Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Μια υπέροχη φιλολογική παρέα




Η Αγάθη Γεωργιάδου, σχολική σύμβουλος φιλολόγων Ανατολικής Αττικής, έφτιαξε μια  ομαδοσυνεργατική πλατφόρμα (wiki) όπου ανεβάζει  εξαιρετικά χρήσιμο υλικό για τα φιλολογικά μαθήματα και του Γυμνασίου και του Λυκείου ( οδηγίες, ppt, υλικό και πολλά άλλα!)

 Απλόχερα και  δοτικά μας το προσφέρει σε ένα χώρο που θα εμπλουτίζεται συνεχώς και είναι ανοιχτός στη συμμετοχή των αναγνωστών, στα σχόλιά τους και στις προτάσεις τους!

Πολύ την ευχαριστούμε !

  Μπορείτε να το δείτε πατώντας εδώ



Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

"Αγάπα με"


Κάθε φορά που μελετάμε στη Λογοτεχνία της  Θεωρητικής τη σχέση του Γιωργή Βιζυηνού με τη μητέρα  του λέμε για τις αγιάτρευτες πληγές...

Με αφορμή αυτό να δούμε πως  αυτό το ταραγμένο σύμπαν της σχέσης μάνας και παιδιού καταγράφεται με συγκλονιστικό τρόπο και  στο έργο της Μαργαρίτας Καραπάνου…

Η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Ήταν κόρη της πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέα Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του ποιητή και δικηγόρου, Γιώργου Καραπάνου. Η μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη είχε την κακή ιδέα να της δώσει το δικό της όνομα. Και μπορεί ο Σικελιανός –φίλος στενός της Λυμπεράκη- να αστειευόταν και να μιλούσε για «πνευματική δυναστεία», όμως η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε χωρίς δικό της όνομα. Ανάμεσα σε «ιερά τέρατα». Ο θείος της Γιάννης Μόραλης, η θεία της Αγλαΐα Λυμπεράκη η γλύπτρια και το Παρίσι στην δεκαετία του ’60 ,ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Καμύ, ο Πικάσο.  Στο Παρίσι βρέθηκε όταν η μητέρα της χώρισε και πήρε τη 13χρονη κόρη της μαζί της ( κάτι που στη ίδια τη Μαργαρίτα Καραπάνου δεν άρεσε καθόλου. Έχασε τις  φίλες της, τη γιαγιά της και τη νεανική της ξεγνοιασιά…).
Λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της: Ο Καμύ ερχόταν στο σπίτι μας για να φάει με την μητέρα μου και μου έλεγε «κακομοίρα Μαργαρίτα είσαι στο σκοτεινό Παρίσι και όχι στο φως της Αττικής». Μου το έλεγε κάθε βράδυ αυτό.» Εκεί αλλά και σε όλη τη ζωή της έζησε κάτω από τη σκιά της μητέρας της, πασχίζοντας άδικα να κόψει τον ομφάλιο λώρο…
Η Ρίτα Λυμπεράκη στο Παρίσι

Στα 15 της χρόνια θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα ζει με τη συνεχή έλλειψη της ανεξάρτητης μητέρας της ·  μια σχέση αγάπης και μίσους · μια σχέση που η έφηβη Μαργαρίτα προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή μέσα από τη συνεχή αλληλογραφία με την πάντα πολυάσχολη και κοσμοπολίτισσα μητέρα της…

Αυτές οι  επιστολές θα εκδοθούν λίγες μέρες πριν το θάνατό της , το 2008: «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς: Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου».

  Πρόκειται για  ένα βιβλίο που υπογράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, προσφέροντάς μας πια την ανάγνωση μιας συγγραφέως, καρδιακής φίλης και ειδικού. Είναι ένας  τόμος με 117 γράμματα που της έστειλε η μητέρα της από το Παρίσι. Πρόκειται λοιπόν για ένα επιστολικό βιβλίο, επιστολές με χιούμορ, ευαισθησία, αγωνίες, τύψεις, σκοτάδια, φως και έντονους ψυχικούς κραδασμούς, που αφηγούνται και αναπλάθουν μια συγκλονιστική ιστορία. Τα γράμματα εμπιστεύθηκε η ίδια η Μαργαρίτα Καραπάνου στη Φωτεινή Τσαλίκογλου.
( Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πα­νεπιστήμιο και με την Μαργαρίτα Καραπάνου έκαναν παρέα. Οι θαμώνες της Τσακάλωφ τις θυμούνται επί χρόνια να πίνουν μαζί το καφεδάκι τους- οι συνομιλίες έχουν καταγραφεί μάλιστα στο βιβλίο «Μήπως», όπου εναλλάσσονται οι ρόλοι της φίλης, της ψυχοθεραπεύτριας και της συγγραφέως.)




«δεν μπορώ χωρίς εσένα, μου λείπεις, γράφε μου, γράφε μου», γράφει στη μητέρα της  που φαίνεται να μη της δίνει τόση αγάπη όσο η ίδια είχε ανάγκη…
Και η μητέρα της κάποια στιγμή γράφει: «Σε παρακαλώ, μην ξαναστείλεις εξπρές ούτε τηλεγράφημα- εκτός κι αν είναι κάτι επείγον- γιατί με ξυπνάνε στις επτά το πρωί και, όπως ξέρεις, αυτό μου χαλάει τη διάθεση»…..

Με τα προηγούμενα δεν θέλω να πω πως η Λυμπεράκη δεν αγαπούσε την κόρη της. Όμως σίγουρα δεν είχε βρει  τον τρόπο να της δώσει την αγάπη που είχε ανάγκη. Κι απ’ την άλλη την έπνιγε με την πληθωρική παρουσία της.

“Δυο πράγματα έχω σταθερά στη ζωή, τη θάλασσα και την κόρη μου”, έλεγε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, η κόρη της, Μαργαρίτα Καραπάνου, έγραφε: “Η μητέρα μου κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά. Όταν ήμουν παιδί, μου έδειχνε τα άστρα. "Είναι δικά μου", μου έλεγε. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, περπατούσαμε μ' έναν άντρα στο δρόμο. "Είναι δικός μου", μου έλεγε”.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ιστορία παράξενη και παράδοξη, όπως είναι οι ιστορίες των μοναδικών σχέσεων στη ζωή μας. Μια ιστορία αγάπης και πάθους όπου ο «έρωτας» εναλλάσσεται με την εγκατάλειψη, η τρυφερότητα με την απόγνωση και το φόβο, η λατρεία με την απόρριψη, η επιθυμία συγχώνευσης με την ανάγκη διαφοροποίησης.

Τρεις γενιές γυναικών. Η Σαπφώ Φέξη με την κόρη της Μαργαρίτα Λυμπεράκη και την εγγονή της Μαργαρίτα Καραπάνου

Βαθιά αποκαλυπτικό για τη σχέση μητέρας και κόρης είναι  και το βιβλίο της : «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» το 2008.Πρόκειται για το συγκλονιστικό  ημερολόγιο της Καραπάνου. Κείμενα που ξεκινούν το 1959, απ το Παρίσι, με τη Μαργαρίτα 13χρονη και τελειώνουν το 1979, στην Αθήνα..
 
 Η μεστή και ολοκληρωμένη γραφή της Μαργαρίτας Καραπάνου φτάνει στο απόγειο της ωριμότητάς της στο τελευταίο της βιβλίο "Μαμά" που απευθυνόταν στη νεκρή  -από το 2001- πια μητέρα της . Στο κείμενο αυτό η φιγούρα της μητέρας εμφανίζεται εξιδανικευμένη, απρόσιτη, μαγική και καταπιεστική, κτητική και απορριπτική, ποθητή και τρομαχτική συγχρόνως." Η αμφιθυμία της κόρης εκφράζεται εδώ απρόσκοπτα, καθώς επιθυμεί αφ` ενός την παντοτινή ένωση με την μητέρα ως άμυνα στο φόβο του θανάτου και αφ` ετέρου τον πλήρη αποχωρισμό από αυτήν, για να μπορέσει να υπάρξει αυτόνομα, να «γεννηθεί» επιτέλους σαν ξεχωριστή προσωπικότητα." Η όμορφη, πετυχημένη, ανεξάρτητη μητέρα μοιάζει το ανέφικτο πρότυπο για την κόρη, που νιώθει ανεπαρκής σαν γυναίκα στην αιώνια σύγκριση μαζί της.

Η σχέση της Καραπάνου με τη μητέρα της βγαίνει σε όλα τα βιβλία της με  την ίδια  πάντα κραυγή, «ΑΓΑΠΑ ΜΕ!»
Η Μαργαρίτα στο Παρίσι με το σκύλο Πονπόν ντε Μαλβό! «Ήταν κόμης! Τον αγαπούσα πολύ, αλλά εκείνος προτιμούσε τη μαμά μου! Το έσκαγε από το δωμάτιο μου και πήγαινε στο δικό της. Εντέλει έγινε δικός της.»


Μια ανάμνηση - όνειρο από την ίδια τη Μαργαρίτα, που αφορά πάλι  τη μητέρα της:
«Λατρεύαμε και οι δυο τη θάλασσα. Μου έμαθες να κολυμπάω. Είδα ένα όνειρο τη νύχτα που πέθανες: Ήσουν πολύ νέα και χαιρετιόμαστε από δυο όχθες, η θάλασσα στη μέση, και τότε η θάλασσα σηκώθηκε πολύ ψηλά και χωρίστηκε στα δυο σαν την ιερή θάλασσα του Μωυσή. Τρέξαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μου είπες: «Είμαι η θεά της θάλασσα κι εσύ η κόρη της θάλασσας. Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει, ούτε η θάλασσα η ίδια».

Και αλλού:
«Μια μέρα με πήρες από το χέρι με το δάχτυλό σου τεντωμένο και μου έδειξες τη γη και τον ουρανό. Ολα αυτά είναι δικά μου μού ψιθύρισες συνωμοτικά, αλλά μην το πεις όμως σε κανέναν. Γι αυτό με φοβούνται, γιατί το ξέρουν. Όταν πεθάνω, θα είναι όλα δικά σου. Θα τρέμει η γη με το πέρασμά σου και θα μουγκρίζει ο ουρανός. Τα άστρα θα τρεμοσβήνουν μόνο για σένα και ο Θεός ακόμα θα σε φοβάται. Γράψε! Γράψε! Μόνο έτσι θα τα κατακτήσεις όλα αυτά. Εν αρχή ην ο λόγος νυν και αεί».

Η Μαργαρίτα έχει υποστεί κρίση κατάθλιψης ήδη στα 20 της χρόνια, φαίνεται πως τραυλίζει απελ­πιστικά και αρχίζει ψυχανάλυση." Μο­νάχα όταν μπαίνω στο γραφείο του ψυχαναλυτή υπάρχω», λέει. Σε ηλικία 24 ετών κλείνεται στο σπίτι της και δε θέλει να δει άνθρωπο. Οι γιατροί διαγιγνώσκουν μανιοκατάθλιψη. Ακολουθούν φάρμακα εγκλεισμός σε ιδρύματα και φυλακές, απόρριψη, ντροπή, πόνος. Η μητέρα της επιστρέφει και είναι δίπλα της στην ασθένεια. Η πληγή όμως της εγκατάλειψης και της απουσίας, το σκοτεινό Παρίσι και ο κύκλος των χαμένων ποιητών, που έχει κλείσει απέξω τον αττικό ήλιο, τις φίλες και τα χαμένα γιασεμιά της εφηβείας, δεν μπορεί να επουλωθεί εύκολα. Τα φάρμακα απλώς κοιμίζουν ή σε κάνουν να ξεχνάς. “Μόλις μου βγάζανε τον ορό, έτρεχα στο τραπέζι και έγραφα. Τότε έγραψα το “Ναι”. Αυτό το βιβλίο μού έσωσε την ζωή”, εξομολογήθηκε κάποτε σε  συνέντευξή της.

- Ποιον είχατε στο πλευρό σου τα πρώτα χρόνια της αρρώστιας; ερωτήθηκε σε συνέντευξη της από το Σταύρο Θεοδωράκη

« Την μητέρα μου, από την ώρα που αρρώστησα δεν έφυγε από δίπλα μου. Τότε με αγάπησε. Τότε μόνο. Άφησε τα πάντα, τους φίλους της, τις σχέσεις της, τα πάντα».

- στα βιβλία σας βγαίνει λατρεία, αλλά βγαίνει και θυμός.

 «Μεγάλος θυμός, αλλά και λατρεία, αυτά τα δυο είχα για την μητέρα μου.»

- Ο πατέρας σου;
  " ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, αλλά ήταν ένας play boy, δεν τον έβλεπα πολύ. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 8 μηνών και τον έβλεπα πάντα σαν ένα πρίγκιπα. Έπαιζε συνεχώς στις κούρσες και μια φορά θυμάμαι πήρε την γιαγιά μου και της είπε «Σαπφώ έχασα το σπίτι στην Εκάλη». Και λέει η γιαγιά μου, «τι έγινε κάηκε»; «Όχι το έπαιξα στις κούρσες».

Ο θαυμασμός και η λατρεία προς τη μη­τέρα, ωστόσο, συνεχίζουν αμείωτα. Η Μαργαρίτα περιμένει τη Ρίτα να έρ­θει απ' το Παρίσι ως δώρο εξ ουρα­νού, ζουν μαζί, πάνε στον ψυχίατρο μία τουλάχιστον φορά μαζί, και δια­κοπές μαζί, όπου τα περνάνε «απί­θανα». Το αδιέξοδο δεν λέγεται ρητά αλλά υποφώσκει. Θα εκδηλωθεί όταν για πρώτη και τε­λευταία μάλλον φορά η Μαργαρίτα αποφασίζει να εργαστεί. Η δουλειά, πολύ προνομιακή: νηπιαγωγός στο εναλλακτικό σχολείο του ζεύγους Γουδέλη στην Αθήνα. Προσπαθεί να   υποκαταστήσει την αγάπη της φυσικής οικογένειας με μια κατ’ επιλογή..Γράφει «Έχω μια οικογένεια τώρα, έναν πυ­ρήνα αγάπης. Ο κύριος Γουδέλης εί­ναι θαυμάσιο πλάσμα, η κυρία Γου­δέλη επίσης. Τους αγαπώ και τους δυο πολύ, σαν πατέρα και μητέρα. Κι αυτοί με αγαπούν, έτσι πιστεύω. Τι ευτυχία να νιώθεις ότι σ' αγαπούν! Και η Ρίτα με αγάπησε πολύ. Ποτέ όμως δεν ένιωσα ότι ανήκω σε μια ομάδα, σε μια φυλή» ( Ρίτα, η  μητέρα της)

Εν τω μεταξύ η τελευταία εγγραφή του ημερολογίου, Νοέμβριος 1970, είναι σπαρακτική: «Μοναξιά έντονη σήμερα, οδυνηρή, πνιγηρή, επώδυνη. Δεν αντέχω άλλο. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα. Κι αυτό που με πονάει περισσότερο απ' όλα: δεν βγαίνει τίποτα σπουδαίο απ' τη μοναξιά μου. Είναι σαν ένας λή­θαργος, ένας ΦΟΒΟΣ ΝΑ ΖΗΣΩ. Φο­βάμαι τη ζωή -ένας φόβος στα όρια του πανικού.Ω, Θεέ μου! Τι μου έκανες, τι έκανες στον πατέρα μου, στη μητέρα μου... Η παιδική μου ηλικία μεσ' από την ανάλυση: ένα καθημερινό έγκλημα»

Η τρίτη φάση των ημερολογίων  της κα­λύπτει την περίοδο 1975-1979, όπου έχει με­σολαβήσει πια η ψυχανάλυση, επί οκτώ χρόνια. Η Μαργαρίτα έχει συ­νειδητοποιήσει, υποτίθεται, διάφορα επώδυνα πράγματα. Θα διαβάσουμε λοιπόν, για παράδειγμα, τη σοκαριστική φράση: «με τη μητέρα είμαστε ζευγάρι, στη σχέση είμαι ο άντρας». Τώρα η λατρεία προς τη μητέρα συν­δυάζεται και με επιθετικότητα, ακόμα και με «μίσος». Η κόρη θεωρεί πλέον ότι η μητέρα της είναι κάτι σαν τέρας που καταβροχθίζει· ανακαλύπτει μά­λιστα ότι πάντα την «φοβόταν φο­βερά»


Γενικότερα το έργο της είναι τολμηρό και ανατρεπτικό.

Το πρώτο της βιβλίο, «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» (1976) τάραξε τα νερά της μεταπολιτευτικής εκδοτικής πραγματικότητας. Έφερνε νέα φόρμα, νέα γλώσσα, και όταν όλοι κοιτούσαν προς τα «έξω» προς τα κοινά, η Μαργαρίτα Καραπάνου κοιτούσε προς τα μέσα. Προς τον εαυτό της. Με τόλμη και ειλικρίνεια. Και με μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού που ίσως και να ξένιζε τότε. Στο ίδιο πνεύμα και με την ίδια αντίληψη ακολούθησαν και τα υπόλοιπα βιβλία της: «Ο υπνοβάτης», «Rien ne va plus», «Ναι», «Lee και Lou», «Μαμά» (όταν πέθανε η μητέρα της) και «Μήπως;» που ήταν μια δημόσια εξομολόγηση με την Φωτεινή Τσαλίκογλου. Σε αντίθεση με τη διεθνή κριτική, η οποία την εκθείαζε, η εγχώρια την αγνοούσε ή την επέκρινε. Ωστόσο, οι καλές ειδήσεις ήρθαν από το Παρίσι του 1988. Με επτά ψήφους υπέρ και τέσσερις κατά, απέσπασε για δεύτερο μυθιστόρημά της, τον «Υπνοβάτη»  το Βραβείο Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος.

Όμως με τα δύο τελευταία βιβλία της αιφνιδίασε. Δεν έκρυψε τίποτα μέσα από αυτά. Δεν έβαλε τίποτα κάτω από τον μανδύα της λογοτεχνίας. Με δύο βιβλία που την αφορούν άμεσα, και χρειαζόταν μεγάλη γενναιότητα για να τα πραγματοποιήσει. Μιλά ανοιχτά για τη σχέση με τη μητέρα της αλλά και την αρρώστια που κατάτρυχε τη ζωή της, τη μανιοκατάθλιψη.

Έζησα σε μεγάλη απομόνωση πολλά χρόνια. Γινόμουν καλά για 3, 4 μήνες και μετά πάλι αρρώσταινα. Τριάντα χρόνια η ίδια ιστορία. Τώρα γελάω, γιατί όλοι με νομίζουν σνομπ και ότι κάνω ζωή jet set. Όλοι νομίζουν ότι είμαι Ύδρα, Παρίσι, Αθήνα. Και είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα!”, θα παραδεχτεί.

Παντού η ίδια μεγάλη αντιδικία με την πραγματικότητα:

«Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα πάντα διαφορετική απ τα όνειρά μου; Πιστεύω όμως πως η ψυχανάλυση θα με κάνει να περάσω από το φαντασιακό πεδίο στ άλλο, το πραγματικό, χωρίς πολλές απώλειες. Τι φοβάμαι να χάσω μ αυτή την υποκατάσταση; Ισως το βαθύτερο εγώ μου, την ίδια την πηγή της ζωής μου. Δεν λένε μερικοί ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή για να τα βάλεις μαζί της, και ότι τ αδύναμα πνεύματα καταφεύγουν στ όνειρο; Τι ξέρουν αυτοί; Τ όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!.. 


Μια ανάμνηση - όνειρο από την ίδια τη Μαργαρίτα για τη σχέση με τη μητέρα της:
«Λατρεύαμε και οι δυο τη θάλασσα. Μου έμαθες να κολυμπάω. Είδα ένα όνειρο τη νύχτα που πέθανες: Ήσουν πολύ νέα και χαιρετιόμαστε από δυο όχθες, η θάλασσα στη μέση, και τότε η θάλασσα σηκώθηκε πολύ ψηλά και χωρίστηκε στα δυο σαν την ιερή θάλασσα του Μωυσή. Τρέξαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μου είπες: «Είμαι η θεά της θάλασσα κι εσύ η κόρη της θάλασσας. Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει, ούτε η θάλασσα η ίδια».

Και αλλού θα θυμηθεί:

«Μια μέρα με πήρες από το χέρι με το δάχτυλό σου τεντωμένο και μου έδειξες τη γη και τον ουρανό. Όλα αυτά είναι δικά μου μού ψιθύρισες συνωμοτικά, αλλά μην το πεις όμως σε κανέναν. Γι αυτό με φοβούνται, γιατί το ξέρουν. Όταν πεθάνω, θα είναι όλα δικά σου. Θα τρέμει η γη με το πέρασμά σου και θα μουγκρίζει ο ουρανός. Τα άστρα θα τρεμοσβήνουν μόνο για σένα και ο Θεός ακόμα θα σε φοβάται. Γράψε! Γράψε! Μόνο έτσι θα τα κατακτήσεις όλα αυτά. Εν αρχή ην ο λόγος νυν και αεί».

Και τα κατέκτησε.
Μονάχα τη δική της αγάπη αναζητούσε παντού και ίσως δεν κατέκτησε ποτέ:
«Ενήλικη πια, όταν χωρίζοντας από τον ερωτικό της σύντροφο εκείνη θα πει: «Ποτέ του δεν με κατάλαβε», στην πραγματικότητα για τη μητέρα της θα μιλάει.
Όπως επίσης στη μητέρα της θα αναφέρεται όταν θα ικετεύει με κάθε τρόπο τον ερωτικό της σύντροφο: «Μη με αφήσεις». Ή όταν αντίθετα θα σπεύδει εκείνη να τον εγκαταλείψει πρώτη, μην αντέχοντας μιαν ακόμα εγκατάλειψη, στη μητέρα θα αναφέρεται.
«Με άφησε ορφανή αλλά και με απελευθέρωσε», εξομολογείται post mortem για τη μητέρα της. «Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπες, τώρα καθώς τα χρόνια περνούν η απουσία σου είναι πιο έντονη. Μαμά, σε αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που έτσι αγάπησα στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο που έχω από εσένα. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις, μαμά; Μου λείπεις», σπαράζει η συγγραφέας στο βιβλίο της. 

Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου του 2008 στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν λόγω της πνευμονοπάθειας που την ταλαιπωρούσε.

Ήταν μια γυναίκα που φοβόταν και την ίδια στιγμή πάλευε. Πάλευε, έλπιζε και προχωρούσε. Μέσω της γραφής και μέσω της αγάπης. Και αυτής που ένιωθε και της άλλης που αναζητούσε..

Κλείνοντας να δούμε ένα μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη  που έδωσε η Φωτεινή Τσαλίκογλου στο ‘Διαβάζω’, για τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Είναι σε μορφή υποθετικών διαλόγων και θεατρικών ρόλων!

ΦΩΝΗ ΑΠΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ( την Καραπάνου εννοεί):

Αλλά τι καλούς γονείς που έχω! Τους λατρεύω!... Θέλω κάτι να κάνω στη ζωή μου. Έστω και γι' αυτούς μόνο! Θέλω κάτι να γίνω μεγάλο. Κι άμα πεθάνω, θέλω το όνομα μου να μείνει στη γη, να μη φύγει εντελώς. Μ' αρέσει η ζωή, δε θέλω να πεθάνω, φοβάμαι το θάνατο.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ Β ( Τσαλίκογλου):

Αυτή δεν είναι μια φράση από παιδικό ημερολόγιο. Αν την απομονώσουμε, είναι μια φράση συμπυκνωμένης δύναμης, μια φράση-φωτιά, που θέτει τους άξονες γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν η ζωή και η γραφή της Μαρ­γαρίτας. Οι άξονες αυτοί είναι η ζωή και ο θάνατος. Η κατάφαση, όταν σου λέει: «ναι, αγαπώ τους γονείς μου», σε κάνει να νιώθεις ότι πίσω απ' αυτό υφέρπει το ακριβώς αντίθετο της. Θέλει να μας πείσει, και να πείσει τον εαυτό της, για το φως κολυμπώντας μέσα στο σκοτάδι.

ΑΝΤΡΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:

Εμένα πάντως εδώ μου έρχεται η περίπτωση του Ρεμπώ, που ζούσε και έγραφε ό,τι ζούσε, αντλούσε τη γραφή από τη ζωή του, κι αργότερα, όταν άλλαξε τη ζωή του, σταμάτησε και να γράφει.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ Β:

Ναι, για τη Μαργαρίτα, αν πάρουμε για παράδειγμα το "Ναι", που το έγραψε μέσα στην ψυχιατρική κλινική, με τον ορό στο χέρι, κι αυτός ο ορός μέσα στην κόλαση, όπως λέει η ίδια, της επέτρεψε να βγει απ' αυτό. Δε νομίζω ότι χρησιμοποιούσε τη γραφή για να νιώσει καλά ή, έστω, στο βαθμό που χρη­σιμοποιούσε τη γραφή κι η γραφή τη χρησιμοποιούσε. Είναι δηλαδή μια συμ­βιωτική σχέση εξάρτησης, χωρίς το καταστροφικό της εξάρτησης. Ακόμα κι όταν κατάπιε στην Ύδρα το μελάνι, ήταν για να εμπνευστεί και να μπορέσει να γράψει. Και το μελάνι που κατάπινε είχε κάτι το εύγευστο, υποθέτω...
(….)

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ Β:
Η Μαργαρίτα είναι σαν να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο άκρα: αγάπη - απόρ­ριψη, ζωή - θάνατος, ζεστό - κρύο, μοναξιά, θέλω να είμαι μόνη μου - θέλω να είμαι με τον άλλο, δίψα για αγάπη - τρόμος της απόρριψης - έλξη της απόρ­ριψης. Δηλαδή, η ζωή της είναι μια μαθητεία στο διπλό των πραγμάτων, κι αυτό τη συνοδεύει από μικρό κοριτσάκι…



Και κάτι ακόμη:

Η εκρηκτική  αυτή σχέση  μάνας και κόρης ,όπως αυτή καταγράφεται στα ημερολόγια της Μ. Καραπάνου, εμπνέει φέτος τη θεατρική σκηνή και θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών από τις 23 Νοεμβρίου έως 4 Δεκεμβρίου 2011.  «Μαμά -η ζωή είναι αγρίως απίθανη» Τη σκηνοθεσία κάνει η Άντζελα Μπρούσκου.


ΠΗΓΕΣ:
  • Μαρία - Φιλουμένη Δέλλιου, «Μαμά»
  • Αγγέλα Καστρινάκη, Το ημερολόγιο μιας προικισμένης
  • Αλέξης Ζήρας, Η δαιμονική χαρά της Κασσάνδρας και ο διχασμός της Μαργαρίτας Καραπάνου
  • περιοδικό «Διαβάζω», Σεπτέμβριος 2011. Αφιέρωμα  στη Μαργαρίτα Καραπάνου σε επιμέλεια Γ. Μπασκόζου και Χ. Μυγδάλη
  • Αφιερώματα εφημερίδων:
Το Βήμα, 23 Νοεμβρίου 2008.
Ελεύθερος Τύπος, 3 Δεκεμβρίου 2008
Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 2008.
Η Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 2008