Μελετώντας τα αποσπάσματα , από το Νίκο Καζαντζάκη και τη Διδώ Σωτηρίου, βλέπουμε το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο δύο λογοτέχνες βλέπουν τη μητέρα τους και το ρόλο της στη ζωή τους . Συγχρόνως μέσα απο το ρόλο της μητέρας βλέπουμε και τη θέση της γυναίκας στην εποχή , αλλά και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις . Αξίζει να δούμε όχι μόνο την εντελώς διαφορετική οπτική από την οποία καθένας τους βλέπει το πρόσωπο της μητέρας του, αλλά και τις σχέσεις ή τις ισορροπίες που αυτές διαμορφώνονταν μέσα στην οικογένεια. Μια καλή άσκηση για ( τι άλλο;) την Α΄ Λυκείου και ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ!
Ο Νίκος Καζαντζάκης μιλά για τη μητέρα του:
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο- καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να 'ταν ο αγέρας ανάμεσα μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα 'βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ' έφταναν τα μαρτύρια τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατα της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
- Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτοο από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανα τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυα της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκοινε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να 'χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να 'χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν' ακούσω καναρίνι, χωρίς ν' ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη
μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
Ποτε' δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να 'χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να 'ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντας τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινόρχεται, ν' ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου- κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρα πως ζητάει το κεφαλομάντηλο της να φύγει.
(ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ, Απόσπασμα)
Και η ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ για τη δική της:
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με μανία. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σα φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
- Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξη μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατα της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσιρίξει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
«Το σπίτι μου», απόσπασμα
Καλημέρα, Πολίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ήδη ενδιαφέρον θέμα των φύλων στη λογοτεχνία (στη ζωή..) γίνεται και γοητευτικό με τα εύστοχα κείμενα που διαλέγετε.
ΥΓ. Βλέπεις; Ακόμα κι η Σωτηρίου, με τις δύο εξουσίες στο σπίτι, "του θεού και του πατέρα", ήλιο αναγνωρίζει/μαντεύει τη μητέρα. Έστω, σκεπασμένο. Το πυρ το αείζωον..:-)
Διον. Μάνεσης
Διονύση μου καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμη πιο ενδιαφέρον είναι το υπόθεμα για τη σύγκρουση των φύλων, αλλά ακόμη δεν είμαι έτοιμη!
Θέλει πολύ δουλειά ο σχεδιασμός του μαθήματος, κυρίως το στάδιο της κυρίως ανάγνωσης.
Μ΄αρέσει όμως γιατί είναι καινούργιο! Έτσι, "ανοιχτή' και χωρίς αυστηρά οριοθετημένη ύλη απο ένα σχολικό εγχειρίδιο, θα είναι η Λογοτεχνία στο Λύκειο, σαν ένα μικρό "project".
Είναι δύσκολο πάντως γιατί κανένας μας δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο! Και μεις προσαρμοζόμαστε δυσκολότερα απο τα παιδιά...