Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Σχέσεις υποτέλειας στη Μεσαιωνική Ευρώπη : Φεουδάρχες, ευγενείς και ιππότες



Οι σχέσεις υποτέλειας  στη Μεσαιωνική Ευρώπη συνέδεαν  μεταξύ τους άνδρες που ανήκαν στα ανω­τέρα κοινωνικά στρώματα. Αφορούν δηλαδή άμεσα ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού (1%-2%). Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι δο­μούν τις σχέσεις στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης. Οι σχέσεις υποτέλειας υπακούουν στη λογική του συμβολαίου, μολονότι σπάνια εμφανίζονται με μορφή επεξεργασμένου νομικού προτύπου ή γραπτής πράξης. Ο όρος vassus  ή vassalus, υποτελής δηλαδή, εμφανίζεται αρκετά αργά, στα τέλη του 9ου αιώνα, και προσδιορίζει το άτομο που εξαρτάται από κάποιον άλλο, το δεσπότη ή κύριό του (dominus ή senior). Πρόκειται, βέβαια, για τιμητική εξάρ­τηση, εφόσον τόσο ο κύριος όσο και οι υποτελείς είναι ελεύθεροι και ανήκουν  στην αριστοκρατία. Αυτή η σχέση εξάρτησης, που συνδέεται με τον κατα­κερματισμό της πολιτικής εξουσίας, θα συναρτηθεί στις αρχές του 11ου αιώνα με τον εδαφικό κατακερματισμό και την παραχώρηση γαιών ως «φέουδων» από τους κυρίους προς τους υποτελείς τους. Η προσωπική σχέση του υποτελούς με τον κύριό του, η παραχώρηση φέουδου και οι αμοιβαίες υπο­χρεώσεις που ακολουθούν αποτελούν μία από τις όψεις της φεουδαρχίας.
 

Το συμβόλαιο της φεουδαρχικής υποτέλειας


Τον 8ο αιώνα εμφανίζεται στους κόλπους των Καρολιδών ένα σύστημα υπο­τέλειας που έλκει την καταγωγή του από το σύστημα της Gefolgshaft, της ακολουθίας των πολεμιστών που περιέβαλλε τους ηγεμόνες στις γερμανικές κοινωνίες. Οι πολεμιστές αυτοί έδιναν όρκο πίστης ότι θα υπερασπιστούν τον βασιλιά τους μέχρι θανάτου. Στους antrustiones που συγκροτούν τη βα­σιλική ακολουθία, εάν φονεύονταν, αντιστοιχούσε ποσό (wergeld.) κατά δύο φορές υψηλότερο από αυτό των υπόλοιπων ελεύθερων ανδρών. Πιθανότατα, λοιπόν, η πρώτη σημασία του όρου vassalus ήταν σωματοφύλακας (nutritus, bucellarius), ωστόσο οι όροι αυτοί - που εμφανίζονται σε σαξονικά και γερ­μανικά έπη του πρώιμου Μεσαίωνα για να δηλώσουν πολεμιστές αφοσιω­μένους στον αρχηγό τους- δεν ταυτίζονται πάντοτε. Τον 7ο και τον 8ο αιώ­να, οι πηγές μαρτυρούν την πρακτική της προσφοράς ενός δώρου, του beneficium, που έχει σκοπό να ευχαριστήσει ή να προσελκύσει κάποιον δημιουρ­γώντας μια προσωπική σχέση μαζί του και μάλιστα ιεραρχική, αφού αυτός που προσφέρει το δώρο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Ωστόσο, το τυπικό της commendatio, του 7ου και του 8ου αιώνα, της πράξης με την οποία ο vassus συστήνεται στον κύριό του, δηλώνει ότι απέναντι στον νόμο οι δύο άνδρες θεωρούνται ίσοι.

Ήδη από τον 8ο αιώνα το σύστημα της υποτέλειας γνωρίζει επιτυχία αφού για ποικίλους λόγους οι ηγεμόνες ευνόησαν αυτές τις πρακτικές. Πιο εγκεκριμένα, οι Καρολίδες επέβαλαν στους λειτουργούς της αυτοκρατορίας  να γίνουν επίσης και vassali τους. Οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες  για να ελέγξουν καλύτερα την κοινωνία τους, απαίτησαν όρκους πίστης και πίστεψαν ότι οι σχέσεις υποτέλειας ανάμεσα στους αριστοκράτες θα δημιουργούσαν μια ιεραρχία που θα εξασφάλιζε αποτελεσματική διοίκηση.

Από τα τέλη του 8ου και κυρίως κατά τον 9ο αιώνα, η ανάληψη ενός αξιώματος, honor, ως αναγνώριση της πίστης τους (fidelitas), ακολουθεί την τελετουργία της προσκύνησης (homagium). Με άλλα λόγια, τον 9ο αιώνα και με τη μετατροπή των αξιωμάτων (honores) σε ευ­εργετήματα προς τους υποτελείς (beneficia), τα οποία μάλιστα κληρονομού­νται, διασφαλίζονται οι υπηρεσίες προς τον θρόνο με τις οποίες ασκείται η δημόσια αρχή. To beneficium αποτελεί αμετάκλητο δώρο, χρηματικό ή σε είδος, που δηλώνει την αναγνώριση ή την παραίνεση για προσωπική πίστη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με την παρότρυνση του Καρλομάγνου , άλλοι γαιο­κτήμονες γίνονται υποτελείς των ισχυρών γειτόνων τους, που είναι συνήθως κόμητες ή αβάδες, υποτελείς και οι ίδιοι στον βασιλιά.



Η τελετουργία της προσκύνησης χαράζει την πράξη στη συλλογική μνήμη, αφού μονάχα από τον 11ο αιώνα ένας κληρικός θα συντάσσει γραπτό κεί­μενο του «συμβολαίου», με επικουρικό, πάντως, χαρακτήρα. Ο υποτελής, γονατιστός, βάζει τα χέρια του μέσα στα χέρια του κυρίου του (immixtio tnanuum) και υπόσχεται: «γίνομαι άνθρωπος (homo) σας». Ο κύριος απαντά ότι τον αποδέχεται και μερικές φορές ακολουθεί ένα φιλί στο στόμα  (osculum) που σφραγίζει την προσωπική, φυσική σχέση. Το σύνολο των λόγων και των χειρονομιών δημιουργεί μια τελετουργική ψευδό-συγγένεια που υποχρεώνει τις δύο πλευρές σε αμοιβαίες υποχρεώ­σεις μέχρι τον θάνατο και ιεροποιεί μια «ιεραρχία μεταξύ ίσων».Την εποχή των Καρολιδών η υπόσχεση παίρνει τον χαρακτήρα του θρησκευτικού όρκου: ο υποτελής ορκίζεται πάνω στην Αγία Γραφή ή σε ιερά λείψανα.

Από την προσκύνηση προκύπτουν θεμελιώδεις αμοιβαίες υποχρεώσεις. Όποιος από τους δύο αθετήσει τις υποσχέσεις του γίνεται «προδότης». Ο κύριος «προστατεύει» και «υποστηρίζει» τον υποτελή, αρχικά τον συντηρεί στον οίκο του ή κοντά στον πύργο του, στη συνέχεια του παραχωρεί φέουδο. Ο υποτελής «υπηρετεί» τον κύριό του, προσφέροντας στρατιωτική βοήθεια (auxilium). Ο κόσμος της αριστοκρατίας είναι κόσμος πολέμων και πολεμι­στών, ο υποτελής μετέχει λοιπόν στους πολέμους του κυρίου του ο ίδιος ως ιππότης, με τον στρατό του αλλά και με τους δικούς του υποτελείς και τους στρατούς τους. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η έφιππη στρατιωτική υπηρεσία ορίζεται σε σαράντα ημέρες. Ορισμένοι άρχοντες τον 12ο αιώνα αποδέχτη­καν τη χρηματική εξαγορά αυτών των υποχρεώσεων και την πρόσληψη μι­σθοφόρων. Την ίδια εποχή, το έθιμο προσδιορίζει επίσης τις «περιπτώσεις» που αντιστοιχούν σε βαριές και έκτακτες δαπάνες του κυρίου στις οποίες θα πρέπει να ανταποκριθεί ο υποτελής: ο ιπποτικός εξοπλισμός του πρωτότο­κου γιου του, τα έξοδα γάμου της κόρης του, πληρωμή λύτρων για την απε­λευθέρωση του από αιχμαλωσία, αναχώρηση σε σταυροφορία ή ακόμη αγορά καινούριου φέουδου. Το αντίτιμο όλων αυτών των δαπανών ο υποτελής  ρέπει να το εξασφαλίσει από τους ανθρώπους που εξουσιάζει στη χωροδεσποτεία του. Πέρα από τη στρατιωτική υπηρεσία, ο υποτελής μετέχει στην αυλή του κυρίου του που συνιστά και δικαστήριο για να τον συμβουλεύει  consilium). Παρέχει συμβουλές για τα θέματα που ο κύριος του υποβάλλει την αυλή, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή πολέμου, συμμετέχει στην εκδίκαση των «φεουδαρχικών υποθέσεων», αυτών δηλαδή που αφορούν την  τήρηση ή την αθέτηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων και την τύχη των φέουδων. Στην αυλή αυτήν ο υποτελής μπορεί να «αποκηρύξει» τον κύριο  που  αθέτησε τις υποχρεώσεις του και να γίνει άμεσος υποτελής του κυρίου του  κυρίου του. Η φεουδαρχική αυλή δικάζει, βέβαια μόνον αριστοκράτες,  εφ΄ όσον όσοι κατέχουν ένα κοινωνικό επίπεδο δικάζονται μονάχα από τους  ίσους  τους και τούτο αποτελεί ένδειξη ελευθερίας. Ο όρκος γεννά και «αμυντικές » υποχρεώσεις: ο υποτελής δεν πρέπει να επιτρέψει ενέργειες που θα  βλάψουν  το πρόσωπο, την περιουσία ή τα δικαιώματα του κυρίου του. Στις  επιφυλάξεις αυτές συμπυκνώνεται η αίσθηση των ορίων μιας άνευ όρων αφοσίωσης. Η πρακτική των πολλαπλών προσκυνήσεων, που έκανε κάποιον υποτελή σε πολλούς άρχοντες και του απέφερε πολλά φέουδα, υπαγόρευσε τη θέσπιση του homagium ligium, που αποσαφήνιζε το ποιος ήταν ο κύριος  στον οποίο οφειλόταν υπακοή κατά προτεραιότητα.

Όπως  η υποτέλεια, έτσι και η παραχώρηση φέουδου ακολουθεί μια συγκεκριμένη τελετουργία. Παίρνει τη μορφή της παράδοσης ενός συμβολικού αντικειμένου, όπως ενός άχυρου, ενός σπαθιού, μιας ράβδου ή ενός σταυρού αν πρόκειται για φέουδο της Εκκλησίας. Ο υποτελής «ομολογεί» τότε ότι αποδέχτηκε το αγαθό και ο δωρητής καταδεικνύει (visio et ostensio) τη γη. Οι τελετουργίες αυτές θα αντικατασταθούν τον 14ο και τον 15ο αιώνα από την ανταλλαγή  αντίστοιχων γραπτών κειμένων.

Το φέουδο αποτελείται από ένα σύνολο γαιών και δικαιωμάτων που ο κύριος παραχωρεί στον υποτελή του για να μπορεί να τον υπηρετεί. Ως όρος το φέουδο εμφανίζεται στη νότια Ευρώπη (Λανγκντόκ, Καταλωνία) πριν από το 900· βορειότερα ο όρος feudum ή feodum απαντάται από το έτος 1000, ενώ παράλληλα, μέχρι τον 11ο αιώνα, διατηρείται και ο όρος beneficium, έχοντας πάντως τη σημασία του φέουδου. Μολονότι τον 13ο αιώνα το φέ­ουδο μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα χρηματικό ποσό, σχεδόν αποκλειστικά το φέουδο ταυτίζεται με τη γη και μπορεί μάλιστα να συνοδεύεται από τα δικαιώματα που απορρέουν από την κατοχή αυτής της γης. Έτσι, το «συμ­βόλαιο της φεουδαρχικής υποτέλειας» συνδέεται με την αναζήτηση «στρα­τιωτικής πελατείας» την εποχή ακριβώς της εξέλιξης των κάστρων και της χωροδεσποτείας. Περιλαμβάνει, εξαρχής, υποχρεώσεις «υλικές» και όχι μό­νον «προσωπικές», οι οποίες συναρτώνται με την υποτέλεια που καθιερώνει η προσκύνηση. Στη Γερμανία, η παραχώρηση του φέουδου ακολουθεί την προσκύνηση με καθυστέρηση ενός- δύο χρόνων, χρόνο δοκιμασίας του υπο­τελούς. Αλλού, εκεί όπου η ζήτηση της γης είναι μικρότερη, το φέουδο πα­ραχωρείται αμέσως πριν από την προσκύνηση. Η σύνδεση φέουδου και υποτέλειας είναι συστηματική από τον 11ο αιώνα. Αρχικά το φέουδο συνιστά παραχώρηση από τον άρχοντα στον  υποτελή του ενός αγαθού που αποφέρει τα αναγκαία έσοδα ώστε ο τελευταίος να μπορεί να ανταποκριθεί στις στρατιωτικές υποχρεώσεις που ο πρώ­τος προσδοκά. Το αγαθό αυτό προέρχεται από τις κτήσεις και τα έσοδα του κυρίου και είναι συνήθως γη. Από τον 11ο αιώνα και πέρα το αγαθό αυτό  μπορεί να συνίσταται από μια δεκάτη, από τα δικαιώματα που απορρέουν  από το bannum ( διάταγμα ) στο πλαίσιο της χωροδεσποτείας , από ένα αξίωμα ή από τα έσοδα που συνδέονται με ένα δημόσιο αξίωμα .  Αν ο υποτελής δεν σεβαστεί τους όρους του συμβολαίου, ο κύριος, με απόφαση της φεουδαρχικής αυλής, προβαίνει στην κατάσχεση του φέουδου. Μολονότι το φέουδο ως γη υπερίσχυσε σε σχέση με το φέουδο ως αντικείμενο ή έσοδο, τον 12ο και τον 13ο αιώνα εμφανίζεται το «φέουδο-πρόσοδος» (fief rente): πρόκειται για τα έσοδα που προέρχονται, π.χ., από την ενοικίαση μιας αγο­ράς ή των δικαιωμάτων από διόδια. Αυτά τα παραδείγματα, που σπανίζουν ως τον 12ο αιώνα, πολλαπλασιάζονται μετά το 1300 ή το 1350.

              Η εξέλιξη της υποτέλειας

Στις περιοχές μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου, ο Κάρολος Μαρτέλος και  οι γιοι του, Καρλομάγνος και Πεπίνος, συγκρότησαν γύρω από τη βασιλική  φρουρά μια πειθαρχημένη στρατιά που αποτελούνταν από ομάδες υποτελών. Οι βασιλικοί υποτελείς ήταν επικεφαλής του στρατού αλλά και υπεύθυνοι της κρατικής διοίκησης: δούκες, κόμητες, επίσκοποι και αβάδες. Ο Καρλομάγνος, που διαδέχτηκε τον πατέρα του, τον Πεπίνο, γενίκευσε το σύστημα, επεκτείνοντάς το γεωγραφικά στις περιοχές που κατέκτησε και κοινωνικά σε νέες κοινωνικές ομάδες. Αντί όμως η βασιλική υποτέλεια να επιβάλλει πειθαρχία στις πελατειακές σχέσεις των αριστοκρατών, υποτάχτηκε  αυτές.

 Η μοναρχία έχασε το παιχνίδι απέναντι στην αριστοκρατία. Ο Καρολίδες  επέβαλαν σε όσους επιθυμούσαν να  αποκτήσουν δημόσιο αξίωμα να γίνονται υποτελείς, να γονατίζουν δηλαδή μπροστά στον βασιλιά και να βάζουν τα χέρια τους ανάμεσα στα δικά του. Την περαιτέρω γενίκευση της υποτέλειας μαρτυρεί ένα capitularium του 847 που διακηρύσσει: «Επιθυμούμε κάθε ελεύθερος άνδρας στο βασίλειο μας να δια­λέξει τον κύριο που επιθυμεί ανάμεσα σε εμάς και τους πιστούς μας». Η υποτέλεια μοιάζει να γίνεται υποχρεωτική, μονάχα η επιλογή κυρίου παρα­μένει ελεύθερη. Πολλοί, όσοι το κοινωνικό επίπεδο τους το επιτρέπει, επιλέ­γουν τη βασιλική υποτέλεια (vassi regales) αλλά διατηρούν παράλληλα και δι­κές τους ακολουθίες υποτελών Με τις καρολιδικές κατακτήσεις, μάλιστα, δεν επεκτείνεται η βασιλική υποτέλεια, αλλά αντίθετα οι κτήσεις εγκαταλείπονται σε ισχυρούς αριστοκρατικούς οίκους. Στις αρχές του 9ου αιώνα η κατανομή της εξουσίας είναι ακόμη αρκετά ισορροπημένη ώστε να ωφελούνται τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι ισχυροί αριστοκράτες. Στα τέλη του 9ου αιώνα, όμως, ομάδες υποτελών ενός αβά ή ενός επισκόπου δεν υπακούουν πλέον στον βασιλιά, υπακούουν στον «κύριό τους», τον αριστοκράτη επίσκοπο ή αβά, τον οποίο και ακολουθούν σε ό,τι διατάσσει, έστω και χωρίς βασιλική εντολή .



           Ευγενείς και ιππότες

Στη μεσαιωνική Δύση οι ευγενείς συγκροτούν την κυρίαρχη τάξη η οποία ασκεί την πολεμική δραστηριότητα και συγκεντρώνει την εξουσία επί της γης και επί των ανθρώπων. Τα δίκτυα της υποτέλειας και το καθεστώς της διανομής των γαιών διατρέχουν το σύνολο των ευγενών. Επιπλέον, οι ευγενείς διεκδικούν τη διάκριση από τους κοινούς ανθρώπους στον τομέα της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Η περίοδος από τον 11ο αιώνα έως περίπου το 1250 αποτελεί σημαντικό στάδιο για την ιστορία της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, δηλαδή για την ιστο­ρία των οικογενειών που η εξουσία τους στηριζόταν στη γαιοκτησία και τη στρατιωτική ισχύ. Τα μέλη της αριστοκρατίας κατείχαν σημαντικές θέσεις στη διοίκηση των πριγκιπικών κρατών, συχνά μέσω των σχέσεων υποτέλειας, και υιοθετούσαν κοινές συμπεριφορές και νοοτροπίες που αποκρυσταλλώ­θηκαν γύρω από την ιδεολογία της ιπποσύνης. Την εποχή αυτήν, η αριστο­κρατία μετατράπηκε σε ευγένεια, δηλαδή, σύμφωνα με τον ορισμό του Μ. Bloch, σε μια «διευθυντική τάξη που απολαμβάνει ξεχωριστό νομικό καθε­στώς το οποίο και υπερασπίζεται με υπερηφάνεια, και εξ αίματος κληροδο­τεί στους απογόνους της». Βέβαια, παρά τους κοινούς στόχους και τις αξίες που ενστερνίζονταν οι ευγενείς, συναντάμε σημαντικές διαβαθμίσεις ως προς τον πλούτο και το γόητρο. Τα κείμενα του 12ου αιώ­να αναφέρονται συχνά σε νεαρούς ιππότες ηλικίας 17-19 ετών οι οποίοι παραμένουν σε ένα στάδιο ενδιάμεσο μεταξύ της εκπαίδευσης και της κοι­νωνικής τους ενσωμάτωσης, περιπλανώνται ομαδικά ακολουθώντας τον γιο ενός πρίγκιπα ή κόμη και εν μέσω πολέμων αναζητούν δόξα, λάφυρα αλλά και πλούσιες κληρονόμους. Δεν πρόκειται απλώς για λογοτεχνικές φιγούρες αλλά για τους δευτερότοκους ευγενείς που εν αναμονή μιας κληρονομιάς ή ενός επικερδούς γάμου επιδί­δονταν στον πολεμικό νομαδισμό.

Οι ισχυροί του 12ου αιώνα  ανήκουν σε δύο διακριτές κατηγορίες, τους «ευγενείς» (nobiles) και τους «ιππότες» (milites). Ο όρος «ιππότης» διαδίδεται κατά τον 11ο αιώνα και δεν συγχέεται με τον όρο «ευγενής». Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε το τέλος του 13ου αιώνα για να δούμε να γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στην ιδιότητα του ευγενούς και του ιππότη. Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές από τόπο σε τόπο: στο Μακονναί η σύντηξη της ευγένειας και της ιπποσύνης πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα, στην Πικαρδία η ευγένεια συνδέεται με το δικαίωμα άσκησης του bannum και από το 1150, ιππότες αποκτούν αυτό το δικαίωμα και συγχέονται με τους ευγενείς. Στον Βορ­ρά, στη νοτιοδυτική Γερμανία και στη Σαξονία ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιππότες και ευγενείς ίσχυσε μέχρι το 1180

Η  ανθρωπολογική προ­σέγγιση των σχέσεων ανάμεσα στους ισχυρούς δείχνει ότι τίποτα δεν μας επιτρέπει να αντιπαραθέσουμε την ευγένεια στην ιπποσύνη, ότι οι δύο όροι είναι συμπληρωματικοί, συμβάλλουν στην κοινωνική αναγνώριση που μετα­φράζεται σε έναν κοινό τρόπο ζωής και στη διαρκή επικοινωνία ανάμεσα στις δύο ομάδες, επικοινωνία που στηρίζεται στην ελευθερία τους ως προς τους δικαστικούς θεσμούς, στον πλούτο τους, στις δωρεές που προσέφεραν σε μοναστήρια, στα στρατιωτικά τους κατορθώματα, στις γαμήλιες συμμαχίες και στην κατοχή υψηλών θέσεων στον κλήρο. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν μια ομοιογενή ομάδα που θεμελιώνει την ύπαρξή της στην καταγωγή και στη φήμη. Θα μπορούσαμε ωστόσο να συνοψίσουμε τα βασικά της πορίσματα ως εξής:

Η σύνθεση των ευγενών του 12ου και του 13ου αιώνα είναι αποτέλε­σα της σύγκλισης δύο διαδικασιών. Από τη μια πλευρά έχουμε μεγάλες οικογένειες που πολλές φορές κατάγονταν από τη ρωμαιογερμανική αριστοκρατία και οι οποίες στην εποχή των Καρολιδών, ως αντάλλαγμα της πίστης  στους ηγεμόνες, ανέλαβαν να διοικήσουν τις κομητείες .

Από την άλλη πλευρά έχουμε στρατιώτες (milites) στην υπηρεσία  των  πυργοδεσποτών οι οποίοι απέκτησαν σταδιακά μεγάλη σημασία. Γύρω  στο έτος 1000 αυτοί δεν συγκροτούν ακόμη συνεκτική ομάδα αλλά στα  τέλη  του 11ου και κατά τον 12ο αιώνα ανέρχονται κοινωνικά καθώς, ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, αποκτούν και γη. Συγκροτούν την ιπποσύνη   και σταδιακά παρατηρείται η σύγκλιση ανάμεσα στις δύο διαφορετικής  προέλευσης ομάδες και οι όροι miles και nobilis γίνονται συνώνυμοι.

 Η κληρονομιά  είναι αρρενογραμμική. Οι κληρονόμοι είναι άνδρες, ονομάζονται ιππό­τες, και οι γυναίκες φέρουν απλώς τη μνήμη της καταγωγής από οικογένειες της εποχής των Καρολιδών. Επιδιώκεται η ενδογαμία, ωστόσο οι μελετητές έχουν δείξει - ότι οι οικογένειες των ευγενών θα έσβηναν αν δεν ανανεώνονταν και από νέα μέλη, κάτι που συνέβη κυρίως τον 13ο αιώνα. Αναφορικά με τις γαμήλιες πολιτικές, να σημειώσουμε ότι δεδομένου ότι πολλοί άνδρες σε μια πολεμική ιδιαίτερα κοινωνία πεθαίνουν νωρίτερα, οι πλούσιες κληρονόμοι είναι πολυάριθμες. Οι πατέρες και οι κηδεμόνες τους επιζητούν να τις παντρέψουν με γενναίους ιππότες, ικανούς να υπερασπι­στούν την οικογενειακή περιουσία. Χαρακτηριστικό λοιπόν των γαμήλιων στρατηγικών γίνεται η υπεργαμία από την πλευρά των ανδρών. Η οικογε­νειακή μνήμη αποτυπώνεται χάρη σε μοναχούς που αναλαμβάνουν τη σύντα­ξη των γενεαλογιών. Οι γενεαλογίες επιβεβαιώνουν την τάση για υπεργαμία και το γεγονός ότι η υψηλή ευγένεια προέρχεται πάντοτε από την πλευρά της γυναίκας. Ο «καλύτερος ιππότης του κόσμου», ο Γουλιέλμος, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως και που στις αρχές του 13ου αιώνα έγινε διά­δοχος του θρόνου της Αγγλίας, προτιμούσε να αναφέρεται στο ισχυρό γένος της μητέρας του παρά στο μάλλον άσημο του πατέρα του. Στο παρόν η οικο­γενειακή φήμη αποτυπώνεται προφορικά, πιο εφήμερα αλλά αποτελεσματι­κά, στα άσματα των τροβαδούρων. Στα τραγούδια τους κωδικοποιούνται οι ευγενικές αξίες του πολέμου και της ειρήνης και χάρη και σε αυτά οι ευγενείς αποκτούν συνείδηση του ρόλου και της εξουσίας τους. Η μέριμνα για το όνο­μα του γένους, η αναζήτηση της δόξας και η έντονη αίσθηση της τιμής απολή­γουν συχνά σε πολέμους μεταξύ των γενών που παίρνουν τη μορφή βεντέτας.

Η δημιουργία της ομάδας των ιπποτών συνδέεται με τη δημιουργία των κάστρων και τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Μέχρι τον 12ο αιώνα τα κάστρα ήταν ξύλινα. Από τον 12ο αιώνα κτίζονται όλο και περισσότερο από πέτρα και δεν περιλαμβάνουν απλώς έναν πύργο αλλά αποκτούν πα­ραρτήματα, ομόκεντρα τείχη και περίπλοκα αμυντικά κτίσματα. Μέσα στο κάστρο διαμένουν ο άρχοντας, η οικογένειά του και οι στρατιώτες του αλλά αυτό λειτουργεί επίσης ως άσυλο σε καιρό πολέμου, που συχνά ξεσπά για λόγους βεντέτας, πολέμου που περιλαμβάνει λεηλασίες και αιχμαλωσίες για λύτρα. Η συμβολική λειτουργία των κάστρων δεν θα πρέπει, ωστόσο, να υποτιμάται, ιδιαίτερα σε έναν πολιτισμό που εξυμνεί τον πόλεμο και τους πολεμιστές και επεξεργάζεται μια σύνθετη θεολογική ηθική που αποσκοπεί να ιεροποιήσει τη στρατιωτική πρακτική. Η επιβολή των ιπποτών ακολού­θησε επίσης καινοτομίες στην πολεμική τέχνη (πέταλα και αναβολείς για τα άλογα) που χαρίζουν μεγαλύτερη δύναμη στους έφιππους πολεμιστές. Ο πόλεμος ήταν ο «κοινωνικός λόγος ύπαρξης» της ιππο­τικής κάστας: πηγή εσόδων και γοήτρου, αλλά και δραστικό αντίδοτο στην πλήξη που εγκυμονούσε η ζωή του κάστρου. (….)

  Για να γίνει κάποιος ιππότης πρέπει να πολεμά έφιππος και να διαθέτει τον κατάλληλο δαπανηρό εξοπλισμό, γεγονός που θέτει περιορισμούς ως προς την κοινωνική προέλευση. Ωστόσο, η ομάδα δεν είναι κλειστή, αφού ο ιππότης μπορεί να λάβει από τον πυργοδεσπότη αγαθά και έσοδα. Η δέσμευ­ση από τους ιπποτικούς κανόνες συμπεριφοράς επικυρώνεται με την τελε­τουργία της μύησης, κατά την οποία ο νεαρός, στην ηλικία των 15 ετών περί­που, ιππότης δέχεται ένα χτύπημα στον ώμο -με το οποίο μεταδίδεται η ανδρική δύναμη- και παραλαμβάνει τα όπλα του, ξίφος, σπαθιά και άλογο. Το ξίφος του μελλοντικού ιππότη εναποτίθεται σε έναν βωμό και πριν του παραδοθεί ευλογείται από τον ίδιο τον επίσκοπο και μάλιστα, αν είναι δυ­νατόν, αυτό γίνεται μια μέρα ιερή, το Πάσχα ή την Πεντηκοστή. Η τελετουργία παίρνει μορφή ανάμεσα στα τέλη του 11ου και στον 12ο αιώνα και ο θρησκευ­τικός της χαρακτήρας τονίζεται σταδιακά. Μετά την τελετή, ο νεαρός γίνεται άνδρας, μπορεί πλέον να πολεμήσει,  να παντρευτεί, να προσκυνήσει και να λάβει φέουδο. Οι ιππότες αποκτούν σταδιακά τα προνόμια των ευγενών: πολεμούν έφιπποι, κρίνονται από τους ομοίους τους στο φεουδαρχικό δικα­στήριο, απαλλάσσονται από τους φόρους και ακολουθούν κοινό τρόπο ζωής που δημιουργεί κοινή ταξική συνείδηση.

          Η ιδεολογία της ιπποσύνης έχει βασιλική καταγωγή. Τόσο η αποστολή της προστασίας των αδυνάτων (χήρες και ορ­φανά) και του κλήρου όσο και η τελετή της μύησης στην ιπποσύνη με την παράδοση του ξίφους (adoubement, χτύπημα, από το φραγκικό dubban, χτυπώ είναι στοιχεία της μοναρχίας και της τελετής της στέψης. (…)

Rika Benveniste , Από τους Βαρβάρους στους Μοντέρνους, εκδόσεις Πόλις 



 Ο κώδικας της ιπποσύνης



Ο ιππότης ήταν κάτι παραπάνω από έναν απλό, έφιππο πολεμιστή. Ήταν μέλος μιας τάξης, όπως οι μοναχοί. Ο σωστός ιππότης δεν ήταν μόνο γενναίος, αλλά έπρεπε να υπηρετεί τον Θεό με τη δύναμή του. Καθήκον του ήταν να προστατεύει τους αδύναμους και ανυπεράσπιστους, τις γυναίκες, τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Στον κύριό του, το φεουδάρχη, όφειλε απόλυτη υπακοή. Για χάρη του έπρεπε να τολμήσει τα πάντα. Δεν έπρεπε να είναι ούτε βάρβαρος, αλλά ούτε και δειλός. Τους ηττημένους αντιπάλους δεν έπρεπε ποτέ να τους ταπεινώνει. Όταν ένας ιππότης αγαπούσε μια γυναίκα, έδινε προς τιμήν της μάχες και αναζητούσε μεγάλες περιπέτειες για να δοξάσει το όνομά της. Την πλησίαζε μόνο με σεβασμό και έκανε ό, τι του ζητούσε. Σε περιόδους ειρήνης, ο ιππότης έδειχνε τη δεξιοτεχνία του σε ιπποτικούς αγώνες, γνωστούς ως κονταρομαχίες. Σε αυτούς συγκεντρώνονταν ιππότες από διάφορες χώρες για να δοκιμάσουν τη δύναμή τους. Φορώντας την πανοπλία τους, καβαλίκευαν το άλογό τους και ρίχνονταν με ορμή στον αντίπαλό τους, βάζοντας τα δυνατά τους για να τον ρίξουν με το κοντάρι, από το άλογο....



Άγγιγμα στο δεξί ώμο με το σπαθί . "Στο όνομα του Πολεμιστή σε ορίζω να είσαι γενναίος."
Το σπαθί μετακινείται από τον δεξιό ώμο στον αριστερό. "Στο όνομα του Πατέρα σε ορίζω να είσαι δίκαιος." Δεξιός ώμος. "Στο όνομα της Μητέρας σε ορίζω να υπερασπίζεσαι τους νέους και αθώους." Αριστερός ώμος. "Στο όνομα της Κόρης σε ορίζω να υπερασπίζεσαι όλες τις γυναίκες



Ernst Gombrich, Μικρή Ιστορία του κόσμου, εκδόσεις Πατάκη, 2007


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Σταυροφορίες, δίκαιοι και φαύλοι πόλεμοι







 ΠΑΡΑΘΕΜΑ 1 


Στη μεσαιωνική  Δύση ο πόλεμος σταδιακά «εκχριστιανίστηκε»  θεσμικά   με την εδραίωση της «ειρήνης του Θεού» και τη διαμόρφωση της ιδέας του «δίκαιου πολέμου.

      Ο Αυγουστίνος αναγνώριζε  ότι η  απόλυτη ειρήνη ήταν ανέφικτη επί της γης, ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίος  ακόμη και στη «χριστιανική πολιτεία»,  όπου δίνεται μια διαρκής μάχη εκείνους που ασπάζονται την αληθινή πίστη κατά των ειδωλολατρών  και των αιρετικών.

    Ο «δίκαιος πόλεμος» ήταν πάνω απ' όλα αγώνας για την επιβολή  της δικαιοσύνης, η οποία γινόταν αντιληπτή ως «απόλυτη τάξη».

 Ο «φαύλος  πόλεμος» πήγαζε από αμαρτήματα, όπως την πλεονεξία και την επιθυμία  κυριαρχίας. Ο «δίκαιος πόλεμος» κηρυσσόταν από τον ηγεμόνα, και αν ήταν  ή αν αποδεικνυόταν άδικος ή αμαρτωλός, τότε βάραινε τον ίδιο προσωπικά   Ο  δίκαιος πόλεμος, τέλος, εξασφάλιζε στον πολεμιστή την εξαγορά  των  αμαρτιών του. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα, ο  δίκαιος πόλεμος  ήταν θέμα προθέσεων και συνείδησης.

          Από την εποχή του Γρηγορίου Ζ' (1073-1085) εμφανίζεται η ιδέα του  ιερού και δίκαιου πολέμου που θα έβρισκε εφαρμογή σε μια στρατιωτική επιχείρηση των Δυτικών, με ηγέτη τον ίδιο τον πάπα - κάτι που είναι καινοφανές - με σκοπό τη βοήθεια των χριστιανών της Ανατολής και την επανάκτηση χριστιανικών εδαφών, όχι μονάχα στην πρόσφατα χαμένη Αντιόχεια , αλλά μέχρι την Ιερουσαλήμ. Τον 11ο αιώνα και ενώ η πολιτική  στρατιωτική κατάσταση ήταν τεταμένη, η ιδέα του ιερού πολέμου  είχε ωριμάσει. Η «πρώτη σταυροφορία» είναι καινοτόμος αλλά έχει τις ρίζες της  σε μια μακρόχρονη διαδικασία κατά την οποία η άρνηση του πολέμου έδωσε  τη θέση της στην αποδοχή και στην ιεροποίησή του [1]

      Τον Νοέμβριο του 1095, στη σύνοδο του Κλερμόν, ο Ουρβανός Β' κήρυξε τη σταυροφορία. Επρόκειτο για την πρώτη από οκτώ μεγάλες εκστρατείες. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ο όρος σταυροφορία, αλλά μόνο σταυροφόροι ( crucesignati) οι οποίοι, με έναν σταυρό ραμμένο στο ρούχο τους και με την κραυγή Deus vult, δήλωναν ότι θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του πάπα. Ο Ουρβανός κήρυξε σε πολλά μέρη στη βόρεια Γαλλία και την Ιταλία, συνε­πικουρούμενος από επισκόπους και λαϊκούς κήρυκες, όπως τον Πέτρο τον Ερημίτη. Το εύρος της κινητοποίησης των μαζών δηλώνει τα πολλαπλά κί­νητρα: ιερός πόλεμος, προσκύνημα, αλλά και εσχατολογικές προσδοκίες.

  Οι μάζες έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας και αποκτούν συνείδηση μιας χριστιανικής ενότητας που «έχει ανάγκη» τον εχθρό: τους Μουσουλμάνους, καταρχήν, αλλά και τους Εβραίους. Έτσι, η Α' σταυροφορία συνδέθηκε με τις πρώτες μαζικές σφαγές Εβραίων στην Ευρώπη, στην περιοχή της  Ρηνα­νίας. Από την κεντρική Ευρώπη οι σταυροφορικές στρατιές κατευθύνθη­καν στη Μικρά Ασία, από εκεί έφτασαν στην Αντιόχεια, την οποία κατέλαβαν το 1098 μετά από μια πολύμηνη πολιορκία, για να καταλήξουν στην Ιερου­σαλήμ την οποία και κατέλαβαν το 1099. Οι κατακτήσεις αυτές είχαν απο­τέλεσμα τη δημιουργία τεσσάρων σταυροφορικών κρατών στη Συρία και την Παλαιστίνη.

         Οι εκστρατείες ακολούθησαν η μία την άλλη με τη συμμετοχή ισχυρών ηγεμόνων της Δύσης· στην Γ' σταυροφορία (1188-1192) πήραν μέρος οι βα­σιλείς Φίλιππος Αύγουστος και Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, καθώς και ο αυ­τοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα.  Η Δ' σταυροφορία (1202-1204) παρέκκλινε στην Κωνσταντινούπολη, έφερε την άλωση της πόλης, τη δη­μιουργία μιας λατινικής αυτοκρατορίας, την κατάκτηση της Κρήτης και του Μωριά .   Οι σταυροφορίες συνεχίστηκαν, αν όχι τακτικά πάντως αδιάλειπτα  έως το 1270, όταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ' πέθανε στην Τύνιδα, στον δρόμο  για την Ανατολή.

Οι σταυροφορίες, όποια κι αν ήταν τα υλικά κίνητρα για πολλούς από  αυτούς που συμμετείχαν σε αυτές, αποτελούσαν πάνω απ' όλα ένα «ένοπλο προσκύνημα» και οι σταυροφόροι έβλεπαν τον εαυτό τους ως προσκυνητή  [ ₂]. Τα βάσανα που υπέμεναν κατά το μακρύ ταξίδι θα τους επέτρεπαν  να  αναδειχτούν αντάξιοι του Ιησού και να κερδίσουν μια θέση στην επουράνια  Ιερουσαλήμ. 0 αγώνας για την απελευθέρωση του Πανάγιου Τάφου α­τούς «απίστους» χάριζε, σε όσους  έχαναν τη ζωή τους για τον σκοπό αυτό  τις δάφνες του μάρτυρα.


Η επίδραση των σταυροφοριών στον τομέα της οικονομίας ήταν πενιχρή μολονότι για καιρό οι ιστορικοί πίστευαν ότι η σημασία τους ήταν μεγάλη.  Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εκστρατεία είχε υψηλό κόστος για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του σταυροφόρου και ενείχε, βέβαια, υψηλό κίνδυνο αυτός να πεθάνει στον δρόμο. Ορισμένοι, βέβαια, πλούτισαν είτε επειδή έμειναν στους Άγιους Τόπους είτε επειδή επέστρεψαν με λάφυρα. Τα οικο­νομικά κίνητρα, έστω και ως ψευδαισθήσεις, υπήρχαν, αλλά πολύ πιο καθοριστικά ήταν τα θρησκευτικά κίνητρα: συγχώρεση των αμαρτιών, μετάνοια υπόσχεση θεϊκής ανταμοιβής, ταύτιση με τους μάρτυρες της πίστης, εσχατολογικές  προσδοκίες. Συνδέοντας τα μυστικιστικά στοιχεία του προσκυνήμα­τος με τη λατρεία του Σταυρού, γεννήθηκε στη Δύση μια νέα θρησκευτικά ευαισθησία: η «πνευματικότητα της μετάνοιας».


Η σταυροφορία ήταν λοιπόν ο κατεξοχήν ιερός, χριστιανικός πόλεμος που  θεμελιώθηκε στον αυγουστίνειο ορισμό του δίκαιου πολέμου και θεωρήθηκε ενάρετη πράξη που εξασφαλίζει τη θεϊκή εύνοια στον  ουρανό και τη συγχώ­ρεση των αμαρτιών από τον πάπα επί της γης. Ο καινοφανής παράγοντας της αναγόρευσης σε ιερό πόλεμο μιας επιχείρησης που είναι καταρχήν επιθετική δεν θα πρέπει να παραπλανά. Πίσω από αυτήν την όψη, για τους πιστούς του  Mεσαίωνα υπάρχει μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο χριστιανικός κόσμος θεωρούσε τον εαυτό του ένα κάστρο το οποίο απειλείται από παντού. Η  σταυροφορία αναδείχτηκε λοιπόν σε bellum justissimum και οι Άγιοι Τόποι  βασίλειο του Ιησού, το οποίο οι χριστιανοί όφειλαν πάση θυσία να επανακτήσουν   επειδή, όπως μαρτυρεί η κραυγή των σταυροφόρων, ήταν «θέλημα  Θεού». Η σταυροφορία γινόταν επίσης αντιληπτή ως  gesta Dei, ως θεϊκή παρέμβαση στην ιστορία που, διαμέσου των ανθρώπων, έδειχνε τον δρόμο προς τη σωτηρία. 
      Οι σταυροφορίες ενίσχυσαν την εξουσία του πάπα, συνέβαλαν στην  αυτοσυνείδηση  της ενότητας της χριστιανικής  Δύσης και βέβαια διεύρυναν το  ήδη  υπάρχον χάσμα ανάμεσα σε χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους, αλλά και εκείνο ανάμεσα στους χριστιανούς της Δύσης και σε εκείνους του Βυζαντίου.   





Rika Benveniste   Από τους Βαρβάρους στους Μοντέρνους . Κοινωνική Ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της Μεσαιωνικής Δύσης. Εκδόσεις Πόλις , 2007 



1  Flori, La Guerre Sainte et la formation de l’  idée  de la Croisante dans l’ Occident Chretien , Παρίσι 2001



2  A. Durpront, Du sacre. Croisades et pelerinages, Παρίσι 1987




 ΠΑΡΑΘΕΜΑ 2



Η ανάπτυξη της σταυροφορικής ιδέας

     Τα πρώτα σπέρματα της ιδέας του  ιερού πολέ­μου τέθηκαν στη Δύση τον 9ο αιώνα, όταν άρχισε να αναγνωρίζεται  ο θάνατος στη διάρκεια της μά­χης ως άξιος θείας ανταμοιβής και συνδυάσθηκε μά­λιστα με αγώνες για την προάσπιση της Εκκλη­σίας και των Χριστιανών γενικότερα εναντίον των επιθέσεων των Αράβων που είχαν εδραιωθεί στη  Σικελία. Τα σπέρματα αυτά ρίζωσαν  όμως και έδωσαν καρπούς κατά τα τέλη του 10ου και τον 11ο αιώνα. Κατά το διάστημα αυτό, τον 11ο κυρίως αι­ώνα, συνέβησαν σημαντικά γεγονότα, όπως η  εμφάνιση των πολεμιστών του Βορρά, των Νορμαν­δών στην ιταλική χερσόνησο, απειλητικό αντίπαλο της εκκλησίας της Ρώμης.
  Άλλο σημαντικό γεγονός ή­ταν το μεταρρυθμιστικό κίνημα, το όποιο εκδηλώ­θηκε στο εσωτερικό της Δυτικής Εκκλησίας. Το  κίνημα άρχισε στη μονή του Cluny τον 10ο αιώνα και οδήγησε στην αποδέσμευση της Εκκλησίας από το  Κράτος και στην τελική επικράτηση του πάπα ως της ανώτατης  πνευματικής και συγχρόνως  πολιτικής δύναμης στη Δύση. Θα πρέπει, τέλος, να  αναφερθεί η  ιδιαίτερη σημασία των προσπαθειών για την ανάκτηση της Ισπανίας, την οποία κατεί­χαν οι  Άραβες. Η  reconquista, δηλαδή οι  αγώνες για την απαλλαγή της Ισπανίας αρχικά και της Ιταλίας και Σικελίας στη συνέχεια από την αραβική παρουσία, που πήραν  τη μορφή ιερών αγώνων για την υπεράσπιση της Εκκλησίας και των Χρι­στιανών, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη  δημιουργία της ιδέας του ιερού πολέμου στη Δύση, της σταυροφορι­κής ιδέας.  Έτσι, σιγά-σιγά εμφανίζεται η  νέα μορ­φή του Χριστιανού στρατιώτη, του miles Christi, και η  μορφή του ιππότη, εκείνου που τίθεται στην υπηρεσία της  Εκκλησίας για  να  τη  βοηθήσει να  αντιμετωπίσει τους εχθρούς της (εξωτερικούς, όπως οι  Μουσουλμάνοι, ή εσωτερικούς, όπως οι αιρετι­κοί ) , που γίνεται ο υπερασπιστής των αδυνάτων και των φτωχών, που πολεμάει σε  τελευταία ανάλυση για τη θρησκεία. Την εμφάνιση και επικράτηση της νέας αυτής μορφής του ιππότη ενισχύει η ίδια η Εκκλησία.
Πέραν, όμως, από τούς παράγοντες που μόλις αναφέρθηκαν, υπήρξε και μία σειρά άλλων παρα­γόντων που σχετίζονται με τη γενικότερη κατάστα­ση που επικρατούσε στη Δύση. Κατ' αρχήν κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα συμβαίνουν πολλές θεομη­νίες, όπως σεισμοί, λιμοί, πλημμύρες, που  σε συν­δυασμό με διάφορες εσχατολογικές παραδόσεις για το τέλος του κόσμου, δημιουργούν ένα ιδιάζον ψυ­χολογικό κλίμα φορτισμένο και από θρησκευτική έξαρση. Επιπλέον, οι θεομηνίες σε συνδυασμό με συχνές πολεμικές αντιπαραθέσεις και ληστρικές επι­δρομές εναντίον χωρικών, μονών και εκκλησιών εί­χαν δημιουργήσει μία κατάσταση, την οποία η  από την Εκκλησία εμπνευσθείσα Pax Dei (Ειρήνη του Θεού) ή Treuga Dei ( Ανακωχή του Θεού) δεν κα­τόρθωνε να θεραπεύσει. Για τους λόγους αυτούς είχε προκληθεί μεγάλη καταστροφή στις αγροτικές καλλιέργειες με  συνέπειες τις περιορισμένες πλέον δυνατότητες της ευρωπαϊκής γης, την αναστάτωση στην οικονομία, τη στροφή στο εμπόριο και γενικά τη μεγάλη αύξηση των κοινωνικών προβλημάτων. Έτσι  ο πλούτος των  Αγίων Τόπων (που τονίστη­κε από τον ίδιο τον πάπα Ουρβανό Β', όταν κήρυξε την Πρώτη Σταυροφορία στο Clermont τον Νοέμ­βριο του 1095), μαζί με την προοπτική δημιουρ­γίας εμπορικών βάσεων, απόκτησης γης, ακόμη και λαφύρων, και τέλος μαζί με την υπόσχεση για  άφεση των αμαρτιών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη  συγκέντρωση ενός τεράστιου πλήθους «στρατιωτών του Χριστού», ενός πλήθους στο οποίο εκπροσωπούνταν όλες οι κοινωνικές τάξεις και το όποιο ξε­κίνησε γεμάτο ενθουσιασμό για τα  Ιεροσόλυμα. Στο πλήθος αυτό συμπεριλαμβάνονταν, εκτός  από τους ιππότες και τους άλλους πολεμιστές, και απλοί οικογενειάρχες που έσπευδαν στους  Αγίους Τόπους μαζί με όλη την οικογένεια τους και την περιουσία τους φορτωμένη σε άμαξες για να προσκυνήσουν, να βοηθήσουν στην απελευθέρωσή τους και να αναζητήσουν  ίσως, εκεί ένα νέο ξεκίνημα. Οι  άνθρω­ποι αυτοί αποτέλεσαν τη λεγόμενη «λαϊκή σταυρο­φορία»  και από αρκετούς ερευνητές θεωρήθηκαν ως οι μοναδικοί αληθινοί σταυροφόροι.


Η εικόνα που είχαν οι κάτοικοι της Δύσης για τους Σταυροφόρους


   Αν θελήσουμε να περιγράψουμε την εικόνα που  είχαν σχηματίσει οι κάτοικοι της Δύσης για τον πόλεμο που μόλις είχε κηρύξει ο πάπας , ακούγοντας όσα είπε ο  ίδιος  αλλά και όσα κήρυτταν οι εκ­πρόσωποι του ιερείς και μοναχοί που περιόδευαν στην ύπαιθρο και τις πόλεις της Ευρώπης προσπα­θώντας να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή όσων ήταν δυνατόν περισσότερων ανθρώπων,   θα πρέπει να πούμε πως ήταν  ένας πό­λεμος που είχε ως σκοπό: 

 α) την υπεράσπιση των Εκκλησιών της  Ανατολής και την προσφορά βοή­θειας στους  αδελφούς  Χριστιανούς που  διώκονταν από τους άπιστους Μωαμεθανούς,
 β) την τιμωρία των άπιστων για την ύβριν, την προσβολή  προς τον Θεό, για τη σύληση και καταστροφή των ναών και για τις διώξεις των πιστών του και τελικά
γ) την απελευθέρωση των Ιεροσολύμων και τη διεύρυνση του χριστιανικού κόσμου.

Ο πόλεμος αυτός ήταν ιερός, επειδή κηρύχθηκε κατόπιν θείας επιταγής, και είχε θεία προέλευση. Η  προστασία εκ μέρους του Θεού  λοιπόν  ήταν εξασφαλισμένη,   ο  ίδιος εθε­ωρείτο αρχηγός και   συμπαραστάτης του στρατού στη μάχη και οδηγούσε τους πιστούς του στη νίκη (επειδή   βέβαια παρά τη θεία προστασία οι ήττες ήταν αναπόφευκτες, οι  σταυροφόροι τις απέδιδαν στην ύπαρξη αμαρτωλών στο στράτευμα). Την προ­στασία τους οι «στρατιώτες του Χριστού » την εξα­σφάλιζαν με προσευχές και κυρίως με το σύμβολο του σταυρού, το όποιο κατόπιν προτροπής του πάπα Ουρβανού είχαν ράψει στα ενδύματά τους, για να δηλώνουν με αυτό ότι ακλουθούν τον δρόμο του Χριστού και μιμούνται το  Πάθος Του.
Ο σταυρός αποτελούσε και το κοινό εξωτερικό γνώρισμα όσων συμμετείχαν στο κίνημα αυτό, σύμβολο σωτηρίας και προστασίας, το όποιο ήταν συνδεδεμένο και με την υπόσχεση  για σωτηρία της ψυχής που δίνονταν στους συμμετέχον­τες στην εκστρατεία. Ή εκστρατεία αυτή παραλλη­λιζόταν με την πορεία των  Ισραηλιτών στη Γη της  Επαγγελίας και συνοδευόταν από προφητείες, διη­γήσεις για θαύματα, μια έντονη παρουσία του υπερφυσικού  στοιχείου και μία έξαρση της λατρείας των ιερών λειψάνων, απόρροια της ιδιάζουσας ψυχολο­γικής  κατάστασης που επικρατούσε
 Οι σταυροφό­ροι ήταν ,  όπως εκείνοι,  ο εκλεκτός λαός του  Κυ­ρίου, χάρη σ' αυτούς αναβίωνε η  βιβλική εποχή στη  χριστιανική Δύση. Την εικόνα αυτή των σταυροφό­ρων στα μάτια των Δυτικών συμπλήρωνε και η  πε­ποίθηση ότι ο πάπας, ως  ο  πνευματικός αρχηγός και ως ο εκπρόσωπος του Θεού, ήταν ο μόνος αρμό­διος για την κήρυξη και την οργάνωση ενός ιερού πολέμου, όπως ήταν ο συγκεκριμένος αυτός πόλε­μος, και επομένως ήταν και ο ουσιαστικός αρχηγός του.
Εάν μελετήσει κανείς τους όρους  που χρησιμο­ποίησαν οι Λατίνοι συγγραφείς όταν έγραφαν την ιστορία των σταυροφοριών  θα διαπιστώσει ότι η  εικόνα που μόλις περιγράφηκε  διαγράφεται σαφέστα­τα μέσα από τις λέξεις. Θα πρέπει, πάντως, πρώτα να σημειωθεί ότι ο όρος crucesignatus (= αυτός που έχει το σήμα του σταυρού) ή cruciferous (αυτός που φέρει τον σταυρό), ο οποίος  στα ελληνικά αποδόθηκε με τη λέξη «σταυροφόρος» είναι μεταγενέ­στερος και απαντά  κυρίως από τα τέλη του 12ου αι. Συγκεκριμένα: η σταυροφορία ονομάζεται iter hierosolymitanum, hierosolymitana expedition,  pere­grination via Dei, via Jesu Christi, sancta via, expeditio Dei (πορεία στα 'Ιεροσόλυμα,   εκστρατεία στα 'Ιεροσόλυμα, προσκύνημα, δρόμος του Θεού, δρόμος του Ιησού  Χριστού, ιερή οδός, εκστρατεία του Θεού), οι σταυροφόροι milites Christi, athletae Christi, fideles Christi, peregrini Dei (στρατιώτες του Χριστού, αθλητές του Χριστού, πιστοί του Χρηστού, προσκυνητές του Θεού.
Γίνεται δηλαδή φανερό ότι οι δυτικοί συγγρα­φείς επιδιώκουν την προβολή ενός ιερού χαρακτήρα της  «πορείας»  ή του «προσκυνήματος» (η  χρήση του όρου αυτού δηλώνει και τη σχέση που είχε η συνήθεια του προσκυνήματος στους  Άγιους Τό­πους , συνήθεια παλαιά που  υφίσταται ήδη από τον 4ο αι. μετά την ανακάλυψη του  Αγίου Τάφου και του Σταυρού και την 'ίδρυση εκεί εκκλησιών από τον Κωνσταντίνο,  με τη δημιουργία  της ιδέας του ιερού  πολέμου στη χριστιανική Δύση). Η  εντύπωση αυτή επιτείνεται και από τους όρους, τούς ό­ποιους χρησιμοποιούν οι ίδιοι συγγραφείς  για τους αντιπάλους των Χριστιανών, που αναφέρονται ως infideles, gentiles, pagani (άπιστοι, εθνικοί) ή από χαρακτηρισμούς, που  έχουν άμεση σχέση με τη  θρη­σκευτική τους αντιπαράθεση με τούς Χριστιανούς: inimici Dei et nostri, satellites Diaboli, satellites Antichristi (εχθροί του Θεού και δικοί μας, δορυφόροι  του Διαβόλου, δορυφόροι του  Αντίχριστου).



Αθηνά Κόλια - Δερμιτζάκη ,  Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα εδάφη της Αυτοκρατορίας .Οι απόψεις των Βυζαντινών για τους σταυροφόρους [ Υλικό, Φυσικό και Πνευματικό Περιβάλλον στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο 5 ], Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1996