Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

" Η πληγή είναι η πηγή της ποίησης "







ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

1896 - 1928 






Η ποιητική του φυσιογνωμία


  • Ο ποιητής της  αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας

  • Εκφράζει τη συνείδηση του σύγχρονου καλλιτέχνη  ο οποίος απομακρύνεται από την καθησυχαστική σταθερότητα της παραδοσιακής κοινωνίας και έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή ιδεολογική , κοινωνική και πολιτική κρίση.



  • Κεντρικά θέματα στην ποίησή του : η διάσταση τέχνης και κοινωνίας αλλά και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο. Σχεδόν μόνιμη σύζευξη του ερωτικού συναισθήματος ή της αισθησιακής εμπειρίας  με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.

  • Ανοίγει δρόμο προς τη νεωτερικότητα διαταράσσοντας τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου

  • Ποιητικός τόνος μελαγχολικός, ειρωνικός, οργισμένος που ατενίζει φιλοσοφικά τον κόσμο και τους ανθρώπους.

  • Ποίηση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας

  • Παρελθοντικοί χρόνοι  που εκφράζουν  την  ανάγκη  του για βιωματική  κατάθεση και επιμονή στη νοσταλγία  μιας   κατάστασης ευτυχίας που έχει πια περάσει και μόνο λύπη και μελαγχολία φέρνει πια. Αυτό είναι , βέβαια, εκφραστική επιλογή  όλων των ποιητών του μετασυμβολισμού, Λαπαθιώτη, Άγρα, Ουράνη κλπ .



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων ( 1919) 


 Νοσταλγικός τόνος, τρυφερή μελαγχολία, ανεπαίσθητος αισθησιασμός.
 Εκφράζεται η αμφιθυμία του απέναντι στον έρωτα. Σκέφτεται ακόμη την πρώτη του αγάπη,  που τελείωσε άδοξα ,  την Άννα Σκορδύλη και αυτό διαφαίνεται στα ποιήματα της συλλογής. Για τον ποιητή όλοι οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξεως. 

 Το ποίημα « Μυγδαλιά», μια τρυφερή και θλιμμένη αλληγορία  διευρύνει την προοπτική των ερωτικών του ποιημάτων

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...






Στο ποίημα « Νύχτα», στην τελευταία στροφή, το πάρκο των ερωτικών συναντήσεων μετατρέπεται σε κοιμητήρι χαμένων ερώτων

Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.






Νηπενθή ( 1921 )

Ο τίτλος παραπέμπει στο ομηρικό «νηπενθές φάρμακον» ( Οδύσσεια, δ 221)

Τα ποιήματα της συλλογής αποσκοπούν, μάταια, να παρηγορήσουν τον ποιητή  για το πένθος της χαμένης αγάπης αλλά και για το βαθύ τραύμα της ύπαρξης. Θέματα  του ονείρου, της απώλειας, της φθοράς, το αίσθημα της νοσταλγίας και η σκιά της μελαγχολίας διατρέχουν τα ποιήματα της συλλογής .

Ο Μπωντλαίρ και  ο Πόε  φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τον Καρυωτάκη στη συλλογή αυτή. Ο ποιητής συντονίζεται  με το μπωντλαιρικό αίσθημα του πεπερασμένου, με το άγχος και την αγωνία του τέλους  που σημαδεύουν  την ερωτική σχέση , αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ποιητή.

Αρκετά ποιήματα της συλλογής  έχουν ως θέμα τους την ποίηση και τους ποιητές. Χαρακτηριστικά   τα  επτά ποιήματα  με τον γενικότερο , οξύμωρο ,  τίτλο    « πληγωμένοι θεοί», που μιλούν για τη μοίρα των ποιητών αλλά και  ορίζουν την ποίηση. Οι ποιητές καταφρονεμένοι, πληγωμένοι, ευάλωτοι ,τρωτοί ,βρίσκονται σ΄αυτό τον κόσμο αντιμέτωποι με ένα σύστημα αξιών όπου κυριαρχούν η φαύλη εξουσία, το χρήμα και η αναξιοκρατία .Ό,τι απομένει σ΄αυτούς για να τους δένει μ΄αυτόν τον κόσμο είναι η λύπη και ο πόνος , τα υλικά  με τα οποία «κατασκευάζουν» την ποίησή τους , μετουσιώνοντας τον πόνο σε τραγούδι που παλεύει να ξορκίσει το Κακό. «Αυτή η πληγή δεν κλείνει , ούτε μπορεί να κλείσει ,γιατί είναι η πηγή της ποίησης»
( Πολλά από αυτά  θα μπορούσαν να μελετηθούν παράλληλα με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»  που διδάσκουμε στη Β΄Λυκείου )

Πληγωμένοι θεοί


Ποιητές



Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν





                                                                         Οι στίχοι μου



Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά.
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,
αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τα 'χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουν, τη γη.
Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη

Το γέλιο του απαλότερου σκοπού,
το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι' αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Κει ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ
δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε



                                                             
                                                                              Δον Κιχώτες


Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



                                                                                    Ευγένεια



Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέ τονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-- για μπάλσαμο -- και αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις ημέρες σου όντας
θα σου 'ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
με λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.





Το 1922 είναι μια χρονιά που θα σημαδέψει τον Κώστα Καρυωτάκη. Θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη στα πληκτικά γραφεία της Νομαρχίας Αττικής όπου μετατέθηκε ο ποιητής . Γεννιέται  ένας έρωτας μεγάλος , ο οποίος όμως θα ματαιωθεί  όταν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο ποιητής μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη στην εποχή της ασθένεια, η οποία τον στιγμάτισε και τον οδήγησε στην αποξένωση.
Έχει αποφασίσει να πορευτεί μόνος του στη ζωή και «απομακρύνεται» από την Πολυδούρη.

Το Σεπτέμβρη του 1922 δημοσιεύει  το ποίημα «Δέντρα» , αφιερωμένο στην Πολυδούρη και δείχνοντας  ξεκάθαρα πως έχει αποφασίσει να πορευτεί  μόνος στη  ζωή του


Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.





Ελεγεία και Σάτιρες ( 1927 )



Μια συλλογή - σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που ο ποιητής αποτυπώνει με ευαισθησία και ωριμότητα το αίσθημα της μοναξιάς, της αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στο  σύγχρονο κόσμο. Ο έρωτας ιχνηλατείται μέσα από την απουσία του και η υπαρξιακή αγωνία διαπερνά όλα τα ποιήματα της συλλογής.

Η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο απασχολούν τον ποιητή και μέσα από τα ποιήματα  της συλλογής αυτής καταθέτει την οργισμένη απόγνωσή του.

 Η αστική υποκρισία και  ο αλλοτριωμένος άνθρωπος ,που απασχόλησαν τον Κ.Μπωντλαίρ στα Άνθη του Κακού,  αποτυπώνονται αιχμηρά και από τον Κώστα Καρυωτάκη στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες.


Τελευταίο ταξίδι 

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!



[ Θέλω να φύγω πια]



Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.





Ιδανικοί αυτόχειρες



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..



Επίκλησις



Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!



Το 1928 κατηγορήθηκε για διαρροή πληροφοριών προς τον τύπο · πληροφοριών που αφορούσαν τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος που προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ακολούθησε η τιμωρητική μετάθεσή του στην Πρέβεζα , τον Ιούνιο του 1928.
     Ο ποιητής ζει εκεί με συσσωρευμένες απογοητεύσεις , με τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του και κυρίως με μειωμένες ψυχικές αντιστάσεις. Έτσι στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί, φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του και αφήνοντας πίσω του το ακόλουθο σημείωμα:

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ᾖρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

Κι  ο ασυμβίβαστος ποιητής «λικνίζοντας την αιώνια θλίψη» του και «σέρνοντας την αιώνια πληγή» του πέρασε στην αθανασία που χαρίζει η αληθινή Ποίηση.




ΠΗΓΕΣ


  • Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ.Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης.εκδ.Καστανιώτης
  •  Χ.Ντουνιά, Κώστας Καρυωτάκης, Με τ΄όνειρο  οι ψυχές και με το πάθος , από το αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινή
  • Νάσος Βαγενάς, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, εκδ.Ίνδικτος
  • Σπύρος Βρεττός, Κώστας Καρυωτάκης, Το εγκώμιο της φυγής, εκδ.Γαβριηκίδης 2006
  • Αφιερώματα περιοδικών: Το Δέντρο 175-176,  Νέα Εστία 1655









Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

" Η Κάκια μας " του Ι.Κονδυλάκη σε παράλληλη ανάγνωση με το "Όνειρο στο κύμα" του Α.Παπαδιαμάντη

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ
1861- 1920

Η Κάκια μας

( διήγημα, από τη συλλογή Όταν ήμουν δάσκαλος, εκδ.Εστία  1991 )
α΄ έκδοση 1916

Εκείνη ήτο η κόρη του αφέντη του κτήματος και εγώ ο υιός ενός των γεωργών, ενός των υπηρετών του κτήματος. Μεγάλη η μεταξύ μας απόστασις αλλά την εξεμηδένιζεν η ηλικία μας ή    μάλλον η ηλικία της.
Εγνωριζόμεθα από μικρά. Όταν ήρχοντο εις το κτήμα, έτρεχε και μ’ εύρισκε, μόλις έφθανε, διά να παίζωμεν, δεικνύουσα προς εμέ ιδιαιτέραν προτίμησιν μεταξύ των κορασίων και των παιδίων του χωρίου. Και ερρίπτετο εις τον τράχηλόν μου και με κατεφίλει και μ’ έθώπευε με τ’ άβρά της χεράκια, ως αδελφόν. Έγώ δε ησθανόμην την  παιδικήν μου καρδίαν κατανυσσομένην υπό ανεκφράστου συγκινήσεως και υπερηφανείας, διότι, καίτοι μικρός την ηλικίαν, είχα συναίσθησιν της αποστάσεως η οποία μας εχώριζε. Μ ’ όλον ότι δε μ’ ευχαρίστουν αι θωπείαι της μικράς αρχοντοπούλας καί μ’ επλήρου υπερηφανείας η  φιλία της, συνεστελλόμην και δεν ετόλμων να της αποδώσω τας θωπείας της. Άλλ’ ουδέν ήττον επροθυμοποιούμην να της γίνωμαι ευχάριστος και την εβοήθουν, ενίοτε δε και την εσήκωνα δια να περνά τα δύσβατα μέρη, ανερριχώμην εις τούς βράχους διά να κόψω ωραίον άνθος και της το προσφέρω, συνελάμβανα πεταλούδες των οποίων το ποικίλον πτέρωμα της εκίνει τον θαυμασμόν, επεδίωκα ευκαιρίας δια να γίνωμαι ο μικρός της αφοσιωμένος. Και επλανώμεθα καθ ’ όλην σχεδόν την ημέραν εις τούς αγρούς, τρέχοντες, γελώντες, παίζοντες με την ηχώ των κοιλάδων.
        Άλλ’ ήμέραν τινά, ενώ επεστρέφαμεν εκ της εκδρομής μας, συνηντήσαμεν πλησίον της επαύλεως τους γονείς της, οι οποίοι  εφάνησαν μεγάλως δυσαρεστηθέντες.
Δεν σου΄πα, Κάκια, να μη πηγαίνης μ’ αυτόν πουθενά; είπεν  ο πατήρ σύνοφρυς. Αγόρι είσαι σύ να τρέχης με τ’ αγόρια;
Και δεν ’ντρέπεσαι, προσέθηκεν η κυ­ρία, να πηγαίνης μ’ αυτό το χωριατόπαιδο, τον              υπηρέτη σου;
       Οι λόγοι ούτοι μ’ επλήγωσαν κατάκαρδα και δάκρυα πικρά, δάκρυα πληβείου προς τον όποιον ρίπτουν κατάμουτρα την ευτέλειαν της καταγωγής του, επλήρωσαν τούς οφθαλμούς μου.  Αλλ ’ ή Κάκια έδραμε πλησίον μου, ως δια να με  προστατεύση, καί με χαρίεν χόλιασμα είπε προς τους γονείς της:
Εγώ με το Μήτσο θέλω να παίζω... ο Μήτσος είναι καλός, δεν είναι χωριατόπαιδο... Κι’ αν μ’ εμποδίσετε να παίζω μαζί του, θ’ αρρωστήσω!
         Η Κάκια έθιξε την ευαίσθητον χορδήν των γονέων της, γνωρίζουσα πόσον έτρεμαν, οσάκις ησθένει. Τωόντι δε οι γονείς της, προς ους οι ιατροί είχαν συστήσει να την αφήνωσι να μένη όσον το δυνατόν περισσότερον εις το ύπαιθρον, διότι ήτο ολίγον φιλάσθενος, δεν επέμειναν εις την απαγόρευσιν.
   Η πικρία όμως, την οποίαν ενεστάλαξεν εις την παιδικήν μου καρδίαν  το επεισόδιον εκείνο, εξητμίσθη ταχέως υπό τας θωπείας της Κακίας και ταχέως επανηύρον  την αμεριμνησίαν  της ηλι­κίας μου.            
        Τα  έτη παρήρχοντο και μετά της ηλικίας  ηύξανε η ζωηρότης της μικράς μου φίλης Ο βίος τον όποιον διήγε  καθ΄έκαστον  θέρος εις την εξοχήν την μετεμόρφωνεν εις  εύρωστον και ροδοκόκκινον κοράσιον. Επήδα ως ερίφιον εις τα δέντρα ή εις τους ώμους μου δια να κόπτη οπώρας ή άνθη, επετροβόλει, αεικίνητος, γελαστή, θορυβοποιός, θεότρελλη, αλλά πάντοτε  χαριτωμένη, πάντοτε πλήρης αγάπης προς τον Μήτσον της, ως με απεκάλει.
           Και εγώ την ελάτρευα· Δεν λέγω υπερβο­λήν την ελάτρευα και από  συναίσθησιν του μεγέθους της συγκαταβάσεώς της,  καταδεχόμενης να θεωρή ως άδελφόν έμέ τον χωρικόν, τον υπηρέτην.
      Ήμουν μεγαλύτερος  αυτής κατά δύο έτη. Αλλά και όταν η Κάκια υπερέβη το δωδέκατον έτος και εγώ το δέκατον τέταρτον, η αυτή άδολος αγάπη μας συνέδεεν. Εγώ είχα αρχίσει να βοηθώ τον πατέρα μου εις τας εργασίας του κτήματος, ενίοτε δέ επετήρουν και μικρόν ποίμνιον εξ αιγών και προβάτων. Αλλά απ΄όπου και ήμουν  μ΄εύρισκε η καλή μου Κάκια και  με παρελάμβανε σύντροφον εις τας εκδρομάς της. Και εγώ όμως ησθανόμην ότι δεν ηδυνάμην πλέον να ζήσω χωρίς να την βλέπω, χωρίς να ακούων την εύθυμον και γλυκείαν φωνήν της να με αποκαλεί «Μήτσο μου». Και όταν κατά τό φθινόπωρον  ανεχώρησε κατελήφθην υπό μεγαγχολίας απεριγράπτου. Ο χειμών εκείνος υπήρξε δι’ έμέ μαρτύριον φοβερόν καί νομίζω ότι, εάν δεν με υπεστήριζεν η ελπίς ότι θα την επανέβλεπα, ίσως θ’ απέθνησκα. Μαντεύετε επομένως την χαράν μου όταν την επανείδα κατά το έαρ.
-          Κάκια μου, της είπα με φωνήν τρέμουσαν, αν έκανα ακόμη δέκα μέρες να σε ’δώ, δεν θα μ’ εύρισκες ζωντανό.
Και οι οφθαλμοί μου εβούρκωσαν.
   Η Κάκια έλαβεν ήθος σοβαρόν και με ητένισε με οξύ εξεταστικόν βλέμμα τελείας γυναικός, εννοησάσης τους λόγους μου περισσότερον αφ’ όσον εγώ τους εννόουν. Έπειτα εγέλασε και μου είπε, προσβλέπουσά με ατενώς:
Μ’ αγαπάς λοιπόν πολύ, πολύ;
Ναι, σ’ άγαπώ πολύ... όσο δεν αγαπώ κανένα... δεν μπορώ να σου ’πώ πόσο!
Ανόητε! μου είπε με θελκτικόν μειδία­μα και μου έδωκεν ελαφρόν ράπισμα.


Εγώ εκ του επεισοδίου εκείνου δεν εννόησα παρά μόνον ότι η προς την Κάκιαν αγάπη μου ηύξανε και ότι ή Κάκια ήτον απαραίτητος εις την ζωήν μου. Το βέβαιον είναι ότι η προς την Κάκιαν αγάπην μου είχεν αλλοιωθή, είχε χάσει πολύ έε τής πρώτης αθωότητος, αντ ’ αυτής δε είχε προσλάβει μιαν περιπάθειαν φλογεράν. Και τώρα υπό τας θωπείας αυτής εσκίρτων ως ηλεκτριζόμενος και φρικίασις αμυθήτου ήδύτητος διέτρεχε τα νεύρα μου.
         Αλλά το θέρος παρήρχετο και μετά θλίψεως έβλεπα ότι επλησίαζεν ο καιρός καθ’ ον θα έχωριζόμεθα. Ύπό των θλιβερών δε τούτων δια­λογισμών κατεχόμενος, εκαθήμην μίαν φθινοπω­ρινήν ημέραν εις το άκρον μικρού άλσους, ότε αίφνης δύο μικραί χείρες ετέθησαν επί των οφθαλ­μών μου.
—Αν νοιώσης! μου είπε φωνή, την οποίαν συνώδευεν ο κρυστάλλινος γέλως της Κάκιας.
Κι’ αν νοιώσω, τί μου δίδεις;
Ένα... φιλάκι.
Εγερθείς διά μιας την ενηγκαλίσθην και εκόλλησα τα χείλη μου επί των χειλέων της.
Άλλά μετά την στιγμιαίαν αυτήν παραφο­ράν, κατελήφθημεν αμφότεροι υπό αμηχανίας και επί πολύ εμείναμεν αφωνοι.  Η Κάκια έγινε περι πόρφυρος και έτιλλε τα πέταλα του ρόδου, το όποιον εκράτει, εν αμηχανία. Αγνοώ δε πως μόνον την στιγμήν εκείνην παρετήρησα ότι είχε πλέον αναπτυχθή εις τελείαν κόρην, άποκτήσασα όλην την χάριν της ήβης, την ανάπτυξιν του αναστήματος και την θελκτικήν του στήθους καμπύλωσιν. Αλλά κατόπιν επανεύρομεν την αφελή μας οικειότητα και  με την συνήθη αμεριμνησίαν ηρχίσαμε να διατρέχωμεν τους αγρούς. Όταν δε εφτάσαμε υπό μιαν γηραιά καρυάν, η Κάκια σταματήσασα και δεικνύουσα αιώραν δεμένην εις πλάγιον κλάδον της καρυάς, μου είπε, σκιρτώσα εκ χαράς:
-          Τι ωραία! να μια κούνια! Να ανέβω να με κουνήσεις;
Την εβοήθησα να ανέβη εις την αιώραν. Ενώ δε την  ανύψωνα, τα χείλη μας ήλθον εις επαφήν και ηνώθησαν εις  εν ταχύ φίλημα. Αφού δ΄εκάθησεν επί της αιώρας, έλαβα το σχοινίον και του έδωσα ισχυράν ώθησιν. Και η Κάκια ήρχισε να διαγράφει μακρά ημικύκλια εις τον αέρα εις τον οποίον διέχυνε τα κρύσταλλα του δροσερού της γέλωτος και όπως εφέρετο εσχημάτιζεν ως  γραμμή διάττοντος, εις την οποίαν  έλαμπε η χάρις της δροσεράς της νεότητος. Και ενώ διήρχετο ως μετατάρσιος μουσική , μου έριχνε βλέμματα τόσον γοητευτικλα, ώστε εμέθυα ολίγον κατ΄ολίγον.Επίτελους δε έδωκα εις το σχοινίον τόσο ισχυράν ώθησιν, ώστε η αιώρα έχασε την κανονικήν της τροχιάν και εις την επιστροφήν ήρχετο ούτως ώστε οι πόδες της κόρης, προτεταμένοι όπως ήσαν, διηυθλυνοντο κατά του στήθους μου και θα με ανέτρεπε, αν η καλή Κάκια δεν ελάμβανε την πρόνοιαν να τους διαστείλη. Ούτω δε η κεφαλή μου ενέπεσεν εις τον στρόβιλον των μεσοφορίων…και αμφότεροι εκ της συγκρούσεως επέσαμε επί της παχείας χλόης, αγκαλιασμένοι και συμπεπλεγμένοι.Και δεν εθυμούμην τι συνέβη  κατόπιν.Τούτο μόνον παραμένει εις την μνήμη μου, ότι η Κακια έφυγεν αιφνιδίως και ότι δεν την επανείδα, διότι την επιούσαν ανεχώρησαν εις Αθήνας.
        Παρήλθον τρία ολόκληρα  έτη κατά τα οποία δεν επανήλθεν η Κάκια εις την έπαυλιν. Δεν δύναμαι να διηγηθώ τι υπέφερα κατά τα τρία εκείνα έτη τα ανεκδιήγητα! Τι  απέγινε η Κάκια; διατί δεν ήρχετο εις το κτήμα; Δεν ηδυνάμην να μάθω τίποτε ακριβές. Οι μεν έλεγαν ότι εταξίδευε μετά των γονέων της κατά θέρος εις την Ευρώπην  , άλλοι δε ότι οι γονείς της ητοιμάζοντο να την υπανδρεύσουν, κατά δε τόοτρίτον έτος μάλιστα έμαθα ότι είχε ήδη αρραβωνισθή μετά τίνος νέου πλουσίου.
         Εγώ είχα γίνει οριστικώς ο ποιμήν της επαύλεως καιί διηρχόμην τας ημέρας μου κατάμο­νος εις τα λαγκάδια και τα βουνά, όπου πάντοτε εσυλλογιζόμην την καλήν, την ωραίαν μας Κάκιαν. Η ιδέα ότι ηρραβωνίσθη,ότι θα υπανδρεύετο δεν με  επλήγωνε πολύ, διότι το πράγμα μου εφαίνετο φυσικόν, το επερίμενα. Μιαν ημέραν θα ύπανδρεύετο, και ο σύζυγος τον όποιον θα της εξέλεγαν οι γονείς της ή και η ιδία δεν θα ήτο βεβαίως χωρικός και πτωχός, ως εγώ, αλλά πλού­σιος και μορφωμένος, ως αυτή. Άλλ ’ εφοβούμην ότι θά μ ’ έλησμόνει, ότι δεν θα την επανεβλεπα πλέον συχνά ως πριν, ότι δεν θα μ ’ ελεγε πλέον με την γλυκείαν φωνήν της: «Μήτσο μου».
      Ήμουν πλέον απηλπισμένος, ότε κατά τον μήνα Ιούλιον έμαθα μετ ’ ανεκφράστου χαράς ότι ήλθεν η Κάκια. Την στιγμήν εκείνην, περί την δύσιν του ηλίου, επέστρεφα εκ των αγρών και ενώ επλησίαζα εις την έπαυλιν  είδα την Κακίαν εξερχομένην, αλλ ’ ουχί μόνην ως άλλοτε- εστηρίζετο εις τον βραχίονα ενός νέου ξανθού, λίαν λεπτο­φυούς και ωχρού, ο οποίος εφαίνετο ως προ ολίγου αναρρώσας εκ μακράς ασθενείας . Έσκίρτησα εκ χαράς και έσπευσα το βήμα, έτοιμος να την φωνάξω: «Κάκια μου!»
          Άλλ’ ή Κάκια μας δεν ήτο πλέον η ιδία- είχε γίνει μεγάλη και σοβαρά κυρία και  δι’ ενός βλέμματος παγερού με εμαρμάρωσεν εις  απόστασιν.
                    Είναι  ο  τσοπάνος μας, είπε προς τον νεανίαν ο  όποιος την συνώδευε.
Καί αφού απεμακρύνθησαν ολίγα βήματα, του είπε κάτι τι άλλο εις τό ους, γελώσα βεβιασμένον γέλωτα.  Ο δε νέος εστράφη και αφού με παρετήρησεν επί στιγμήν μετά περιφρονητικής εκπλήξεως, εγέλασε και αυτός. Εγώ είχα ίσως μεγαλύτερον δικαίωμα να γελά­σω- άλλ’ αντί να γελάσω έκλαυσα και κλαίω ακόμη.
 

ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ  με το  «Όνειρο στο κύμα» του Α.Παπαδιαμάντη
       
        Ενδεικτικά:

  • η ανάμνηση ως στοιχείο βίου, η νοσταλγική αναπόληση
  • η έξαρση του συναισθήματος
  •  ο ανέφικτος έρωτας
  • ο βιωματικός , εξομολογητικός χαρακτήρας
  • ψυχογραφικό υπόβαθρο
  • η παιδική / εφηβική ηλικία, ως σύμβολο της ευτυχίας. Η ενηλικίωση, η ζωή στην πόλη και η απώλεια της αθωότητας. Οι μορφές των νεαρών ηρώων συμβολίζουν τον κόσμο της αθωότητας
  • Γαλήνη, πραότητα, φυσικό και απονήρευτο πνεύμα κοντά στη φύση που αφυπνίζει ερωτικά συναισθήματα  άγουρα, νεανικά, αθώα, εξιδανικευμένα
  • Η διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τις επιλογές
  • η διάψευση και η ματαίωση
  • «Επήδα ως ερίφιον εις τα δέντρα ή εις τους ώμους μου δια να κόπτη οπώρας ή άνθη, επετροβόλει, αεικίνητος, γελαστή, θορυβοποιός, θεότρελλη, αλλά πάντοτε  χαριτωμένη» η Κάκια,  «Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού» η Μοσχούλα
  • οι κοινωνικές  ανισότητες , διάκριση ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια και οι διαφορές που αυτή γεννά. Ο έρωτας  των δύο νέων απαγορευμένος και ηθικά επιλήψιμος .