Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Τα φύλα στη Λογοτεχνία, η γυναίκα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη




Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη Μελίνα Μερκούρη


Πολλά και αντιφατικά έχουν ειπωθεί για τις αντιλήψεις του Νίκου Καζαντζάκη για τις γυναίκες: άλλοι τον είπαν μισογύνη, άλλοι παράφορο λάτρη και θαυμαστή του γυναικείου φύλου.






Με αφορμή τη λογοτεχνική ενότητα " τα φύλα στη Λογοτεχνία"  ας δούμε μια προσέγγιση του θέματος μέσα από το έργο του Ν.Καζαντζάκη. ( και για το προαναγνωστικό στάδιο θα ήταν , ίσως, κατάλληλη)




 Στο έργο του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» είναι φανερή η  — νιτσεΐκή *  στη βάση της — θέση του άντρα απέναντι στη γυναίκα :



« Όχι, δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, αφεντικό. Άκου με εμένα πού είδα κι έπαθα κι έκαμα πολλά κι έβαλα, ας πούμε, γνώση. Η γυναίκα δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, είναι άρρωστο πράμα, σου λέω, παραπονιάρικο. Αν δεν της πεις πως την αγαπάς και πως τη θές, αρχίζει τα κλάματα. Μπορεί να μη σε θέλει καθόλου, να σε σιχαίνεται μάλιστα, μπορεί νά σου πει όχι' άλλο πράμα αυτό. Μπορεί. Μα θέλει πάντα όποιος τη δει να την πεθυμήσει. Αυτό θέλει η κακομοίρα, κάμε της λοιπόν το χατίρι!». «Η γυναίκα είναι μιά πηγή δροσερή, σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις και τα κόκαλά σου τρί­ζουν. Κι ύστερα έρχεται ένας άλλος πάλι που διψάει, σκύβει κι αυτός, θωράει το πρόσωπό του και πίνει. Κι ύστερα ένας άλλος... Αυτό θα πει πηγή, αυτό θα πει γυναίκα». 
Στην εκπλήρωση αυτού του ρόλου της, της προσφοράς της ηδονής, αποχτά κάτι, η  γυναίκα, το ακα­τάλυτο, το άφθορο και το αδιάφθορο, που την εξιδανικεύει και την καθα­ρίζει ακόμα, και στη μεγαλύτερη, την πιο ακάθεχτη ερωτική της προσφορά και παραφορά. 
   Μιλάει πάλι ο Ζορμπάς για την ερωτικά τρυγημένη μαντάμ Ορτάνς:

«Μα θα μου πεις, είναι μισοπατημένη, έχει κάμει στη ζωή της σημεία και τέρατα, πέρασε από ναυάρχους, ναυτάκια, φανταράκια, χωριά- τες, πραματευτήδες, παπάδες, ψαράδες, χωροφύλακες, δασκάλους, ιεροκή­ρυκες, ειρηνοδίκες — μα τι πάει να πει; Ξεχνάει γρήγορα η πατσαβούρα, δε θυμάται κανένα αγαπητικό, γίνεται, αλήθεια σου λέω, αθώα περιστερά, πρωτόβγαλτη, πιτσουνάκι, και κοκκινίζει, άκου με που σου λέω, κοκκι­νίζει και τρέμει σα να ’ταν η πρώτη φορά. Μυστήριο είναι η γυναίκα, αφεντικό. Χίλιες φορές να πέσει, χίλιες φορές σηκώνεται, παρθένα. Και γιατί, θα μου πεις; Να, γιατί δε θυμάται».

 Η γυναίκα δεν είναι στην καζαντζακική βιοθεωρία, κοινωνικό ον είναι ένα ον φυσικό. Γι’ αυτό είναι, μαζί, κι ένα πλάσμα αδύναμο και ανυπεράσπιστο, αφού υποταγμένη στη φυσική — όχι την κοινωνική — νομοτέλεια, δεν μπορεί, δεν είναι προορισμένη να κάνει τίποτ’ άλλο, παρά να υποτάσσεται στο φυσικό της καταχτητή, στον άντρα:

«Είναι ένα πράμα ακατανόητο η γυναίκα κι όλοι οι νόμοι της πολιτείας και της θρησκείας βρίσκουνται σε λάθος. Δεν πρέπει να φέρνουνται έτσι στη γυναίκα, όχι! Της φέρνουνται πολύ σκληρά, αφεντικό, πολύ άδικα... Εγώ, αν περνούσε από το χέρι μου να βάλω νόμους, θά ’βαζα άλλους για τον άντρα, άλλους για τη  γυναίκα. Δέκα, εκατό, χίλιες εντολές για τον άντρα άντρας είναι, μαθές, σηκώνει. Όμως καμιά για τη γυναίκα. Γιατί, πόσες φορές να σου το πω, αφεντικό; Η γυναίκα είναι αδύναμο πλάσμα».

«Με πειράζει κάθε τόσο η αφεντιά σου πως αγαπώ τις γυναίκες· πώς, μωρέ, να μην τις αγαπώ; Που ’ναι αδύναμα πλάσματα, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, που αν τις πιάσεις από το βυζί μεμιάς ανοίγουν όλα τα πορτέλα και παραδίνουνται;».
-  Και η δύναμη, που έχουν μέσα τους να μαγνητίζουν τους άντρες, δεν είναι δική τους, της συνείδησής τους, είναι το όπλο — το νύχι του όρνιου —, που τους το έχωσε στο χέρι η φύση, είναι η φυσική τους προίκα, που τις εξισώνει με τα άλλα όμοιά τους, αθώα και εκείνα στο βάθος.— γιατί ελαύνονται από άσχετες με την ψυχή και το εγώ τους δυνάμεις,— θηρία: «Θεριό είναι ετούτο, συλλογίστηκα, θεριό και το ξέρει. Τι αδύναμα εφήμερα πλάσματα, σερσέμηδες, ζευζέκηδες, χωρίς αντοχή, μπροστά τους οι άντρες! Όπως μερικά έντομα —το αλογάκι της Παναγίας,— η ακρίδα, η αράχνη— ταϊσμένη και τούτη κι αχόρταγη κατά τα ξημερώματα θα τρώει τους άντρες».

Απ΄την άλλη στην «Αναφορά στο Γκρέκο» γράφει:

« Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου ’τυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ’καμαν τόσο καλό και δεν βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Κι απάνω απ' όλες μια, η τελευταία... Μα οι γυναίκες, κι οι πιο αγαπημένες, δεν μας παραστράτισαν,  δεν ακολουθήσαμε εμείς την ανθισμένη στράτα τους, τις πήραμε εμείς μαζί μας, δεν τις πήραμε, ήρθαν με τη δικιά τους θέληση, γενναίες συντρόφισσες, στον εδικό μας τον ανήφορο».

 και αλλού:

 ο καλόγερος εξομολογείται:  «…η γυναίκα μάς πηγαίνει από τον πιο σίγουρο, τον πιο σύντομο δρόμο στην Παράδεισο… Η γυναίκα, η γυναίκα κι όχι η προσευχή… κι όχι η νηστεία μου ‘δωκε τη σιγουράδα αυτή, μου ‘φερε το Θεό στην κάμαρά μου, ας είναι καλά»


Και στην «Οδύσσεια» :
«Κι ό,τι καλό στον κόσμο χάρηκε και προκοπή είδε ο νους του, μονάχα στη γυναίκα το χρωστάει, την κορμιοκαταλύτρα»

 Και στην «Ασκητική» :


«Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δύο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: …Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!

Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: Κάθομαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. Δέχομαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη….. Είμαι η Μήτρα!

Αφουκράζουμε τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι».




*   Και μιας και αναφέραμε για νιτσεϊκή επίδραση , ας θυμηθούμε ένα

απόσπασμα από το « Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» 


Η γριά και η νέα γυναίκα.
«Γιατί κλεφτογλιστράς έτσι φοβισμένα στο σκοτάδι, Ζαρατούστρα; Τι κρύβεις τόσο προσεχτικά κάτω από το μανδύα σου;
Έχεις κανένα θησαυρό που σου πρόσφεραν; Ή κάνα παιδί που απόχτησες; Ή μπας και τραβάς κι εσύ τώρα του κλέφτη το δρόμο, φίλος κι εσύ των κακών»;
Πραγματικά, αδερφέ μου! είπε ο Ζαρατούστρας, είν' ένας θησαυρός που μου πρόσφεραν: μια μικρή αλήθεια είναι, που κουβαλάω μαζί μου
Όμως είναι κακομαθημένη σάμπως μικρό παιδί κι αν δεν της έκλεινα το στόμα, θα ξεφώνιζε δυνατά.
Καθώς τραβούσα σήμερα μοναχός μου το δρόμο, κατά το λιόγερμα, μια γριά γυναίκα με βρήκε κι έτσι μίλησε στην ψυχή μου:
«Πολλά είπε και σε μας τις γυναίκες ο Ζαρατούστρας, για τη γυναίκα όμως ποτέ δε μας μίλησε».
Κι εγώ αποκρίθηκα: «για τη γυναίκα μοναχά στους άντρες πρέπει να μιλάει κανείς».
«Μίλησε και σε μένα για τη γυναίκα», είπε εκείνη. «Είμαι πολύ γριά, και θα ξεχάσω ευθύς όσα μου πεις».
Δέχτηκα την επιθυμία της γριάς κι έτσι της μίλησα:
«Όλα στη γυναίκα είν' ένα αίνιγμα και όλα στη γυναίκα έχουν μια λύση: την εγκυμοσύνη.
Ο άντρας είναι ένα μέσο για τη γυναίκα: ο σκοπός είναι πάντα το παιδί. Μα η γυναίκα τι είναι για τον άντρα;
Δυο πράγματα θέλει ο πραγματικός άντρας: Κίνδυνο και Παιχνίδι. Γι' αυτό επιθυμεί τη γυναίκα, γιατί 'ναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.
Ο άντρας πρέπει να γαλουχείται για τον πόλεμο και η γυναίκα για την ανακούφιση του πολεμιστή: όλα τ' άλλα είναι κουταμάρες.
Οι ολόγλυκοι καρποί δεν αρέσουν στον πολεμιστή: γι' αυτό επιθυμεί τη γυναίκα. Είναι πικρή, κι η πιο γλυκιά γυναίκα ακόμα.
Από τον άντρα πιο καλά, καταλαβαίνει η γυναίκα τα παιδιά, μα ο άντρας είναι πιο παιδί από τη γυναίκα.
Στον πραγματικό άντρα είναι κρυμμένο ένα παιδί, θέλει κι αυτό να παίξει. Μπρος, γυναίκες, βρέστε αυτό το παιδί στον άντρα.
Ας είν' ένα παιχνίδι η γυναίκα, αγνό κι ωραίο, όμοιο με διαμάντι, κι ας στραφταλιάζει από τις αρετές ενός κόσμου, που δεν υπάρχει ακόμα.
Η φεγγοβολιά ενός άστρου ας φωτίζει την αγάπη σας! Η ελπίδα σας ας είναι: «μακάρι να γεννούσα τον Υπεράνθρωπο!»

Στην αγάπη σας ας υπάρχει παλικαριά! Με την αγάπη σας πρέπει να αποκρούσετε εκείνον που σας τρομάζει!
Μέσα στην αγάπη σας, ας υπάρχει η τιμή σας! Αλλιώτικα, λίγο καταλαβαίνει η γυναίκα από τιμή. Ετούτο ας είναι η τιμή σας: ν' αγαπάτε πάντα πιο πολύ απ' όσο σας αγαπούν και ποτέ να μην έρχεστε δεύτερες.
Ο άντρας να φοβάται τη γυναίκα όταν αυτή αγαπάει: γιατί τότε κάνει κάθε θυσία και κάθε άλλο πράγμα της φαίνεται ασήμαντο.
Ο άντρας να φοβάται τη γυναίκα όταν αυτή μισεί: επειδή ο άντρας στα βάθη της ψυχής του είναι μονάχα κακός, η γυναίκα όμως είναι αχρεία.
Ποιον μισεί περισσότερο η γυναίκα; -είπε το σίδερο στο μαγνήτη: «εσένα μισώ πιο πολύ, γιατί με τραβάς, όμως δεν είσαι δυνατός, για να με κρατήσεις απάνω σου».

Η ευτυχία του άντρα λέει: «θέλω». Η ευτυχία της γυναίκας λέει: «Εκείνος θέλει». «Κοίτα! ετούτη τη στιγμή ο κόσμος έγινε τέλειος!» -έτσι στοχάζεται κάθε γυναίκα, σαν υποτάσσεται μ' όλη της την αγάπη.
Κι έχει χρέος η γυναίκα να υποτάσσεται και στην επιφάνεια της να βρίσκει κάποιο βάθος. Επιφάνεια είν' η ψυχή της γυναίκας, μια κραδαινόμενη τρικυμισμένη επιδερμίδα ρηχού νερού.
Του άντρα όμως η ψυχή είναι βαθιά, το ρέμα της βρυχιέται σε έγκατες σπηλιές: η γυναίκα, τη δύναμη του τη μαντεύει, μα δεν τη νιώθει».
Τότε μου αποκρίθηκε η γριά γυναίκα: «Πολλά σοφά είπε ο Ζαρατούστρας και πιο πολύ για όσες έχουν τα χρειαζούμενα νιάτα.
Είν' αλλόκοτο, ο Ζαρατούστρας λιγάκι ξέρει τις γυναίκες, αλλά μιλάει αλάθευτα γι' αυτές: Μπας και το κάνει αυτό γιατί δεν είναι τίποτα αδύνατο για τη γυναίκα;

Και τώρα πάρε για πληρωμή, μια μικρή αλήθεια! Είμαι τόσο γριά που μπορώ να σου την πω!
Τυλιχτή και βάστα της το στόμα σφαλισμένο, γιατί αλλιώτικα, θα σκούζει πολύ δυνατά αυτή η μικρή αλήθεια!»

«Δώσ' μου γυναίκα τη μικρή σου αλήθεια!» είπα. Κι είπε αυτά η γριούλα:
«Όταν πηγαίνεις στις γυναίκες, μη λησμονάς το μαστίγιο!»
Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας."


 Φρίντριχ Νίτσε






Τι κοινό βλέπουν για τις γυναίκες; από χώμα, από φλόγα και όνειρα φτιαγμένες.
Οι υπόλοιπες αναλογίες ,  στη δική σας αναζήτηση.




 ΠΗΓΕΣ

  • Μ.Γ.Μερακλή, η φιλοσοφική ηθογραφία του Καζαντζάκη
  •  Αλέξης Ζήρας, η περιπλάνηση στον  Καζαντζάκη  ως φιλοσοφικός και λογοτεχνικός μύθος
  •  Πήτερ Μπήαν (μφ. Κατερίνα Αγγελάκι-Ρουκ), Νίκος Καζαντζάκης
  • Λογοτεχνικά περιοδικά: Διαβάζω  τχ 190, Τετράδια Ευθύνης τχ3, Νέα Εστία τχ162
  
 



Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Δημήτρη Χριστόπουλου, " δημόσιες ιστορίες "







« Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας» , έλεγε ο Φ.Κάφκα. 


Ένα από αυτά είναι το  εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου  « Δημόσιες Ιστορίες» , που θα κυκλοφορήσει  σε λίγες μέρες  από τις εκδόσεις πηγή.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος , καταφέρνει στα 16  διηγήματα  που απαρτίζουν το βιβλίο,  να εμπλέξει  συναισθηματικά τον αναγνώστη  με τον αριστοτεχνικό τρόπο γραφής αλλά και την εκφραστική του δεινότητα. Η ατμόσφαιρα είναι ανεπανάληπτη ,  υφέρπει  μια  διάχυτη μελαγχολία, ένας ελεγειακός τόνος, που με μάγεψε από την αρχή.

    Το βιβλίο μοιάζει με ένα καλειδοσκόπιο απόψεων, ιδεών, οραμάτων ,  διαψεύσεων και προκαταλήψεων  που ξεδιπλώνονται   καθημερινά μπροστά μας.
Με   γλώσσα ζωντανή,  δωρική,  υπαινικτική,  δημιουργεί  εξαιρετικές και έντονες εικόνες που μοιάζουν να στήνουν μια κάμερα μπροστά μας για να παρακολουθήσουμε τα ανθρώπινα: το « χτίσιμο» του φασισμού μέσα μας, τη νεύρωση της επιτυχίας, το « ζύγισμα»  των ανθρώπων, το απάνθρωπο εργασιακό περιβάλλον, τη φτώχεια που παράγει τυφλή βία, τις  μάχες μας και τις  διαψεύσεις μας, την απεγνωσμένη αναζήτηση της αγάπης, την  κατάφαση στη ζωή, τη  νόθα ευημερία, τις  μάταιες ανθρωποθυσίες, τις  αυταπάτες, τις  συνήθειες που σκλαβώνουν, την  ανταποδοτική σχέση μας με τη ζωή την ίδια.
Αριστοτεχνικά εμπλέκεται το στοιχείο του δισυπόστατου και της ισορροπίας ανάμεσα στο  «αληθινό» και στο  «κατασκευασμένο» γεγονός, την ίδια στιγμή που οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες, του έργου δεν χάνουν ποτέ την ανθρώπινη πλευρά τους…


πουαντερί μια  ανάποδη και μια καλή

απόσπασμα



(….)Πού τη θυμήθηκα τώρα τη γιαγιά μου; Καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Πριν από λίγο άνοιξα την τηλεόρα­ση κι έπεσα τυχαία πάνω σε μια εκπομπή αφιερωμένη στους δερβίσηδες. Πόσο όμορφα στροβιλίζονται. Θαρρώ πως η περιστροφή είναι θεμελιώδης συνθήκη της ύπαρξής μας. Όλα όσα υπάρχουν πάνω στο πρόσωπο της γης συνίστανται από περιστρεφόμενα ηλεκτρόνια, πρωτόνια και ουδετερό­νια. Όλα περιστρέφονται και το ανθρώπινο πλάσμα ζει μέσω της κυκλικής περιστροφής του αίματος, των κυκλικών εναλ­λαγών της ζωής από την πρώτη στιγμή της γέννησής του. Η γιαγιά μου, όταν έπλεκε, ήταν ένας παράξενος δερβίσης, που αντί να στροβιλίζεται, κουνούσε περιστροφικά τις βελό­νες της, προστατευμένη στο ασφαλές καταφύγιο του δικού της ρυθμού. Δεν είχε σημασία τι έπλεκε. Οι κατά πλεκτόν σαλοί εντέλει πλέκουν το ίδιο πράγμα: γερά πανιά. Κρατάνε τις βελόνες τους σαν κουπιά και ταξιδεύουν πλέκοντας χω­ρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Κάποτε διάβασα πως το πλέξιμο και τα χαρτιά είναι τα νη­πενθή για τους ανθρώπους που ο χρόνος τους είναι πολύ λί­γος για ν’ αλλάξουν τη ζωή τους και πολύ μακρύς για να τον υπομείνουν. Η γιαγιά η Πηνελόπη έπλεκε και τραγουδούσε μακρόσυρτους αμανέδες, ξεχασμένους καημούς από τη δική της μάνα την Ανατολίτισσα που έφτασε κοπέλα στην Ελευ­σίνα τον Σεπτέμβρη του ’22, με τη γιαγιά μου στην αγκαλιά της. Κάθε πόντος και ένας μπουρνοβαλιώτικος αναστεναγ­μός: «Αμάν, αμάααν, αμάν, σε βλέεε-έπουν τα ματάαα-κια μου και μου περνάει ο πόνος...».
Καθισμένη τώρα που πήρε να χειμωνιάζει στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς πλέκω με το ίδιο νήμα ένα μπορντό κασκόλ για τη δική μου κόρη. Τη ζακέτα την ξήλωσα το βράδυ που η Πηνελόπη έφυγε. Τα χέρια μου κινούνται ρυθμικά, εξή­ντα περίπου κινήσεις το λεπτό, όσοι πάνω κάτω και οι χτύποι της καρδιάς. Ανεπαίσθητα νιώθω ήρεμη, προστατευμένη σε μια μεγάλη αγκαλιά. Κανείς δεν μπορεί να με πειράξει. Κάθε πόντος και μια περιστροφή. Κάθε πόντος και η ψυχή λίγο λίγο βγαίνει από το σώμα μου. Κάθε πόντος και στροβιλίζο­μαι στην τροχιά της παγκόσμιας αρμονίας, χωρίς υπεροψία και μέθη.