Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΚΑΙ....ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ


Στη  δεκαετία του 80 ο Μανώλης Αναγνωστάκης  γράφει ένα κείμενο ύμνο για το ποδόσφαιρο.
Ο τίτλος του είναι «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ», το υπογράφει ως Α. Καμής και δημοσιεύεται στην «Αυγή» της 28ης Οκτωβρίου 1984. Επιλέγει, όχι τυχαία, το Α. Καμή, για να το υπογράψει.
  Λάτρης του ποδοσφαίρου, έχει απαντήσει σε όσους κατηγορούν το ποδόσφαιρο, ότι «έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω για την ανθρώπινη ηθική τα οφείλω στο ποδόσφαιρο». Να γιατί η υπογραφή Α. Καμής μια και ο νεαρός Αλ. Καμύ υπερασπιζόταν τα δίχτυα της ποδοσφαιρικής ομάδας στο πανεπιστήμιο του Αλγερίου. Ο Αλ. Καμύ έχει επιλέξει τη θέση του τερματοφύλακα, γιατί είναι η μόνη που δεν χαλάς τις... σόλες των παπουτσιών σου! Η γιαγιά του, κάθε βράδυ, έλεγχε τα παπούτσια του και αν τα έβρισκε φθαρμένα του τις «έβρεχε». Από την ποδοσφαιρική του θέση ο Καμύ έμαθε ότι «η μπάλλα δεν έρχεται ποτέ από εκεί που την περιμένεις»!

Χρόνια μετά ο Μ. Αναγνωστάκης αποφασίζει να αποκαλύψει τον πραγματικό συγγραφέα του κειμένου.

Tου
Μανόλη Αναγνωστάκη

Υπάρχουν άνθρωποι μ‘ έναν και μοναδικά έρωτα στη ζωή τους. Έχουν γνωρίσει πολλές γυναίκες, τις αγάπησαν, η γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να τους συγκινεί, αλλά κάποτε γνώρισαν το μεγάλο, το μοναδικό έρωτα - ύστερα, όλες οι άλλες τους φαίνονται... απλές οδοντόκρεμες.
«Όμορφη ‘σαι και καλή ‘σαι μα Πεντάμορφη δεν είσαι...»
Γιατί η σύγκριση γίνεται με την Πεντάμορφη, τη Μοναδική!
Φίλοι του ποδοσφαίρου, όσοι τρέχετε ακόμα κάθε Κυριακή στα γήπεδα, ή καθισμένοι στην αναπαυτική σας πολυθρόνα μπουχτίσατε να βλέπετε στη μικρή οθόνη τα διεθνή «μεγαθήρια» που πληθωρικά γνωρίσαμε τον τελευταίο καιρό - βάλτε μια στιγμή το χέρι στην καρδιά, όσοι έχετε ξεπεράσει το φράγμα του φανατισμένου και τυφλού οπαδού ή του άκριτου φιλοθεάμονα και αναρωτηθείτε: μα είναι ποδόσφαιρο αυτό που βλέπω; Καλές ομάδες, δε λέω, μαχητικοί οι Βέλγοι, σταθερή η Λίβερπουλ, τεχνίτρα η Γιουβέντους, σκληροτράχηλη η Μπάγερν – αλλά, αλλά, αλλά, ποιό το διαφορετικό; (Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: «Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω»).
Γιατί αυτές οι αναπόφευκτες συγκρίσεις; Γιατί αυτή η αίσθηση μιας μονοτονίας, μιας επανάληψης, κάθε φορά που βλέπουμε έναν πολυδιαφημισμένο αγώνα με τις επίχρυσες βεντέτες; Γιατί αυτή η πικρή γεύση της στασιμότητας, της έλλειψης του πρωτόγνωρου, η αυθόρμητη αντίδραση: «πάμε να φύγουμε, σε αυτό το σημείο είχαμε έρθει και στο προηγούμενο έργο»;
Γιατί, φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα, ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τη δύναμη, την τεχνική ή τον εντυπωσιασμό, αλλά πάντα το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης - γιατί, φίλοι, το βρήκαμε κάποτε αυτό το όνειρο και τώρα μας καταδιώκει και θέλουμε να το ξαναζήσουμε και δε βολεί να το ξαναζήσουμε.
Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε. Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά, ο μεγάλος Άγιαξ!
Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε.
Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μια επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα αντάξιους επιγόνους.
Δεν απέκτησε -λένε- «τίτλους» και διεθνείς διακρίσεις, όσοι μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε -λένε- συνεχιστές. Μα, μήπως κληρονομιέται η ιδιοφυΐα;
Ο,τι υπήρξε πριν από τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία.
Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωνάριων. Το θέαμα συνεχίζεται, συναρπαστικό -πάντα η πάλη για τη νίκη είναι συναρπαστική-, εντυπωσιακό, αλλά χωρίς το νακ. Αυτό το νακ που άστραψε πριν δέκα χρόνια σαν μετέωρο κι έσβησε πρόωρα, αφού διέγραψε την εκτυφλωτική τροχιά του. Έσβησε. Γιατί τα παιδιά του έκαναν φύλλα φτερά. Το διεθνές ποδοσφαιρικό δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια. Ένα εδώ, ένα εκεί. Και τα καλάμια, μόνα τους στους αφιλόξενους κάμπους, λύγισαν κι έσπασαν. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα.
«Χορταίνουμε» μπάλα τώρα κάθε Κυριακή και Τετάρτες. Συγκινούμαστε, ενθουσιαζόμαστε πάλι, παρασυρόμαστε πού και πού, θαυμάζουμε τους καινούριους γκολτζήδες. Αλλά η υπέροχη γοητεία πια δεν υπάρχει. Την πήραν μαζί τους κι έφυγε, όπως φεύγουν όλα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, οι εκθαμβωτικοί Ολλανδοί.
Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια.
Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες;
Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;
Βίβα για πάντα, Άγιαξ".

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ...ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ


 ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΟΙΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ






Θανάσης Κ. Κωσταβάρας


ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΕΝ ΩΡΑ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ


Εξουθενωτικά δύσκολη  η  τέχνη της ποίησης. Και το μέλλον μονίμως αβέβαιο.

Έρχονται άγριοι άνεμοι, ξεριζώνουν τα δέντρα. Χιόνια σκεπάζουν τα βουνά.
Και τα νερά πλημμυρίζουν τα καρπερά λιβάδια της.

Κι ύστερα πάλι η άνοιξη και τα ξανθά καλοκαίρια. Και το τραγούδι πράσινο μέσα στα πράσινα φύλλα. Καθώς τα πουλιά ξανανοίγουν τις βρύσες τους και τα τζιτζίκια τρελαίνονται ψηλά στα κλαδιά.

Μα η καρδιά του αγλύκαντου, βαθιά μες στο χειμώνα.

Τώρα όλοι ισχυρίζονται πώς το ξέρουν
πώς μια ζωή την πέρασα παλεύοντας με τη γλώσσα.
Ξεσκίζοντας πάνω στα καφτερά της βράχια
τα τολμηρά μου οράματα.

Όμως κανένας δεν ξέρει πώς εγώ από πάντα τα μιλούσα καλά τα ελληνικά. Πώς τα ζούσα με το σώμα
έτσι πως τα είχα πάρει από τη μάνα μου.
Τότε που γλυκά μου μιλούσε και μελωδικά με νανούριζε.

Αλλού λοιπόν ήταν το πρόβλημα.
Έπρεπε τα μεγάλα πάθη και τα υψηλά νοήματα να χωρέσουν μέσα σε κείνα τα μικρά τ άλωνάκια. Σ' αυτά που από τα πριν τα χρόνια οι Έλληνες λίχνιζαν το λόγο. Τραγουδώντας πικρά τραγούδια, ακόμα και στους γάμους τους. Τώρα μαθαίνω πώς με άλλον τρόπο λαξεύουν οι νέοι το στίχο. Άλλες φλέβες χτυπούν, για να εξορύξουν την καίρια έκφραση.

Επόμενο βέβαια.
Αν το τραγούδι σκαλίζεται πάνω στην πέτρα
το σκάλισμα δίνει πρόσωπο στο τραγούδι ,όχι η πέτρα.

Τούτο μόνον πάντως θα ήθελα ως παλαιός και πιστός της μελωδίας διάκονος να τονίσω: διότι μέγας ποιμένας των στίχων ήταν πάντα ο ρυθμός.

Εγώ δοκίμασα όλους τους τρόπους.
Και κακώς «Ή Γυναίκα της Ζάκυνθος» δεν διαβάζεται, ούτε και τώρα, ως ποίημα

(Στο βάθος του χρώματος, 1993)


.

Γιάννης Κοντός


ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΞΕΧΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, ΝΟΜΙΖΕ

Μαύρη κηλίδα
στο λευκό πουκάμισο
οι τύψεις του. Νευρικά περπατούσε
με τα φτερά καλά κρυμμένα.
Ασημένια τα μαλλιά και τα χέρια.
Φως πάνω στο φως
και το ποτήρι πάντα άδειο.
Πατούσε χορταράκι
και ήτανε σαν να πατάει κάρβουνο.
Έκανε άνω κάτω τό σπίτι,
για να βρει καμιά κρυμμένη λέξη.
Έψαχνε μέχρι στις ραφές των ρούχων
και στα μποτίνια του. Έψαχνε
στο αχυρώνα και στους δρόμους.
Κοιτούσε το παραμικρό,
το ελάχιστο, το τυλιγμένο
στο κουκούλι του καιρού.
Όλο έφευγε προς τα μέσα του,
προς το σκοτεινό. Αυτός
από συναισθηματική πάθηση
το έβλεπε γαλάζιο.
Στο γαλάζιο έμεινε για πάντα:
αφού τις νύχτες έβαζε απέναντι του,
τον μικρό Διονύσιο και έκλαιγε με λυγμούς.
( Όσο για γράμματα, ακόμη φτάνουν από την Κρεμόνα)

(περ. Ή λέξη, Νοέμ.-Δεκ. 1997)



Νίκος Εγγονόπουλος


Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

η σκιά της λίμνης
απλώνονταν μες' στο δωμάτιο
και κάτω από κάθε καρέκλα
κι' ακόμη κάτω απ' το τραπέζι
και πίσω απ' τα βιβλία
και μες' στα σκοτεινά βλέμματα
των γύψινων προπλασμάτων
ακούγονταν σαν ψίθυρος
το τραγούδι της
μυστικής ορχήστρας
του νεκρού ποιητή

και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα
τόσον καιρό
ολόγυμνη
μες' στ' άσπρα ντυμένη
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζανε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δεν δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ' άδεια
ερειπωμένα
εργοστάσια

κι' έλεγα να χαθώ κι' εγώ σαν το νεκρό ποιητή με κάτι λουλούδια
π' ανοίγουν το
βράδυ
και κλείνουν το πρωί
με κάτι ψάρια ξερά που κρέμασαν μ' ένα σπάγκο ψηλά
στην καρβουναποθήκη

κι' έτσι να φύγω μακριά
απ' την οχλαγωγή και το θόρυβο του σκοπευτηρίου να φύγω μακριά μες' στα σπασμένα τζάμια και να ζήσω αιώνια
πάνω στο ταβάνι έχοντας όμως πάντα
μέσα στα μάτια τα μυστικά τραγούδια της νεκρής ορχήστρας του
ποιητή

(Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)


Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ       perseus76.yooblog.gr/files/2009/03/in-008-0019.jpg



 Μια πολύ καλή παρουσίαση για τον" Κρητικό" του Σολωμού έχει  επιμεληθεί  η  κ.Αγάθη Γεωργιάδου (Δρ.Φιλολογίας ,συγγραφέας των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου και σχολική σύμβουλος στη Διεύθυνση Β/θμιας Εκπαίδευσης Αν. Αττικής) Θα τη βρείτε εδώ

ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΣΟΛΩΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


 
ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΟΝ "ΚΡΗΤΙΚΟ"...


Το φως στο Σολωμό επιτελεί  δύο λειτουργίες
Α)  φωτίζει και προβάλλει  τα στοιχεία που συνιστούν το φυσικό τοπίο ( το φως από το αστροπελέκι που φωτίζει  τη νύχτα)
Β) παρεμβαίνει  και μεταμορφώνει το τοπίο από φυσικό σε μεταφυσικό.  Η φωτοχυσία που συνοδεύει την εμφάνιση της  Φεγγαροντυμένης είναι βίωμα μεταφυσικό .Το φως  «σωματοποιείται» μέσα από την εμφάνιση της θεϊκής μορφής, παίρνει διάσταση πνευματική , θεϊκή,  και έρχεται να  παραμερίσει το σκοτάδι που αποτελεί το χώρο του , αφού  δυσχεραίνει  την προσπάθεια σωτηρίας του ναυαγού.  

«Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει
.»  
 Αυτό το « μεσημερνό» φως  αισθητοποιεί τον ιερό χαρακτήρα της φύσης ( «ναός»)  που  θα αφομοιώσει τον ήρωα και θα καταργήσει την ατομικότητά του. Η κλιμάκωση στην ένταση του φωτός προετοιμάζει το τοπίο για να δεχτεί  ό,τι  μαγικό θα ακολουθήσει… .Η περιγραφή ενισχύεται με τη  χρήση των δραματικών ενεστώτων  πλημμυρίζει,  λαμπυρίζει.



Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ:   http://aroma.pblogs.gr/files/f/245497-grav_mulher_concha_mar.jpg


Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

H ΙΔΕΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΣΟΛΩΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


ή ..Η μητέρα στη ψυχή του ποιητή…


neraidokiklos



Για τον Σολωμό η ιδανική γυναίκα είναι αυτή που συνταιριάζει το ηθικό και αισθητικό κάλλος.
Το κάλλος συναρτάται με το αγαθό σε σχέση ισοδυναμίας. Εδώ αναγνωρίζουμε το κλασικό ανθρωπιστικό ιδεώδες του «καλού καγαθού» που διατρέχει όλη την ευρωπαϊκή ρομαντική ποίηση αλλά και τους περισσότερους επτανήσιους ποιητές. Οι γυναίκες γίνονται θεϊκές, δε γεννούν σαρκικό πόθο αλλά την επιθυμία για μυστικό και ιδανικό έρωτα που λυτρώνει από τις γήινες αναγκαιότητες.

Στον Κρητικό, η μορφή της Φεγγαροντυμένης αλλά και της αγαπημένης του ήρωα-ναυαγού,ενσαρκώνουν αυτό το πρότυπο: όμορφες στο σώμα και στη ψυχή, παραπέμπουν στην ιδανική γυναικεία μορφή στην οποία προσηλώθηκε ο Σολωμός.
Ας δούμε όμως εδώ το ψυχολογικό υπόβαθρο που βρίσκεται πίσω από τη μορφή της Φεγγαροντυμένης. Είναι μια ψυχαναλυτική προσέγγιση- ερμηνεία ,από τις πολλές που έχουν διατυπωθεί για το συμβολισμό της αινιγματικής αυτής μορφής.

Στο πρόσωπό της ο ναυαγός βλέπει το μητρικό μορφοείδωλο που όλοι εσωτερικεύουμε στην παιδική μας ηλικία ( το υποπτευόμαστε στο «πολύν καιρό οπίσω», που μας δείχνει πως το πνεύμα που ενσαρκώνει η Φεγγαροντυμένη δεν είναι το πνεύμα που διέπει τον ήρωα κατά την παρούσα φάση, της αντρικής του ακμής). Αυτό όμως το μητρικό μορφοείδωλο που διαρρέει όλο το Σολωμικό έργο, διαμορφώνεται σύμφωνα με αρκετούς μελετητές , από την ταραγμένη σχέση του ποιητή με τη μητέρα του. Θα σας θυμίσουμε κάποια στοιχεία της ζωής του ποιητή, χιλιοειπωμένα ίσως ,αλλά απαραίτητα για την κατανόηση αυτής της εκδοχής:
Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν ένας από τους δύο νόθους γιους του κόντε Νικολάου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Ο Διονύσιος και ο αδερφός του Δημήτριος μεγάλωσαν στο σπίτι του πατέρα τους και απολάμβαναν τα ίδια σχεδόν προνόμια με τα δύο νόμιμα παιδιά του κόντε Νικολάου. Πέντε χρόνια μετά το θάνατο της συζύγου του, Μαρνέτας Κάκνη, ο κόντε Νικόλαος αποκατέστησε με γάμο τη μητέρα του ποιητή μια μέρα πριν πεθάνει (1807) και με τη διαθήκη του κληροδότησε στον Διονύσιο και τον Δημήτριο το μερίδιο που τους αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Έτσι ο Διονύσιος και ο αδερφός του έγιναν πρόωρα κληρονόμοι μιας μεγάλης περιουσίας. Η μητέρα του ποιητή παντρεύτηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου σε δεύτερο γάμο το Μανώλη Λεονταράκη, και απόκτησε ακόμα ένα γιο, τον Ιωάννη Λεονταράκη. Ο ετεροθαλής αδελφός του ποιητή Ιωάννης Λεονταράκης διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του. Στη δικαστική αυτή διαμάχη η μητέρα του υποστήριξε τον Ιωάννη Λεονταράκη ,γεγονός που ο Διονύσιος δεν της συγχώρεσε ποτέ, παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για τον Διονύσιο και τον αδελφό του. Η κατάθεση της Αγγελικής στο δικαστήριο προκάλεσε αναμφίβολα μεγάλο πόνο στον Διονύσιο, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1833 έγραφε στον φίλο του και δικηγόρο του στην υπόθεση της οικογενειακής δίκης ,Ιωάννη Γαλβάνη: «Όσο για τη μητέρα μου, είναι πάντα η μητέρα μου. κι έγραψα στον αδερφό μου [τον Δημήτριο] λόγια ήμερα, για να μην είναι πάντα πικραμένη η καρδιά του εναντίον της. Αυτή το ξέρει μπροστά στο Θεό τίνος γιος είναι αυτός ο άθλιος, που του καρφώθηκε η ιδέα να γίνει πλούσιος. αλλά με το δρόμο που παίρνει, πίστεψέ με, δε θα κατορθώσει τίποτε. Αν ωστόσο, με οποιοδήποτε άλλο δρόμο, κατάφερνε να γίνει πάμπλουτος, η μητέρα μου, που ξέρει την καρδιά όλων της των παιδιών, θα μάθει πως θα την αφήσουν ακόμη και να αγκομαχάει για ένα ζευγάρι παπούτσια και για το ψωμί. και θα την πετάξουν στην άκρη σαν κανένα συγύρι του σπιτιού, ολότελα άχρηστο. Όσο για μένα, δεν μπορώ να πω τίποτε για το τι έχω κάνει, γιατί γι’ αυτήν δεν έχω κάνει παρά μόνο το καθήκον μου. Η Θεία Πρόνοια, που το ξέρει πως εγώ δεν έκαμα ποτέ σκληρά τα σπλάχνα που Εκείνη ευδόκησε να μου χαρίσει, θα εξακολουθήσει να μ’ έχει ταπεινό δούλο της καλοσύνης της. Όμως θέλω να φύγουν απ’ το σπίτι. Ας κάνουν, αν θέλουν, δίκη. αυτό δεν έχει σχέση με το να φύγουν γρήγορα, γιατί το σπίτι το χρειάζομαι για μένα.» (Πολίτης 1991: 307-8. το πρωτότυπο στα ιταλικά).

Τη ψυχή του ποιητή «στοιχειώνει» η σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη που είχε στη μητέρα του και στην απόρριψή της λόγω της μη «ηθικής» στάσης της. Γράφει σε κάποιον φίλο του: «[...] από την άποψη του ηθικού μου, η υπόθεση μου έκανε την ίδια εντύπωση που θα μου έκανε αν έβλεπα ξαφνικά κάτω από τα πόδια μου να είχε ανοίξει μια άβυσσος.». Ο «Κρητικός» γράφτηκε στη διάρκεια αυτής της διαμάχης…


Δεν θα αυθαιρετούσαμε ,ίσως, αν καταλήγαμε:
Αυτή η μητρική στέρηση, η παρεμποδισμένη παρουσία της μητέρας προβάλλεται μέσω της Φεγγαροντυμένης ,που ο ποιητής την « φτιάχνει» έτσι όπως η αρχετυπική γυναικεία φιγούρα βρίσκεται στο ασυνείδητο κάθε άντρα : ΙΔΑΝΙΚΗ και αψεγάδιαστη ηθικά ,όπως θα ήθελε, ίσως ,να είναι και η μητέρα του που διέψευσε τις δικές του προσδοκίες…



Και επειδή η Αγγελική Νίκλη έχει δεχτεί από πολλούς...πολλά πυρά ,να κλείσουμε με την καλοπροαίρετη ματιά του πεζογράφου Αλέξανδρου Ασωνίτη, που συνέγραψε ένα θεατρικό έργο για τη μάνα-αρχέτυπο, με αφορμή τις μητέρες του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου Το θεατρικό του έργο θα παιχτεί από το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας στις 9 Ιουλίου. Τις φέρνει στο «φως» της σκηνής μέσα από μια φανταστική συνάντησή τους.
«Ήθελα να αποκαταστήσω τις δύο μάνες, λέει ο Αλ. Ασωνίτης. Πάντοτε ένιωθα μεγάλη αγανάκτηση για τον τρόπο που μεταχειρίζονταν τη μητέρα του Σολωμού. Δεν μπορείς να βρίζεις μια μάνα πεθαμένη, και μάλιστα τη μάνα του εθνικού μας ποιητή, χάρη στην οποία εκείνος γνώρισε το δημοτικό τραγούδι!», αναφωνεί. Έτσι λοιπόν έγραψε «μέσα σε μία ημέρα» τη φανταστική συνάντηση της υπηρέτριας Αγγελικής Νίκλη, μητέρας του εθνικού ποιητή μας, την οποία ο γιος της έδιωξε απ' το σπίτι, με την αρχόντισσα μητέρα του Κάλβου, Ανδριανή Ρουκάνη. Ο λαϊκής καταβολής τυχοδιώκτης σύζυγός της της στέρησε τα δυο αγόρια της. Όταν ο Ανδρέας ήταν δέκα ετών, αποχώρησαν για την Ιταλία. Δεν τα ξαναείδε ποτέ.
Το θεατρικό του Ασωνίτη, με τίτλο «Οι δυο μανάδες μας» και υπότιτλο «Η μάνα του Σολωμού, η κυρ Αγγελικούλα. Η μάνα του Κάλβου, η κυρ Αντριανούλα» θα παρουσιαστεί στις 9 Ιουλίου, στον Κήπο Λαού στην Κέρκυρα, από το ΔΗΠΕΘΕ του νησιού, σε συνεργασία με την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών. Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου. Αγγελικούλα θα είναι η Ανθή Τσαγκαλίδου και Αντριανούλα η Νότα Δαρμανή. Η παράσταση εντάσσεται στο διήμερο Λόγου του περιοδικού «Πόρφυρας», σε προσεχές τεύχος του οποίου θα δημοσιευθεί το κείμενο.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ -Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ




Η Λογοτεχνία, ως χώρος διαρκούς υπέρβασης και αναζήτησης δηλώνει... άδηλο το μέλλον της μέσα απο τη "θηρευτική" λογική των Πανελλαδικών Εξετάσεων για τους μαθητές .Σ' όσους όμως  " με λογισμό και μ' όνειρο" ξεκινούν την περιδιάβασή της,ευχόμαστε να τη δουν με το βλέμμα που της πρέπει: αυτό της υπέρβασης... 

Έτσι απλά και αισιόδοξα ξεκινά σήμερα το " Φωτόδεντρο" το δικό του ταξίδι .
         
                              

                                    ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
                                              
                                                   Ο Κρητικός                                   

                                ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ
Ο Σολωμός, στο μεγαλειώδες αυτό έργο του, προσπαθεί να συνδυάσει τρία γνωστά λογοτεχνικά είδη σ' ένα μόνο έργο: Το δραματικό, όπου οι ήρωες μιλούν κατευθείαν στον αναγνώστη, τοαφηγηματικό, όπου το μεγαλύτερο μέρος το αποτελεί η διήγηση των πράξεων των ανθρώπων και των αντικειμένων, η διήγηση μιας "ιστορίας" σε δεύτερο χέρι, από τον αφηγητή, και το λυρικό, όπου ο ίδιος ο ποιητής παρουσιάζει κάτι σαν μια άμεση έκφραση μιας προσωπικής συγκίνησης.
Στον Κρητικό ο Σολωμός προχώρησε στη δημιουργία ενός δραματικού μονολόγου, όπου αφηγείται λυρικά την τελευταία δοκιμασία της ζωής του. Είναι ο Κρητικός που μιλάει σε όλη τη διάρκεια του ποιήματος χωρίς καμία αφηγηματική εισαγωγή. Όμως μπορεί να διαβαστεί και σαν λυρικό ποίημα, αφού παρουσιάζει τη συγκίνηση που αισθάνεται ο ίδιος ο Κρητικός. Και, τέλος, όλα είναι τοποθετημένα σ' ένα αφηγηματικό πλαίσιο, υπάρχει, δηλαδή, μια "ιστορία" πίσω από το ποίημα.

Ένα
ποιητικό τέχνασμα που ο Σολωμός επανειλημμένα χρησιμοποιεί είναι να παρουσιάζει μια πράξη σαν να την έβλεπε σε όνειρο ή σε όραμα Το όραμα τούτο αποκαλύπτει στον ήρωα κάποια αλήθεια δικιά του.
Το όραμα της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό παρόμοιο σκοπό υπηρετεί. Σ' ένα είδος έκστασης, βλέπει αυτό που είναι ίσως το θείο αντίστοιχο της αγαπημένης του ή την αθάνατη ψυχή της, όπως ανεβαίνει από το άψυχο κορμί της στον ουρανό. Από τότε ζει πάντα με την ανάμνηση αυτού του οράματος, που τον οδηγεί να δει τη ζωή του σαν προετοιμασία θανάτου, αφού ξέρει ότι, όταν πεθάνει, θα ενωθεί ξανά και με την αγαπημένη του και μ' αυτήν τη θεία οπτασία, που στην ουσία είναι ένα και το αυτό.
Αλλά και η αναφορά του Κρητικού στο θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του του φέρνει στο νου το όραμα όπου ψάχνει γι' αυτή στον ουρανό κατά τη Δευτέρα Παρουσία. 



Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ
Ο Σολωμός υποστηρίζει ότι το θέμα του ποιηματος είναι ο έρωτας θεοποιημένος. Για την ερμηνεία αυτής της φράσης πρέπει να εξετάσουμε την ταυτότητα της "φεγγαροντυμένης". Παλαιότεροι κριτικοί, επηρεασμένοι ίσως από δύο γυναικείες μορφές στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, υποστήριξαν ότι η Φεγγαροντυμένη αντιπροσώπευε την Ελλάδα ή την Ελευθερία. Άλλοι είπαν ότι πρόκειται για μια αγία μορφή, ίσως την Παναγία.. Άλλοι πάλι υποστήριξαν ότι συμβολίζει την αγάπη του Θεού και ότι ο Κρητικός, ασυνείδητα ή όχι, θυσιάζει τη γήινη αρραβωνιαστικιά του για να κερδίσει την επαφή με μια θεϊκή οπτασία.
Μερικοί, τέλος, υποστήριξαν πως η φεγγαροντυμένη δεν είναι άλλη παρά η αθάνατη ψυχή τής αγαπημένης του Κρητικού, που για ελάχιστο χρόνο μένει πάνω από το άψυχο σώμα και τον αποχαιρετά πριν ανέβει στους ουρανούς. Σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία, ο μαγικός ηχός είναι η θεία αρμονία, καθώς οι άγγελοι καλωσορίζουν την ψυχή στον ουρανό.

Αυτή η τελευταία άποψη φαίνεται πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα είναι λίγο πιο πολύπλοκη. Ας θυμηθούμε τη φεγγαροντυμένη στον Λάμπρο, που ο Σολωμός είχε πει ότι είναι η Αφροδίτη. Στον " Λάμπρο", την ώρα που αυτός κωπηλατεί με την κόρη του τη νύχτα, ο Σολωμός κάνει λόγο για φαντασιώσεις "της Αφροδίτης να γεννιέται από τη θάλασσα, να τη φωτίζει και να την ντύνει το φεγγάρι". Έτσι, η φεγγαροντυμένη μοιάζει να έχει σχέση με την Αφροδίτη σαν σύνδεσμος ανάμεσα στον επιγειο (σωματικό) και τον ουράνιο (ψυχικό) έρωτα. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η φεγγαροντυμένη είναι η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς, έχει πια μεταμορφωθεί στα μάτια του Κρητικού σε κάτι πιο αφηρημένο. Μοιάζει να έχει γίνει η θεϊκή αρχή του Έρωτα, που μπορεί να παρουσιαστεί με διάφορες μορφές: σαν ψυχή τής γήινης αγαπημένης, σαν Αφροδίτη, σαν Παναγία, ή κάποια άλλη μητρική μορφή που την ονειρευτήκαμε, ενώ βυζαίναμε το γάλα της μάνας μας. Είναι μια ιδανική μορφή, εν μέρει αφηρημένη έννοια και εν μέρει δημιούργημα των ονείρων. Η μορφή αυτή ίσως ήταν έμφυτη, όπως οι Ιδέες στις οποίες πίστευε ο Πλάτων.

 Η ΘΑΛΑΣΣΑ                                                         

Η θάλασσα έχει κι αυτή συμβολική σημασία στην ποίηση του Σολωμού. Στον "Λάμπρο", τον "Κρητικό", τον "Πόρφυρα", οι ήρωες δοκιμάζονται μακρυά από το οικείο τους περιβάλλον, στη θάλασσα, η οποία δεν τους προσφέρει σταθερή γη να σταθούν. Οι ήρωες του Λάμπρου, η αρραβωνιαστικιά του Κρητικού, ο κολυμβητής στον Πόρφυρα βρίσκουν το θάνατο στη θάλασσα. Έτσι, η θάλασσα γίνεται το τέλειο σκηνικό για τον αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου.







                  ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ


Ο Σολωμός έφτασε στο αποκορύφωμα της ποιητικής του δύναμης με το δεκαπεντασύλλαβο του "Κρητικού", των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" και όλων σχεδόν των ύστερων ελληνικών ποιημάτων του.

Χαρακτηριστικό του δεκαπεντασύλλαβου των δημοτικών και του Σολωμού, η αντιστοιχία ανάμεσα στα δύο ημιστίχια ( π.χ "Κρητικός", 3, 12: την κοίταζα ο βαριόμοιρος μ' εκοίταζε κι εκείνη. )
Στον Κρητικό χρησιμοποιεί ομοιοκατάληκτα δίστιχα, κλασικό της κρητικής στιχουργίας.
Ο Σολωμός πυκνώνει το στίχο του δημοτικού τραγουδιού. Εκεί που ο δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού μπορεί να έχει μόνο τρεις, τέσσερες, πέντε λέξεις που φέρουν σημαντικό νόημα, ο Σολωμός καταφέρνει να χωρέσει μέχρι και οκτώ.

Όλα τα ελληνικά του ποιήματα, μέχρι το 1844, οπότε ξεκινάει το Γ΄ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, έχουν ρίμα. Σπάνια κάνει πολύπλοκες ρίμες. Του φτάνει να χρησιμοποιεί απλές -στοιχείο πιθανόν ενδεικτικό για το μειωμένο του ενδιαφέρον για την ομοιοκαταληξία.


Δείχνει ευαισθησία στον ήχο της γλώσσας. Ιδιαίτερα συνηθισμένη η επανάληψη του ρήματος στην αρχή κάθε στίχου. Επανάληψη, επίσης, ομάδων ήχων. Παρηχήσεις όχι μόνο συμφώνων, αλλά και φωνηέντων (π.χ το άλφα στον Κρητικό )

Χρησιμοποιείται, επίσης, ο χιασμός, όπου λέξεις ή συντακτικά σχήματα επαναλαμβάνονται με αντίστροφη σειρά. Στον Κρητικό (3, 4 ) δίνεται με ένα σπάνιο και "κρυφό" χιασμό μια μίμηση της αντανάκλασης των άστρων που καθρεφτίζονται στη θάλασσα. Αλλά και στο 5, 43 του Κρητικού υπάρχει ένας ιδιότυπος χιασμός.

Παρόλο που ήταν θέμα αρχής για το Σολωμό να αποφεύγει όσο το δυνατό τις διάφορες ντοπιολαλιές στη σοβαρή του ποίηση, αφού αποσκοπούσε να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες, το επτανησιακό ιδίωμα υπάρχει μέσα στην ποιητική του γλώσσα, αφού την ελληνική τη μαθαίνει στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα. Έτσι βλέπουμε ιδιαιτερότητες σε μερικά ρήματα, ιδιαίτερα στον παρατατικό συνηρημένων ρημάτων ( άργειε, άργουνε, εκοίταα ), στον Παρατατικό της παθητικής ( σε -ότουν: ερχότουνε, εσειότουν ), στους μελλοντικούς χρόνους με τη χρήση του "θέλει" αντί του "θα", στην υποτακτική, με τη χρήση του "ήθελε" ( πχ: αν ήθελε της πω = αν της είχα πει


ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ


ΜΕ ΤΟΝ "ΚΡΗΤΙΚΟ":



Το ποιήμα του ΓΚΑΙΤΕ "το εξωτικό",που


δείχνει με καθαρότητα τις επιρροές που είχε


δεχτεί ο Σολωμός απο τον Ευρωπαϊκό


Ρομαντισμό:

Ο Γκαίτε στο ποίημά του Το Εξωτικό ( λυρικό 
ποίημα ,επικού χαρακτήρα) , αντλεί το θέμα του 
από τις κελτικές και τευτονικές παραδόσεις της 
Βόρειας Ευρώπης. Ο υπεραισθητός κόσμος των 
αερικών της λαϊκής παράδοσης συνδυάζεται με 
την ρομαντική πίστη σ’ εκείνη την ανομολόγητη 
δύναμη που υποβόσκει κάτω από τη φυσική τάξη 
των πραγμάτων. Σ’ αυτή τη ρομαντική μπαλάντα
, το μοτίβο «του νεκρού καβαλάρη, που πορεύεται σ’ ένα μελαγχολικό νυχτερινό τοπίο συνοδεύοντας έναν ζωντανό, στο ‘Εξωτικό’ παραλλάσσεται για να περιγράψει τον απελπισμένο αγώνα της πατρικής αγάπης απέναντι σ’ έναν υπέρτερο αντίπαλο». Πατέρας και παιδί, έφιπποι τα μεσάνυχτα, έρχονται αντιμέτωποι με τις κρυφές σατανικές δυνάμεις της φύσης σε έναν άνισο αγώνα. Η δραματική ένταση κλιμακώνεται με την επιμονή του πατέρα σε μια συνειδητή ψευδαίσθηση ότι πρόκειται μόνο για ξεγελάσματα της φύσης

Σας δίνεται μια πρόταση ορισμού του Ρομαντισμού,του οποίου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μπορείτε να διαπιστώσετε και στον "Κρητικό " του Σολωμού και στο "Εξωτικό

"  του Γκαίτε:

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ : (τέλη 18ου – μέσα 19ου )

  • Συγκρούεται με το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού και τον κλασσικισμό.
  • Αμφισβητεί  όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, την παράδοση. Στη θέση αυτών τοποθετεί το συναίσθημα, τη φαντασία, το απόλυτο, το υπερβολικό, το συγκινησιακό, το ιδανικό.
  • Οδηγείται στο παράδοξο και το μυστηριώδες, σε μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα, σε κάποια μελαγχολία ή απαισιοδοξία.
  • Η εικόνα είναι το βασικό στοιχείο του έργου μαζί με τον έντονο ρυθμό
  • Ιδιαίτερη επιμονή στο “εγώ” του δημιουργού ή του ήρωα (έντονος ατομικισμός).
  • Προτίμηση σε θέματα όπως η προσωπική
  • εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, 
      ο  έρωτας, ο αγώνας για ελευθερία