Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η Μαρία Πολυδούρη όπως την είδε ο Άγγελος Σικελιανός


Η ανάρτηση αφιερωμένη  στον καλό φίλο, συνάδελφο και… συνοδοιπόρο στο διαδικτυακό  ταξίδι στη  Λογοτεχνία, Διονύση Μάνεση 


«Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα απ’ τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε απ’ τη θύρα της κοινής εισόδου που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος. Μ’ έφερε στις ήσυχες ώρες του δειλινού, που σε κάποια μάτια πούχαν τη δύναμη να βυθίζουνε το βλέμμα τους στη σκιά και που δε φοβούνταν να πλησιάσουν το πολύ φτωχό κρεββάτι, άρχιζε σιγά-σιγά μέσα από τ’ ασύγκριτα μάτια της καθηλωμένης αυτής περήφανης μορφής, ν’ ανάβει η ξέσπαθη γυμνή ψυχή, και πίσω θe της να διαγράφεται ο αμίλητος αρχαγγελικός θάνατος. Και μ’ έφερε εκεί, ξέροντας πως εγώ που είχα χάσει κάποτε απ’ τον ίδιο θάνατο την αδερφή μου στο Νταβός, θα την εσίμωνα σαν αδερφή και πως κι’ αυτή θα μ’ εδεχόταν το ίδιο. Και για όλ’ αυτά χρωστώ μια αληθινή ευγνωμοσύνη στη Μυρτιώτισσα και της προσφέρω τη φτωχή αυτή θύμησή μου.

Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι’ ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και πούφτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονήσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι’ απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.

Αυτό το τραγούδι μόνο λέω πως τότε ήξερα, και σήμερα όπου μου φέραν τα βιβλία της, δεν εβιάστηκα καθόλου να τα ιδώ, γιατί ό,τι μ’ είχε φέρει αντίκρυ στην ψυχή της, είταν η φλόγα πούκαιγε σε κείνο το τραγούδι και που φαίνονταν στα μάτια της να καίει τόσο πολύ, όπου ώρες-ώρες έλεγα πως θα την σώριαζε ήσυχα καθώς με κοίταζαν, απάνω στο προσκέφαλο, όπως πέφτει σε μια στια πάνω στη στάχτη ένα δαυλί, που αναλαμπάδιασεν ολόκληρο μεμιάς. Και περισσότερον ακόμα: «ως ένα ρόδο που ζυγιάζεται πάνω στην ίδια του τη φλόγα» και που ξέρει πως απ’ ώρα σ’ άλλη ξαφνικά με μύρια πέταλα θα φυλλορροήσει, πρέπει να φυλλορροήσει.

Αρχίζοντας εκείνο το σημείωμα σκέφτηκα μονάχα αυτό τ’ αηδόνι π’ έσβησε απάνω στο τραγούδι της, έναν Απρίλη και που ο θάνατός του ήτανε το κορύφωμα του. Δεν σκέφθηκα να το πλησιάσω με μια μάταιη κριτική, μ’ ό,τι γι’ αυτή την ίδια ήτανε πάντα μάταιο, όσο δεν ήταν η βαθιά επαφή με την ουσία. Άφησα τη θύμησή μου να ζεστάνει τόσο, που να μου τη ξαναφέρει ομπρός μου στη θερμοκρασία της ίδιας της της παρουσίας. Τίποτ’ άλλο. Και να της θυμίσω, επάνω από τον τάφο της, πως δεν τη λησμονώ ποτέ και πως θα στέκω πάντα παραστάτης σιωπηλός στη σκιά της, όπως κάποτε που μου παραπονέθη που είχ’ αργήσει να την ιδώ, και που της έγραφα την άλλη μέρα τους πιο κάτω ασήμαντους μου στίχους, (που όταν πέθανε τους ηύραν στα χαρτιά της), μα που δείχνουνε όχι μονάχα για τότε μόνο, μα και τώρα (έπειτα από τόσα χρόνια) πως την εσίμωνα με την ίδια πάντα ευλάβεια και πως στο σεμνό μνημόσυνο που της αξίζει απ’ όλους μας και που επιβάλλεται μια μέρα όλοι να της κάμουμε, προκαταβολικά, κι’ όσο δεν έχω να προσφέρω για την ώρα τίποτε καλύτερο στη μνήμη της, ανάβω πάλι το μισοκαμμένο αυτό, που κάποτε της πρόσφερα, φτωχότατο κερί. Είναι το τραγούδι που της έγραψα όταν μου παραπονέθη καθώς είπα μιαν μέρα, π’ άργησα να πάω να την βρω:

Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά σου. Είναι κρυφός
ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι.
Και χρόνια τώρα ανήξερά Σου, είμαι για σένα ο αδερφός,
οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι.

Κι’ αν απ’ την όχτη φαίνεται πως έρχομαι, όπου τη νευρή
των τόξων μου τανύζω
με πείσμα, αγνάντια στην οκνιά που με κυκλώνει τη μιαρή,
μα αληθινά, γυρίζω

από την όχτην όπου ανθούν οι θείοι μονάχα ασφοδελοί,
κι’ όπου σαλεύει μόνο,
όποια μορφή αναδύθηκε για μένα ως πλέρια ανατολή,
μέσ’ απ’ τον τέλειο πόνο...

Εκείθενε έρχομαι σε Σε, που ο θάνατός μου κι η ζωή
διπλό μου φέγγει αστέρι,
μα γίνοντ’ ένα μέσα μου και τα τυλίγει μια πνοή,
σα σου κρατώ το χέρι,

και συλλογιέμαι, πως δεν ήρτα αργά κοντά Σου, (με το φως
ή το σκοτάδι αν πρόλαβα) τι φτάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
αυτών που μ’ ετοιμάσανε να Σούμαι ο άξιος αδερφός
και νάμαι πλάι Σου πάλι...."

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


ΠΗΓΗ: 

"Άγγελος Σικελιανός -  Αθηναϊκό Ημερολόγιον», Μαρία Πολυδούρη, Ζωή με παραφορά. Εκδόσεις «Μονόκερως»

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο ματωμένος λυρισμός


Γιά τη Μαρία Πολυδούρη


Ἐφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19 Ἀπριλίου 1961

Ἕνα τεράστιο μεταλλικὸ πουλί, ζῶo που ξεπήδησε μέσ’ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη, φρουμάζει τρέμοντας σύγκορμο, μὲ τοὺς κινητῆρες ἀναμμένους, ἀνυπόμονο νά σπαθίσει τὸ διάστημα, τὴν ὥρα που, μέσα στόν ἀνεμοστρόβιλο τοῦ μισεμού, γράφονται τοῦτες οἱ ἀράδες. Ὁ ἴλιγγος ἀλέθει τίς σκέψεις, τὶς ἐποχές, κομματιάζει ἴσκιους, ξεσηκώνει φαντάσματα. Μὲ δάχτυλα βιαστικὰ φυλλομετρὼ κι’ ἐγὼ τὸ βιβλίο τοῦτό πού μοῦ ἦρθε τέτοια στιγμή. Μοναχὰ τὸ φυλλομετρῶ, τίποτα περισσότερο δέν προφταίνω. Ὅμως ἀδύνατο καὶ νά τὸ παρατρέξω: μαγνητίζει μέσα μου τὸ βραδιασμένο στρατολάτη μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Εἶναι τὰ «Ἅπαντα» τῆς Μαρίας Πολυδούρη.
Ἄλλοι θὰ γράψουν τὴν ἁρμόδια γνώμη τους γιά τοὺς στίχους αὐτούς, θὰ τοὺς μετρήσουν μὲ τὸ μέτρο τῆς ὥρας, θὰ δώσουν ἄφεση μὲ κάποια ἴσως μεγαλοψυχία. Ἐγὼ θ’ ἀναπολήσω μόνο. Κι’ ὄχι κἄν τὴν ἴδια τὴν ποιήτρια. Τὸ διάκοσμο, τή σκηνογραφία πού στέκεται σ’ ἀποστάσῃ γύρω τῆς. Σημειῶστε πώς καμμιά φιλοδοξία συνθετική δεν μπαίνει σὲ τούτη τὴν ἀπόπειρα. Εἶναι μολυβιὲς ῥιγμένες στήν τύχη, σύμφωνα μὲ τὸν ἀκατάστατο ῥυθμὸ τῆς μνήμης, ποὺ τὴν ξάφνιασαν στόν ὕπνο της καὶ τρεκλίζει ψάχνοντας νά ὀρθοποδήσει ἀνάμεσα στά μνήματα.
Ξαναβλέπω τή ζωή μέσ’ ἀπὸ τὰ θολά, ῥοδισμένα στ’ ἀπόβραδο τζάμια ἑνὸς ἀθηναϊκοῦ καφενείου. Τή ζωή μιᾶς Ἀθήνας πού δέν ὑπάρχει πιά. Ἔξω στό δρόμο, ποὺ ἔχει σκόνη πολλὴ καὶ λιγοστὴ κινήσῃ, οἱ ἀραιοὶ διαβάτες περνᾶνε χωρὶς νά βιάζονται. Κάπου στή γειτονιά τραγουδάει μὲ χοντροὺς κόμπους στό λαιμὸ της μιά λατέρνα. Ζεστὸ φαΐ λιβανίζει στή γειτονιά. Ἀνάμεσα στούς κρεμασμένους ἴσκιους τῆς νύχτας πού κατεβαίνη, βλέπεις νά περνάει στό δρόμο μιά θεωρία μουγγή, σκυφτή: Οἱ πρόσφυγες τῆς Καταστροφῆς.
Λένε πώς εἴταν μιά ἐποχή ἡττημένῃ. Αὐτὸ τὸ λένε ἐκεῖνοι πού ἤρθαν κάπως ἀργότερα, ξεκούραστοι μὲ κοστούμι ἀτσαλάκωτο, κομμένο σὲ κάποιο ῥάφτη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ἡττημένη: Θὰ τήν πῶ καλλίτερα «δραματική». Ὑπάρχουν ἐποχὲς ἀνύποπτες κι’ ἐποχὲς στοιχειωμένες, καιροί πού ἡ συνείδηση τους κοιμᾶται κι’ ἄλλοι πού ἡ ψυχὴ τους ἀλαφιάστηκε. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἀνάμεσα στά 1922-1929 εἴταν ἕνα παράξενο κρᾶμα ἀπὸ ἀφέλεια κ’ ἔγνοια, προαισθήματα καὶ ῥεμβασμό. Ἡ Ἀθῆνα ἡ ζωντανὴ εἶχε μικροαστικὴ σφραγῖδα. Μιά συνοικία ἀπεράντῃ, ποὺ ἔφτανε ἴσαμε τὴν ὀδὸ Σταδίου, κι’ αὐτὴ πιστὸ ἀντίγραφο τῆς ἐπαρχίας. Τὸ νομαρχιακὸ γραφεῖο ὅπου πάει νά πιάσει δουλεία ἡ Μαρία Πολυδούρη, καινουργιοφερμένη ἀπὸ τὴν Καλαμάτα της, εἶναι σκονισμένο, νυσταλέο καὶ κακομούτσουνο, στεγάζει φουκαράδες ὑπαλλήλους πού ἔχουν γιά ὄνειρο φυγῆς τή βραδινή πρέφα. Κι’ ὅμως, ἀνάμεσα σὲ τέτοιον κόσμο, πίσῳ ἀπὸ τραπέζι πληκτικό, κάθεται ὁ Κώστας Καρυωτάκης. Γιατὶ τάχα αὐτὴ ἡ εὐκολία νά πιστεύουμε ὅτι ὁ ποιητὴς τοῦ «Μιχαλιοῦ» συνοψίζει τὴν ἀθλιότητα; Κρίνουμε τὸ ἐνδόσιμο ἢ τὸ μήνυμα; τὸ διάκοσμο ἢ τὸ θέαμα; Καὶ οἱ Ῥώσοι πήρανε γιά κατώφλι τους τὴν ἀθλιότητα, μᾶς εἰδοποίησαν ὅμως γιά ὅ,τι μάντεψαν χάρη σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀληθείας. Ἀθεράπευτη μανία μας νά νομίζουμέ πώς ὅλα ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν σὲ μιά ἠθογραφία!
Τὸ μέγεθος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶναι κρυφὸ κι’ ἀνυπόκριτο. Σημειώνει μιά κρίσιμη στροφή τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ ἔξω στά μέσα. Γιά πρώτη φορὰ ἐπικοινωνεῖ ὁ τόπος μὲ τὰ μεγάλα ῥεύματα τοῦ αἰῶνα. Μέσα στά μουχλιασμένα δημόσια γραφεῖα στρατολογείται μιά νεολαία πού θὰ πιστέψει μὲ πάθος στήν κοινωνική δικαιοσύνη, θὰ στρώσει μὲ τὰ κορμιὰ της τοὺς τραγικοὺς δρόμους της. Αὐτὸ – ὅποια κι’ ἂν εἶναι ἡ προσωπικὴ μας πίστη κι’ ὁ τελικὸς ἀπολογισμὸς – πρέπει να τὸ ἀναγνωρίσουμε. Σύγκαιρα, μία μειοψηφία ἐκστατική, λυρική, μιά χούφτα νέοι πού ἔγραφαν, πασχίζει ἐκεῖνα τὰ χρόνια νά προσανατολιστεῖ μέσα στην ἀνεμοζάλη, νά συλλάβει κάτι ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιούς πού δίνουν ἀνάστημα στόν ὁρίζοντα. Ἀργότερα, σὰν ἔρθουν ξεκούραστοι, ἀμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οἱ προφῆτες τῶν νέων τάσεων, θὰ κηρύξουν μιά φρεσκογυαλισμένη πίστη στή γραφικότητα, θ’ ἀνεμίσουν χρώματα γαλάζια καὶ χρυσαφιά. Τὴν Ἱστορία τή γράφουν οἱ ἐπιζῶντες. Ἡ νεολαία τῆς δραματικῆς δεκαετίας ἔπεσε θερισμένη κι’ ἀναπολόγητη στό σύνορο τῆς χίμαιρας.
Στιγμές-στιγμὲς ἔχω τὴν ἐντύπωσή πώς εἶμαι ὁ τελευταῖός πού ἔχει ἐπιζήσει ἀπὸ τὰ θύματα ἑνὸς μεγάλου ναυαγίου. Ἑνας ὁλόκληρος κόσμος ἔφυγε μὲ τὸ πλοῖο ἐκεῖνο, τὸ πλοῖο τοῦ Καρυωτάκη, καταποντίστηκε. Πρέπει νά μπορεῖς νά συγκρίνεις τὸ ὕφος τῶν τότε νέων μὲ τῶν τωρινών, γιά νά καταλάβεις τὴν ἀποστάσῃ. Ἄλλος κόσμος! Εἴμασταν ἁπλοϊκοὶ κι’ εὐλαβικοί, μὲ μίαν ἀπολησμονημένη μέσα στα ματία μας καταχνιὰ τοῦ 19ου αἰῶνα, κληρονομία πατρική. Ποιήσῃ, κοινωνικὴ ἐπανάσταση, ἔρωταςς, μπερδεύονταν στό μυαλὸ μας, ἔκαναν τὴν περπατησιὰ μας ζαλισμένη καὶ σὰν ὑπνοβατική. Ἀπὸ τοὺς τέσσερους ἢ πέντε νέους – δέν καλοθυμᾶμαι – πού ξεκινήσαμε νωρὶς κεῖνο τὸ δειλινὸ νά πάμε στή «Σωτηρία» γιά νά κάνουμε ἐπισκέψῃ στή Μαρία Πολυδούρη, οἱ τρεῖς τουλάχιστον εἴταν ἐρωτευμένοι μαζὶ της. Θανάσιμα. Ἢ τὸ πίστευαν.
Δέν εἴχα κάνει τή γνωριμία της κι’ ἐνιωθα ἔτσι σὰν ξένος, παρείσαχτος. Ἔπειτα, θυμᾶμαι, πείσμωνα μὲ τὴν ὁμαδικὴ ἐκείνη ἐρωτοληψία πού τὴν τριγύριζε. Μοῦ φαινόταν φιλολογικὴ καὶ βέβηλη, νά θολώνει μὲ πυκνὲς ἀνασαιμιὲς τὴν σοβαρότητα τῆς μορφῆς της. Ἔχω, ἔτσι, μίαν ἐμμέση μόνο, ἠθικὴ κάλλιο παρὰ φυσικὴ εἰκόνα της στό νοῦ μου. Ἀπὸ ὅ,τι ἄκουγα. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ δειλινό πουύ λέω, γλυκό, ῥοδαλὸ δειλινὸ τῆς ἀττικῆς ἄνοιξῃς, ἔγινε τοῦτο τὸ περίεργο: Σὰν φτάσαμε μπροστὰ στό μονόροφο οἴκημα ὅπου βρισκόταν τὸ δωμάτιο της, σημειώθηκε μέσα μου, ξάφνου, μιά ἀλλαγή. Εἴχα ἀπὸ καιρὸ μίαν ἐπιθυμία σχεδὸν παθιασμένη νά τὴν ἴδω, περιέργεια νέου γιά μιά νέα. Ἐκεῖ ὅμως, στό κατώφλι τοῦ φτωχοὺ περιπτέρου, μπροστὰ στά δύο-τρία σκαλάκια πού ἀνέβαζαν στή σανιδένια βεραντούλα, ἄλλαξα γνώμη. «Ἐμπᾶτε σεῖς, κάνω στούς ἄλλους. Ἐγὼ θὰ περιμένω ἐδῶ».
Μονομιᾶς εἶχε φέξει μέσα μου ἡ σκέψη πώς ἡ κοπέλα ἡ ἄρρωστη ἐκεῖ μέσα, εἴταν ὡραία, ἐρωτική, ὅμως ὁ ὀμορφιὰ της τώρα-τώρα, καθώς μοῦ εἴπανε, μὲ τὴν ἐπιδείνωση τοῦ κακοῦ ποῦ τὴν ἔτρωγε, εἶχε πιάσει νά κόβει. Πῶς θὰ τῆς φαινόταν, αὐτῆς πού ἤταν κιόλας ἔνας μικρὸς θρῦλος, λυρικὸς, ἐρωτικός, νά πρωτοφανεῖ στα μάτια ἑνὸς νέου ἔτσι χαλασμένη, σημαδεμένη ἀπὸ τὸν τραγικὸ πρόλογο τῆς φθορᾶς; Τὸ βρῆκα ἀδιάκριτο ἐκ μέρους μου, σκληρό. Ἀπόμεινα λοιπὸν ἔξω, νά περιμένω τοὺς ἄλλους, καὶ μόνο συλλογιζόμουν πώς εἶναι τούτη πού χάνω ἡ ὑστάτη, ἡ μοναδικὴ ἴσως εὐκαιρία, να ἴδω τή Μαρίᾳ Πολυδούρη ζωντανή. Κάπου-κάπου ἔρριχνα κλεφτὲς ματιὲς μέσα.
Εἴταν ξαπλωμένη στό κρεβάτι της, μὲ τὰ πόδια κατὰ μένα. Δέν ξέκρινα παρὰ τὸ μέτωπό της, ποὺ τὸ φώτιζε μιά βραδινῇ ἀντιφεγγιὰ ἀπὸ τὸ κοντινὸ παράθυρο. Ὡραῖο μέτωπο, ψηλό, καὶ τὸ φῶς ἔπαιρνε ἀπάνω του μιά λάμψη μελιχρή, σὰν ἀπὸ νεκρικὴ λαμπάδα.
Εἶναι ἡ μοναδικὴ εἰκόνα πού ἔχω ἀπὸ τη Μαρίᾳ Πολυδούρη. Οἱ κατοπινές μου θύμησες εἶναι ἀπὸ τὸ πρωινὸ ἐκεῖνο, λίγο ἀργότερα, ποὺ ξεκινήσαμε πάλι ἡ μικρὴ νεανικὴ κουστωδία, σφιγμένοι στή βουβαμάρα τῆς λύπης μας, νά πᾶμε στήν ἰδιωτικὴ κλινική, ἐκεῖ στά Κάτω Πατήσια, νά τὴν ἰδοῦμε νεκρή. Θαρρῶ εἶχε ξεψυχήσει τή νύχτα ἢ τὰ χαράματα. Ὅταν φτάσαμε κι’ ἀνεβήκαμε στό ἀπάνω πάτωμα, στό μακρὺ γυαλιστερὸ διάδρομο, μᾶς εἴπαν νά περιμένουμε, νά μὴ μποῦμε στό δωμάτιο τῆς νεκρής. Ἡ πόρτα του ἄνοιξε, βγῆκε ἕνα φορεῖο. Ἀπάνω, τυλιγμένο ἀπὸ κορφὴ σὲ νύχια μέσα σ’ ἄσπρο σεντόνι, ἕνα κορμὶ κοριτσιοῦ ταλαντευόταν μαλακά, ἴσως ἀκόμα ζεστό, καί πού τὄνιωθες τρυφερό. Πέρασε ἀργὰ μπροστὰ μας. Σκύψαμε τὰ κεφάλια μας.
Καὶ τὴν ξαναβλέπω κάτω, στό μικροσκοπικὸ ἐκκλησάκι τῆς κλινικῆς, ὕστερα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἅ΄ Νεκροταφείου. Ἀκολουθήσαμε τὸ δρόμο γιά τὸν τάφο λιγοστοὶ πάντα, μιά κηδεία σχεδὸν οἰκογενειακή, ὅπου ἐμεῖς, οἱ νέοι οἱ ὁλότελα ξένοι στήν οἰκογένεια, εἴχαμε τὸ αἴσθημά πώς κηδεύουμε κάποιον, πού, κρυφά, ἀνήκει μόνο σ’ ἐμᾶς. Εἶναι κάτι πού δεν μοιάζει μὲ τίποτα τὸ πένθος αὐτὸ τῶν νέων γιά τοὺς νέους. Σὰ νά ξέρουν αὐτοὶ κάτι, ἕνα μυστικό, κάποιο σύνθημα, ποὺ τοὺς δένει μεταξὺ τους. Οἱ μεγάλοι δεν τὸ ὑποψιάζονται, εἶναι ἀνίκανοι νά τὸ νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικὰ καὶ καθιερωμένα. Ἐμεῖς, τὴν ὥρα ἐκείνη πού πορευόταν πρὸς τὸν τάφο τὸ λείψανο τῆς Μαρίας Πολυδούρη, ἀκούγαμε σκοτεινὰ μέσα μας ν’ ἀνακρούεται τὸ ἐπικὸ ἐμβατήριο μιᾶς ἐποχῆς.


ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Μαρία Πολυδούρη "Μόνο γιατί μ' αγάπησες"


 Η Μαρία Πολυδούρη  ήταν λυρική ποιήτρια της δεκαετίας του 1920, που εξέφρασε πηγαία, αυθόρμητα, ανεπεξέργαστα τη σπαρακτική σχέση που είχε η ίδια, αλλά και η γενιά της με τον έρωτα και τον θάνατο σε ένα περιβάλλον κοινωνικής αναζήτησης και συναισθηματικής παρακμής.

 Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν τη βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα των ποιητών της εποχής της.

Βιογραφικά:

1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου στην Καλαμάτα. Πατέρας της ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης.

1905. Ο πατέρας της μετατίθεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί θα τελειώσει η Μαρία το Δημοτικό και το Σχολαρχείο.

1914. Νέα μετάθεση του πατέρα της, αυτή τη φορά στα Φιλιατρά. Εκεί η Μαρία θα φοιτήσει στην Α΄ και Β΄ τάξη του Γυμνασίου.

1916. Η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία σε ηλικία 14 ετών θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πρώτο της ποίημα. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Συγκεντρώνει τα ποιήματά της στη συλλογή «Μαργαρίτες», που δεν εκδίδει ποτέ.

1918. Τελειώνει το σχολείο και διορίζεται, ύστερα από εξετάσεις, στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας.

 1920. Πεθαίνει ο πατέρας της και σε 40 ημέρες η μητέρα της.

 1921. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή.

 1922. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Γνωρίζει τον Καρυωτάκη και δημοσιεύει ποιήματά της στα περιοδικά «Έσπερος» της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πανδώρα», κ.ά.

 1925. Εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να τελειώσει τις σπουδές της. Γράφει τις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου της και φεύγει για τη Φτέρη Αιγίου, όπου γράφει τη νουβέλα που δε θα δημοσιεύσει ποτέ. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη.
 1926. Παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι.

Ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου παίρνει δίπλωμα ραπτικής από την Ecole Pigier.

 1927. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charit.

 1928. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Τρίλλιες που σβήνουν». Αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης.

 1929. Παραμένει στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Ηχώ στο χάος».

1930. Πεθαίνει στις 30 του Απρίλη στην κλινική Χριστομάνου.

Ελάχιστη, όπως και η ζωή της, ήταν η δημιουργία της. Δύο συλλογές με ποιήματα συναισθηματικής έξαρσης, σημαδεμένα από τον ανικανοποίητο έρωτα με τον Κώστα Καρυωτάκη («Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος»), και δύο πεζογραφήματα γεμάτα απέχθεια και σαρκασμό για την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής της («Ημερολόγιο» το ένα και χωρίς τίτλο το άλλο).



 Η Μαρία Πολυδούρη ήταν μια αληθινή, γνήσια γυναικεία φωνή, που ακούστηκε στην ελληνική ποίηση της δεκαετίας του '20.

Μια ποιήτρια αισθαντική, ειλικρινής, με την αλήθεια της ψυχής της, που άλλοτε βάραινε από τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλοτε «ποθούσε» το αύριο, κατορθώνοντας όμως πάντα να αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.

Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του '20, απ' ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα.

Μια γυναίκα που τόλμησε, προκάλεσε, δε δίστασε μπροστά σε κοινωνικά πρέπει, αντιστάθηκε με μέτρο τις δικές της ιδέες, διεκδίκησε το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια.

Μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γεμάτη ζωή και θάνατο.

Μια μαχόμενη καρδιά, μια επαναστατημένη γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, μια ψυχή έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά, γνωρίζοντας καλά πως θα καεί.

Η Πολυδούρη , με τη ζωή και το έργο της, έρχεται  να μας υπενθυμίσει την άλλη, την αληθινή διάσταση της αγάπης. Η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό ένιωθε και το έγραψε. Επιθυμούσε να πιστέψει σ' έναν άνθρωπο που θα 'χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου.

«... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα κι ας μη με αγαπήσει, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...».
 

Η αγάπη για την Πολυδούρη - όπως άλλωστε κατά βάθος και για τους περισσότερους ανθρώπους - συχνά εκφράζεται σαν μια κραυγή απελπισίας.

 «... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...».

Έδωσε και δόθηκε στην αγάπη με τέτοια ένταση, που σήμερα μπορεί να μοιάζει ανοίκεια. 
Κι όμως είναι τόσο αληθινή, τόσο ειλικρινής, που είναι ικανή να μνημονεύει το σπουδαίο, να ερμηνεύει το όνειρο, να πλησιάζει το ανεκπλήρωτο.

Όπως κάνει και στο ποίημα:

 ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

 
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.



 

 

 Η Πολυδούρη είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις, βίωνε τον πόνο αισιοδοξώντας.
Πέθανε πολύ νέα, στα 28 της μόλις χρόνια, ίσως γι' αυτό σε όλη της τη ζωή ζούσε με πάθος και ένταση την κάθε στιγμή. Έπαιξε με την αυτοκαταστροφή της σαν γενναία μαχητής, αδιαφορώντας για το αν θα χάσει ή θα κερδίσει. Η φευγάτη, αέρινη ύπαρξη, που δοκίμαζε τα όριά της και πολλές φορές τα ξεπερνούσε, δε θα μπορούσε να αποσκοπεί σε κέρδος. Για εκείνη κέρδος ήταν το δικό της συναίσθημα και η κάθε της στιγμή, βιωμένη με ένταση και αλήθεια. Όσο για το θάνατο, δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν τον φοβόταν. Πάντως τον υπερασπιζόταν και τον αγκάλιαζε με τόση συχνότητα όση και την αγάπη...

ΠΗΓΕΣ:
Σοφία Αδαμίδου: Μαρία Πολυδούρη

Περιοδικό «οροπέδιο», χειμώνας 2009- 2010, αφιέρωμα στη Μαρία Πολυδούρη

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο ποιητής είναι ένας φυλακισμένος πάντοτε ορθός μπρος στο λευκό χαρτί


Έτσι έβλεπε τον Ποιητή ο Άρης Αλεξάνδρου·
φυλακισμένο απ’ όσα δεν μπορεί να  χωρέσει στους  στίχους του·  απ’ όσα θέλει να πει κι η γλώσσα δεν τα χωράει…


Η γλώσσα της Ποίησης καλείται ανά  τους αιώνες , να εκφράσει το  άρρητο, το άλεκτο· μετεωρείτα   ανάμεσα στην απόκρυψη και στην αποκάλυψη· προχωρά  δίχως παγιωμένους επικοινωνιακούς κώδικες για να  καταγράψει με πάθος την υπέρτατη ακτινοβολία της  σκέψης.

«Ανάγλυφα  θεωρούνται όσα ποιήματα εξέχουν πάνω στο συμπαγές και αδιαπέραστο μάρμαρο της γλώσσας, δίνοντας την αίσθηση πως αποτελούν προβολές της.», έλεγε ο Δ. Μαρωνίτης και σ’ αυτά νομίζουμε πως δικαιωματικά ανήκουν τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη.

Ιδιότροπη   είπαν τη γλώσσα του Καβάφη·  για κακοπροφερμένη δημοτική μίλησαν άλλοι…

 Η  αλήθεια  όμως βρίσκεται στο ότι η γλώσσα του Καβάφη είναι προϊόν σύνθεσης, προϊόν συνειδητής επιλογής.

Συγκεκριμένα θα συνοψίζαμε τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και της μορφής των ποιημάτων του στα εξής:

- ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. (Ας μη ξεχνάμε βέβαια και τη επιρροή της γλώσσας του απο τις ξένες γλώσσες της παιδείας του, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά)

-εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα)

- ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής.

- ιαμβικός ρυθμός αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί

- σχεδόν ολοκληρωτική απουσία oμοιοκαταληξίας

- ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (πχ χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).

 Η Μαργαρίτα Δαλμάτη στην ομιλία της,  στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης που έγινε στο Πανεπιστήμιο των Πατρών, το 1983, και ήταν αφιερωμένο στον Κ. Π. Καβάφη

τόνισε: «Στη γλώσσα του Καβάφη δεν υπάρχει ούτε μία λέξη πλαστή, με ψεύτικη λάμψη, με ξένα στολίδια. Γιατί εκείνος γνωρίζει τη μοναδική  αλήθεια: πως γλωσσοπλάστης μπορεί να είναι μονάχα ο λαός, όχι ο ποιητής. Μόνον εκείνο που περνά στο στόμα του λαού καθιερώνεται γλωσσικά. Κάθε μεταβολή στη  γλώσσα βγαίνει πάντα από μια ανάγκη, έχει λογική και συνέπεια.Τίποτα το αυθαίρετο δεν υπάρχει στην
πορεία της γλώσσας ενός λαού. Ο ποιητής έρχεται και αξιοποιεί το γλωσσικό θησαυρό όπως έχει διαμορφωθεί στο στόμα του λαού. Ο Καβάφης τα γνωρίζει αυτά, γι’ αυτό

θα χρησιμοποιήσει λέξεις πραγματικά ωραίες και μουσικές, όπως
“φεγγερό” στις “Επιθυμίες”,  “καταφρόνια” στο “Ένας Γέρος”, “καταφορά”, “χωρίς περίσκεψιν χωρίς αιδώ”, στους “Τρώες”.»Η γλώσσα είναι ζωντανή που σημαίνει ως βρίσκεται σε αδιάκοπο  ανασχηματισμό. Μια λέξη μπορεί να ζήσει χιλιάδες χρόνια, μπορεί ν’ αλλάξει, και να εξακολουθήσει τη ζωή της έτσι παραλλαγμένη, μπορεί ακόμα να πεθάνει, να πάψει να ζει. Οι λέξεις όμως δεν πεθαίνουν ποτέ από βίαιο θάνατο, πεθαίνουν πάντα φυσιολογικά. Αλλά από τη στιγμή που μια λέξη πάψει να μιλιέται, ως τη στιγμή που θα πάψει να ζει, μεσολαβεί ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Στο διάστημα αυτό, η λέξη έχει πέσει σε λήθαργο περιμένοντας το θάνατο ή το θαύμα. Εδώ ακριβώς
είναι το μυστικό του Καβάφη: καμιά από τις λέξεις που μεταχειρίζεται δε είναι νεκρή [...]. »Υπάρχει συνέπεια στη γλώσσα του Καβάφη και ομοιογένεια στην ιδιοτυπία της. Θα ήταν παράλογο να ζητάμε ομοιομορφία αφού καλύπτει τόσο μεγάλο διάστημα στο χρόνο η ποίηση αυτή. Μέσα σ’ άλλα πολύτιμα μαθήματα που μας έχει δώσει με το
έργο του ο Καβάφης, είναι και ο σεβασμός στη γλώσσα μας .Που μας χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη εποχή σήμερα, που από παντού ακούμε με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά».



(χειρόγραφο του ποιητή, 1904)


« Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο»
Το ερώτημα: «ήξερε ο Καβάφης ελληνικά;» το προκάλεσε η διαβόητη, για το δογματισμό της , απόφανση του Σεφέρη για τους «τρεις ποιητές μας», Σολωμό, Κάλβο και Καβάφη, που «δεν ήξεραν ελληνικά».
Σε μια πρόσφατη μελέτη μου για τη γλώσσα του Σολωμού παρατηρούσα ότι η προκλητική αυτή παρέμβαση του Σεφέρη συνεξέφραζε, την ιστορική εκείνη στιγμή (1936/37), «τη νέα προσπάθεια για την επίσημη, εκ των άνω, επιβολή της νέας, “δημοτικής”, “εθνικής” κοινής με τη Νεοελληνική Γραμματική (1941) του Μ. Τριανταφυλλίδη, της οποίας προπαγανδιστής και πάτρωνας ήταν ακριβώς ο ανώτατος πολιτικός προϊστάμενος (και) του Σεφέρη: ο Ι. Μεταξάς».
Ο Καβάφης και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του στο έκτακτο γλωσσοδικείο του Σεφέρη είχαν, παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ένα κοινό γνώρισμα: ήταν και οι τρεις  Έλληνες  της Διασποράς, που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους, όπως π.χ. και ο Κοραής, έξω από την Ελλάδα, σ’ ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, ήταν και οι τρεις πολύγλωσσοι και είχαν την εξαιρετική τύχη να μην πάνε ποτέ σ’ ελληνικό σχολείο – και επομένως δεν ήταν καθόλου προδιατεθειμένοι να ξαπλώσουν, μετά θάνατον και παρά τη θέλησή τους, στη «δημοτικιστική» κλίνη του Μεταξά, του Σεφέρη, του Τριανταφυλλίδη ή οποιουδήποτε άλλου Προκρούστη της γλωσσικής «εθνικής ενότητας».
Θα συνοψίσω εδώ, προκαταβολικά, τα πορίσματα μιας συστηματικότερης μελέτης για τη γλώσσα (της ποίησης) του Καβάφη:
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ’ αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας – μια αντίληψη που εκτείνεται σ’ ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη ·
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» – ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Ένα  υποτιθέμενο γλωσσικό «λάθος», η χρήση του «λανθασμένου» λαϊκού τύπου της προστακτικής « επέστρεφε»  στο ομότιτλο ποιητικό μικρογράφημα του Καβάφη (1904/1909/1912), που προξένησε τόση αμηχανία στους μελετητές του, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα αριστοτεχνικό εκφραστικό μέσο της ποιητικής του: Ο Καβάφης ήξερε, βέβαια, και τον ορθό τύπο της προστακτικής επίστρεφε, επέλεξε όμως, μ’ εξαιρετική ποιητική ευφυΐα, το λαϊκό  «επέστρεφε», για να εκφράσει, και «φωνητικά», την έννοια της «επανάληψης».
Ο Καβάφης ήξερε την (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε και τη μετρική, πολύ καλύτερα από το Σεφέρη και τους άλλους πτυχιούχους της Νομικής: σαν επιστήμονας γλωσσολόγος.»


«Αφού δεν είχες τίποτα να πεις κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;», αναρωτιόταν ο Κ.Μόντης, για όλους εκείνους που φλυαρούν στο κενό…
Και θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη συνέχεια της σκέψης του , για κείνους τους μεγάλους ποιητές, σαν τον Αλεξανδρινό, που έχουν πολλά να πουν... :
Οι Λέξεις  υποκλίνονται στο μεγαλείο της έμπνευσής τους  και  το  ποιητικό τους Όραμα ενσαρκώνεται  μέσα απ’ αυτές, με το δικό τους μοναδικό τρόπο, αδιαφορώντας για επαίνους ή επικρίσεις...

Άλλωστε "η αμοιβή της Ποίησης δεν είναι ο έπαινος, είναι η μέθη"...

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Απο τη σκιά της διαμάχης, στο Φως της Ποίησης




Ο νεοελληνικός βίος έχει να επιδείξει αρκετές δημόσιες αντιδικίες και αντιπαραθέσεις πνευματικών ανθρώπων για γλωσσικά, ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ζητήματα.

Η αντιπαλότητα όμως Παλαμά - Καβάφη συνιστά μοναδική περίπτωση, επειδή έχει να κάνει με το ποιος κατέχει τα πρωτεία στη σύγχρονή τους ελληνική ποίηση.


Η ύπαρξη του Αλεξανδρινού στην επικράτεια της γενέτειρας πόλης με τον τόσο αξιόλογο τότε ελληνισμό βρισκόταν καταφανώς σε αντίθεση με την ύπαρξη του Μεσολογγίτη - Πατρινού, ακαδημαϊκού και γενικού γραμματέα του Πανεπιστημίου της Αθήνας.


Ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα σαν του Καβάφη (Πόλη, Λονδίνο, Αλεξάνδρεια) δεν είναι δυνατό να μιλήσει για περιορισμένα όρια. Ήταν επόμενο να μιλήσει για πανανθρώπινα προβλήματα της ψυχής, και του σώματος.



Από την άλλη ο Παλαμάς, που ποτέ του δεν ταξίδεψε έξω από την Ελλάδα, αλλά
και δεν ταξίδεψε σχεδόν καθόλου και μέσα σ΄ αυτήν την ίδια την Ελλάδα, είναι πολύ φυσικό να μιλήσει για τη φύση, τους ήρωες , τη μυθολογία, τον έρωτα, τον θάνατο, τα άλλα βάσανα των ανθρώπων, παίρνοντας πρότυπα από το γαλλικό παρνασσισμό.
Έτσι λοιπόν-και με την" ενθάρρυνση"πολλών στενόμυαλων υποστηρικτών τους, φτάσαμε στη σκιά της διαμάχης...

Ο Καβάφης μέμφεται τον Παλαμά για την πολυγραφία του και για τον υπερβολικό λεκτικό φόρτο των ποιημάτων του.


Οι παλαμικές αιτιάσεις από την άλλη, βάσει των οποίων αρνείται ο ίδιος να αναγνωρίσει την όποια ποιητική αξία στον ομότεχνό του Αλεξανδρινό, λένε:

Ο Καβάφης μειονεκτεί για την κακή στιχουργική, τη μεικτή γλώσσα, την ανορθόδοξη ερωτική θεματογραφία.

Με τον τρόπο αυτόν ο Παλαμάς δεν κατηγορεί μόνο τον Καβάφη· υπερασπίζεται τον εαυτό του, τη δική του ποίηση, που είναι η μόνη ποιητική αλήθεια που γνωρίζει και αναγνωρίζει· υπερασπίζεται τον αγώνα του δημοτικισμού, τις καθιερωμένες στιχουργικές φόρμες και τα στιχουργικά τερτίπια, που σε μεγάλο βαθμό εξάντλησαν τη μεσοπολεμική ποίησή μας - και εξαντλήθηκαν μαζί της.

Όμως όσο κι αν χώρισαν οι δρόμοι τους ,η «Τέχνη της Ποιήσεως» έρχεται για να σμίξει τις έγνοιες τους, τις αγωνίες τους,
την ψυχή που καταθέτουν σ' αυτήν....

Ο Παλαμάς την αγάπησε (Ω Μούσα Ιδέα, σ' αγάπησα!), γιατί η ποίηση αντιστάθμιζε την Ασάλευτη Ζωή ενός ανθρώπου λιγομίλητου, μαζεμένου, μοναχικού και δειλού στις προσωπικές του σχέσεις:


«Μόνο πως είμαι αιστάνομ' εδώ κάτου


κ' ελεύτερος και ισόθεος κάτου εδώ,

τραγούδι, όταν εσένα τραγουδώ.»


Αλλά και ο Καβάφης αγάπησε την Ποίηση, άλλοτε γιατί η τέχνη ολοκλήρωνε « κάτι μισοειδωμένα πρόσωπα ή γραμμές ερώτων ατελών κάτι αβέβαιες μνήμες» και άλλοτε γιατί θεράπευε, έστω και πρόσκαιρα, τις πληγές του:


«Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,


που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή
»


Και οι δύο πίστευαν ότι μέσω της τέχνης ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει τη φθορά του χρόνου και τη λήθη του θανάτου, γιατί ό,τι μεταστοιχειώνεται σε έργο τέχνης κερδίζει την αθανασία και τη  χαρίζει και στο δημιουργό του.

Ο Παλαμάς γράφει στις «Πατρίδες»:
το χωματόπλαστο κορμί, χώμα κι εκείνο 
αέρας, γη, νερό , φωτιά θα ξαναγίνω
κι απ' των ονείρων τον αέρα κι απ' την πύρα 
του λογισμού, κι απ' τη σάρκα τη λιωμένη, 
κι απ' των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει ήχου πνοή, 
παράπονο σαν τη λύρα                   

Κοινή είναι και η βεβαιότητά τους πως η Ποίηση είναι ενεργός δύναμη, ανώτερη από την Πράξη.

Ο Παλαμάς:


"Μόνο με την αγνή τετράψηλη αρμονία

που ενώ κρατιέται απάνω από καιρούς και τόπους
προς την πατρίδα του γυρνάει τ' αυτιά του κόσμου,
ο ποιητής είν' ο μεγάλος ο πατριώτης.
(...)
Η πράξη του σοφού, είν' η σκέψη,
και το τραγούδι είναι το κάστρο του ποιητή."

Ακριβώς εν ονόματι της βεβαιότητας αυτής ένας Νέος της Σιδώνος, στον Καβάφη, αντιδρά, γιατί ο Αισχύλος στο επιτύμβιο επίγραμμά του αποσιώπησε ολότελα της Τραγωδίας το λαμπρό λόγο ,και για την υστεροφημία του αρκέστηκε να σημειώσει μόνο πως πολέμησε στον Μαραθώνα:


"Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.

Κι όχι απ' το νου σου ολότελα να βγάλεις

της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-

(...) -και για μνήμη σου να βάλεις

μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό

πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη."



Όσα και να τους χώριζαν λοιπόν , ένας ισχυρός δεσμός τους συνδέει βαθιά, πίστη και αφοσίωση στη Ποίηση…





ΠΗΓΕΣ:
Δ. Δασκαλόπουλος, « Από τον έπαινο στη διαμάχη»
Θ. Σουλογιάννης, « Κ.Καβάφης- Κ. Παλαμάς, ένα χρονικό»
Ε. Πολίτου- Μαρμαρινού, άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα, Μάρτιος 2003


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Εν Φαντασία και Λόγω

Ποιήματα για την Ποίηση η επόμενη ενότητα.
Ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα, ως αντικείμενό τους την ποιητική δημιουργία, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες της και τις συνέπειές της.

Κ.Π. Καβάφη

Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.




Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.



Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο. Άρχισε να γράφεται το 1903 και ξαναγράφτηκε δύο φορές: στα 1912 και στα 1921. Συνεπώς είναι ένα ποίημα στο οποίο ο Καβάφης έδινε ιδιαίτερη σημασία.
Ο ίδιος ο ποιητής υποδύεται ένα ανύπαρκτο πρόσωπο (τον   Ιάσωνα  Κλεάνδρου ) γιατί  δεν θέλει να εκθέσει την προσωπική του πληγή στον αναγνώστη αφ’ ενός, και  γιατί έτσι υποστηρίζεται ο διαχρονικός χαρακτήρας  των σκέψεών του αφού χρεώνει στον Ιάσωνα τις δικές του θέσεις και ταυτόχρονα τις κρίνει.
Γενικότερα η  ποίηση του Καβάφη λειτουργεί ως διαλεκτική της απόκρυψης και αποκάλυψης, όπου η επιτυχία του ποιήματος εξασφαλίζεται από την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που αποκαλύπτεται και σε αυτό που αποκρύπτεται.
Ο Ιάσων Κλεάνδρου, ο ίδιος ο Καβάφης κρυμμένος, εραστής της ζωής, αντιμετωπίζει με αγωνιά τα γηρατειά, πασχίζοντας να συμφιλιωθεί μαζί τους. Μελαγχολεί βλέποντας τη φθορά του σώματος σαν  «πληγή από φρικτό μαχαίρι», ανησυχώντας συγχρόνως μήπως η ποίηση πεθάνει μαζί του ή πριν απ’ αυτόν. Η ποίηση έχει λυτρωτική δύναμη που θα τον βοηθήσει να προσπεράσει τις θλίψεις και τις απογοητεύσεις του γερασμένου σώματος, τη φθορά του οποίου αρνείται να ακολουθήσει η ψυχή, το πνεύμα του ποιητή (που είναι 58 χρονών όταν γράφει το ποίημα…) Η ποίηση, ως δρόμος προς την αιωνιότητα, μπορεί να «θεραπεύσει» τη φθορά και ό,τι υπόκειται σε φθορά.




 «εν Φαντασία και Λόγω»  λοιπόν ,λέει λοιπόν ο Ποιητής πως δημιουργεί τα ποιήματά του.
Τα φάρμακα της ποίησης είναι αφενός η δύναμη της φαντασίας, που οδηγεί το νου του ποιητή εκεί όπου ο κοινός νους των ανθρώπων δε μπορεί να φτάσει. Τη φαντασία τη χρησιμοποιεί ειδικά ο Καβάφης σε πολλά ποιήματά του για να ξαναζωντανέψει τις μνήμες από το παρελθόν , τις όμορφες εμπειρίες της νιότης. 

Η Φαντασία είναι γι' αυτόν κυρίαρχο όπλο, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο « με τη φαντασία (και με τη  βοήθεια προσωπικών δοκιμασμένων περιστατικών και συνδεδεμένων μεταξύ των μακρόθεν και εγγύθεν) ο ποιητής μπορεί να μεταφέρει τον εαυτό του εν τω μέσω των πραγμάτων και να δημιουργήσει έτσι μιαν εμπειρίαν». Με τη Φαντασία ( με κεφαλαίο) μάλλον δεν υπαινίσσεται την πλαστική ή δημιουργική φαντασία · μάλλον πρόκειται για την αναπαραστατική φαντασία,ένα είδος παραμορφωμένης μνήμης, δηλαδή ανακαλεί και αναπλάθει εικόνες του παρελθόντος μέσω της επενέργειας της μνήμης( σύμφωνα με τον Σωτήρη Τριβιζά).

Με το λέξη  «Λόγο»  έχουμε μια αναγωγή του προβλήματος στο χώρο της μεταφυσικής. Ο Λόγος ως γνωστικό μέσο του απόλυτου, υπήρξε η βάση πολλών φιλοσοφικών θεωριών και μάλιστα των Επικουρείων, που το όνομά τους συνδέθηκε αρκετές φορές με την καβαφική ποίηση.
Αν ο Καβάφης απέδιδε στον όρο την έννοια της Λογοτεχνίας, δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά. Βέβαιο είναι ότι μέσα στα ( διόλου στενά) καλούπια της λέξης μπορούν να χωρέσουν αρκετές ερμηνείες.
Πρόκειται για τη μαγική λειτουργία του Λόγου, της γλώσσας , που αισθητοποιεί τις ποιητικές συλλήψεις. Με τη βοήθεια  του λόγου πραγματώνεται το ποίημα , αφού  η φαντασία θα βρει μέσα από τις Λέξεις το δρόμο έκφρασής της, θα πάρει σάρκα και οστά. Η λέξη «λόγος» έχει  βέβαια πάντα και την έννοια της ενδιάθετης σκέψης.

Εν Φαντασία και Λόγω λοιπόν…

Η Φαντασία η χιλιοτραγουδισμένη από τους  ποιητές…

Ένα ποίημα της Κικής Δημουλά  γι’ αυτήν:

Το ριψοκίνδυνο όραμα της φαντασίας

Η φαντασία -
απόφοιτος του Πλάστη
γόνος του παραλογισμού
και της υπεροψίας -

σε κοίταξε εξονυχιστικά και είπε

«δε μου ταιριάζεις είσαι αβλαβής.
Σε κίνδυνο θα σε μεταμορφώσω
με τον πιο ταχύ και αλάνθαστο τρόπο:
αγαπώντας σε.

Θηρίο θα σε σκηνοθετήσω
σε απόσταση μάχης

να μου ξεφεύγουν
οι βρυχηθμοί των ελιγμών σου
να υπερπηδούν το λάκκο που ‘χω σκάψει
σκεπασμένον
με απατηλή στερεότητα κλαδιών
ζωώδους αγριότητας».

Έτσι έγινε
κι έρχεσαι τώρα εσύ επίπλαστο θηρίο
και μου ζητάς εμένα το λόγο
με ποιο δικαίωμα σε άλλαξα
από λαγό σε σαρκοβόρο
λες και σ’ ερωτεύθηκα εγώ.

Τα παράπονά σου στη φαντασία.
Αυτή εξευρίσκει λάλημα
όταν δεν ξημερώνει.

Να την ευγνωμονείς.

Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε
υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα
ποτέ καμιά πραγματικότης
δε θα μας είχε αγαπήσει