιητές. Το απροσδόκητο τέλος της περιήγησης αφήνει ανοιχτό το μύθο της Ελένης για καινούργιες προσεγγίσεις. 
Δείτε την εδώ
 
   
   

ΠΗΓΕΣ
  Α. Στέφος, Διδακτικές δοκιμές, εκδόσεις Πορεία
  M. VITTI: " Φθορά και λόγος εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Σεφέρη.
 Βαγενάς Ν., Ο ποιητής κι ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ:  Η Λέξη 53, 3-4/1986.
                            Διαβάζω 142, 23/4/1986.





Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Eυτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης




ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
    



Χαρακτηριστικά τnς ποίησης του Γ. Σεφέρη

Περιεχόμενο

α) Ποίηση βαρύθυμη, μελαγχολική, όπου όμως δεν απουσιάζουν κάποιες αστραπές αισιοδοξίας
β) Ο λόγος του είναι συμβολιστικός, κρυπτικός  και υπαινικτικός
γ) Βασικά θέματα:
 Η ελληνική παράδοση (αρχαία και νεότερη, όχι όμως και βυζαντινή ή χριστιανική) και η συνάντησή της με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.
 Ο καημός για τη μοίρα του ελληνισμού.
 Η νοσταλγία του μετανάστη, οι χαμένες πατρίδες. 

Μορφή
α) Ο λόγος του απλός και λιτός. Με τη χρήση του ελεύθερου στίχου δημιουργεί το δικό του προσωπικό
ύφος στηριγμένο όχι στα παραδοσιακά υλικά αλλά σε μια γλώσσα λιτή και δωρική που μεταπλάθει σε ποιητική εμπλουτίζοντάς την με νεόκοπες, άτριφτες εικόνες και τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους.
β) Ο στίχος του άλλοτε παραδοσιακός κι άλλοτε -πιο συχνά- ελεύθερος
γ) H γραφή του συχνά συνειρμική

δ) Το ύφος στοχαστικό και οικείο. Χαλιναγωγεί άψογα την πεζολογία του, σε στοχαστική και άμεσα διδακτική στιχουργία.

ε)  απλότητα  στο ύφος που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης. Βασικό χαρακτηριστικό του η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας γιατί όπως πίστευε «ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του» (Δοκιμές Β, σελ. 163).
στ) Υιοθέτησε την κατάργηση ή έστω διατάραξη του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την ελλειπτική στίξη, την ασάφεια του θέματος, τις παρομοιώσεις που ξαφνιάζουν.



 Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ  Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η επαφή του Γ. Σεφέρη με τον αρχαίο κόσμο και η τέλεια εξοι­κείωση του με τα έργα της κλασικής γραμματείας, από τον Όμηρο ως τους τραγικούς, αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του. Η αρχαία Ελλάδα είναι συνεχώς παρούσα στην πνευματική ζωή και στο έργο του ποιητή.
Η Αρχαιότητα είναι, επίσης, ένα μυθικό και μυθολογικό σύνολο που αποτελεί ένα είδος μίτου στο έργο του Σεφέρη.
Η αρχαία παράδοση έχει αφομοιωθεί τέλεια από το μεγάλο ποι­ητή των σύγχρονων καιρών και η αίσθηση της τραγικότητας, που διατρέχει την ποίηση του, έχει τις ρίζες της σ' αυτήν. Ο Σεφέρης αξιοποιεί ποιητικά τον αρχαίο κόσμο της μυθολογίας- ο αρχαίος ελληνικός μύθος λειτουργεί στην ποίηση του αμφίσημα: με τη μυ­θολογική του διάσταση και τη σύγχρονη ποιητική αναδημιουργία. Ο ποιητής δεν παραμένει προσηλωμένος στους αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, ώστε να εκφράζουν παραστα­τικά σύγχρονες εμπειρίες, και τους μετουσιώνει στη σημερινή πραγματικότητα. 

Τούτο φαίνεται χαρακτηριστικά σε τέσσερα ποιήµατα του Σεφέρη που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσµα της ποιητικής σταδιοδροµίας του Σεφέρη: το «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» γράφεται το 1931 (δηµοσιεύεται το 1932), ο «Βασιλιάς της Ασίνης» το 1938-40, η «Ελένη» το 1955 και το «Επί Ασπαλάθων», το τελευταίο ποίημα   του Σεφέρη, το 1971.



ΠΑΝΩ Σ΄ΕΝΑ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ



    Eυτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Oδυσσέα.
     Eυτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας   αγάπης,
απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Mιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν
τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.  
Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά,
κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.                                     
Kαι παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το
φάντασμα του Oδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ’
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Aπλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά
και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια
Θα ‘λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο
Kύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Xάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.

Eίναι ο μεγάλος Oδυσσέας· εκείνος που είπε να
γίνει το ξύλινο άλογο και οι Aχαιοί κερδίσανε την Tροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Tροία.

 ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


Στο ποίημα επισημαίνουμε, ιδιαίτερα, το θαλασσι­νό τοπίο -ειδικότερα το χώρο του Αιγαίου και των ελληνικών θα­λασσών- όπου συντελείται το πανάρχαιο δράμα της φυλής από την εποχή του Τρωικού πολέμου και της Αργοναυτικής εκστρατείας ως τον εξανδραποδισμό της Κύπρου, καθώς και την έντονη παρουσία της θάλασσας, που κατέχει ουσιαστική θέση στο έργο του Σεφέρη (στ. 24-25). Ακόμη, τη μνήμη του ποιητή από τη λαϊκή παράδοση (Γοργόνα" λαϊκού θρύλου) καθώς και τους αφανείς μάρτυρες της ιστορίας που τους αναζητούν οι δυστυχισμένες γυναίκες (στ. 26-29). Στο τοπίο της ερημιάς και της αγωνίας (εικόνα βαρύθυμη και με­λαγχολική, όπως οι στίχοι της Οδύσσειας) συστοιχεί ο ανώνυμος κόσμος των τυραννισμένων, των πολέμων, της προσφυγιάς, της δυ­στυχίας. Αντίθετα, οι στίχοι 30-32 είναι λυρικότατοι και αναδίνουν, με καβαφίζουσα πνοή το άρωμα ευτυχισμένων εμπειριών: α) ερωτι­κών, β) μνήμη φύσης (Σολωμός - Δημοτικό τραγούδι) γ) μνήμη Ιω­νίας (με αναφορά στους Ίωνες φιλοσόφους) και των χαμένων πα­τρίδων.
Ο Σεφερικός Οδυσσέας (σύντροφος και αρχηγός) των Αργοναυ­τών μας οδηγεί σε μια διαφορετική θεώρηση του "πολύτροπου άν­δρα" με τη μορφή του "γέροντα σοφού" στο ποίημα "Πάνω σ' έναν ξένο στίχο".
Το ποίημα, γραμμένο στο Λονδίνο το 1931 (πρώτη δημοσίευση στη Νέα Εστία 12 [1932]), ανήκει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) και αρχίζει με μιαν απόδοση στα ελληνικά του πρώτου στίχου από το σονέτο  «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage» (Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι).

Από άποψη δομής, είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, αποτελεί­ται από 12 ανισοσύλλαβες στροφές, τα δε θεματικά του κέντρα διαρ­θρώνονται με την ακόλουθη σειρά:

I ) Στρ. 1-3. Ο λόγος για την αγάπη — Επίκληση στο Θεό — Η ξενιτιά ως αφορμή και πλαίσιο.
II)  Στρ. 4-7. Επιφάνεια του φαντάσματος (Η μορφή του σεφερικού
Οδυσσέα, τα χαρακτηριστικά και ο ρόλος του) με αναφορά στον
ομηρικό Οδυσσέα.
III)  Στρ. 8-12. Ο τρόπος του Οδυσσέα προς τον ποιητή — Ο μύθος
και η παράδοση — Αναφορά στη Νέκυια.


 Το ποίημα ξεκινά με τη σκιαγράφηση μιας αγάπης της οποίας δεν προσδιορίζεται το αντικείμενο. Διακατέχει την ανθρώπινη ύπαρξη και προσδιορίζεται από την τριπλή και δυναμική ανταπόκριση των αισθήσεων: αφής όρασης, ακοής. Το ρήμα " ένιωθε" κρατά στο ημίφως το υποκείμενό του, ενώ το ρήμα "ακούω" της 3ης στροφής  μας δίνει την ταυτότητα του ανθρώπου που φτάνει στην ύψιστη συνειδητοποίηση αυτού του αισθήματος.
Πρόκειται για την αγάπη για την Πατρίδα ( Ελλάδα, Μικρά Ασία - από την οποία ο ποιητής ξεριζώθηκε-) , αφού ο Σεφέρης βρίσκεται στα ξένα όταν γράφει το ποίημα.Ίσως.
Ίσως όμως να μιλά για την αγάπη σαν αρματωσιά ψυχής που πρέπει να΄χουμε για τα δικά μας ταξίδια ζωής.

Σ' όλο το ποίημα κυριαρχεί έντονα η παρουσία του Οδυσσέα, τελείως όμως διαφορετικού από την αρχετυπική μορφή του ομηρι­κού ήρωα, όπως τη διέπλασε ο ποιητής σαν σύμβολο της ελληνικής μοίρας.
Ο ποιητής λέει ότι παρουσιάζεται μπροστά του το φάντασμα του Οδυσσέα , σε μια ρεαλιστική περιγραφή η οποία δίνει στον ομηρικό ήρωα ανθρώπινες διαστάσεις. Εικονίζει τη σωματική ταλαιπωρία με μάτια κοκκινισμένα απ' του κυμάτου την αρμύρα και τον ψυχικό πόνο κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό.
Οι εικόνες του καπνού 57-59) και του σκυλιού 290-319) δια­φοροποιούνται ποιητικά από την ομηρική Οδύσσεια και γίνονται λεπτότερες και ποιητικότερες. Ιδιαίτερα η μνεία του πιστού σκυ­λιού  Άργου μας φέρνει κοντά στη συγκρατημένη θλίψη των επι­τύμβιων στηλών, όπου δίπλα στο νεκρό στέκεται ο κύων.

Ο Οδυσσέας εμφανίζεται ψηλός και μ'ασπρισμένα γένια, η παλά­μη του είναι ροζιασμένη απ' τα σκοινιά και το δοιάκι, το δέρμα του δουλεμένο από το ξεροβόρι, από την κάψα και από τα χιόνια. Ο Σεφέρης πλάθει έναν ήρωα με στοιχεία απομυθοποιητικά ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος, που συνθέτουν, όμως, τη μεγαλοσύνη του (ανθρωπιά και αδυναμία).
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας, που έχει έρθει για να συμβουλέψει τον ποιητή πώς να φκιάξει ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσει τη δική του Τροία, φτάνοντας στον αντικειμενικό του στόχο.

Έτσι, ο αρχαιοελληνικός ομηρικός μύθος που απονέμει στον ήρωα πολλαπλές ιδιότητες (πολύμητις,  πολύτλας, πολυμήχα­νος, δουρικλυτός, στην Ιλιάδα— δαΐφρων, θείος, πολύτροπος,  πολύφρων, στην Οδύσσεια), ανατρέπεται από το σύγ­χρονο ποιητή. 
Ένας νέος άνθρωπος προβάλλει, σύμβολο της βασι­σμένης σε πείρα γνώσης και της πίστης στο προγονικό σπίτι, που θέλει να εμποδίσει τις ενοχλητικές μορφές του «υπεράνθρωπου Κύ­κλωπα», των Σειρήνων, της Σκύλας και της Χάρυβδης, «τόσα περί­πλοκα τέρατα» του μύθου και της φαντασίας, μοτίβα δραματικά της ανθρώπινης μοίρας και ιστορίας. 

Με την επιφάνεια αυτή του Οδυσ­σέα πετυχαίνει ακόμη ο ποιητής  τη σύν­δεση του παρόντος με το απώτατο παρελθόν (κοινή μοίρα - κοινή γλώσσα), εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής πνευματικής παράδο­σης, που τη θεωρεί αδιάσπαστη από τα ομηρικά χρόνια ως τη σημε­ρινή εποχή.

Ο Οδυσσέας μιλάει «ταπεινά και με γαλήνη» μοιάζει με «γέρους θαλασσινούς», έχει μάθει τι σημαίνει «νά 'σαι μόνος, σκοτεινός, μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος». Η απουσία των συντρόφων είναι οδυνηρή «την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμέ­νους μέσα στα στοιχεία...».

Μιλάει ακόμη για το «πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους» (μοτίβο της ομηρικής Νέκυιας —λ Οδύσσειας, που εικονίζει την εμπειρία του στον Άδη).

Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τα μυθολογικά στοιχεία που τα συνα­ντάμε σ' όλο του το έργο και τα οποία προσπαθεί να αντιστοιχίσει με σύγχρονες ιδέες και καταστάσεις. Έτσι ο ποιητής σκοπεύει, με τη χρήση του μύθου και των παραδοσιακών συμβόλων του Οδυσ­σέα, να εκφράσει τη συλλογικότητα και να δώσει αντικειμενικότητα στο ποίημα του, αφού ο μύθος συγκεντρώνει μέσα του τέτοια στοι­χεία.

Ο Οδυσσέας και ο ποιητής, αν και παραμένουν δύο διαφορετικά πρόσωπα στο ποίημα, συμπάσχουν και, επιπλέον, συνδέονται μετα­ξύ τους με ένα κοινό γνώρισμα· ο ξεριζωμένος και περιπλανώμενος Οδυσσέας έχει πολλά κοινά σημεία με την προσωπική μοίρα και την ιστορία του ποιητή. Ο Οδυσσέας όμως, ως αρχαιότερο διαχρο­νικό σύμβολο του Ελληνισμού, ταυτίζεται με το σεφερικό άνθρωπο (ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή του ποιήματος), όπου ο ποιητής, μέσα από μιαν εικόνα γαλήνιας ζωής και ενός ευτυχισμένου κόσμου, εναρμονισμένου με το θαλασσινό τοπίο των παιδικών του χρόνων, αναγνωρίζει το παρελθόν και την παράδοση σαν έμπειρους δασκά­λους της εποχής του, που μπορούν σίγουρα να μας διδάξουν και να μας μάθουν να κερδίσουμε τη δική μας Τροία (σύμβολο, όπως η Ιθάκη), και ακόμη να πετύχουμε την επιστροφή στην πατρίδα μας, παλεύοντας για την πραγμάτωση των ιδανικών και των σκοπών μας.

ΠΗΓΕΣ

  • Α.Στέφος, Διδακτικές δοκιμές( εκδόσεις Πορεία) 1992
  • Τ.Καρβέλη, Η Νεότερη Ποίηση
  •  Αντωνίου Χρήστος, Θέματα και μορφές της λαϊκής παράδοσης στο έργο του Σεφέρη (Ερμηνευτική προσέγγιση), Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1981
  • Περιοδικά :     Λόγος και Πράξη( τεύχος 33)
                                       Σύγχρονη Εκπαίδευση ( τεύχος 25)
                                      Νέα Εστία, τεύχος 1728