Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

" Η μόνη ξιφολόγχη μου ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα"

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ


Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις.


Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.


Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με έχουνε διαβάσει.
                                                                    Άη Στράτης 1951


Άρης Αλεξάνδρου, Από τη Συλλογή Ποιήματα 1941-1974, εκδ. ύψιλον-βιβλία 1991

 

 

 Μια πρόταση ερμηνευτικού σχολίου από μένα και άλλες δύο από  μαθητές του 5ου Λυκείου Βύρωνα     . Να σημειωθεί ότι  με τους μαθητές δεν είχε προηγηθεί  κανένας ερμηνευτικός διάλογος , οπότε η ματιά τους είναι " παρθενική" . Φυσικά , από τη στιγμή που δεν τους δόθηκε το πλαίσιο , το μόνο που έλαβαν υπ΄όψιν τους ήταν η ημερομηνία 1951 , που  την είδαν ως χρόνο ελάχιστα απέχοντα  από τον Β Παγκόσμιο.

     Ελπίζω πως και οι θεματοθέτες των Πανελλαδικών ( αν υποθετικά επέλεγαν ένα τέτοιο ποίημα)  θα λάμβαναν υπ΄όψιν τους ότι  οι μαθητές μας  δεν γνωρίζουν τον Αη Στράτη ως τόπο εξορίας , οπότε οι απαιτήσεις της εξέτασης θα αρκεστούν σε αυτά που για τα παιδιά είναι αυτονόητα . Διαφορετικά ας δώσουν το  πλαίσιο αναφοράς  του λογοτεχνικού κειμένου , ώστε να βοηθήσουν στην ερμηνεία του .  Άλλωστε πότε διδάχτηκαν τον Εμφύλιο στο σχολείο ; .....

 

                          ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ 

Κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι το απεγνωσμένο αίτημα της Ποίησης να επανιδρύσει ένα κόσμο Ελπίδας μέσα από τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου και της ανελευθερίας .Η ποίηση,  που  γράφεται στην σκληρή μετεμφυλιακή εποχή , επιχειρεί να μετουσιώσει τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου  σε  συνθήκη εξιλέωσης και  οραματισμού για ένα φωτεινότερο μέλλον.    Ο  ποιητής , σε τόνο βιωματικό και εξομολογητικό  ,  μέσα από  τη συνειδησιακή ροή του λόγου του  διερωτάται « αν αξίζει ή δεν αξίζει»  να γράφει ποίηση,  σε καιρούς ακραίας βίας και φίμωσης της ελεύθερης ανθρώπινης φωνής ·  σε καιρούς  ζοφερούς  - όπως αυτοί του εμφυλίου και της σκοτεινής εποχής που τον ακολούθησε -  οι ελπίδες του  τελικά γίνονται στίχοι , γίνονται « εκθέσεις» που απευθύνονται στο μέλλον του κάθε ανθρώπου ·  απευθύνονται « στις χώρες που δεν γίνανε ακόμη» ,  στα συναισθήματα των ανθρώπων που ξέρουν να κρατούν την ελπίδα  ζωντανή .  Η ποιητική  του γραφή συμπορεύεται με το φως σε όλο το ποίημα· το φως του πρωινού ηλίου από τη μία αναγγέλλει την αυγή,  το ξεκίνημα μιας μέρας και από την άλλη διαπιστώνει τραγικά - την ίδια ακριβώς στιγμή – την  εκτέλεση  των ανθρώπων , των συντρόφων του , των συναγωνιστών του.  Οι  λέξεις  του ποιητή παίρνουν τη γεύση του «πικραμύγδαλου» , τα ποιήματά του ακροβατούν ανάμεσα στην πίκρα,  στο ψυχικό πένθος και στο όραμα της  αθωότητας  και της ελπίδας · δύο καταστάσεις που αποτυπώνονται   με τη συμβολική εικονοπλασία  των  γαλήνιων  στιγμών όπου  τα « χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί»  μετουσιώνουν την απλή και καθημερινή στιγμή σε στιγμή υψίστης ανθρώπινης χαράς ,  σε  καιρό  ειρήνης . Το όραμα του ποιητή για τον κόσμο αναδύεται στη λυρική εικόνα του  « κρυφοκοιτάγματος  του φεγγαριού από τα σύννεφα» . Τα ποιήματά του αναδεικνύονται ως το μόνο όπλο του απέναντι στην τραγικότητα των συνθηκών που ζει , « τη μόνη  ξιφολόγχη του»  που θα τον οπλίσει με δύναμη για να αντιμετωπίσει το σκηνικό της φρίκης , όπου τα « χυμένα  άντερα »  των ανθρώπων  υπάρχουν για να κραυγάζουν τον παραλογισμό και τη απανθρωπιά των πολέμων , την εχθρότητα και το μίσος που τους ακολουθεί . Ο ποιητής αναθέτει στην Ποίηση έναν ρόλο μάχιμο και διεκδικητικό : να  χάνεται    κάθε στιγμή « εγκαταλείποντας τα χαρτιά του»  και να επανέρχεται την ίδια στιγμή – ζώσα και παρηγορητική – σε κείνους  που αναζητούν όραμα και ελπίδα · σε κείνους « που δεν την έχουν ακόμη διαβάσει»  μεν , αλλά κρατούν μέσα τους ατόφια την ελπίδα που η Ποίηση ευαγγελίζεται

 

                  ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ

 

ΜΑΘΗΤΗΣ  Α

 

Το κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι η αξία της ποίησης στη ζωή του ανθρώπου η οποία , ως φορέας ελπίδας , αποτελεί ένα από τα λίγα μέσα που διαθέτει ώστε να αντισταθεί στη βίαιη κατακρήμνιση των ηθικών αξιών και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του όταν βρίσκεται κάτω από συνθήκες πολέμου .Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται σίγουρο για την παραμονή της ποίησης στη  ζωή του , «αξίζει , δεν αξίζει»  , και αντιστέκεται στην απανθρωπιά του πολέμου «επικυρώνοντας με φως τις εκτελέσεις» · η μεταφορά που χρησιμοποιεί εδώ αναδεικνύει εμφατικά τη διάθεσή του να χρησιμοποιήσει την ποίηση ως μέσο αντίστασης ενάντια στη σκληρότητα και στο σκοτάδι που κυριαρχούν γύρω του . Το περιβάλλον γύρω του βέβαια δεν του δίνει την κατάλληλη έμπνευση,  « η κάθε του λέξη θυμίζει πικραμύγδαλο» ,  είναι χρωματισμένη με δυστυχία και παράπονο.    «Λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί»,  λείπει μία κάποτε δεδομένη και καθημερινή εικόνα,  η οποία πλέον αποτελεί γλυκόπικρη ανάμνηση · γλυκιά λόγω της ίδιας της φύσης  της και πικρή εξαιτίας της μετατροπής της σε παρελθόν.  Ωστόσο υπάρχει μία μικρή διέξοδος σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο,  «η μόνη ξιφολόγχη ήταν το κρυφό κοίταγμα του φεγγαριού από τα σύννεφα» . Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί την «ξιφολόγχη» μεταφορικά για να αναδείξει την ποίηση ως  όπλο ενάντια στο θάνατο και τη θλίψη . Δεν γράφει στίχους « τελεσιδίκους» , αλλά «κρυφοκοιτάζει»  τη ζωή έστω και μέσα τη μαύρη συννεφιά του πολέμου.Πράγματι η ποίηση είναι συνώνυμη της ελευθερίας· ο πόλεμος μπορεί να καταπατά πολλά από τα δικαιώματα του ανθρώπου όμως σίγουρα ένα από αυτά μένει ανέγγιχτο : το δικαίωμα στη σκέψη και στην ονειροπόληση,  που είναι το «μυστικό κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού» κάθε ανθρώπου , το οποίο παύει να είναι κρυφό όταν φύγουν τα σύννεφα· εξάλλου πότε μία συννεφιά δεν   διαρκεί για πάντα….

 

ΜΑΘΗΤΗΣ Β

 

  Το κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι οι  ανεξίτηλες πληγές που αφήνει ο πόλεμος στην ψυχή του ανθρώπου και  η ανάγκη του να αποδράσει από  αυτήν την πραγματικότητα . Στο κείμενο κυριαρχεί το πρώτο ενικό πρόσωπο το οποίο προσδίδει στο κείμενο εξομολογητικό ύφος,  αφού το ποιητικό υποκείμενο μιλάει για τα προσωπικά του βιώματα αναφορικά με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ,που έχει πρόσφατα τελειώσει. Ο ποιητής μέσω των στίχων του « προδίδει τις κινήσεις ενός ηλίου που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες επικυρώνοντας με φως τις εκτελέσεις» . Στο απόσπασμα αυτό χρησιμοποιείται η αντίθεση του ήλιου με τις εκτελέσεις . Ο ήλιος πηγή ζωής , σύμβολο του φωτός,  συνδεδεμένος με ευχάριστα συναισθήματα επικυρώνει τις εκτελέσεις των ανθρώπων στη διάρκεια του πολέμου,  ένα γεγονός που διακρίνεται για τη δυστυχία,  τον πόνο και τη στέρηση της ανθρώπινης ζωής . Ο  ποιητής παρουσιάζεται επηρεασμένος από τον πόλεμο που στέρησε τη ζωή σε τόσους ανθρώπους.Ο ίδιος αναπολεί τις απλές καθημερινές στιγμές με τα αγαπημένα του πρόσωπα , αφού  του « λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί,  το φως που έσταζε από το παιδικό κουτάλι  στην πετσέτα». Αισθάνεται νοσταλγία  για τις περασμένες στιγμές, όπου επικρατούσε ειρήνη και ελευθερία . «Η μόνη ξιφολόγχη μου ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα» . Με τη μεταφορική αυτή φράση ο ποιητής αναφέρεται στην ελπίδα που αναζητούσε μέσα από το «κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού»

 

 

 

 

 

 

Εικόνα https://shutterstock.com

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

" Ο φόβος πάντα τη φωνή σου αλλάζει "

 

 

 


KEIMENO I

                                            Ρευστός φόβος

 Bauman Zygmunt

         Η  ζωή μας μόνο απαλλαγμένη από το φόβο δεν είναι , στο δε ρευστό μοντέρνο τοπίο, στο οποίο είναι υποχρεωμένη να διεξάγεται αυτή , το μόνο που δεν λείπει είναι οι κίνδυνοι και οι απειλές. Ολόκληρη η ζωή  είναι τώρα ένας μακρύς,  και μάλλον ανώφελος αγώνας,   ενάντια στον δυνάμει παραλυτικό αντίκτυπο φόβων κι ενάντια στους πραγματικούς ή υποθετικούς κινδύνους που μας κάνουν να φοβόμαστε . Γίνεται καλύτερα αντιληπτή  ως μία διηνεκής δοκιμή στρατηγημάτων και μεθοδεύσεων  που μας επιτρέπουν να αναστέλλουμε , έστω και προσωρινά , τον επικείμενο χαρακτήρα κινδύνων.

            Σύμφωνα με τον David Altheide * « δεν είναι ο φόβος του κινδύνου ο πιο κρίσιμος αλλά αυτό στο οποίο μπορεί να μετατραπεί . Η κοινωνική ζωή αλλάζει  όταν οι άνθρωποι ζουν πίσω από τείχη, νοικιάζουν φύλακες, οδηγούν θωρακισμένα αυτοκίνητα, κουβαλούν ρόπαλα και περίστροφα και μαθαίνουν πολεμικές τέχνες».  Ο φόβος μάς κάνει να αναλαμβάνουμε αμυντική δράση , προσδίδει απτότητα και αξιοπιστία στις πραγματικές ή προσλαμβανόμενες απειλές  από τις οποίες, υποτίθεται, πως πηγάζουν οι φόβοι μας.  Ο φόβος ριζώνει στα κίνητρα και στους σκοπούς μας , κατασταλάζει στις πράξεις μας και διαποτίζει τις καθημερινές ρουτίνες μας . Κι εμείς ανυπεράσπιστοι απέναντί του ;  Μήπως να  σκεφτούμε αλλιώς ; […]

      Το μέλλον είναι άδηλο; Άλλος ένας καλός λόγος για να μην το αφήσετε να σας στοιχειώσει . Οι κίνδυνοι άγνωστοι ; Άλλος ένας καλός λόγος για να τους αφήσετε κατά μέρος . Μην αρχίζετε να ανησυχείτε για το πώς θα διασχίσετε εκείνη τη γέφυρα στο βάθος , πριν φτάσετε εκεί. Ίσως δεν την πλησιάσετε ποτέ ή ίσως η γέφυρα καταρρεύσει πριν την πλησιάσετε . Οπότε γιατί να ανησυχείτε από τώρα ; Καλύτερα να τηρείτε την πατροπαράδοτη συνταγή : carpe diem. Με απλά λόγια , χαρείτε τώρα , πληρώστε αργότερα . Ή , σύμφωνα με μια νεώτερη εκδοχή αυτής της παμπάλαιης σοφίας , νεόκοπη ευγενική χορηγία των εταιριών πιστωτικών καρτών : αφαιρέστε την αναμονή από την επιθυμία  ( απόσπασμα)

 

Σημειώσεις :

·         David Altheide   : Αμερικανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος

·         carpe diem :  φράση από ποίημα του Ορατίου, Ρωμαίου λυρικού ποιητή Σημαίνει  άδραξε  τη μέρα, εκμεταλλεύσου και απόλαυσέ την, ζήσε το παρόν

Ρευστός φόβος - Bauman Zygmunt , Εκδόσεις Πολύτροπον, 2017

Ο Ζίγμκουντ Μπάουμαν (Zygmunt Bauman,  1925 - 2017) ήταν επιφανής  Πολωνός κοινωνιολόγος, συγγραφέας και στοχαστής.  

 

 

  ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙ

 

                                                 Φάτσα στο φόβο

 

Οδυσσέας Ιωάννου

 

       Μία από τις  «ανακαλύψεις» που έχω κάνει με κόστος και τις φυλάω ως κόρην οφθαλμού, είναι πως ο φόβος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συναίσθημα ευθέως ανάλογο με την απόσταση που σε χωρίζει από αυτό που φοβάσαι.

          Τρέμεις όχι το γεγονός, αλλά την απόσταση που μικραίνει, το χρόνο που «μαζεύεται» σαν δρόμος και πλησιάζεις στο σημείο συνάντησης. Τις περισσότερες φορές τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από όσο φανταζόσουν. Σχεδόν πάντα, είναι λίγο καλύτερα.  Όταν λέω καλύτερα, εννοώ πως διαπιστώνεις ότι δεν είναι και τόσο ανίκητο εκείνο που φοβόσουν ή τέλος πάντων δεν είσαι εσύ τόσο αδύναμος μπροστά του. Επιπλέεις, ενίοτε κολυμπάς και κάποιες φορές νικάς κιόλας. Γιατί όταν φτάνεις εκεί, είσαι κι εσύ ένας άλλος πια, από φοβισμένος προβιβάζεσαι σε μαχητή.

       Μικρός, φοβόμουν τους αγορίστικους καβγάδες. Εκείνους τους τσαμπουκάδες που πάντα κατέληγαν σε αίματα, μύτες, στόματα, γόνατα. Στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, δύσκολα τους απέφευγες. Μετά την πρώτη μπουνιά τα πράγματα έπαιρναν το δρόμο τους… Δεν εξοικειώθηκα ποτέ αλλά τους απομυθοποίησα και λίγο.

       Μετά ήρθαν τα νοσοκομεία. Φίλοι, συγγενείς, προσωπικά, γιατροί, επεμβάσεις, χαμοί. Έλεγα πως δεν θα αντέξω να τρέχω για τέτοια. Έτρεξα μια χαρά! Πέθανε άνθρωπος στα χέρια μου, βρήκα καθαρό μυαλό να κάνω μια ύστατη προσπάθεια. Όσο μεγαλώνεις πλησιάζεις στα τυφλά σημεία. Δεν φαίνονται στις νεότερες ηλικίες. Το κέλυφος ραγίζει, το προστατευόμενο περιβάλλον γίνεται πιο «ευάερο» και, λίγο πριν αρχίσει να μπάζει από παντού, έχεις μεταμορφωθεί εσύ σε αγκαλιά-φύλακας για κάποιους άλλους. Και βλέπεις ότι μπορείς. Ή τουλάχιστον, βλέπεις ότι θέλεις.

    Πριν από τρία χρόνια, αν μου ζητούσες να τσεκάρω σε κουτάκια ποια από όσα ζούμε σήμερα δεν θα είχα το κουράγιο να αντιμετωπίσω, θα τα μάρκαρα σχεδόν όλα. Ακριβώς γιατί δεν θα είχα υπολογίσει την απόσταση. Οτι δεν θα γίνονταν σε μία νύχτα, αλλά θα έρχονταν σταδιακά και κάθε μέτρο που θα με πλησίαζαν, θα γινόμουν κι εγώ σταδιακά ένας άλλος, πιο ανθεκτικός, λιγότερο αιφνιδιασμένος, πιο έτοιμος να τα κοιτάξω στα μάτια. Είπαμε, μετά την πρώτη μπουνιά, τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους…

 

Οδυσσέας Ιωάννου ( ποιητής, συνθέτης και στιχουργός )  31/3/ 2013  www.enet.gr

 

  ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙΙ

 

 

Ζωή Καραπατάκη

 

 

Ο φόβος πάντα

Τη φωνή σου αλλάζει

Με ανέμου ριπές

Και με λάμψεις μετάλλου

Προσομοιάζει

Πιστεύεις πως έτσι

Πως μόνο έτσι η ζωή θα κυλάει

Στην άκρη να βάζεις

Στη λήθη να σπρώχνεις

Αυτό που πονάει

Στη νύχτα να πνίγεις

Τον καημό και το άλγος

Μην έρθει η μέρα

Και είσαι ένας άλλος

 

Μην έρθει η μέρα

 Κι  εσύ είσαι ένας άλλος

 

Ο παίκτης και το παίγνιο,  εκδόσεις Νησίδες, 2018

 

Η   Ζωή Καραπατάκη  φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών,  στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης.  Εργάστηκε ως φιλόλογος  στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση .

 

                                             ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α.  Να αποδώσετε συνοπτικά,  σε 60 περίπου λέξεις,  τις  επιπτώσεις  των φοβικών συναισθημάτων στον άνθρωπο , σύμφωνα με τις απόψεις του συγγραφέα του κειμένου  Ι και  τις  προτάσεις που  κάνει για την διαχείρισή  τους ;                            ( 15 μονάδες )

 

Β1.  Να επαληθεύσεις ή να διαψεύσεις, σύμφωνα με τα  κείμενα Ι και ΙΙ , τις παρακάτω διαπιστώσεις, γράφοντας δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση τη λέξη «Σωστό» ή «Λάθος» αντίστοιχα. Να δικαιολογήσεις την απάντησή σου  με αναφορές στα κείμενα

  1.       Σύμφωνα με το κείμενο Ι η αστάθεια των συνθηκών της σύγχρονης ζωής   επιτείνει τους ανθρώπινους φόβους
  2.      Στο κείμενο Ι διατυπώνεται η άποψη ότι οι συνέπειες του φόβου στην  κοινωνική ζωή  του ανθρώπου  είναι επουσιώδεις
  3.      Σύμφωνα με τον συγγραφέα του κειμένου ΙΙ  η αποστασιοποίηση από το αντικείμενο του φόβου αποδυναμώνει το αίσθημα του φόβου
  4.       Σύμφωνα με τον συγγραφέα του κειμένου ΙΙ η αλτρουιστική φροντίδα για τους άλλους συνιστά βήμα υπέρβασης των φόβων μας
  5.     Σύμφωνα με το κείμενο ΙΙ  η εξοικείωση με τους φόβους  συνιστά δείκτη  ωρίμανσης και ανάπτυξης για τον άνθρωπο

                                                                                    ( μονάδες 10)

 

Β2.  Στο κείμενο ΙΙ ο συγγραφέας  χρησιμοποιεί ύφος οικείο και 

προφορικό . Να καταγράψετε  τέσσερις   γλωσσικούς / 

 εκφραστικούς τρόπους μέσω των οποίων διαμορφώνεται αυτό το 

ύφος και  δικαιολογήσετε τις συγκεκριμένες επιλογές ως προς το 

επικοινωνιακό αποτέλεσμά τους

                                                                              ( μονάδες 15) 

Β3. α) Στο κείμενο 1  ο συγγραφέας  επικαλείται τις απόψεις του  Αμερικανού  κοινωνιολόγου David Altheide    . Με ποιο τρόπο οι απόψεις αυτές συνδέονται  με τις θέσεις του ;  β) Ο συγγραφέας στην τελευταία παράγραφο του κειμένου  Ι  προτείνει  τρόπους απεμπλοκής του ανθρώπου από τους φόβους που τον κατατρύχουν . Με ποιους τρόπους προσπαθεί να σας  πείσει; Θεωρείς ότι τελικά καταφέρνει να σας πείσει; Να δικαιολογήσετε  την απάντησή σας  αξιολογώντας την πειστικότητα του τρόπου ή των τρόπων που χρησιμοποιεί.

                                                                              ( μονάδες 15 ) 

 

Γ . Ποιο από τα ερωτήματα/ θέματα που θέτει το ποίημα θεωρείτε 

ως πιο σημαντικό ; Παρουσιάστε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το  ποίημα σε ένα κείμενο 200 περίπου λέξεων   ( 15  μονάδες )

 

Δ.  Να γράψετε ένα άρθρο στην ιστοσελίδα του σχολείου σας   στο  οποίο θα  παρουσιάζετε τους φόβους που θεωρείτε πως  αποτελούν,  για τους  περισσότερους νέους , ανασταλτικό παράγοντα για την ατομική και κοινωνική τους εξέλιξη  και θα προτείνετε τρόπους για την   διαχείρισή τους ή την  εξάλειψή τους . Μπορείτε να αξιοποιήσετε  στοιχεία από τα κείμενα αναφοράς  ( 350 – 400 λέξεις )        30 μ.

 

 

      ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ 

 



1. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως  κείμενο αναφοράς η  εικόνα που συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο που σας δίνω εδώ  , γιατί  για άγνωστους λόγους  δεν εμφανιζόταν ευκρινής 😇 

Το άρθρο είναι από το protagon και έχει τίτλο " τι φοβάται ο  σύγχρονος άνθρωπος "

 

2. Οι θέσεις του Αριστοτέλη για το φόβο εδώ 

 

3.  Εξαιρετικό άρθρο του Σ. Μανουσέλη , στην Εφημερίδα των  Συντακτών , για την βιοπολιτική του φόβου. Ο  φόβος ως  πλανητική στρατηγική . Πατήστε εδώ

 

4.  ένα εξαιρετικό άρθρο από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία , συνέντευξη δύο φιλοσόφων (  Κατρίν Μαλαμπού και  Μαρκ Κρεπόν ) , οι οποίοι  απαντούν σε ερωτήματα για τον φόβο  και το πώς αυτός μπορεί να γίνει μέσον υποταγής στις εξουσίες κάθε είδους 

 

 

Βίκυ Τσιώρου , Ελευθεροτυπία,  14/11/ 2009

             «Με τον φόβο υποδουλώνεται ο άνθρωπος»

 

Ο φόβος κατακλύζει τις κοινωνίες μας. Υπάρχει ο φόβος του θανάτου, ο φόβος μη χάσεις την εργασία σου, ο φόβος να μην καταφέρεις να βγάλεις πέρα τον μήνα, ο φόβος της εγκατάλειψης, ο φόβος για το μέλλον των παιδιών σου, ο φόβος για τη νέα γρίπη... Τι είναι τελικά ο φόβος; Και μήπως, μέσω του φόβου, οι άνθρωποι υποτάσσονται σε αυταρχικά καθεστώτα και πάσης φύσεως εξουσίες;

Δύο φιλόσοφοι απαντούν σ' αυτά τα ερωτήματα, στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν»: η Κατρίν Μαλαμπού και ο Μαρκ Κρεπόν.

Κ.Μ.: «Θα επέλεγα ως εμβληματική εικόνα του φόβου μια σκηνή της ταινίας "Η Λάμψη", του Κιούμπρικ. Αυτή που ο Τζακ Νίκολσον σπάει με ένα τσεκούρι την πόρτα του μπάνιου, μέσα στο οποίο είχε καταφύγει η γυναίκα του. Αυτό που με εκπλήσσει είναι πως σε αυτή την εικόνα δεν υπάρχει κάτι απρόσμενο: είναι η εικόνα που έχει χρησιμοποιηθεί για τη διαφήμιση της ταινίας και βρίσκεται έξω από κάθε κινηματογραφική αίθουσα, σε εφημερίδες και περιοδικά. Πριν ακόμη δει κανείς την ταινία, όλοι γνωρίζουν πως θα δουν αυτή τη σκηνή. Παρόλο που ξέρουμε, όμως, πως θα τη δούμε, όταν την βλέπουμε στην οθόνη, μας φοβίζει πολύ. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του φόβου, και η διαφορά του με το άγχος, γιατί το άγχος δεν προέρχεται αναγκαστικά από κάτι γνωστό. Αντίθετα, πολύ συχνά μάλιστα, αισθανόμαστε φόβο για κάτι που γνωρίζουμε πολύ καλά, που περιμένουμε να συμβεί».

Μ.Κ.: «Θα διέκρινα μια διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις εικόνες φόβου που μας επιβάλλονται, με τυχαίο τρόπο, ανάλογα με την επικαιρότητα και ο φόβος που μας προκαλούν δεν φαίνεται να είναι άμεσος και σ' εκείνες που προβάλλονται για να προκαλέσουν. Οι πρώτες εικόνες προκαλούν φόβο, χωρίς να έχει συμβεί κάτι συγκεκριμένο σε αυτόν που τις βλέπει, αλλά προβάλλονται καλά μελετημένες γι' αυτόν τον σκοπό. Οπως, παραδείγματος χάριν, οι εικόνες των "λαθρομεταναστών", αυτών που εκδιώχθηκαν πρόσφατα από τα πρόχειρα στρατόπεδά τους στο Καλέ, που με κατατρύχουν. Αυτό που αντανακλούσαν τα πρόσωπα και τα δάκρυά τους, απέναντι στις αστυνομικές δυνάμεις, ήταν σαφώς φόβος γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί, ένας φόβος για το μέλλον, σαν και αυτόν που αντιμετωπίζουν όσοι μαθαίνουν από τη μια μέρα στην άλλη πως κλείνει το εργοστάσιο στο οποίο δουλεύουν. Κι έπειτα υπάρχουν και οι εικόνες που υποβάλλονται με μεγάλη επιμέλεια, για να ξυπνήσουν ή να συντηρήσουν τον φόβο, και συμβάλλουν στην ενορχήστρωση και την καλλιέργειά του. Ο πειρασμός είναι μεγάλος για τις κυβερνήσεις να κάνουν χρήση και κατάχρηση αυτών των εικόνων σε όλους τους τομείς, ακόμη και σε αυτόν της υγείας».

Ο φόβος ως θέμα απασχόλησε λιγότερο απ' ό,τι το άγχος τους φιλοσόφους. Γιατί;

Μ.Κ.: «Οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, στη σημασία που δόθηκε από τους τρεις μεγάλους φιλοσόφους του άγχους: τον Κίρκεγκαρντ, που δημοσίευσε το 1844 την "Εννοια του άγχους", τον Χάιντεγκερ, που το άγχος ήταν το κύριο θέμα στο "Είναι και Χρόνος" (1927) και τον Φρόιντ, που δημοσίευσε του 1926 το "Απαγόρευση, Σύμπτωμα και Αγχος". Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, το άγχος "βγαίνει" από το πεδίο της ψυχολογίας και ανοίγει ένα νέο πεδίο έρευνας, ενώ ο φόβος φαίνεται να προκύπτει περισσότερο από πιο κλασικές αναλύσεις».

Κ.Μ.: «Στη φιλοσοφία, είναι αλήθεια πως ο φόβος δεν έχει καλή εικόνα. Ας θυμίσουμε τον διαχωρισμό, που έγινε γνωστός από τον Χάιντεγκερ, μεταξύ άγχους και φόβου. Ο φόβος έχει ένα αντικείμενο. Ξέρουμε πάντα τι φοβόμαστε, ενώ το άγχος δεν έχει αντικείμενο, είναι απροσδιόριστο. Ο Χάιντεγκερ δηλώνει πράγματι πως "το άγχος δεν γνωρίζει τι το αγχώνει". Είναι η αίσθηση του τέλους, σαν όλα να κλυδωνίζονται, όλα να χάνονται, σα να μαυρίζουν τα πάντα γύρω σου, να στεγνώνει ο λαιμός, να αισθάνεσαι άσχημα και να μην ξέρεις γιατί».

Γιατί το άγχος στη φιλοσοφία παίρνει τόση αξία;

Κ.Μ.: «Γιατί το άγχος έχει νόημα. Σε θέτει απέναντι στο ουσιώδες, στρέφεσαι προς αυτό που μετρά, όταν όλα τα αντικείμενα έχουν χαθεί. Το άγχος είναι μεταφυσικό, σε αντίθεση με τον φόβο. Αυτός φαίνεται να μην έχει νόημα. Η γυναίκα στο μπάνιο στην ταινία "Ψυχώ", δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την ελευθερία να αγχωθεί για την ύπαρξή της σε αυτόν τον κόσμο, ουρλιάζει γιατί βρίσκεται μπροστά στον θάνατο. Η "κακή εικόνα", λοιπόν, που παρουσιάζει ο φόβος στη φιλοσοφία, οφείλεται στην απουσία της απόστασης, στη σχέση με το αντικείμενο από το οποίο αφαιρεί κάθε ελευθερία. Μπορούμε να πούμε πως ο φόβος μάς κάνει να σκεφτόμαστε, αφού μιλάμε γι' αυτόν. Ναι, αλλά μιλάμε γι' αυτόν, γιατί τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, δεν φοβόμαστε. Ο φόβος, σε αντίθεση με το άγχος, μας εμποδίζει να σκεφτούμε».

Κ.Μ.: «Ο Φρόιντ λέει πως το ασυνείδητο δεν πιστεύει στο θάνατο, στο μέτρο που δεν διαθέτουμε κανέναν τρόπο να τον αναπαραστήσουμε. Η μόνη εικόνα που θα μπορούσαμε να είχαμε είναι αυτή του χωρισμού. Μπορείς να σκεφτείς τον θάνατό σου σαν έναν χωρισμό από τον εαυτό σου. Το πραγματικό αντικείμενο του θανάτου είναι σίγουρα η απώλεια, ο ακρωτηριασμός. Πιστεύω, όμως, πως μόνο ένας φόβος υπάρχει: ο φόβος του θανάτου. Αλλά, δεν θα μάθουμε ποτέ τι είναι πιο τρομακτικό: η προοπτική του δικού μας θανάτου ή ο θάνατος του άλλου».

Υπάρχουν νέες μορφές φόβου ή νέοι φόβοι, άγνωστοι μέχρι πρότινος...

Μ.Κ.: «Ναι, υπάρχουν νέοι φόβοι σε όλους τους τομείς: φόβος για την υγεία μας, με την εμφάνιση νέων ιών και ασθενειών, φόβος των κλιματικών αλλαγών, φόβος των διεθνών σχέσεων με τις νέες εντάσεις σε διάφορες περιοχές. Οσον αφορά τις νέες τεχνολογίες, θέλω να ομολογήσω έναν δικό μου φόβο, που προέρχεται από τις όλο και περισσότερες συσκευές, με τις οποίες αρματώνονται, κυρίως οι έφηβοι, (κινητά τηλέφωνα, ipod...), που θέτουν σε κίνδυνο τις μορφές μάθησης και το άνοιγμα στον κόσμο, που γίνεται με την υπομονετική ανάγνωση, την παρατήρηση των πραγμάτων, τον διάλογο και κυρίως αυτή τη διαθεσιμότητα για τον άλλον, η οποία αποκλείεται όταν έχουμε τα αυτιά μας βουλωμένα με ακουστικά και τα δάκτυλα να πιέζουν νευρικά τα κουμπιά ενός μηχανήματος».

Ο φόβος έχει και μια πολιτική διάσταση. Μπορεί να αποτελέσει μια μορφή διακυβέρνησης;

Κ.Μ.: «Ο φόβος είναι όντως ένας τρόπος να κάνεις τους ανθρώπους υπάκουους, ακόμη και να τους εξευτελίσεις, και είναι φυσικά ένα σημαντικό ουσιαστικό βοήθημα ολιγαρχικών καθεστώτων. Θυμάμαι ένα σημείο του "1984", του Οργουελ, που οι φυλακισμένοι, για να ομολογήσουν και να αλλάξουν συμπεριφορά, τίθενται αντιμέτωποι με αυτό που φοβούνται περισσότερο. Για τον ήρωα του βιβλίου, αυτό που τον φοβίζει είναι οι αρουραίοι. Και επίσης υπάρχει η εικόνα του σκλάβου στον Χέγκελ. Οποιος φοβάται, συμπεριφέρεται σαν σκλάβος. Στην "Φαινομενολογία του Πνεύματος", κύριος του εαυτού του είναι εκείνος που δεν φοβάται να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του, είναι πρόθυμος να πεθάνει για την ελευθερία του. Αντίθετα, ο σκλάβος τρέμει για τη ζωή του και δέχεται, προκειμένου να παραμείνει ζωντανός, το καθεστώς του δούλου. Αυτό έχει μια πολιτική έννοια, βεβαίως, αλλά και ψυχική. Ο φόβος ταπεινώνει».

Μ.Κ.: «Φυσικά ο φόβος έχει πολιτική διάσταση. Μάλιστα κάποτε μιλούσαμε για το ότι ο φόβος αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δημοκρατίες και στα αντίθετα με αυτές πολιτικά καθεστώτα. Ενώ οι δικτατορίες, τα ολιγαρχικά καθεστώτα στηρίζουν την εξουσία τους στο φόβο που ασκούν στους πολίτες, οι δημοκρατίες υποθέταμε πως δεν είχαν ανάγκη να βασιστούν σ' αυτόν για να κυβερνήσουν. Ομως αυτή η διαχωριστική γραμμή γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, για να μην πω πως γίνεται θολή. Ανίκανοι να ανακουφίσουν τις μορφές ανασφάλειας που πλήττουν μαζικά τους πολίτες (ελαστικοποίηση της εργασίας, ανεργία...), οι κυβερνήσεις επικεντρώνουν τη δράση τους σε αυτό που ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman ονομάζει "στόχους υποκατάστασης", τους μικροεγκληματίες, τους "αλήτες" και τελικά τους ξένους. Το να ανησυχούν το εκλογικό σώμα, το να παίζουν με τα συναισθήματά τους, το να τροφοδοτούν τους φόβους τους, αποτελεί πια μια εύκολη συνταγή για τις προεκλογικές τους εκστρατείες, καθώς δεν έχουν να προσφέρουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας».

Μπορεί ο φόβος να φανεί κάπου χρήσιμος στον άνθρωπο;

Μ.Κ.: «Σε αντίθεση με το άγχος, ο φόβος -όπως είπαμε- γνωρίζει το αντικείμενό του, αλλά συχνά δεν το γνωρίζει καλά. Γι' αυτό μας δημιουργεί τόσο άγχος και παραλύει τη δράση μας. Αλλά δεν ισχύει πάντα αυτό. Αντίθετα, μπορούμε να προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε καλύτερα και να αντιδράσουμε θετικά, λόγω του φόβου μας. Είναι θεμιτό να φοβόμαστε για την υγεία, τη δική μας και των συγγενών μας, για τις κλιματικές αλλαγές, για την εξέλιξη του κόσμου και των σχέσεων των υπερδυνάμεων. Αλλά είναι ζωτικής σημασίας και το να μπορέσουμε να κατανοήσουμε βαθιά το αντικείμενο όλων των φόβων μας. Το στοίχημα αυτού του γνωστικού διαβήματος μας επιτρέπει να επιδράσουμε πάνω στα συναισθήματά μας με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να συμβάλουν σε αυτό που είναι ο στόχος κάθε κουλτούρας: η επινόηση από τον καθένα, και για όλους, της δικής του μοναδικότητας. Σε όποιον με ρωτά "σε τι χρησιμεύει η Φιλοσοφία;", συχνά θέλω να απαντήσω πως σκοπός της είναι να βρίσκεται στους αντίποδες της υποδούλωσης, του ψεύδους και του τρόμου».

 

5.  Και βέβαια ο Ε. Παπανούτσος - σταθερή αξία 😉-  στο " Δίκαιο 

της Πυγμής " : 

 


             Ανάμεσα στο φόβο και στην ελπίδα μοιράζεται — αλίμονο ! — του ανθρώπου η ζωή. Κοντά στους άλλους ορισμούς θα μπορούσε να του δώσει κανείς και αυτόν τον πολύ σύντομο, άλλα περιεκτικό: έμφοβο ον πού δεν κουράζεται να ελπίζει. Γιατί σε οποιαδήποτε ηλικία κι’ αν βρίσκεται, όποια κι’ αν είναι η ιδιοσυγκρασία και η αγωγή του, οσαδήποτε οικονομικά μέσα και επαγγελματικά εφόδια κι’ αν διαθέτει — ο άνθρωπος φοβάται. Και ταυτόχρονα ελπίζει. Φοβάται τα πάντα. Από τα φυσικά απρόοπτα: τη φωτιά, την καταιγίδα, το σεισμό, και τα φυσικά αναπόφευκτα: την αρρώστια, τα γεράματα, το θάνατο, έως τα κοινωνικά δεινά, τα άλλο τόσο απρόοπτα και αναπόφευκτα: τον παραμερισμό και τη φτώχεια, την κλοπή και τη δολοφονία, το φθόνο και τις διώξεις.  Εντούτοις δεν τον εγκαταλείπει ποτέ η ελπίδα ότι θα βρεθεί τρόπος, έστω και την τελευταία στιγμή, να διαφύγει τον κίνδυνο, και αν όχι να σωθεί από το μοιραίο, τουλάχιστο να μαλακώσει τα πλήγματά του. Και δεν παύει να ελπίζει, ακόμα και την ώρα που το παιχνίδι φαίνεται χαμένο, ότι δεν θα του λείψουν αυτά που απόκτησε, ή ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά: θα ζήσει πολύ, θα σταδιοδρομήσει, θα απολαύσει τους κόπους του, θα χαρεί τη φιλία, τον έρωτα, την αναγνώριση.

             Ο φόβος είναι έμφυτος. Καταδυναστεύει όλα τα ζωντανά πλάσματα. Αλλά συνάμα τους προσφέρει και μια πολύτιμη υπηρεσία: τα κρατάει άγρυπνα, τα παρακινεί και τους δίνει τη δύναμη ή να πολεμήσουν για ν’ αλλάξουν τους δυσμενείς όρους που απειλούν τη ζωή τους, ή να σωθούν με τη φυγή (ή την απόκρυψη) από ακαταμάχητους εχθρούς. Δεν υπάρχει  όμως στον κόσμο άλλο ζώο που να φοβάται, να τρέμει σε τέτοιο βαθμό και για τόσα πράγματα (παράδοξα πολλές φορές και ασήμαντα) όσο ο άνθρωπος. Απόδειξη το πλήθος και ή απερίγραπτη ποικιλία των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών του. Θα περίμενε κανείς ότι η εξέλιξη της διάνοιας και ή κοινωνική πρόοδος θα τον έκαναν λιγότερο ευαίσθητο στις παρορμήσεις αυτού του αρχέγονου ένστικτου.
             Το αντίθετο συμβαίνει- όσο περισσότερο αναπτύσσεται και προχωρεί στη γνώση, τόσο στυγνότερα τον βασανίζει ο φόβος — μόνο που, επειδή μαζί με τον πολιτισμό προκόβει και η τέχνη του να κρύβει με διάφορα προσωπεία τις διαθέσεις του, δεν τον δείχνει. Ο διορατικός οξύτερα σκεπτόμενος και ο πολυμαθέστερος άνθρωπος είναι πιο πολύ εκτεθειμένος στο φόβο από τον επιπόλαιο, τον απερίσκεπτο και τον αμαθή. Ακριβώς γιατί προβλέπει τους κινδύνους που επέρχονται, και ξέρει πόσο αξίζουν, πόσο μπορούν να είναι αποτελεσματικά τα μέσα που διαθέτει για την προστασία του, ενώ ό μικρόνους ησυχάζει με τη μωρία και την κενότητά του.

            Μόνο η άγνοια φαίνεται ότι δίνει σιγουριά στον άνθρωπο· η γνώση φέρνει την αβεβαιότητα και τρέφει το φόβο. Γι’ αυτό το λόγο το παιδί φοβάται λιγότερο από τον ενήλικο, και ο διανοητικά καθυστερημένος λιγότερο από τον ευφυή.

           Είναι λάθος να νομίζομε ότι φόβος και δειλία πηγαίνουν πάντοτε μαζί, ότι δηλαδή μόνο οι από ιδιοσυστασία δειλοί φοβούνται. Το φόβο γνωρίζουν, από το φόβο υποφέρουν ακόμα και οι γενναίοι. Οι μαρτυρίες που έχομε από εξομολογήσεις και απομνημονεύματα ποντοπόρων, πολεμιστών, εξερευνητών, τολμηρών γενικά ανθρώπων που έχουν καταπλήξει με τα κατορθώματά τους, επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια.           

           Απ΄την άλλη μεριά οι άνθρωποι  στην ελπίδα παραδίνονται χωρίς ανασχέσεις· οι επιπόλαιοι και οι άκριτοι, οι διανοητικά ανώριμοι· όλα τα περιμένουν από τις υποσχέσεις που δίνει η φαντασία στις επιθυμίες τους. Οι «μυαλωμένοι», αυτοί που στέκονται και με τα δύο τους πόδια απάνω στην πραγματικότητα, είναι στις ελπίδες τους φειδωλοί, επιφυλακτικοί, μετρημένοι. Για να βεβαιωθούμε, ας προσέξουμε ένα πασίγνωστο γεγονός, ότι ανάμεσα στους φανατικούς πελάτες των γραφείων στοιχημάτων, λαχείων και τυχερών παιχνιδιών τον μεγάλο, τον πολύ μεγάλο αριθμό αποτελούν αυτοί που θυσιάζουν στην πιο ελκυστική μορφή ελπίδας, στην ελπίδα του δίχως κόπους κέρδους, ακόμα και τις λιγοστές υλικές και διανοητικές δυνάμεις τους. Το λάθος τους δεν είναι απλώς ότι δίνουν αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία στον παράγοντα «τύχη», άλλα κυρίως ότι υπερθερμαίνονται από μιαν αλόγιστη ελπίδα και αφήνονται με απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ακροβασίες της φαντασίας τους. 

            Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτή την τυραννία της ελπίδας με την αισιοδοξία και να νομίζουμε ότι ο απαισιόδοξος είναι άνθρωπος χωρίς ελπίδες. Τέτοιος ανθρώπινος τύπος αμφιβάλλω αν υπάρχει. Όλοι έχουμε λίγο ως πολύ τις ελπίδες μας. Και μ’ αυτές αναπνέουμε  και ζούμε. Με τη διαφορά ότι άλλοι στηρίζουν τις προσδοκίες τους στον έλεγχο τον δεδομένοι και αισιοδοξούν εάν αυτά ευνοούν τις ελπίδες τους, ενώ άλλοι δεν εννοούν με κανένα τρόπο να ψαλιδίσουν τα φτερά των ελπίδων τους, ακόμα και όταν μια πρόχειρη άλλα προσεχτική εκτίμηση των περιστάσεων επιβάλλει την υποστολή τους, επειδή η επιθυμία τους τρέχει γρηγορότερα από την κρίση τους.

        Αυτοί είναι που ονομάζουν απαισιόδοξους τους «ρεαλιστές», εκείνους που έχουν πολλές φορές αναμετρηθεί με τις δυσκολίες των πραγματοποιήσεων και επειδή άλλες τόσες φορές διαψεύστηκαν στις ελπίδες τους από την απρόοπτη παρεμβολή παραγόντων πού δεν μπαίνουν (ή μόνο εν μέρει μπαίνουν) υπό έλεγχο, κινούν μελαγχολικά το κεφάλι τους και δηλώνουν ότι «σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τρέφουν πολλές ελπίδες».

         Της ελπίδας λοιπόν αναίρεση είναι όχι η απαισιοδοξία, άλλα η απελπισία, η απόγνωση. Που κι’ αυτή (όπως η απαισιοδοξία) δεν είναι ποτέ καθολική και ριζική, γιατί χωρίς την ελπίδα ο ψυχικός οργανισμός χάνει το οξυγόνο του και πεθαίνει από ασφυξία.

 

«Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975)