Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Καλά Χριστούγεννα



Ας αποχαιρετιστούμε για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, μ' ένα ωραίο διήγημα του Παπαδιαμάντη.




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

''ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ''


Ξένος του κόσμου και της σαρκός κατήλθεν την παραμονήν από τα ύψη συστείλας τας πτέρυγας, όπως τας κρύπτει θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης.
Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.
Εκράτει εις την χείραν εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.
Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχων εκείθεν.

Επήγεν εις την καλύβαν πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την ημέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν’ αποκοιμήση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της• αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη και μετ’ ολίγον οι δύο επλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχήν των και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους.

Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος.
Ανέβη εις μέγα κτήριον, πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας κι επάνω των έκυπτον άνθρωποι, μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του, δια να μην βλέπη, κι έφυγε δρομαίος.
Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδε ν’ ασχημονούν και τινάς ήκουσε να βλασφημούν τον Άη-Βασίλην ως πταίστην.
Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγάς του τα ώτα, δια να μην ακούη, και αντιπαρήλθεν.
Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας και εις το βάθος αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!

Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρά του – το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν να δροσίζη τας ψυχάς και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!




Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

"Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου"

Χθες το βράδυ είδαμε με τη θεωρητική κατεύθυνση του Λυκείου μας το 
« Αμάρτημα της μητρός μου», στο θέατρο ΒΑΦΕΙΟ, με πρωταγωνιστές τον Ηλία Λογοθέτη και τη Μαρία Ζαχαρή.

Ήταν δοσμένη με διαφορετική άποψη απ’ αυτήν που είχαμε δει στο Θέατρο Τέχνης. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει τώρα ο ίδιος ο Ηλίας Λογοθέτης και αυτό αποτυπώθηκε θετικά στο έργο, μιας που φαινόταν να ορίζει απόλυτα τις λεπτομέρειες του χώρου και των κινήσεων πάνω στο ξεδίπλωμα της ψυχής του Γεωργίου Βιζυηνού.Μια σκηνοθεσία που απο μόνη της μιλούσε για τους δαίμονες της ψυχής  του Βιζυηνού!.. 
Είδαμε , λοιπόν,  μέσα από την ανανεωμένη σκηνοθετική ματιά του μια θεατρική ποιητική αφήγηση, την οποία υποστήριζε υπέροχα η μεστή και ποιητική καθαρεύουσα του κειμένου γοητεύοντας ακόμη και τα παιδιά που ήταν μαζί μας εκτός Θεωρητικής κατεύθυνσης!

Ο Ηλίας Λογοθέτης με ιλιγγιώδη τρόπο απέδωσε τον επίσης ιλιγγιώδη τρόπο γραφής και συναισθηματικής έκφρασης του Βιζυηνού· κάποια παιδιά είπαν πως δυσκολεύτηκαν με τη ταχυγλωσσία του, όμως κατάλαβαν πως αλλιώς δεν γινόταν να αποτυπωθούν τα φοβικά σύνδρομα της ταραγμένης ψυχής του συγγραφέα ( και ίσως δε γινόταν να μπει σε όρια ο χειμαρρώδης λόγος ενός… επτανήσιου μεγάλου ηθοποιού!...).
Μας καθήλωσε με την ερμηνεία του ο Η.Λογοθέτης που περιδιάβαινε άψογα και ανεμπόδιστα στο ρόλο του αφηγητή- παιδί που σπαράζει από τη μια, και του ώριμου αφηγητή που ανοίγει μπροστά μας μια ψυχή ρημαγμένη από ενοχές και ματαιώσεις…

Συνταρακτική η Μαρία Ζαχαρή ως Μάνα, με τα δάκρυα να μην στεγνώνουν ποτέ από τα μάτια της· μας συγκλόνισε στη σκηνή που αποχαιρετούσε την Αννιώ με το υπέροχο μοιρολόγι που τραγούδησε με τη συνοδεία της φωνής του μουσικού Ν. Ψαριανού.
Ένα μοιρολόγι που συνέθεσε η ίδια η Μαρία Ζαχαρή, μέσα από μια περιδιάβασή της στο χώρο του δημοτικού μας τραγουδιού!

Θα το μοιραστώ μαζί σας, μιας που και η ίδια με ευγένεια  μου το παραχώρησε : 

«αηδόνια της ανατολής και σεις πουλιά της δύσης
λαλήστε να ξυπνήσετε τη νιά όπου κοιμάται.
Ξύπνα πουλί μου να μου πεις
πότε σκοπεύεις να’ρθεις.
Πού πας δενδρί, πού πας ανθί,
πού πας χρυσό κλωνάρι,
πού πας διαμάντι να κρυφτείς,
της γης μαργαριτάρι…
Παιδάκι μου τον πόνο μου πού να τον απιθώσω,
αν τον αφήσω στα κλαριά τον παίρνουν τα πουλάκια,
κι αν τον σφαλίσω στην καρδιά
γρήγορα σ’ ανταμώνω…»

Οι "οφθαλμοί μας επληρώθησαν δακρύων"...
και η σιωπή  μας  πήρε το μπόι που της έπρεπε για να περιγράψει την μοναδικότητα της Ιερής Συγκίνησης που νιώσαμε...

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Η χαμένη παιδικότητα

Προχθές στο μάθημα με το Γθ1, με αφορμή τα λόγια του αφηγητή " Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν ἤμην κυρίως ἐναντίος τῆς ἀδυναμίας τῆς μητρός μου. Τὴν πρὸς τὰ κοράσια κλίσιν της τὴν εὔρισκον σύμφωνον πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς πόθους μου", ανοίξαμε πάλι μια μεγάλη κουβέντα...
Λέγαμε για την «προς τα κοράσια κλίσην του», που ήταν ανάλογη με αυτήν της μητέρας του· μια κλίση που έδειχνε τις δικές του ενοχές:  ενοχή γιατί  γεννήθηκε αντί της κόρηςΣτα τρία χρόνια κ' στερα 'γεννήθηκες σύ. - ταν πολλας χάραις 'πο πρα. 'Σν γεννήθηκες σ κατάκατσεν καρδιά μου, μα δν μέρεψε. πατέρας σου σ θελε κορίτσι. Κα μίαν μέρα μ τ επε.
- Κι' ατ καλς μς ρισε, Δεσποινιώ, μ τ θελα κορίτσι
Ενοχή γιατί δεν την υποκατέστησε στο θάνατό της («λα πατέρα -ν μ πάρς μένα - γι ν γιάν τ ννι! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου.»

Επίσης ακούστηκε η άποψη  πως την στερημένη παιδικότητά του "εβγαζε" ο Βιζυηνός με διάφορους τρόπους: ποιήματα και αφηγήματα παιδικά που με ιδιαίτερο ζήλο έγραφε, αγάπη  για τα παιδιά- έρωτα για μια πολύ μικρή κοπέλα είπαν οι πιο ...τολμηροί...
Και , όπως είπαμε , την ίδια με εσάς  άποψη έχουν συμπτωματικά και αρκετοί έγκριτοι μελετητές του Βιζυηνού!
(Τελικά , στη Λογοτεχνία, τα παιδιά ξεπερνούν με την ευαισθησία και τη φαντασία τους πολλούς ειδήμονες..).
Ένας απο τους μελετητές του Βιζυηνού που έχει την ίδια οπτική... με το Γθ1- και τη Σοφία κυρίως-  είναι ο Β.Αθανασόπουλος, που αναφέραμε και στη τάξη.


Μίλησε για έναν άνθρωπο που πάντα μέσα του ήταν παιδί, αλλά προσπαθούσε να προβάλλει την εικόνα ενός επιτυχημένου ενήλικου .
 Αυτό επι­βεβαιώθηκε και στο φρενοκομείο, όταν όσοι τον επισκέπτο­νταν ένιωσαν σαν να βρίσκονται μπροστά σε ένα απονήρευτο κι ανυπεράσπιστο παιδί. Η εντύπωση αυτή αποδείκνυε ότι η εικόνα εκείνη ήταν πραγματική, επειδή, όπως έγραψε για τον Βιζυηνό ο Σπύρος Μελάς, «Τίποτα καινούργιο δεν είναι, όταν έρχεται η τρέλα στον άνθρωπο. Είναι η συνηθισμένη του κατάσταση, χωρίς τον έλεγχο.Ο τρελός δεν είναι άλ­λος, παρά ο ίδιος ο φρόνιμος που παύει να κρύβεται».
 Ο Βιζυηνός δεν πρόλαβε να ζήσει την παιδική ηλικία του( στέρηση μητρικής στοργής, μικρός στη βιοπάλη), και τη στέρηση αυτή την έσερνε σε όλη του τη ζωή. Αυτή η προ­σπάθεια όψιμης αναπλήρωσης του παιχνιδιού γίνεται φανε­ρή και από το γεγονός ότι ως θέμα της διδακτορικής διατρι­βής του διαλέγει το παιδικό παιχνίδι. Τη νοσταλγία του για τη χαμένη παιδική ηλικία του απηχεί και η αγάπη του για τα παιδιά, αγάπη που μαρτυρείται και από τη διήγηση της Τζιβάνης Τριανταφυλλίδου —γυναίκας του μικρότερου αδελ­φού τού Βιζυηνού, Μιχαήλου — στον Μαρίνο Ξηρέα. Στις αναμνήσεις, λοιπόν, της Τζιβάνης από τις επισκέψεις του ποιητή στη Βιζύη, μεταξύ των άλλων αναφέρεται πως « Άμα τελείωνε τη δουλειά του, η χαρά του ήτανε να παίζει με τα ανιψάκια του, που τα αγαπούσε πολύ και τους έφερνε απ' έξω λογής παιχνίδια. Τα σήκωνε στα χέρια του, τα έτρεχε, τους έκανε του κόσμου τα παιχνίδια. Έλεγε στον αδερφό του: «να παίζεις με τα παιδιά σου όχι να τα κάνετε μονάχα· τα παιδιά θέλουν παιχνίδια»...
Να  ένα από τα παιδικά του ποιήματα –τραγούδια που σίγουρα όμως δεν είναι ποτέ εντελώς παιδικά…
Κρύβουν και θλίψη και ματαίωση· εκεί μαζί με την αυθεντική παιδικότητα λανθάνει και ο τραγικός πόνος…

Τρυγόνι 

Ταίρι ταίρι τα πουλιά
στη βοσκή πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στη φωλιά
σα νυχτώσει, βγαίνουν.
Ένα μόνο, το φτωχό,
με καρδιά θλιμμένη,
όλη μέρα μοναχό
κι όλη νύχτα μένει.
Είχεν άλλοτε κι αυτό
ταίρι μπιστεμένο,
κι έψαλλε ζευγαρωτό
και ευτυχισμένο.
Μα σα βόσκαν μιαν αυγή
κι έπαιζαν στη φτέρη,
σκότωσαν οι κυνηγοί
το γλυκό του ταίρι.
Ούτε θέλησ' άλλη μια
να χαρεί, να ψάλλει,
ούτε κάμνει γνωριμιά
και φιλίαν άλλη.
Μόνο, τόσο θλιβερό
λογυρνά στα δάση,
που θολώνει το νερό
πριν το δοκιμάσει.
Από λύπη και στοργή
λίγο λίγο λιώνει
κι αποθνήσει στη σιγή-
και το λεν τρυγόνι.





Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΜΕ ΤΟ " ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ"



Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Φιλομήλας Λαπατά, το Lacryma Christi, δάκρυ του Χριστού.
Το διάβασα και  μαγεύτηκα! Τη δεύτερη φορά- τώρα για τις ανάγκες της ανάρτησης- ακόμη περισσότερο, όπως γίνεται πάντα με τη δεύτερη φορά.
Θα προσπαθήσω να σας αποδώσω το κλίμα του έργου και αφήνω εσάς να ανιχνεύσετε τις παραλληλίες με το «Αμάρτημα της μητρός μου», που είναι πράγματι πολλές και σε επίπεδο αναλογιών αλλά και σε επίπεδο  διαφορών, που ανοίγουν όμως δρόμο για την κατανόηση της επίδρασης της  οικογένειας στη διαμόρφωση του ψυχισμού ενός παιδιού· δείχνουν με καθαρότητα την αίσθηση της απόρριψης που μπορεί να νιώσει ένα παιδί, τη στέρηση της μητρικής στοργής, τον εναγώνιο εναγκαλισμό του ανθρώπου, σε δύσκολες στιγμές, με  δυνάμεις υπέρτερες του εαυτού του, όπως είναι η θρησκεία · δείχνουν το ανομολόγητο παιγνίδι ανάμεσα στις ενοχές και στις επιθυμίες, το ανεξερεύνητο σύμπαν της ψυχής της Μάνας…
Πρόκειται για την ιστορία μιας ασυνήθιστης γυναίκας, Ελληνίδας που ζει στα μέσα του 19ου αιώνα στην Σικελία· η απόρριψη που βίωσε από την οικογένειά της και κυρίως τη μητέρα της σημάδεψαν ολόκληρη τη ζωή της· έγινε ορκισμένη εχθρός του εαυτού της ,πέρασε μια εφηβεία τραυματισμένη, μια νιότη σπαταλημένη και μια ωριμότητα πονεμένη…
Κάπου κοντά στα 50 της χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπη με τους δαίμονες που μεγάλωνε μέσα της και ξεκινάει ένα οδυνηρό οδοιπορικό προς την αυτογνωσία..
Τ’ όνομά  της παράδοξο ,σαν τη μοίρα της: Lacryma Christi  αυτή τη μοίρα θα προσπαθήσω να σας αποδώσω με αποσπάσματα του βιβλίου και συνδετικές περιλήψεις:
«Στο δικό μου σόι όλοι έχουν επιδερμίδα λευκή, γαλάζια μάτια και ξανθά μαλ­λιά. Μόνο εγώ, θαρρείς για να τους χαλάσω τη συντα­γή της ευγένειας, γεννήθηκα με δέρμα στο χρώμα του παλιού χρυσού, μαύρα μάτια, φρύδια γραμμένα και ίσια κατάμαυρα μαλλιά, τα οποία συνήθως στο φως παίρνουν μπλε απόχρωση. Και αυτή η μαυρίλα μου μαζί με το α­νάστημα μου, που είναι παραπάνω από το κανονικό για τις γυναίκες της ράτσας μου, με έθεσαν από την πρώτη στιγμή στα απαράδεκτα. Ιδίως η μαύρη ελιά που έχω στο μάγουλο και που όλοι στα κρυφά λένε πως είναι το ση­μάδι από το φιλί του Διαβόλου.
Εγώ, λοιπόν, από την αρχή υπήρξα ένα μεγάλο λά­θος. 'Οταν γεννήθηκα, χάλασα τη συνταγή της ευγένειας της οικογένειας μου, γιατί οι αριστοκράτες από κούνια Κάνταροι, δηλαδή ο γοητευτικός πατέρας μου ο Τζουάννι και η ωραία εύθραυστη μητέρα μου η Ντούλτσε -Ιωάννης και Γλυκερία δηλαδή στα ελληνικά-, και οι δυο τους κατάξανθοι και γαλανομάτηδες, απέκτησαν έπει­τα από πολλές άκαρπες προσπάθειες και αποτυχίες, ό­πως ονόμαζαν τότε στην αριστοκρατική γλώσσα τις α­ποβολές, πρωτότοκη κόρη εμένα, την απαράδεκτη, και αυτή τη συμφορά δεν μπόρεσε να την αντέξει το αρχοντιλίκι τους. «Μαυροτσούκαλο» με αποκάλεσε και η οι­κονόμος μας, η τσία Αντιόγα Πιντίου, μόλις με είδε εξαμηνίτικη κι ετοιμοθάνατη στα σπάργανα, και, επειδή τελικά δεν τα τίναξα, αλλά έζησα μόνο και μόνο για να βασανίζω την οικογένεια μου, όπως υποστήριζε, 
με κατέταξε  αμέσως στα παράξενα και ανυπόφορα της ζωής. Σ' αυτά που, όταν τα συναντάς στο δρόμο σου, κάνεις το σταυρό σου, φτύνεις τον κόρφο σου και γυρίζεις από την άλλη μεριά το κεφάλι για να μην τραβήξεις πάνω σου τη γρουσουζιά. Μια τιμωρία ήμουν εγώ για τους ωραίους α­ριστοκρατικούς γονείς μου. Μια κατάρα. Ένα στίγμα. Αυτό ήμουν!»
Με καταπληκτική μαεστρία η συγγραφέας αλλάζει αφηγηματικό επίπεδο  και σε λίγο βρίσκεται , με μια αναδρομική αφήγηση, στη στιγμή της γέννησης της ηρωίδας. Περιγράφεται  ο δύσκολος τοκετός και οι αντιδράσεις της μητέρας της:
«Φέρνω ζεστό νερό και καθαρά πανιά, γιατρέ», είπε με τη συγκρατημένη φωνή της και άφησε να περάσουν μέσα οι δυο κοπέλες που κουβαλούσαν τους κουβάδες με το νερό που άχνιζε.
"Μείνετε, σας παρακαλώ, να με βοηθήσετε», την πα­ρακάλεσε ο γιατρός, γιατί η γριά Πεπέντα μέσα στην ταραχή της εκτός από χάδια και γλυκόλογα στην ετοι­μόγεννη δεν ήταν σε θέση να προσφέρει τίποτε άλλο. Όμως και μόνο η παρουσία της γριάς ήταν αρκετή για να δώσει ανακούφιση στη δόνα Ντούλτσε. Ο γιατρός Σε­μπαστιάνο Μερέα έπνιξε έναν αναστεναγμό και πλη­σίασε το κρεβάτι.
"Να τη σώσεις, Σεμπαστιάνο!" είχε διατάξει μόλις λίγο νωρίτερα ο Τζουάννι Κάνταρος. Αν είναι αγόρι, προσπάθησε να σώσεις και το παιδί, αλλιώς...» ετοι­μάστηκε να συνεχίσει, αλλά δεν αποτέλειωσε τη φρά­ση του. Την άφησε έτσι να αιωρείται ανάμεσα τους κα­ταδικαστική. Μόνο αγόρια, λοιπόν, άξιζαν την προσπά­θεια για να σωθούν, αλλιώς...
«Θα κάνω ό,τι μπορώ... και ό,τι θέλει ο Θεός!» του είχε απαντήσει ψυχρά και τυπικά ο γιατρός Σεμπαστιά­νο Μερέα, και τώρα μόνον το Θεό καλούσε για βοήθεια.
Η Ντούλτσε Κάνταρου μισογερμένη στην αγκαλιά της γριάς Πεπέντα ένιωθε να της ξεριζώνονται τα σω­θικά. Ήθελε να φωνάξει και να βλαστημήσει και να κα-ταραστεί τον κόσμο όλο, γιατί το πιο φυσιολογικό πράγ­μα, μια εγκυμοσύνη κι ένα παιδί, αυτό που για κάθε γυ­ναίκα ήταν δικαίωμα αναντίρρητο δηλαδή, για εκείνη, την Ντούλτσε Κάνταρου, ήταν απαγορευμένο. Σαν να ζήταγε από τη ζωή να της κάνει χάρη κι έπρεπε να πα­ρακαλέσει πολύ και να βάλει σε κίνδυνο και την ίδια τη ζωή της. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά έπρεπε να α­νεχτεί την κριτική του κοινωνικού τους περίγυρου, για­τί το να μην μπορεί να κάνει παιδιά εκείνους τους και­ρούς σήμαινε ολοκληρωτική ατίμωση.
"Είναι στέρφα!» έλεγαν όλοι στον κύκλο τους με κρυ­φή ευχαρίστηση. Μη ζηλεύετε τα καλά της, την ομορ­φιά της και τον πλούσιο γάμο της. Τι να τα κάνει, αφού είναι στέρφα;»
Κι έπρεπε με χαμόγελα να υπομένει τα υποτιμητι­κά βλέμματα των φιλενάδων της, που είχαν ήδη από δυο τρία παιδιά η καθεμιά τους, ενώ εκείνη κανένα. Και τα χρόνια περνούσαν και όλο και περισσότερο αισθανόταν στο πετσί της την ανυπομονησία του Κάνταρου ο οποίος ήθελε να κάνει το γιο, για να συνεχίσει τ' όνομα και να γίνει ακριβώς όπως κι εκείνος και όπως όλοι οι Κάνταροι των περασμένων γενεών, ανάθεμα τους, αυταρχικός, δεσποτικός, αδιάλλακτος, ισχυρογνώμων και άλλα πολ­λά. Και να την τώρα, μια σκέτη αποτυχία πάλι. Αυτή, που την είχε παντρευτεί ο Κάνταρος από έρωτα μεγάλο και ήταν είκοσι χρόνια μικρότερη του, τον είχε τελικά ε­ξαπατήσει, αφού δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ενώ ο ί­διος είχε σπείρει δεξιά και αριστερά στις διάφορες αγαπητικές μισή ντουζίνα μπάσταρδα που του έμοιαζαν εκ­πληκτικά, και, όταν η Ντούλτσε τα συναντούσε στο δρό­μο, γιατί αυτά βέβαια δεν κρύβονται, αισθανόταν ντρο­πή μεγάλη. Ε, λοιπόν, το ότι δεν είχε καταφέρει να κά­νει ακόμα παιδί ίσως ήταν η τιμωρία που τους έστελνε ο Θεός για τα μπάσταρδα. Και με όλες αυτές τις δυσά­ρεστες σκέψεις η δόνα Ντούλτσε Κάνταρου ένιωσε να μισεί αυτό το κομμάτι κρέας που ήθελε να βγει από μέ­σα της πριν την ώρα του και να την καταδικάσει ακόμα μια φορά στην περιφρόνηση της τάξης τους και στο θυ­μό του Τζουάννι. Όμως οι πόνοι τώρα δυνάμωναν και η ωραία γυναίκα δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο(….)
Η ωραία αρχόντισσα ένιωσε τώρα τον πόνο να ξανάρχεται αφόρητος. Μέσα σε σφιξίματα και κοντανάσες κάτι, επιτέλους, ξεριζώθηκε για τα καλά α­πό μέσα της.
Να το πάρει ο Διάβολος!» ούρλιαξε η δόνα Ντούλ­τσε Κάνταρου και... ο Διάβολος φαίνεται με πήρε και με σήκωσε, γιατί γλίστρησα, ένα μισοπεθαμένο κομμάτι κρέας, ανάμεσα στα ματωμένα πόδια της αριστοκρατικής μητέρας μου!
«Έλα, Μαντόνα μου, τι μαυροτσούκαλο είναι αυτόξε­φώνισε η τσία Αντιόγα Πιντίου από την έκπληξη της, καθώς είδε το σκούρο δέρμα μου στο χρώμα της κανέ­λας και τη μαύρη τούφα μαλλιά που είχα στο κεφάλι μου. Αμέσως κοίταξε γύρω της ντροπιασμένη και ξερό­βηξε, τάχα για να καθαρίσει το λαιμό της. Όμως κανέ­νας δεν την πρόσεχε εκείνη τη στιγμή, γιατί το μαλλια­ρό κρέας που είχε αποβάλει σαν ξένο σώμα η μήτρα της μητέρας μου, δηλαδή εγώ αυτοπροσώπως, ήταν μελα­νιασμένο κι έτοιμο να τα τινάξει. Ο δον Σεμπαστιάνο Μερέα ήθελε να βεβαιωθεί πως αναπνέω και, με την ιατρι­κή του ευσυνειδησία και τον όρκο που είχε δώσει στον Ιπ­ποκράτη, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να με κρατήσει στη ζωή έστω και μια ώρα παραπάνω. Κα­τόπιν θα γύριζε να περιποιηθεί την Ντούλτσε Κάνταρου που είχε επιτέλους πάψει να ξεφωνίζει. Η ωραία γυναί­κα, γεμάτη ανακούφιση τώρα, είχε ξαπλώσει πίσω στα μαξιλάρια και κοίταζε με μισόκλειστα μάτια τις προ­σπάθειες του.
«Σώστε την κόρη μου, γιατρέ», είπε ξαφνικά σιγανά αλλά χωρίς μεγάλη όρεξη, σαν να προσπαθούσε περισ­σότερο να πείσει τον εαυτό της. «Κόρη καταμελάχρινη και τριχωτή, άσχημη κι ετοιμοθάνατη, ε, αυτό πια κι αν είναι τιμωρία!» σκέφτηκε και τα δάκρυα κύλησαν σιω­πηλά στο ωχρό πρόσωπο της.

Τρεις μέρες μετά κι ενώ η μητέρα μου έκανε προσπά­θειες για να συνέλθει από την αποβολή που όλοι στο σπί­τι ονόμασαν ευγενικά γέννα, για να μην ταράξουν τη λε­πτεπίλεπτη ιδιοσυγκρασία της, ήταν πια περισσότερο από φανερό πως δε θα την έβγαζα καθαρή και δε θα κα­τάφερνα στο τέλος να ζήσω.
«Εξαμηνίτικη! Είναι πολύ μικρή και τα εσωτερικά της όργανα είναι ασχημάτιστα ακόμη. Αν ζήσει, θα ο­φείλεται μάλλον σε θαύμα!» είπε ο δον Σεμπαστιάνο Με­ρέα, που είχε σχεδόν εγκατασταθεί στο σπίτι μας εκεί­νες τις μέρες, για να φροντίζει τη λεχώνα και την ετοι­μοθάνατη αποβολή της.»(…)

« ο Τζουάννι Κάνταρος, αφού βεβαιώθηκε πως η γυναίκα του θα γινόταν τελικά καλά, αρνήθηκε να κοιτάξει την κόρη του, μόνον τη διέγραψε με μιαν απόφαση σαν να ή­ταν ήδη πεθαμένη. Γύρισε αμέσως στις δουλειές του και τις προετοιμασίες του για το ταξίδι που λογάριαζε να κάνει στο Λονδίνο…
Τότε έφεραν το φέρετρο, ειδική παραγγελία παρακα­λώ, όπως ταίριαζε σε αποβολή από αρχοντόσογο, λευκό από ξύλο τριανταφυλλιάς, σκαλιστό με αγγέλους και χε­ρουβείμ αλλά μικρό σαν ένα κουτί από παπούτσια. Κι ενώ όλοι στο σπίτι μιλούσαν ψιθυριστά και περίμεναν να τα τινάξω, ήρθε η ώρα για κάτι πιο βαθύ και θεμελια­κό: τη θρησκεία.
«Τάξ' το, πιπία μου, στον Χριστό και πήγαινε το στην εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου, που λένε πως τόσα και τόσα θαύματα γίνονται εκεί. Άσε το ένα βράδυ κάτω α­πό το άγαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Τι έχεις να χάσεις; Έτσι κι αλλιώς χαμένο είναι, το κακορίζικο. Μπορεί και να ζήσει, πού ξέρεις;» είπε η γριά Πεπέντα στην Ντούλτσε, αφού είχε φροντίσει πρώτα να κλείσει καλά όλες τις πόρτες για να μην την ακούσει κανένας.
«Και να ζήσει, τι να την κάνω τέτοια αποβολή της ντροπής;» πρόφερε η ωραία μητέρα μου τα καταδικα­στικά λόγια. «Μη, πιπία μου, μη λες τέτοια λόγια! Είναι αμαρτία!»
(…)
Βια­στικές, μην τις δει κανένα μάτι και τις αναγνωρίσει, μπήκαν στην παμπάλαια εκκλησία του Αγίου Αυγου­στίνου. Συνένοχες και οι δυο στο με­ταφυσικό, πέρασαν γρήγορα την ξύλινη πόρτα. Τις τύ­λιξε αμέσως η σιωπή του ιερού χώρου. Ήταν σούρουπο, περασμένη η ώρα, και ο ναός φαινόταν άδειος. Σταυροκοπήθηκαν μουδιασμένες. Η μητέρα μου μ' έσφιξε ασυ­ναίσθητα στην αγκαλιά της και προχώρησε προς το ιε­ρό. Στα δεξιά δέσποζε επιβλητικό το θαυματουργό ά­γαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Ήταν γεμάτο λου­λούδια και βαρύτιμα κοσμήματα, προσφορές των πιστών που είχαν ζητήσει βοήθεια για τις δυστυχίες τους. Ε­κείνη τη στιγμή τούς ένιωσε όλους αδέλφια της. Με άφησε στα πόδια του Ε­σταυρωμένου Χριστού, εκεί στη βάση του αγάλματος, σ' ένα μικρό κοίλωμα που έμοιαζε με κούνια. Έμεινε α­κίνητη για λίγο και κατόπιν, χωρίς να το θέλει, άρχισε να κλαίει. Ολόκληρη η ζωή της πέρασε σαν αστραπή α­πό τα μάτια της. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, δεν μπο­ρούσε να ξεχωρίσει, όλα ένα ανακάτεμα. Δεν έκλαιγε για μένα, την ετοιμοθάνατη κακορίζικη κόρη της, την α­ποβολή της ντροπής, έκλαιγε για τον εαυτό της. Η Ντούλτσε Κάνταρου τρόμαξε από το εσωτερικό χάος που αντίκρισε. Όλη της τη ζωή έψαχνε την ουτοπία. Χαρές μισές. Όνειρα ξεφτισμένα. Το ακαθόριστο μπροστά της. Πουθενά νοσηλεία. Ήθελε να σταματήσει το χρόνο και να ξαναρχίσει τη ζωή της από την αρχή. Όλα από την αρχή, γιατί ένιωθε πως κάπου είχε λαθέψει. Πως είχε μπερδέψει τις αξίες της. Πως δεν επέμενε, όσο έπρεπε, για τον άντρα που αγαπούσε τον καιρό που ο πατέρας της την παζάρευε με τον Κάνταρο και πως από αδυνα­μία και μόνο πούλησε την αθωότητα της σ' αυτόν που πίστευε πως οι γυναίκες υπάρχουν μόνο για την ευχαρί­στηση του. Και ήταν τέτοιος ο σπαραγμός της, που μέ­σα στην ησυχία της μισοσκότεινης εκκλησίας ένιωσε το άγαλμα ζωντανό να πάλλεται από συμπόνια για εκείνη και την "αποβολή της ντροπής» που είχε αποθέσει στα πόδια του. Με πόνο σήκωσε το κεφάλι της. Εκείνη τη στιγμή έπαιρνε όρκο πως ο Εσταυρωμένος Χριστός μέ­σα από το σκαλισμένο στο ξύλο μαρτύριο του την κοί­ταζε με αγάπη. Έμεινε όμως αποσβολωμένη. Από τα μάτια του αγάλματος κυλούσαν δάκρυα.
«Θαύμα, θαύμα! Χριστέ μου, μεγάλη η χάρη σου!» τραύλιζε δίπλα της διπλωμένη στα δυο η γριά Πεπέντα.
Η Ντούλτσε Κάνταρου νόμισε πως ονειρευόταν. Ά­πλωσε το χέρι της για να βεβαιωθεί πως ήταν ξύπνια κι ένιωσε την υγρασία των δακρύων στα δάχτυλα της. Με τρεμάμενα χέρια τα σκούπισε στο πρόσωπο μου. "Της δίνω το όνομα των δακρύων σου, Χριστέ μου! Σώ­σε την κόρη μου και θα την ονομάσω Λάκρυμα Κρίστη!», προσευχήθηκε σιωπηλά βάζοντας επιτόπου την ψυχή της ενέχυρο. Η γριά Πεπέντα δίπλα της, πεσμέ­νη στα γόνατα, δόξαζε το μεγαλείο της πίστης. Όταν βγήκαν από την εκκλησία, είχε πέσει για τα καλά το βράδυ.
«Ό,τι θέλει ο Θεός», είπαν και οι δυο εξουθενωμένες από το μεταφυσικό και βιαστικά, γιατί ήταν ήδη περα­σμένη η ώρα, γύρισαν στο σπίτι να νανουρίσουν τον πό­νο τους. Θα επέστρεφαν το πρωί να με πάρουν. Ζωντα­νή ή πεθαμένη. Δεν είχε σημασία. Αυτές θα επέστρεφαν. Εγώ έμεινα ένα ετοιμοθάνατο μπογαλάκι μάλλινα ρούχα μπροστά στα πόδια του Χριστού. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Δεν ξέρω αν ζούσα ή αν είχα περάσει στην άλλη διάσταση. Ξαφνικά δυο χέρια με σήκωσαν με α­γάπη και μια ζεστή αγκαλιά που μύριζε μύρτο με έ­κλεισε μέσα της. Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το γυ­μνό μαστό που μου προσφερόταν. Το στόμα μου γέμισε γάλα και... είπα «καλημέρα» στη ζωή!

Θα ακολουθήσει, μέσα από μια εστίαση μηδενική, η παράλληλη αφήγηση της ιστορίας της μυστηριώδους γυναίκας που έσωσε τη μικρή Lacryma εκείνη τη νύχτα στη παγερή εκκλησία:
Ήταν η Μαρίκα, μια νέα πανέμορφη κοπέλα, που έζησε μια ζωή γεμάτη από τις χαρές των αισθήσεων, μια κοπέλα  πληθωρική και αισθησιακή που ξύπναγε  επιθυμίες φλογερές σ’ όποιον άντρα συναντούσε.  Η Μαρίκα έμεινε έγκυος από έναν περιστασιακό εραστή και για να μην ταράξει την οικογένειά της , στην οποία ήδη την θεωρούσαν  «όνειδος», καταφεύγει σε μια μάγισσα για να της δώσει φάρμακο  να αποβάλλει.
«Η Μαρίκα πέρασε το κατώφλι διστακτική. Στο μι­σοσκόταδο η γριά καθισμένη στην καρέκλα της την κοί­ταζε με τα λαμπερά μάτια της. Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστη. Πριν παραδοθεί στο φόβο που ένιωθε να την κυριεύει, άκουσε τη φωνή της φάτα Εφίζια.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω ν' απαλλαγείς από το βάρος που κουβαλάς», είπε, πριν η Μαρίκα προλάβει ν' ανοίξει το στόμα της."Άλλα ορίζουν τα πεπρωμένα για σένα, κόρη μου, γιατί αυτό που έχεις στην κοιλιά σου εί­ναι γραφτό να σώσει μιαν άλλη ζωή. Πρέπει να το κρα­τήσεις μέχρι το τέλος και κανένα βότανο δεν μπορεί να το ξεριζώσει τώρα από μέσα σου», είπε η γριά με λύπη.(…)
Η Μαρίκα θα γεννήσει το παιδί νεκρό: «  Γεμάτη υγεία κι έχοντας βρει τον παλιό εαυτό της, δηλαδή τη χαρά της ζωής, η όμορφη Νουορέζα γέννησε μιαν αυγουστιάτικη αυγή, εύκολα και μ' έναν πόνο, όπως γεννούν οι φτωχές, ένα αγοράκι πε­θαμένο. Δεν το έκλαψε. Το τύλιξε με το πουκάμισο της και το έθαψε σε μια γωνιά της αυλής. Όχι στο λάκκο που πετούσαν τους νεκρούς. Όχι! Στη ρίζα ενός μύρτου το έθαψε. Έκοψε κατόπιν ένα κλαράκι από το δέντρο, για να θυμάται το παιδί της, και πέρασε για πρώτη φο­ρά, έπειτα από δυο μήνες έγκλειστη, την πόρτα που ο­δηγούσε στον έξω κόσμο.
Περπατώντας μπήκε στην πόλη. Η ζέστη του Αυ­γούστου ήταν αφόρητη. Η Μαρίκα Κάρα είχε έναν κό­μπο στο λαιμό, που την εμπόδιζε να καταπιεί. Είχε και μια μαχαιριά στην καρδιά, που την εμπόδιζε ν' ανα­πνεύσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πού να πάει. Τη διεύθυνση της αδελφής της στο Κάλιαρι την είχε χά­σει δυο μήνες πριν. Περιπλανήθηκε για ώρες άσκοπα. Η πόλη ολόκληρη της φαινόταν τεράστια και απειλητική. Είδε το κάστρο, τους ωραίους δρόμους, τα σπίτια με περιποιημένους  κήπους. Ένιωθε τα στήθη της γεμάτα με το γάλα. που δε θα έδινε ποτέ στο παιδί της και ήθε­λε να φωνάξει, αλλά φωνή δεν έβγαινε από μέσα της. Σαν έπεσε το σούρουπο, χώθηκε κατάκοπη στην πρώ­τη εκκλησία που βρήκε μπροστά της. Η δροσιά αμέσως την ανακούφισε. Σύρθηκε με κόπο στα στασίδια και ά­φησε το πονεμένο σώμα της ν' αναπαυτεί στην ησυχία και στο μισοσκόταδο του ιερού χώρου. Ήταν ολόκληρη μια πληγή που πονούσε. Ένιωθε το γάλα να πετρώνει στο στήθος της και για πρώτη φορά στη ζωή της, ύ­στερα απ' όσα είχε υποφέρει, ευχήθηκε να πέθαινε. Έ­μεινε μισοξαπλωμένη στο σκληρό ξύλο. Δεν μπορούσε να πει πόση ώρα είχε περάσει. Ίσως και ν' αποκοιμή­θηκε. Κάποια στιγμή άκουσε την πόρτα της εκκλησίας ν' ανοίγει. Δυο γυναίκες μπήκαν με προφύλαξη μέσα. Ή Μαρίκα πρόλαβε και χώθηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά. Τις είδε να πλησιάζουν το άγαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Από το ντύσιμο τους της φάνηκαν πλούσιες. Γονάτισαν. Η πιο νέα άφησε ένα μικρό δέμα στη βάση του αγάλματος. Έμεινε ακίνητη για λίγο, σαν να προ­σευχόταν, και μετά άρχισε να κλαίει. Ήταν ένα κλάμα-σπαραγμός. Η Μαρίκα συμπόνεσε τη γυναίκα που κα­τέθετε την ψυχή της στον Εσταυρωμένο Χριστό και, ό­ταν είδε τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του αγάλ­ματος, έμεινε έκθαμβη. Χωρίς να το θέλει, άρχισε τότε και η ίδια το θρήνο, σιγανό, λυτρωτικό, κι ένιωσε τα δά­κρυα να της καθαρίζουν την ψυχή και να παρασύρουν ό,τι άχρηστο είχε μαζέψει μέσα της τόσα χρόνια. Εκεί ήταν μαζεμένα. Εκεί υπήρχαν όλα. Στη σιωπή. Θάνα­τος και πόνος και το κοριτσάκι που η ίδια ήταν κάποτε. Εκείνη τη στιγμή μπορούσε να το αγγίξει, να το παρη­γορήσει. Αισθάνθηκε τις εσωτερικές ουλές από την κα­κομεταχείριση του πατέρα της, την πονεμένη γεμάτη α­γάπη καρδιά τής μάνας της, την αγωνία των αδελφών της και κατόπιν το δικό της γιγάντιο μίσος για τον Κλεμέντε Κάρα να της κατατρώει τα σωθικά, και παρακά­λεσε τον Εσταυρωμένο Χριστό, που μπορούσε ακόμα και στο αγαλματένιο μαρτύριο του να κλαίει για τα βά­σανα των ανθρώπων, να της δώσει μιαν ακόμα ευκαιρία στη ζωή, για να μπορέσει να συγχωρέσει και να σωθεί. Έμεινε έτσι για κάμποσο χωμένη στη γωνιά της, αποτραβηγμένη στο δικό της πόνο. Κάποτε συνήλθε .Οι γυναίκες  είχαν φύγει, όμως εκεί, στη βάση του αγάλματος, ξεχώρισε ξεχασμένο το δέμα που είχαν φέρει μαζί τους.( πρόκειται για τη μητέρα της Λάκρυμα και την υπηρέτρια…)
 Βγήκε από την κρυψώ­να της και πλησίασε τον Χριστό. Κοίταξε στα πόδια του και γεμάτη έκπληξη ανακάλυψε πως αυτό που νόμιζε πακέτο ήταν ένα μωρό. Η καρδιά της λαχτάρισε. Ήταν μικρούλικο, μια σταλιά, και της φάνηκε πεθαμένο. Μα πώς το είχαν εγκαταλείψει εκεί; Πώς μπόρεσαν να κά­νουν κάτι τέτοιο εκείνες οι δυο άκαρδες; Το σήκωσε στην αγκαλιά της και το έσφιξε με λαχτάρα πάνω της. Ήταν ζεστό και μοσχομύριζε καθαριότητα. Το δύστυχο, μάλλον θα πεινούσε. Τότε, χωρίς να διστάσει, έβγαλε α­πό το ρούχο το μαστό της, που ξεχείλιζε το γάλα της ζωής, και τον πρόσφερε στο μισάνοιχτο στόμα που κρα­τούσε στην αγκαλιά της. Εκείνο αρπάχτηκε λαίμαργα από πάνω της και μ' ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφι­σης... είπα «καλημέρα» στη ζωή!

Μοιραία συνάντηση για τη ζωή όλων…




Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η μητέρα του Γεωργίου Βιζυηνού


Η ανάρτηση αφιερωμένη στην καλή μου φίλη  Βάσω,  με αφορμή τη συζήτηση που κάναμε για τη Μάνα….




Κάποια βιογραφικά:

Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού, η Δέσποινα, ήταν από τον Άγιο Στέφανο που βρίσκεται στη Μαυροθάλασσα, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Βουλγαρίας και ήταν μόλις εννέα μηνών, όταν κατέβηκαν οι πρώτοι Ρώσοι. Η γέννηση της κατά προσέγγιση ορίζεται στο 1827. Τον πατέρα της τον έλεγαν Βασιλικό και τη μητέρα της Πλούμω. Η οικογένειά της ήταν από τις πιο πλούσιες του χωριού. Η Δέσποινα ορφάνεψε πρώτα από τον πατέρα της (εννέα μηνών) και έπειτα από τη μητέρα της (τεσσάρων ετών). Με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 βρέθηκε εντελώς έρημη, σε ξένα χέρια, στο χωριό Τζόγγαρα, στο σπίτι του Αρναούτογλου, που ήταν ο πρώτος του χωριού. Τη Δέσποινα τη βρήκε ο πραματευτής Παππουγιωργάκης και την πήρε μαζί του στη Βίζα, όπου και την υιοθέτησε, επειδή έτυχε να είναι άτεκνος.
Όταν η Δέσποινα έγινε δεκαοκτώ ετών, ο Παππουγιωργάκης την πάντρεψε με τον Μιχαήλο, τον πατέρα του Γ. Βιζυηνού, που ήταν από το Κρυόνερο, μιάμιση ώρα από τη Βίζα.
Η Δέσποινα έζησε με τον άντρα της περίπου δέκα χρόνια και είχαν πέντε παιδιά, Ο Χριστάκης σκοτώθηκε μεγάλος, η Άννα μωρό, όταν την “πλάκωσε” η μάνα της, ο Γ, Βιζυηνός, η Αννιώ, που πέθανε κι αυτή μικρή, και ο Μιχαήλος που ήταν δυο μηνών, στην κοιλιά της Δέσποινας, όταν πέθανε ο πατέρας του και πήρε έπειτα το όνομα του.
Το 1885, ήρθε  η Δέσποινα στην Αθήνα. Έτυχε να βρεθεί τότε στην Αθήνα τη στιγμή που σταμάτησαν τον Γ. Βιζυηνό από το γυμνάσιο, επειδή ήταν με το κόμμα του Τρικούπη. Αργότερα τον έστειλαν στη Σύρο. Η Δέσποινα έμεινε στην Αθήνα ένα χρόνο και γύρισε έπειτα στη Βίζα μαζί με τον Γ. Βιζυηνό. Ήταν μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στο χωριό, γιατί, αφενός, δεν της άρεσε διόλου η Αθήνα και, αφετέρου, γιατί έπληττε. Ο γιος της ήταν πάντα αμίλητος και έγραφε συνεχώς. Θα προτιμούσε, όπως έλεγε, να τον είχε κάνει έναν αγελαδάρη για να έρχεται στο σπίτι και να της μιλά. ..
Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού έζησε ως το 1907, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μιχαήλου και έντεκα από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού, σαν αγία, έχοντας χάσει όλα της τα παιδιά.( Ο Μιχαήλος πέθανε από αποπληξία στις 9 Ιουλίου 1892, Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε σε τέσσερα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1896, απο προϊούσα γενική παράλυση, με φαινόμενα κινητικής αταξίας, ενώ βρισκόταν στο φρενοκομείο (το “Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο” από τις 14 Απριλίου 1892.)
 Από τα πολλά δάκρυα έχασε το φως της σταδιακά και έζησε δώδεκα χρόνια εντελώς τυφλή κοντά στη νύφη της, Τζιβάνη, και τα εγγόνια της. Επειδή πέρασε περίπου πενήντα χρόνια ντυμένη στα μαύρα, ζήτησε από τη νύφη της, όταν πεθάνει, να τη θάψουν με ανοιχτόχρωμα ρούχα και άσπρο φακιόλι. Ο θάνατός της ήταν ήρεμος. Διατήρησε τα λογικά της ως το τέλος.

Η Δεσποινιώ  στο «Αμάρτημα της μητρός μου»

Στο διήγημα παρακολουθούμε τις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της  μητέρας του συγγραφέα Δεσποινιώς  να σώσει την άρρωστη κόρη της, την Αννιώ, η οποία τελικά πέθανε, και την υιοθεσία διαδοχικά δυο άλ­λων κοριτσιών. Συγχρόνως τη βλέπουμε να συμπεριφέρεται με προκλητική σχεδόν αδιαφορία στα υπόλοιπα παιδιά της, ενώ μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως όλες οι ενέργειες της απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε στο πα­ρελθόν, άθελά της, καταπλακώσει στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της, το πρώτο της κορίτσι, και είχαν ως στόχο την εξιλέωση της, κάτι που θα εκμυστηρευτεί στο Γιωργή , το γιό της , στο τέλος του διηγήματος.
Ο Βιζυηνός, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα –ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του  σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά  μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χα­ρακτήρα, θα ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που ο τόπος και ο χρόνος της επέβαλλαν, και θα δουλέψει δυναμικά  για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε για μια στιγμή την απελπισμένη της προσπάθεια για εξιλέωση. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η  μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε),  θα επιστρατεύσει όλες τις δυνά­μεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς  επιδεινωθεί θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή,  στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της ,ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι’ αυτόν.O Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της· η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν)
 «-Το βλέπω πώς είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την άμαρτίαν μου και  εβάλθηκες να μου πάρης τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ην τά δάκρυα της ήκούοντο στάζοντα επί των πλακών ανεστέναξεν έκ βάθους καρ­δίας, εδίστασεν ολίγον, και έπειτα επρόσθεσεν - Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισε μου το κορίτσι»
Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς  το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και  αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε  σ’ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της.
Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία –που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής– με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ειδωθεί  σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή  «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα ∙  η προσφορά του Γιωργή  στο Θεό θα «αναστήσει» –κυριολεκτικά και μεταφορικά– την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ)∙ ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του  ισοδυναμεί  γι αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του: 
«Ω! είπον , η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!»
Δεν ξέρω αν πρέπει να δούμε με κατανόηση αυτήν την απίστευτη  «προσευχή – ανθρωποθυσία» της μητέρας, σίγουρα θα πρέπει να την κρίνουμε κάτω από το βάρος της ισόβιας ενοχής που νιώθει για τον αβούλητο θάνατο του πρώτου της παιδιού ,και να δούμε στη πράξη της  τη απελπισία και την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση που την συντρίβουν.




«Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου»

Η μητέρα σιωπά, δεν αντιδρά καθόλου τη στιγμή που εκφέρεται αυτός ο λόγος, ο σπαρακτικός, από τα χείλη του παιδιού .Κι αν η σιωπή, καθώς λένε, ισοδυναμεί με συναίνεση, τότε αυτή η «απάθεια» της μάνας στα μάτια ενός ευαίσθητου αναγνώστη είναι μια τρομακτική αδιαφορία.Πόσο μάλλον  πιο τρομακτική φαντάζει στα μάτια του ίδιου του ανήλικου Γιωργή…
Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως η στερητική συμπεριφορά της μάνας επιφέρει μια επιθετικότητα, εκ μέρους του μικρού Γιωργή, με στόχο την ίδια.
Ας μη ξεχνάμε πως   η εικόνα , τα χαρακτηριστικά, το σύνολο της σχέσης με τη μητέρα εσωτερικεύεται και γίνεται ( κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας) το μορφοείδωλο της "καλής" ή της "κακής" μητέρας...
Μόνο που ο μικρός Γιωργής δεν "αντέχει" να μην την αγαπά! Ακόμη και το πλήθος των αναφορών του στη καλή πλευρά της μάνας του είναι μια απορροή της ενοχής του αφηγητή εξ' αιτίας των αρνητικών συναισθημάτων και των ενδοψυχικών συγκρούσεων που τον συνέχουν...


" ημείς εγνωρίζαμεν […] ήμεθα βέβαιοι, ότι αι εξαιρέσεις εκείναι δεν ήσαν παρά μόνον εξωτερικαί εκδηλώσεις φειστικωτέρας [= πιο ευσπλαχνικής] τινός ευνοίας προς το μόνον του οίκου μας κοράσιον [ας προσεχθεί η επανάληψη, η εμμονή σε αυτή τη δήλωση που είναι και δεν είναι αληθής]. Και [γι’ αυτό] όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα."


Τελικά όμως η Αννιώ πεθαίνει.


Μετά το θάνατό  της  η Δεσποινιώ καταρρέει και εισπράττει το γεγονός ως τιμωρία της ίδιας από το Θεό, για το αμάρτημα του παρελθόντος της.

Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος μαθαίνουμε για τις συνθήκες γένεσης του τραύματος της μάνας (σκηνή της εξομολόγησής της του ακούσιο φόνου) στον ενήλικα πλέον Γιωργή, αλλά ως αναγνώστες δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με το αν η εξομολόγηση αυτή υπήρξε λυτρωτική για τον ίδιο τον Γιωργή, αν δηλαδή ξεπεράστηκε το παιδικό του τραύμα – πράγμα αναμενόμενο, αφού η εξομολόγηση της μάνας λογικά θα έπρεπε να άρει τις υποψίες του γιου για την έλλειψη αγάπης από μέρους της. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι όλες οι σκέψεις του ενήλικα Γιωργή (του αφηγητή, ουσιαστικά), μετά τη σπαρακτική ομολογία της μητέρας του, αφορούν αποκλειστικά τον δικό της πόνο, το δικό της βάρος ενοχής και δεν μας λένε τίποτα απολύτως για τη δική του «επούλωση» ή όχι. Έχουμε δηλαδή και πάλι εδώ μια χαρακτηριστική «παράλειψη»:

«Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, προσπαθών να παραστήσω εις αυτήν αφ’ ενός μεν το απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος, αφ’ ετέρου δε την άκραν του Θεού ευσπλαχνίαν, την δικαιοσύνην αυτού, ήτις δεν ανταποδίδει ίσα αντί ίσων, αλλά κρίνει κατά τους διαλογισμούς και τας προθέσεις μας.» 

Όταν στο τέλος ο Γιωργής – έχοντας πια μάθει το μυστικό της μητέρας του-θα την οδηγήσει  στον Πατριάρχη, σε μια προσπάθεια ύστατη για ανακούφιση της ενοχοποιημένης της συνείδησης, βλέπουμε το  αδιέξοδο  που ορθώνεται μπροστά της. Ανακουφίζεται γιατί ο Θεός τη συγχωρεί, όμως δεν έχει τη δύναμη ψυχής που απαιτείται για να συγχωρέσει η ίδια τον εαυτό της:

«– Καλός άνθρωπος, τη είπον, αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε! Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της. […]
– Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον· ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»

Το αμάρτημά της  μητέρας  δεν εξαγοράζεται ούτε με  κοσμικές ποινές ούτε με θρησκευτικά επιτίμια και ούτε παραγράφεται όσος καιρός κι αν περάσει. Ξεφεύγει η μητέρα  από το φυσικό της προορισμό, που είναι να προστατεύσει το γόνο της με στοργή, να τον θρέψει για να επιβιώσει και να συνεχίσει τη ζωή. Αυτή η διολίσθηση από τη φυσική τάξη των πραγμάτων είναι  ρομφαία πύρινη που πληγώνει καίρια τα μητρικά σπλάχνα.
Η μητέρα του Βιζυηνού στο «Αμάρτημα της μητρός μου» μας θυμίζει ηρωίδα της Αττικής δραματουργίας αφού έχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των τραγικών ηρώων:
1)       Καταστρατηγεί την αξία κάποιου ηθικού κώδικα και «υβρίζει», χωρίς να έχει άμεση επίγνωση της ενοχής της.
Είναι ένοχη χωρίς δική της ευθύνη αμάρτησε στα τυφλά , άβουλο όργανο στα χέρια μιας άγνωστης και πανίσχυρης θέλησης…
2)       Όταν  συνειδητοποιεί το μέγεθος της παραβάσεως καταρρέει ψυχικά και το πρώτο που συλλογιέται είναι να χαριστεί στις αδυσώπητες μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας..
Ίαση  δεν υπάρχει , ούτε καν επούλωση.
Κουβαλά το αμάρτημα ως το θάνατο. Είναι η μοίρα της.
Ένα αμετάδοτο βίωμα ,γεμάτο ερημιά, που δεν θα προσπερασθεί ποτέ…
«φρικτή και αμείλικτη κόλαση» , που καταλήγει σε δάκρυα και σιωπή:
«οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων κι εγώ εσιώπησα»
Τι άλλο να πει κανείς παρά να συνομολογήσει με το Σκιαθίτη ποιητή:
«Σαν να’χαν ποτέ τελειωμό
Τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου»...

ΠΗΓΕΣ:
1)       Β.Παπαθανασόπουλος : Γ.Βιζυηνός, «προθυμότης και ευσέβεια»
2)       Κ. Πλησής: Γ. Βιζυηνός
3)       Π.Χρονάς: «Χθόνιοι δεσμοί» περιοδικό «Τετράδια ευθύνης»,  τεύχος 29
4)       Μ. και Κ. Μποκόρου: Γ.Βιζυηνός
5)       Α.Αθανασοπούλου : «Παράλλαξη και αποσιώπηση στο «Αμάρτημα της μητρός μου»
6)       M. Ξηρέας : «Άγνωστα βιογραφικά στοιχεία  του Γ. Βιζυηνού», Μ. Ράλλη-Υδραίου



Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Οι αντιθέσεις στο "Αμάρτημα της μητρός μου"

 
Οι αντιθέσεις στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οροθετούν την αναζήτηση του νοήματος, προσδιορίζουν  συμπεριφορές, διαφωτίζουν αιτίες και σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής. 
Σας δίνω κάποιες απο αυτές
(μπορείτε να προτείνετε κι άλλες που ίσως παρέλειψα) και ενδεικτικά τα χωρία που τις καταδεικνύουν. 

   α) ενικού και πληθυντικού («ή Άννιώ» - «ημείς», «ημάς» «ήθελεν», «επήγαινεν» - «ήμεθα», «είχομεν»).

β) θανάτου και ζωής (ο νεκρός πατέρας, «μας ένέδυε χρησιμοποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας» - «Άφ' ότου άπέθανεν ό πατήρ μας» - «έχήρευσε» 
η παρουσία της ζωντανής μητέρας και των παιδιών της),

 γ) κοριτσιού (Αννιώς) και αγοριών (ο πρωτότοκος     Χρηστάκης, ο αφηγητής Γιωργής,    ο  υστερότοκος Μιχαήλος,)

δ)γνώσης και  πλάνης (παρότι γράφει το διήγημα σε μια μεταγενέστερη χρο­νική στιγμή, κατά την οποία γνωρίζει την αλήθεια για την ύπαρξη και άλλης αδερ­φής εκτός της Αννιώς, εντούτοις προτιμά την παράθεση των γεγονότων υπό το πρί­σμα της πλάνης του. Πρόκειται για σκόπιμη πλάνη «Άλλην άδελφήν δέν ειχομεν παρά μόνον την Άννιώ»).

ε) συναισθήματος και αγαθών προθέσεων από τη μια και πράξεων διάκρισης από την άλλη (ο συγγραφέας εξαρχής σπεύδει να απενοχοποιήσει τη μητέρα του για τη συμπε­ριφορά της «".Αλλ' ημείς έγνωρίζαμεν, διότι ή ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ιση πρός όλα της τά τέκνα» - «Άλλ' άπ' ολους περισσότερον τήν ήγάπα ή μήτηρ μας. Είς τήν τράπεζαν τήν εκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί από ο,τι είχομεν έδιδε τό καλύτερον εις έκείνην. Καί ένώ ημάς μας ένέδυε χρησιμο­ποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Άννιώ ήγόραζε συνήθως νέα. "Ως καί εις τά γράμματα δέν τήν έβίαζεν. "Αν ήθελεν, επήγαινεν εις τό σχολειον, αν δέν ήθελεν, έμενεν εις τήν οίκίαν. Πράγμα το όποιον εις ημάς διά κανένα λόγον δέν θά επετρέπετο»).

δ)  ευσέβειας και  δεισιδαιμονιών («Ή μήτηρ μου ήτο μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» - «πότε μετέβαινεν εις τάς πλησιοχώρους
εκκλησίας, των οποίων κατά τύχην έτελείτο ή μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηρού, χυμένην ιδίοις αυτής χερσί, και ίσην ακριβώς πρός τής ασθενούς τό ανά­στημα». «Πλησίον είςτόν σταυρόν, επί του στήθους τη ς Άννιώς, έκρέμασεν εν χαμαγλί, μέ μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις. Τά αγιάσματα διεδέχθησαν αί γοητειαι, και μετά τα ευχολόγια τών ιερέων ήλθον τά "σαλαβάτια" των μαγισσών»).

ζ) αγάπης και ενοχής η συμπεριφορά της μητέρας είναι μια συμπεριφορά προκλητικής αγάπης προς την κόρη, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της προς τα αγόρια της, πηγά­ζει όμως (γεγονός που δε γίνεται από την πρώτη ακόμη ενότητα γνωστό) από τα συναι­σθήματα ενοχής για τη διάπραξη του ακουσίου κατά το παρελθόν αμαρτήματος της.

η) αγωνίας και εξιλέωσης (η μητέρα μέσα από ψυχικές σύγκρούσεις και με μια διαρκή αγωνία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημα της και ο Γιωργής βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει τη μητρική αγάπη και όταν πληροφορεί­ται το τραγικό μυστικό της μητέρας να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του).

θ) ζευγαριών ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη στον τάφο, και η μη­τέρα με το γιο της στη ζωή. 
Γι' αυτή την αντίθεση είναι χαρακτηριστικά όσα γράφο­νται από το Βαγγέλη Αθανασόπουλο: «[...] Τελικώς, τη νύχτα εκείνη αντί να έρθει με το πνεύμα του ο πεθαμένος πατέρας για να γιατρέψει την Αννιώ, αυτή πεθαίνει και πάει να συναντήσει τον πατέρα της. Με τον τρόπο αυτόν οι πρωταγωνιστές αυ­τού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε "οικογενειακό μυθιστόρημα νευρωτικών "χω­ρίζονται σε δύο ζευγάρια -ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη του στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στην ενοχοποιημένη ζωή. Η ενοχή των δύο ζω­ντανών τοποθετείται σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο, αλλά από διαφορετική ο καθένας σκοπιά: η μητέρα είναι ένοχη επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη, και επει­δή, τιμωρώντας την ο Θεός για την αμαρτία της εκείνη, αφαιρεί τη ζωή και της δεύ­τερης κόρης' ο γιος είναι ένοχος επειδή πρώτα γεννήθηκε αντί της δεύτερης κόρης, και μετά επειδή δεν την υποκατέστησε στο θάνατο της»
  ι) αμαρτία – λύτρωση,μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ.

ια) ήθος/ έθος- ορθός λόγος ( ο ορθολογισμός του  ενήλικα Γιωργή-αφηγητή αντικατοπτρίζεται στην ειρωνεία, στη διακριτική απόσταση που κρατάει απέναντι στις λαϊκές δοξασίες)
  ιβ) συνειδητό- ασυνείδητο

ιγ) λόγος- σιωπή (τα  πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το οικογενειακό δράμα, σε αυτό το ψυχόδραμα, αν και δεμένα με συγγένεια «πρώτου βαθμού» (τον πιο στενό δεσμό που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί), στην πραγματικότητα δεν επικοινωνούν, μονολογούν· δεν σχετίζονται, αποκλείουν το ένα το άλλο· δεν συνυπάρχουν, ζουν περίκλειστα στη μονήρη σιωπή τους)

ιδ) σχέση/απόσχιση ατόμου- κοινωνικής ομάδας ( τον κοινωνικό περίγυρο εννοούμε) Η μητέρα, αν και ζει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, αναγκάζεται «να εξέλθει της οικίας» για να βοηθήσει την μικρή Αννιώ.

ιε) το Εγώ που βιώνει- το Εγώ που αφηγείται.

Νομίζω όμως ότι η πιο ουσιώδης και χαρακτηριστική αντίθεση βρίσκεται στο τέλος του διηγήματος:
«οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα»
Ο,τι διαδραματίζεται στο "Αμάρτημα" είναι ένα βίωμα τόσο ριζικό, τόσο βαθιά εσωτερικευμένο και αμετάδοτο, που δικαιολογεί απόλυτα γιατί, σε ένα αφήγημα που κατακλύζεται από «φωνές», ενδόμυχες και μη, τον τελικό λόγο, κυριολεκτικά, έχει η σιωπή, η βουβή ερημία των προσώπων.
Ερημιά και σιωπή τις οποίες επιβάλλει, εδώ, η αγιάτρευτη πληγή ενός ψυχολογικού τραύματος διαμπερούς –με διπλή όψη, που τραυμάτισε και τη μάνα και το παιδί της– και εσαεί παρόντος στον ψυχολογικό χρόνο των προσώπων: του «αμαρτήματος της μητρός μου»

ΠΗΓΕΣ:
1)Αφροδίτη Αθανασοπούλου: Παράλλαξη και αποσιώπηση στο « Αμάρτημα της μητρός μου»
2)Βαγγέλης Αθανασόπουλος: οι μύθοι της ζωής και του έργου του του Γ. Βιζυηνού
3)Κατερίνα Μποκόρου : Νεοελληνική Λογοτεχνία-Γ.Βιζυηνός

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΒΙΖΥΗΝΟΣ- Η θέση και η φύση του αμαρτήματος

 Ξεκινώντας σιγα σιγά το επόμενο κείμενο της ύλης μας, ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ του Γ.Βιζυηνού, να θυμηθούμε μερικά χρήσιμα για την κατανόησή του στοιχεία. Αφορούν τα γενικά χαρακτηριστικά του διηγήματος, της δομής και των τεχνικών του που είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση.
Θα τα βρείτε διαβάζοντας εδώ
Να δούμε όμως και κάποια πιο ειδικά θέματα στο αριστουργηματικό  αυτό έργο του Βιζυηνού.Με πρώτο τη φύση και τη θέση του αμαρτήματος ή καλύτερα των αμαρτημάτων στο διήγημά μας.


Το αντικείμενο της αφήγησης είναι η αναζήτηση του αμαρτήματος της μητέρας.Στο διήγημα βλέουμε οτι ο ενικός παίρνει τη θέση του πληθυντικού ή το αντίστροφο.
("Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τ ὴν Ἀννιὼ.", θα πει ο αφηγητής στην αρχή, αλλά αργότερα η μητέρα του θα του αποκαλύψει πως η Αννιώ"  δὲν ἦτο τὸ μόνον μου κορίτσι" ).Επίσης, εξαρχής στο διήγημα γίνεται διάκριση μεταξύ των προθέσεων (συναισθημάτων) —την «αδέκαστο ενδό­μυχο στοργή»— και των πράξεων της μητέρας, πού γεννούν ζηλοτυπίες, ιδίως επειδή απευθύνονται προς ζεύγη αντιθέτων (νεκρούς/ζωντανούς, αγόρια/κορίτσια). Με αποτέλεσμα, η απο­ρία να παίρνει τη θέση της γνώσης στο λόγο τού αφηγητή, με τον ίδιο τρόπο που ο πληθυντικός εκτοπίζει τον ενικό. Διότι όσο πλανάται η πρώτη πρόταση που εξαγγέλλει μια αδελφή, άλλο τόσο πλανάται και ο τίτλος που αναγγέλλει ένα αμάρτημα.

Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή-το γιό της το Γιώργη- πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ό ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν αποθαμένο» (21-23). Η αμέλεια της οδήγησε στο θάνατο τού παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο πού καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερο της αμάρτημα στο χρόνο —και στο χώρο— της αφήγησης: το πρώτο είχε ήδη διαπραχθεί  όταν ή μητέρα είχε μεταφέρει την Αννιώ, τη δεύτερη της κόρη, στην εκκλησία, άρρωστη βαριά, στα πόδια τού Θεού. Στην εκκλησία, η μητέρα έφερε και τα αγόρια της και κράτησε το βράδυ μαζί της τον αφηγητή (7-8). Οι σκηνές πού αυτός περιγράφει, σκηνές πού έζησε ένα ούτε καν «δεκαετές παιδίον» (18), είναι ανατριχιαστι­κές. Ακόμα ανατριχιαστικότερη όμως είναι η σκηνή του αμαρ­τήματος της μητέρας, που την γεννά το ιστορικά πρώτο αμάρτημα, αλλά που αποτελεί το κατεξοχήν αμάρτημα στην αφήγηση:

«Μίαν ήμέραν τήν έπλησίασα απαρατήρητος, ένω έκλαιε γονυπετής πρό τής εικόνος τού Σωτηρος.

—Πάρε μου οποίο θέλεις, έλεγε, καί άφησε μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς είναι γιά νά γένη. Ενθυμήθηκες τήν άμαρτίαν μου καί έβάλθηκες νά μοϋ πάρης τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσης. Ευχαρι­στώ σε, Κύριε!

Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ήν τά δάκρυα της ήκούοντο στάζοντα έπί των πλακών, άνεστέναξεν έκ βάθους καρδίας, έδίστασεν ολίγον καί έπειτα έπρόσθεσεν:

—Σου έφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου ... χάρισε μου τό κορίτσι!

"Οταν ήκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεύρα μου καί ήρχισαν τά αυτιά μου νά βουίζουν(…), επωφελήθην της ευκαιρίας νά φύγω έκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος καί εκβάλλων κραυγάς, ώς εάν ήπείλει να με συλλαβει ορατός αυτός ο Θάνατος.

Οι οδόντες μου συνεκρούοντο ύπό του τρόμου, καί εγώ έτρεχον, καί ακόμη έτρεχον.(…)
"Ηρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ολίγον κατ' ολίγον, καί ήρχισα νά συλλογίζωμαι.
Άνεκάλεσα εις τήν μνήμην μου όλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ενθυμηθώ μήπως της έπταισά ποτε, μήπως τήν αδίκησα, αλλά δέν ήδυνή­θην. Απεναντίας εύρισκον, ότι άφ' ότου έγεννήθη αυτή ή αδελφή μας, έγώ, όχι μόνον δέν ήγαπήθην, όπως θά τό έπεθύμουν, αλλά τουτ' αυτό, παρηγκωνιζόμην όλονέν περισσότερον.»

Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ό Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα, και μάλιστα στο βαθμό πού αναγκάζει ένα από τα αγόρια να ζήσει για μέρες και νύχτες στην υγρή εκκλησία. Ό λόγος τού αφηγητή —έστω και ανηλίκου— παρουσιάζει ξαφνικά, και σε πλήρη αντίθεση με το απόσπασμα της πρώτης σελίδας που παρατίθεται, μια αδυσώπητη μητέρα. Έτσι υπονομεύεται η γνώση του αφη­γητή ότι η στοργή της μητέρας «έτέλη αδέκαστος καί ίση πρός όλα της τά τέκνα».

Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου τού αμαρτήματος
Η μητέρα αισθάνεται αυτό πού ό Φρόυντ ορίζει ως την «ανάγκη για τιμωρία», μια ανάγκη ενδότερη, πού δεν προέρ­χεται από κάποια πράξη αλλά από το «αίσθημα της ένοχης».

Στο επίπεδο της αφήγησης λοιπόν, το πρώτο αμάρτημα είναι το αμάρτημα της επιθυμίας, αυτό πού γεννάται μαζί με το αίσθημα της ένοχης, το όποιο και αποτελεί το κίνητρο για το δεύτερο, στον αφηγηματικό χρόνο, αμάρτημα, την πράξη, στην οποία προσδένεται το ασύνειδο αίσθημα ενοχής. Αυτά, φυσικά, στον αφηγηματικό χρόνο —ή στον αφηγηματικό χώρο—, που αποτε­λεί το πεδίο το όποιο διανύει ο αναγνώστης. Στο επίπεδο της ιστορίας η σειρά αντιστρέφεται, η ιστορία όμως αποτελεί την εκλογίκευση της αφήγησης και στο χώρο τού λογικού παραβλέ­πει κανείς το ασυνείδητο.

ΠΗΓΕΣ:
1)Μιχάλης Χρυσανθακόπουλος:Γ.Βιζυηνός, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης.Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
2)Π.Μουλλάς:Το νεοελληνικό δι'ηγημα και ο Γ.Βιζυηνός,εκδόσεις ΕΡΜΗΣ