Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Νίκος Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948




τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων θανάτου

γι’ αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα


    Ένα από τα πιο δημοφιλή  του ποιήματα (σύμφωνα με την
 άπ οψη πολλών, το πιο δημοφιλές) στους κριτικούς και     το   αναγνωστικό κοινό.
     Έχει  τη  μικρότερη -έως καμία- σχέση με το υπερρεαλιστικό ποιητικό του πρόγραμμα, γιατί:
  • δεν χαρακτηρίζεται από περίεργες συνάψεις λέξεων,
  • από προγραμματική καταστρατήγηση του λογικού ειρμού και του νοήματος
  • από μεταφορές που προτείνουν αναλογίες ανάμεσα σε στοιχεία ετερόκλητα

Το ποίημα χαρακτηρίζεται από:

  • οριακή μορφική λιτό­τητα,

  • θεματική ευκρίνεια και νοηματική καθαρότητα που υ­περβαίνουν τις συνηθισμένες αντιλήψεις περί ποιητικότητας και τρέπουν τον αναγνώστη προς την εξέταση όχι τόσο του σημαίνοντος όσο του σημαινόμενου.
  • η γλώσσα του ποιήματος είναι ομοιογενής: είναι μια καθημερινή δημοτική, που το μόνο το οποίο επιδιώκει είναι η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα. Λείπουν εντελώς οι τολμηρές υφολογικές επιλογές, που αποσκοπούν στην αφύπνιση  (ή τον εντυπωσιασμό) του αναγνώστη, η συνηθισμένη ή και προσφιλής στον ποιητή παράλληλη παρουσία της δημοτικής με την καθαρεύουσα, καθώς και η συνύπαρξη ετερόκλητων γλωσσικών τύπων. Η γλωσσική ουδετερότητα αναδεικνύεται σε μια γενικότερη υφολογική ουδετερότητα, μέσα από την απουσία μεταφορών ή και άλλων σχημάτων λόγου. Η απουσία αυτή είναι πλήρης και κατορθώνεται χάρη στην απουσία ποιητικών εικόνων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ποιητής αποφεύγει τη χρήση οποιασδήποτε εικόνας, κάνοντας έτσι φανερό πως δεν θέλει να καλύψει την επικοινωνιακή λειτουργία τού ποιη­τικού λόγου του με ποιητικό φόρτο, αλλά ούτε καν να την ε­πισκιάσει με την παρουσία κάποιας περιγραφικής εικόνας.

  • Ο ποιητής δεν θυσιάζει την ελευθερία της ποίησης και, γενικότερα, της τέχνης στην υπηρεσία κοινωνικών σκοπών, αλλά δέχεται πως, μέσα στα όρια αυτής της ελευθερίας, υ­πάρχει το δικαίωμα του ποιητή που ζει σε μια σκοτεινή ε­ποχή να μη θέλει να γράφει, ή να γράφει με τρόπο που να ταιριάζει όχι με την ποιητική του ή, γενικότερα, το πρόγραμ­μα του, αλλά με την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο κοινω­νικό και ιστορικό περιβάλλον του  ( δηλαδή  η απομάκρυνση του Εγγονόπουλου από του υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής του  σ΄αυτό το ποίημα είναι ένας τρόπος να δείξει τη διαμαρτυρία του για τον Εμφύλιο) . Το ποίημα απο­τελεί έκφραση μιας προσωπικής αντίδρασης : ο ποιητής δεν έχει τη διάθεση να γράψει, γιατί δίπλα του συμβαίνουν γε­γονότα που τον κάνουν να συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της ποιητικής δημιουργίας, και διατυπώνει την άποψη πως η α­πασχόληση με την ποίηση δεν ταιριάζει με την τραγικότητα του Εμφύλιου. Γράφει, λοιπόν, τελικώς το ποίημα, αλλά το γράφει με τέτοιο τρόπο, ώστε να το απογυμνώσει από  τα στοιχεία εκείνα που, παραδοσιακά, το καθιερώνουν ως ποίημα (δηλαδή, ως ποιητικό έργο τέχνης) - το γράφει με σκοπό να το απογυμνώσει από την ποιητικότητα του και, με τον  τρόπο αυτό, να το ακυρώσει ως λόγο που έχει αισθητικές αξιώσεις

Ας θέσουμε κάποια καίρια ερωτήματα  για την πολιτική διάσταση ή προοπτική της ποίησης, που βοηθούν στην κατανόηση του ποιήματος:


  1.   Η ποίηση λειτουργεί πολιτικά, προκαλεί εξελίξεις, απο­τελεί καθοριστικό ιστορικό και κοινωνικό παράγοντα;
  2. Αν δεν έχει μια τέτοια λειτουργία μήπως θα έπρεπε να την επιδιώξει;
  3.  Μπορεί ή πρέπει ένας ποιητής να μη συμμετέχει σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του;
  4.  Είναι η ποίηση αυτοσκοπός ή ένα μέσο που χρησιμο­ποιείται υπέρ ή εναντίον της ανθρώπινης προόδου;
  5.  Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε την ποίηση σαν κάτι ξε­χωριστό και ανεξάρτητο, ή μήπως η δύναμη της  απορρέει από τη σύνδεση της με δραστηριότητες που δεν είναι καθόλου λογοτεχνικές;
Οι απαντήσεις που δίνονται μέσα από το ποίημα είναι :
1)  Ο ποιητής δεν είναι δυνατόν να μένει ανεπηρέαστος α­πό
 αυτά που συμβαίνουν γύρω του: η τέχνη του επη­ρεάζεται σε
 τέτοιο βαθμό από τα δυσάρεστα γεγονότα, ώστε είναι δυνατόν να ανασταλεί η δημιουργική του παρόρμηση εντελώς ή μερικώς.

2)  Η ποίηση δεν είναι μεν αυτοσκοπός, αλλά παράλληλα δεν
 μπορεί  να υποβιβαστεί σε ένα απλό όργανο για την επιτυχία
 σκοπών που είναι ξένοι προς αυτήν, είτε αυ­τοί οι σκοποί
 υπηρετούν την πρόοδο είτε την αναστέλ­λουν.

      3)Η ποίηση, όσο ξεχωριστή και αν είναι σαν δράση δη­μιουργική 
και σαν δύναμη διαμορφωτική του κόσμου, δεν μπορεί να
    λειτουργήσει ανεξάρτητα από τις υπό­λοιπες δραστηριότητες του ανθρώπου, οι οποίες τον καθορίζουν ως κοινωνικό ον.


Σαφέστατες αναλογίες με το «Ποίηση 1948» 
του Ν.Εγγονόπουλου
 έχουν τα ποιήματα του Wilfred Owen 
 και του Bertolt Brecht :

Wilfred Owen  ( 1893- 1918 ) Άγγλος ποιητής. 
Πολέμησε  στον  Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπέστη ψυχικό
 κλονισμό από    τη φρίκη που έζησε. 
Τα ποιήματά του αποτελούν την  σπαρακτικότερη λογοτεχνική
 μαρτυρία της φρίκης του πολέμου.

Πάνω απ΄όλα δεν ασχολούμαι με την Ποίηση.
Το θέμα μου είναι ο Πόλεμος και το έλεος του Πολέμου.
Η Ποίηση βρίσκεται στο έλεος.

         Και ο Μπρεχτ με αφορμή  τον φασισμό και  το Β Παγκόσμιο Πόλεμο:

Αληθινά ζω σε σκοτεινούς καιρούς!
Η χωρίς δόλο λέξη είναι αποκοτιά.
Το αρυτίδωτο μέτωπο σημαίνει αναισθησία.
Ο άνθρωπος που γελά
απλώς δεν έχει μάθει τα τρομερά νέα,

Τι είδους καιροί είναι αυτοί, που μια συζήτηση
γύρω από τα δέντρα αποτελεί σχεδόν έγκλημα
γιατί υποδηλώνει την αποσιώπηση τόσων τρόμων;
Όπου ο άνθρωπος που ήρεμα διασχίζει τον δρόμο
βρίσκεται ήδη πολύ μακριά από τους φίλους του
που έχουν ανάγκη.

Στο πρώτο ποίημα- δήλωση η εξάρτηση της ποίησης 
από το ιστορικό  περιβάλλον δηλώνεται ρητά ενώ στο 
    ποίημα του Μπρεχτ η στράτευση λειτουργεί δίχως να δηλώνεται
 γι αυτό λειτουργεί πιο αποτελεσματικά. 
       Το ποίημα του Εγγονόπουλου βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δύο: παρ΄όλη την υφολογική του λιτότητα , δεν περιορίζεται
 στην ξηρότητα της σκόπιμης αντιποιητικής δήλωσης
 του Owen, αλλά αφήνει και ένα μικρό περιθώριο στην 
   ποιητικότητα ( με την παρομοίωση για τα αγγελτήρια θανάτου).
 Φυσικά ο πιο «πολιτικός»  ποιητής , από τους τρεις, 
       είναι ο Μπρεχτ και πιστεύει λιγότερο από όλους στην ποίηση σαν αυτοσκοπό.




Και ο Μανώλης Αναγνωστάκης θέτει για επίλογο  πάλι το δίλημμα :



Η απόφαση


Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.






ΠΗΓΕΣ
  •    Β. Αθανασόπουλος, το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα
  •  Δημήτρης Καραμβάλης , Εκφράσεις του ποιητικού έργου του Νίκου Εγγονόπουλου
  • Άντεια Φραντζή, Ούτως ή άλλως: Αναγνωστάκης, Εγγονόπουλος, Καχτίτσης, Χατζής
  • περιοδικό  για τον Λόγο και την Τέχνη Ρωγμές, πολιτική ποίηση
  • Μ. Άνθης , Η αίσθηση της Ιστορίας και της πολιτικής στο  ποιητικό έργο του Ν.Εγγονόπουλου






Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

" να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή"





Κυριακάτικο πρωινό , λιακάδα και το «Φωτοδέντρο» βρέθηκε στο Θέατρο Χυτήριο σε εκδήλωση για τον Τίτο Πατρίκιο.



 
 

Ο χώρος ζεστός, φιλόξενος, η ατμόσφαιρα παρεΐστικη, η διάθεση όλων  μας στο πλάι της λιακάδας.

 










 Ξεκίνησε εκεί  μια σειρά λογοτεχνικών παραστάσεων  , «Λογοτεχνικές δράσεις και αποδράσεις» , που θα συνεχιστεί και τα επόμενα Σαββατιατικά μεσημέρια. 


 Σήμερα ο  Τίτος Πατρίκιος διάβασε  ποιήματά του παρέα με την ηθοποιό Φιλαρέτη Κομνηνού, ενώ τη συνάντηση συντόνισε  και προλόγισε  ο Γιάννης Μπασκόζος.

Σας μεταφέρω κάποια ενδιαφέροντα  σημεία :

Ο Γιάννης Μπασκόζος  προλογίζοντας-  μοναδικά εύστοχα  όπως πάντα -  σημείωσε: 

« η ποιητική του διαδρομή είναι αλληλένδετη με τη στάση του την πολιτική και την προσωπική. Διαβάζοντας τα ποιήματά του από την πρώτη του συλλογή, το «Χωματόδρομο», το 1954  ως την πρόσφατη, «Σε βρίσκει η ποίηση», βλέπουμε ότι ακολουθεί μια κυματοειδή γραμμή, που ακολουθεί τα γεγονότα της χώρας  χαρτογραφεί  όψεις της ελληνικής πραγματικότητας, πάντα μες΄απ΄ τους ανθρώπους, άλλοτε συναισθηματική,  άλλοτε στοχαστική , συνήθως και τα δύο μαζί ·  ποίηση συγκαταβατική απέναντι  στην ανθρώπινη περιπέτεια, γεμάτη περιέργεια, γεμάτη αμφιβολία,  η ποίησή του παραμένει ανατρεπτική.  Είναι ένας ανθρακωρύχος της ζωής μας κι αυτό που  αναζητά δεν είναι τίποτε άλλο από την αλήθεια .

Θα το πει πολύ ωραία με τους στίχους του:

« οι έτοιμες απαντήσεις δεν γίνεται πια να με χορτάσουν
όπως δεν επαρκούν σε μια πόρνη οι  τακτικοί αξιοπρεπείς πελάτες της..»



Έχει πει πως ξεκίνησε από μικρή ηλικία να παίζει με τις λέξεις, του άρεσε να γράφει στιχάκια περιπαιχτικά, με αναπάντεχη ρίμα.  Ως έφηβος  ήταν επηρεασμένος  από τον Καρυωτάκη, τον Παλαμά, τον Μαγιακόφσκι.
Μετά ήρθε ο πόλεμος και ο Πατρίκιος απορροφάται ολοκληρωτικά απ΄αυτόν. Σωπαίνει ποιητικά, όμως , μέσα του - έχει πει πολλές φορές - πως δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει.Ο άνθρωπος που του έδωσε την « σπρωξιά» για να γίνει συνειδητός ποιητής ήταν  ο Ρίτσος , στην εξορία. 
Από κει και μετά αρχίζει μια συνειδητή ποιητική ζωή που δεν θα διακοπεί ποτέ. Μια ποιητική ζωή πολλές φορές αντίθετη με τον ρου των γεγονότων. Ο ίδιος είχε πει πως ποτέ δεν είναι οι μέρες ποιητικές και ακριβώς γι αυτό χρειάζεται η ποίηση· κι όσο λιγότερο ποιητικές είναι τόσο πιο κόντρα πρέπει να πηγαίνεις.

 Η ένταξή του στην Αριστερά είχε τόσο ιδεολογικές όσο και αισθητικές αναταράξεις. Διάβαζε παράλληλα απαγορευμένους και μη , ποιητές. Ήταν η διπροσωπία των καιρών και του κόμματος. Όμως  ο ποιητής θα φανεί πως χαράζει μια δική του εσώτερη πορεία που άλλοτε συγκλίνει και άλλοτε αποκλίνει από τα προτάγματα της Αριστεράς.

«Η ποίηση είναι η κρυφή ερωμένη μου .Συχνά έγραφα κρυφά , κρυφά ακόμη και από τον εαυτό μου», μου εκμυστηρεύτηκε  σε μια συζήτηση πριν λίγο καιρό, συνεχίζει ο Γ.Μπασκόζος.




" Στη δεκαετία του 1960, με την Επιθεώρηση Τέχνης, θα συγκρουστεί με το κομματικό κατεστημένο και θα φροντίσει να προστατεύσει την  προσωπικότητα, τις ιδέες και τις αισθητικές του επιλογές από οποιοδήποτε ιδεολογικό κορσέ, με οποιοδήποτε τίμημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως εγκαταλείπει την Αριστερά, άλλο αν πολλές φορές η Αριστερά τον εγκατέλειψε κάτι που ακόμη και σήμερα δεν το έχει ξεπεράσει."
(…)
"Δεν είναι ένας προγραμματικός ή προβλέψιμος συγγραφέας, το μαρτυρεί το έργο του. Το λέει πολύ ωραία ο ίδιος  στην τελευταία του συλλογή, " Σε βρίσκει η ποίηση":

«Η ποίηση έρχεται να σε βρει με ποδήλατο, με μηχανάκι,

με αυτοκίνητο

άλλοτε έρχεται σαν αμαζόνα με το σπαθί υψωμένο

άλλοτε σε ακολουθεί από το σουπερμάρκετ σαν

κουρελού ζητιάνα, σου ψιθυρίζει μυστικά που πρέπει εσύ να εξιχνιάσεις»




" Το έργο του είναι μια πάλη με τις ιδέες, τα δεδομένα , τις αποφάσεις των άλλων και πάνω απ΄όλα μια πάλη με τον εαυτό του. Χωρίς αυτή την εσωτερική πάλη δεν θα είχαμε το ποιητικό του έργο , αυτή το κινεί δημιουργικά.


Γράφει στη «επούλωση»:



«το θέλεις δεν το θέλεις

κλείσαν με τον καιρό πολλές πληγές.

Και ποιος να δει πώς σέρνονται

βουβά, κάτω από το δέρμα

σαν εσωτερικές αράχνες…»


Αυτές οι αράχνες δεν θα τον αφήσουν ποτέ σε ησυχία, αυτές θα είναι η πρώτη ύλη για την ποίησή του.

" Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στην ποίησή του που στην αρχή την είχαν υποπτευθεί μόνο οι μυημένοι, είναι η ερωτική, τα ερωτικά του  ποιήματα.Μπορεί σήμερα η ερωτική ποίηση και γενικότερα η ερωτική λογοτεχνία να έχει χαθεί μέσα στα τσίγκινα μαλάματα και τη φθορά των μέσων, στην ανάγκη για γρήγορες ερωτικές τακτοποιήσεις , αλλά ο ερωτικός Τίτος όπως τον γνωρίσαμε στη συλλογή του Λυσιμελής πόθος , δίνει ένα άλλο νόημα στον έρωτα. Συνομιλεί με τους αρχαίους λυρικούς ,τους ποιητές του Μεσοπολέμου   και πάνω απ΄όλα με την οδύνη του ανθρώπου. Ο ερωτικός λόγος υφέρπει στο έργο του, έρχεται και φεύγει σαν αντάρτης των πόλεων, απαλλαγμένος από ψιμύθια, από λυρικές εξάρσεις. Ο έρωτας είναι για τον ποιητή ο άλλος τρόπος να ζεις. Νομίζω πως ούτε αυτό τού συγχώρεσε  κάποτε η στενόμυαλη Αριστερά…

Θα τελειώσω μ΄αυτό (…) Τι είναι αυτό που κάνει νέους ανθρώπους, που τους χωρίζουν 50 ή 60 χρόνια από τον ποιητή να προσφεύγουν στην ποίησή του;
Τι αναγνωρίζουν άραγε σ΄αυτόν; Έναν αγωνιστή,  έναν άνθρωπο που επέζησε από τα  τόσα δεινά, στρατόπεδα, εξορίες, κομματικά δεσμά;  Δεν νομίζω! Νομίζω πως στον Τίτο αναγνωρίζουν τον άνθρωπο που αναζητά την αλήθεια των άλλων αλλά και τη δική του προσωπική αλήθεια.

Όπως το λέει πολύ ωραία ο ίδιος μ΄ένα στίχο του:

«Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω»

Ο ποιητής παίρνοντας το λόγο  χαιρέτησε την παρουσία του φίλου του Δημήτρη Ραφτόπουλου. Μας είπε πως γνωρίστηκαν στην εξορία, ήταν κι οι δύο ένοπλοι μαχητές του Δεκέμβρη του 1944.Διαμαρτυρήθηκε για την οικειοποίηση των αγώνων από όλους αυτούς που δεν αγωνίστηκαν ποτέ αλλά καρπώθηκαν τους αγώνες άλλων.
 (…)

Για τη σχέση  μας με την ποίηση:

« Έχω φτάσει να πιστεύω πως η ποίηση δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να φτιάξει τη δική του αυτοβιογραφία. Γι αυτό όταν διαβάζουμε ένα ποίημα που μας αρέσει , δεν ανακαλύπτουμε τον ποιητή αλλά πτυχές του  εαυτού μας που ως τότε δεν τις είχαμε ανακαλύψει.

(…) «Απ΄ότι γράφουμε πρέπει να αφαιρούμε τουλάχιστον τα μισά. Να τα αφαιρείς αλλά να μην τα πετάς μού έλεγε ο Ρίτσος, γιατί κάποτε  κάτι από αυτά που αφαίρεσες  μπορεί να  το αξιοποιήσεις.  

Η Φιλαρέτη Κομνηνού συνέχισε  διαβάζοντας  ποιήματά του,
  από τα ερωτικά:

«Έσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο το δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.»

Σίφνος, Αύγουστος 1959




Για την επιρροή της κριτικής πάνω στον ίδιο και το έργο του:

« Υπάρχουν 4 τουλάχιστον περιπτώσεις κριτικής που έπαιξαν σημαντικό ρόλο για μένα: ο πρώτος είναι ο Ρίτσος, ο οποίος με τις παρατηρήσεις του, με την οξυδερκέστατη κριτική που μου ασκούσε με βοήθησε πολύ.(...) Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο τον « Χωματόδρομο», πήρα μια σχεδόν εγκωμιαστική κριτική από τον πιο γνωστό και τον πιο δύσκολο κριτικό εκείνης της εποχής, τον Κλέωνα Παράσχο στην Καθημερινή . Η τρίτη περίπτωση είναι ενός άλλου ποιητή του Νικηφόρου Βρεττάκου· όταν το 1963 έβγαλα το επόμενο βιβλίο μου, την «Μαθητεία» η κομματική ορθοδοξία ενοχλήθηκε πάρα πολύ , το βιβλίο απορρίφθηκε κομματικά .Το βιβλίο αυτό μαζί με ένα άλλο βιβλίο του ποιητή Κωσταβάρα δημιούργησε το πρόβλημα της ποίησης της ήττας. Αυτό από φιλολογικό πρόβλημα  έγινε πολιτικό πρόβλημα και τελικά η ποίηση της ήττας θεωρήθηκε  η αιτία της ήττας, δηλαδή  είπανε ότι το αριστερό κίνημα ηττήθηκε γιατί υπήρχαν οι ηττοπαθείς ποιητές · δηλαδή αυτοί προκάλεσαν την ήττα και όχι οι πολιτικοί… Και τότε στη επιθεώρηση Τέχνης ο Ν.Βρεττάκος είχε γράψει μια πάρα πολύ θετική κριτική η οποία έμενε αδημοσίευτη επί μήνες και τελικά δημοσιεύτηκε μέσω κάποιας «αυθαιρεσίας» του Κ.Κουλουφάκου που την έδωσε για δημοσίευση παρά τον κομματικό έλεγχο.
Η άλλη περίπτωση είναι όταν πια είχα φύγει για το Παρίσι , στη διάρκεια της δικτατορίας για να μην συλληφθώ. Στην Ελλάδα κανένας δεν με ανέφερε πια κανείς, είχα ξεχαστεί από παντού. Και τότε  ήρθε ο Δημήτρης Μαρωνίτης και δημοσίευσε στο ΒΗΜΑ μια σειρά από  άρθρα , που έγιναν έπειτα βιβλίο με τον τίτλο «Ποιητική και Πολιτική Ηθική» ( για τον Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη και τον Πατρίκιο).
Έτσι και πάλι η ποίησή μου ξαναήρθε, χάρη στον Μαρωνίτη στο προσκήνιο.

Για την αρνητική κριτική:

«Όταν βγήκε η «Μαθητεία» χτυπήθηκε από την μεριά της κομματικής ορθοδοξίας αλλά χτυπήθηκε και από - θα λέγαμε σήμερα – την δεξιά πλευρά με μια εντελώς απορριπτική κριτική του Τάκη Σινόπουλου  στις «Εποχές». Αργότερα μετά την μεταπολίτευση , όταν κάναμε πολύ παρέα με τον Σινόπουλο μού είπε: απορώ πώς με κάνεις παρέα. Εγώ άνθρωπο που θα είχε γράψει για μένα  κριτική σαν κι αυτήν που έγραψα εγώ για σένα, ούτε που θα του είχα ξαναπεί καλημέρα!»

«Αν δεν έχεις και αρνητική κριτική φαίνεται πως δεν ενοχλείς κανέναν…»

Όταν ερωτήθηκε για το θέμα της έμπνευσης, για το ποιητικό εργαστήρι , μας είπε:

«επανέρχομαι στον Ρίτσο ο  οποίος έγραφε τουλάχιστον 6 ώρες την ημέρα, μα ό,τι και να συνέβαινε. Και ατομική βόμβα να είχε πέσει παραδίπλα θα έγραφε.
Εγώ αντίθετα όταν μου συνέβαινε κάτι πιο ενδιαφέρον,  δεν πα να έγραφα κάτι που νόμιζα πως ήταν αριστούργημα , το παράταγα για να πάω στην παρέα. Η παρέα, η βόλτα , οι κοπέλες προηγούνταν πάντα. Έχω νεανικά μου  χειρόγραφα που έχω αφήσει λέξη στη μέση, γιατί την ώρα που έγραφα ήρθε ένας φίλος και μου είπε να βγούμε. (...)
Από την άλλη μεριά,  αν δεν δουλεύεις δεν βγαίνει τίποτε. Τόσο που κάποτε είχα απορρίψει εντελώς την ιδέα της έμπνευσης .(…) Τα τελευταία χρόνια αναγκάστηκα να  ανακαλύψω και μετά να παραδεχτώ πως  υπάρχει μια στιγμή που γίνεται ένα είδος έκλαμψης  και σου φωτίζονται τα πράγματα πιο καθαρά απ΄ότι πριν .Αλλά αν το αφήσεις και περάσει πάει, χάθηκε.(…)

Είπαμε κι άλλα πολλά για την σχέση του με την Αριστερά , τη ζωή του , τα ποιήματα.

Δύσκολο να μεταφερθούν εδώ όλα.

 
Για τον  αποχαιρετισμό μας διάβασε :

Το ταξίδι και οι ταξιδιώτες

Απ' όλες τις αναχωρήσεις μου η πιο ανυπόμονη
αυτή που μ' αναστάτωνε, ήταν σαν πήγαινα
να συναντήσω τη γυναίκα που αγαπούσα.
Ο χρόνος μού φαινόταν όσο ποτέ αργός
όμως τον γέμιζα με προγεύσεις ευτυχίας
χωρίς να προσέχω τους χώρους, τα τοπία
χωρίς να παρατηρώ τους άλλους ταξιδιώτες.
Την άφιξή μου έτρεχα ν' αναγγείλω
απ' τα δημόσια τηλέφωνα, δεν είχε τότε κινητά
η υποδοχή μου, πρέπει να πω, δεν ήταν πάντα
όπως την περίμενα, μα ό,τι κι αν γινόταν
το ταξίδι έμενε στη μνήμη μου ανεξίτηλο
οι χώροι, τα τοπία εμφανίζονταν ξανά
ακόμα κι οι άγνωστοι συνταξιδιώτες.
Αργότερα το σκέφτηκα πως μπορεί κι εκείνοι
να μη βρήκαν φθάνοντας ό,τι προσδοκούσαν.




 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν κάποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει πώς μπορώ να ανεβάσω το ηχητικό αρχείο που έχω απο την συνάντηση, ας βοηθήσει!