Σήμερα το πρωί ο φίλος μου Γιάννης, μου έδωσε την ιδέα για το
ποίημα του Σ.Τσακνιά όταν ψάχναμε ποιήματα για "τα φύλα
στη Λογοτεχνία" !
ποίημα του Σ.Τσακνιά όταν ψάχναμε ποιήματα για "τα φύλα
στη Λογοτεχνία" !
Επίσκεψη
Σπύρος Τσακνιάς (1929 - 1999)
Όλη μέρα πάστρευε το σπίτι σφουγγάριζε τα πατώματα
γυάλιζε το μπρούντζινα σκεύη κι ασβέστωνε τα πεζούλια.
Προς το βράδυ απόκανε κι έκατσε στη γωνιά της να ξαποστάσει
με μισό φλιτζάνι καφές και μισό παξιμάδι.
Τότε ήρθε ο Άγγελος του Κυρίου και της χαμογέλασε γλυκά
κι εκείνη ντράπηκε κι έλυσε την ποδιά της και την έκρυψε βιαστικά κάτω
από το πανέρι με τ΄ασπρόρουχα. Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια ανήσυχα
κι ο Άγγελος του Κυρίου κατάλαβε
και πήρε ένα παλιό λαϊκό περιοδικό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο
και το ξεφύλλιζε κάνοντας πως διαβάζει.
Πετάχτηκε τότε στην κουζίνα και ζέστανε το φαΐ
κι ύστερα βγήκε στην αυλή
και μάζεψε τα σεντόνια που είχε απλώσει από το πρωί
για να στεγνώσουν δίπλωσε βιαστικά τις κάλτσες κι έστρωσε το τραπέζι.
Σαν τέλειωσε κι αυτό φόρεσε τη ζακέτα της και στάθηκε
καρτερικά δίπλα στην πόρτα.
Κι ο Άγγελος του Κυρίου παράτησε το περιοδικό πάνω στο κομοδίνο
και βγήκανε μαζί στο δρόμο.
Κι εκείνη κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε όπως πάντα
το κλειδί μέσα στη γλάστρα.
Μια ( ελάχιστη) ερμηνευτική ματιά
Η επίσκεψη της νεκρής μάνας στο σπίτι του ποιητή γίνεται με τη συνοδεία «΄Αγγελου του Κυρίου». Η στοργή της και η ανάγκη να φροντίζει το παιδί της δίνονται με εξωλογικό τρόπο. Έκδηλη είναι η τρυφερότητα του ποιητή για τη μάνα του και η παρουσία της μέσα στην απουσία της. Ο ομφάλιος λώρος με την μάνα δύσκολα κόβεται, ακόμα και μετά το θάνατό της.
Η γυναίκα του ποιήματος - η μητέρα του ποιητή-ασχολείται συνεχώς με τις δουλειές του νοικοκυριού έχοντας επωμισθεί όλο το βάρος του, δικαιώνοντας έτσι το στερεότυπο ρόλο του φύλου της σε παλαιότερες εποχές.
Από την αρχή "Ολη μέρα..." φαίνεται να αγκομαχά ζωσμένη τα σύνεργα της δουλειάς, μιας δουλειάς που δεν αμείβεται και δεν αναγνωρίζεται, μιας δουλειάς εντατικής και απαιτητικής, όπως φαίνεται από τη συσσώρευση των ρημάτων στο πρώτο δίστιχο (πάστρευε, σφουγγάριζε, γυάλιζε, ασβέστωνε). Χαρακτηριστική εδώ η απουσία κόμματος στον πρώτο στίχο, ίσα ίσα για να δηλώσει το ρυθμό της ακατάπαυστης εργασίας. Παρατηρούμε ακόμη τα ονόματα: σπίτι - πατώματα - σκεύη - πεζούλια, που δηλώνουν την κίνηση της νοικοκυράς από το γενικό στο ειδικό, από το ¨μέσα" (εσωτερικό σπιτιού, σκεύη) στο "έξω" (αυλή).
Από την αρχή "Ολη μέρα..." φαίνεται να αγκομαχά ζωσμένη τα σύνεργα της δουλειάς, μιας δουλειάς που δεν αμείβεται και δεν αναγνωρίζεται, μιας δουλειάς εντατικής και απαιτητικής, όπως φαίνεται από τη συσσώρευση των ρημάτων στο πρώτο δίστιχο (πάστρευε, σφουγγάριζε, γυάλιζε, ασβέστωνε). Χαρακτηριστική εδώ η απουσία κόμματος στον πρώτο στίχο, ίσα ίσα για να δηλώσει το ρυθμό της ακατάπαυστης εργασίας. Παρατηρούμε ακόμη τα ονόματα: σπίτι - πατώματα - σκεύη - πεζούλια, που δηλώνουν την κίνηση της νοικοκυράς από το γενικό στο ειδικό, από το ¨μέσα" (εσωτερικό σπιτιού, σκεύη) στο "έξω" (αυλή).
Μετά από αυτή την κοπιαστική ημέρα ("Προς το βράδυ..") έρχεται η ώρα της ανάπαυλας και ο αφηγητής βρίσκει ευκαιρία να μας πληροφορήσει έμμεσα για το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας, τον τρόπο ζωής της, τις συνήθειες και την οικονομική της κατάσταση. Έτσι,η χρήση των ρηματικών τύπων"απόκανε-ξαποστάσει" και η λάθος πτώση στο "μισό φλιτζάνι καφές" μαρτυρούν ένα μάλλον χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ οι αναγνώστες δε διαπιστώνουν πουθενά την ύπαρξη κάποιας συντροφιάς, μιας μορφής οικογένειας. Με μια πρώτη εντύπωση, έχουμε μια μοναχική γυναίκα δίχως ιδιαίτερη μόρφωση και χρηματική άνεση να ασχολείται συνεχώς με το νοικοκυριό, βρίσκοντας μια μικρή ανάπαυλα σε "μισό φλιτζάνι καφές και μισό παξιμάδι".
Από τον επόμενο στίχο όμως, αρχίζει η ανατροπή που μέλλει να διαποτίσει όλο το ποίημα.Εμφανίζεται ο "Άγγελος Κυρίου" και της χαμογελά,η γυναίκα "ντρέπεται", τον κοιτά στα μάτια ανήσυχα ( δεν έχει τελειώσει ακόμη τις υποχρεώσεις της...), , ο Άγγελος καταλαβαίνει και κάνει ότι περνά την ώρα του με ένα "παλιό λαϊκό περιοδικό".
Από την ανάγνωση των επόμενων στίχων οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως ο Άγγελος της δίνει πίστωση χρόνου, τόσου, ώστε να προλάβει η γυναίκα να συγυρίσει άλλη μια φορά το σπίτι, ρυθμίζοντας και τις τελευταίες εκκρεμότητες. Ο Άγγελος καταλαβαίνει, νιώθει την ανησυχία της γυναίκας. Αυτές οι συνήθειες είναι πλέον η δεύτερη φύση της, το ενδιαφέρον της, η μοίρα της, το βιος της, όλη της η ύπαρξη και της επιτρέπει, μια τελευταία φορά, να "πεταχτεί " στην κουζίνα, να ζεστάνει το φαϊ, να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα, να στρώσει το τραπέζι...
Μετά από όλα αυτά, η γυναίκα (που μένει ανώνυμη σε όλο το ποίημα), περιμένει καρτερικά στην πόρτα αφού πια έχει εκτελέσει και το τελευταίο της καθήκον κι ο Άγγελος ( ο Θάνατος) την παίρνει ξανά μαζί του αλλά όχι προτού κάνει αυτό που έκανε πάντα πριν από μια βόλτα: να βάλει το κλειδί της πόρτας στη γλάστρα.
Το υπερφυσικό στοιχείο - η προσωποποίηση του θανάτου και κυρίως η παράλογη συμπεριφορά της γυναίκας, που επιμένει να κάνει δουλειές λίγα λεπτά πριν φύγει για τον άλλο κόσμο , μας δείχνει ότι ο κοινωνικός ρόλος εντυπώνεται, βιώνεται. Η γυναίκα-μητέρα - νοικοκυρά δε γλιτώνει από τη σκέψη της φροντίδας αυτών που αγαπά ούτε με το θάνατο....
Τέλος, η ηχηρή απουσία άλλων προσώπων στο σπίτι καθιστά ακόμη τραγικότερη τη γυναικεία μορφή του ποιήματος. Φεύγοντας θα αφήσει το κλειδί στη γλάστρα όπως θυμάται ο ποιητής πως έκανε πάντα.
Η μνήμη και η νοσταλγία καταργούν τη συμβατική χρονικότητα του ποιήματος και συμπλέκουν το παρελθόν με το παρόν..
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
"ο ρόλος της μνήμης γίνεται ολοένα και δραστικότερος· καθοριστικότερος της θολής ατμόσφαιρας που περιβάλλει τα ποιήματα του Σπύρου Τσακνιά. Μιας ατμόσφαιρας που, εν τέλει, αποδεικνύεται κατάλληλη για την αποτελεσματική ποιητική ενεργοποίηση της βαθύτατα εξομολογητικής και συνάμα νοσταλγικής -ακόμα και για τα δυσάρεστα περασμένα- διάθεσης και πρόθεσής του να καταθέσει κομμάτια-ψηφίδες του χθες, διαβρωμένες από τη συναισθηματική υγρασία τού σήμερα· με άκρα νηφαλιότητα, χωρίς μεγαλόσχημες χειρονομίες ή συναισθηματικές κορόνες, οδηγημένος από τη συνείδηση της ανάγκης να περιφρουρήσει και να διατηρήσει ανέπαφο από το μολυσματικό καθημερινό περιβάλλον το μόνο χώρο που πραγματικά του ανήκει: αυτόν της μνήμης. Αυτή εξάλλου -η μνήμη- αποτελεί και το μονιμότερο συνδετικό πυρήνα στην ποίησή του· ενώ το άμεσο παράγωγό της: η νοσταλγία, επιδρά άμεσα στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας καταπραϋντικής του όποιου πάθους, κυρίως όμως των ενοχών, κάνοντας το φορέα τους -τον ποιητή- προσηνέστερο και συγκαταβατικότερο μπροστά στο παρόν.
Οτι, περισσότερο απ' όλα, χαρακτηρίζει την ποίηση του Σπύρου Τσακνιά, είναι η διαβρωτική αίσθηση ενός οριστικά και ανεξήγητα χαμένου προορισμού (τόσο σε προσωπικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο -γενιας)· κάτι που παρατηρείται ακόμα και όταν το στοιχείο της «αναφορικότητας» έχει αισθητά αποδυναμωθεί, έχει υποκατασταθεί από προσωπικότερα, ιδιωτικότερα και, θα τολμούσα να πω, βιολογικά προσδιορισμένα βιώματα (κάτι που παρατηρείται, κυρίως, στις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του, όπου δείχνει να έχει «απομακρυνθεί» από τις σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμες αφετηρίες της τραυματισμένης και, συνάμα, τραυματικής του μνήμης). Η υπαρξιακών διαστάσεων ενοχή του, με το πέρασμα του χρόνου, αμβλύνεται και, σταδιακά, μετατρέπεται σε μια απροσδιόριστη, διαχυμένη μελαγχολική και ευσυγκίνητη διάθεση, τόσο απέναντι σε μνήμες σημαντικών συμβάντων του παρελθόντος όσο και απέναντι σε ασήμαντα γεγονότα μιας κατακερματισμένης καθημερινότητας, που όμως, παρά την ασημαντότητά τους, αποτελούν εναύσματα συλλογισμών και συμπερασμάτων επαληθευτικών της προφανούς ή της υποδόριας φθοράς που διέπει ρυθμιστικά όλα όσα τον περιβάλλουν και τον συνέχουν (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, αισθήματα και σκέψεις).
Με τη, διά της συναισθηματικής διαχύσεως, αποδυνάμωση -μάλλον επικάλυψη- της αναφορικότητας, ο Σπύρος Τσακνιάς έχει -και εκμεταλλεύεται δεόντως- τη δυνατότητα, με την τεχνική των παραμυθητικών «παραβολών», να υπεκφεύγει· να διαθλά ή να διαβρώνει, ακριβώς με την υγρασία του συναισθήματος, την εικόνα του άχαρου παρόντος και να αμβλύνει τις αιχμές των διεκδικητικών όσο και εκδικητικών μνημών, μετατρέποντας, τεχνηέντως, τις άγριες Ερινύες σε παρηγορητικές Ευμενίδες. Κι αυτό χωρίς ψευδαισθήσεις· απλώς περισπαστικά, συνειρμικά υπεκφεύγοντας, μόνο και μόνο για να συγχέονται οι χρονολογίες και να ξεθωριάζουν οι παλιές μέρες· σαρκάζοντας, αυτοσαρκαζόμενος, πικρά ειρωνικός ακόμα και απέναντι σε ό,τι άλλοτε τον κινητοποίησε στο έπακρο.
Η γλώσσα, εξάλλου, του Σπύρου Τσακνιά ανταποκρίνεται με άκρα συνέπεια στις προθέσεις του. Είναι μια γλώσσα εκ φύσεως προσηνής, συζητητική, προσεκτικά και όσο χρειάζεται απαλλαγμένη από το φορτίο της προσωπικής συγκίνησης, διαπερασμένη, θα έλεγα, από την υγρασία κατασταλαγμένων, με τον καιρό, συναισθημάτων, που, παρά την πικρία τους, έχουν γίνει φιλικά και προσδιοριστικά της στάσης του απέναντι σε όλα: παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Είναι μια γλώσσα λυρικών προδιαθέσεων, χωρίς μελοδραματικά στοιχεία, πρόσφορη για την επίταση μιας σχεδόν ονειρικής ρευστότητας των όσων, μέσω αυτής, ανακαλούνται, παραμένοντας ωστόσο βυθισμένα στη μεταφυσική μιας άχραντης, σεβαστικής σιωπής· κι ακόμα, είναι μια γλώσσα κατάλληλη για τη νηφάλια επισήμανση της υπόκωφης δολιότητας που εμφιλοχωρεί στα πρόσωπα, τα πράγματα και τις καταστάσεις, όταν όλ' αυτά έχουν αποκτήσει, με τον καιρό, μιαν άλλη: την «τέταρτη» διάσταση (για να θυμηθούμε την πολύ σημαντική ενότητα του Γιάννη Ρίτσου), που τα καθιστά ανυπάκουα στους σκληρούς και αδήριτους νόμους της καθημερινότητας, καθώς και στη μονοσήμαντη λογική της."
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Με τη, διά της συναισθηματικής διαχύσεως, αποδυνάμωση -μάλλον επικάλυψη- της αναφορικότητας, ο Σπύρος Τσακνιάς έχει -και εκμεταλλεύεται δεόντως- τη δυνατότητα, με την τεχνική των παραμυθητικών «παραβολών», να υπεκφεύγει· να διαθλά ή να διαβρώνει, ακριβώς με την υγρασία του συναισθήματος, την εικόνα του άχαρου παρόντος και να αμβλύνει τις αιχμές των διεκδικητικών όσο και εκδικητικών μνημών, μετατρέποντας, τεχνηέντως, τις άγριες Ερινύες σε παρηγορητικές Ευμενίδες. Κι αυτό χωρίς ψευδαισθήσεις· απλώς περισπαστικά, συνειρμικά υπεκφεύγοντας, μόνο και μόνο για να συγχέονται οι χρονολογίες και να ξεθωριάζουν οι παλιές μέρες· σαρκάζοντας, αυτοσαρκαζόμενος, πικρά ειρωνικός ακόμα και απέναντι σε ό,τι άλλοτε τον κινητοποίησε στο έπακρο.
Η γλώσσα, εξάλλου, του Σπύρου Τσακνιά ανταποκρίνεται με άκρα συνέπεια στις προθέσεις του. Είναι μια γλώσσα εκ φύσεως προσηνής, συζητητική, προσεκτικά και όσο χρειάζεται απαλλαγμένη από το φορτίο της προσωπικής συγκίνησης, διαπερασμένη, θα έλεγα, από την υγρασία κατασταλαγμένων, με τον καιρό, συναισθημάτων, που, παρά την πικρία τους, έχουν γίνει φιλικά και προσδιοριστικά της στάσης του απέναντι σε όλα: παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Είναι μια γλώσσα λυρικών προδιαθέσεων, χωρίς μελοδραματικά στοιχεία, πρόσφορη για την επίταση μιας σχεδόν ονειρικής ρευστότητας των όσων, μέσω αυτής, ανακαλούνται, παραμένοντας ωστόσο βυθισμένα στη μεταφυσική μιας άχραντης, σεβαστικής σιωπής· κι ακόμα, είναι μια γλώσσα κατάλληλη για τη νηφάλια επισήμανση της υπόκωφης δολιότητας που εμφιλοχωρεί στα πρόσωπα, τα πράγματα και τις καταστάσεις, όταν όλ' αυτά έχουν αποκτήσει, με τον καιρό, μιαν άλλη: την «τέταρτη» διάσταση (για να θυμηθούμε την πολύ σημαντική ενότητα του Γιάννη Ρίτσου), που τα καθιστά ανυπάκουα στους σκληρούς και αδήριτους νόμους της καθημερινότητας, καθώς και στη μονοσήμαντη λογική της."
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Δεν είναι υπέροχο;
ΠΗΓΕΣ:
http://graecaphilologia.blogspot.com
Χριστίνα Αργυροπούλου "Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση "
οι στίχοι μιλάνε κυριολεκτικά στην ψυχή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαριάνα
Περιδιαβαίνοντας τα φιλικά ιστολόγια σήμερα, μόλις είχα συναντήσει την αυτοβιογραφία της Ε. Μαρτινέγκου στον παράπλου του Νεάρχου και χάρηκα, γιατί είναι ένα σπάνιο αλλά πολύ σημαντικό κείμενο. Τώρα διαβάζω το ποίημα του Τσακνιά που με συγκινεί ιδιαίτερα - δεν το ήξερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά, πάρα πολύ καλές επιλογές. Αλλά κι οι παράλληλοι Χαΐνηδες, μια χαρά έδεσαν μουσικά
Πολλά φιλιά και στους δυο.
(επώνυμος, επώνυμος..:Διον. Μάνεσης)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω τι να κάνω πια μ΄αυτές τις ρυθμίσεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπλοκάρουν ακόμα τα σχόλια!
Φιλιά Διονύση μου!
Μαριαννάκι ήμουν σίγουρη πως θα σου άρεσε! Καλό διάβασμα! Πολλά φιλιά!
Οι τυχαίες συμπτώσεις έχουν πιο βαθύ δεσμό από αυτόν που εμείς μπορούμε να ερμηνεύσουμε. Η όμορφη κουβέντα, οπως τόσο ωραία το έθεσες, κρύβει αόρατη γέφυρα βαθιάς επικοινωνίας. Όπως αυτή που ενώνει και τους bloggers.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.
Καλημέρα Πολίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜικρή συνεισφορά, σχετική με το ποίημα του Τσακνιά
"Κοιτάζει τα χέρια της
Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δε γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της -όποτε τύχαινε, μια στις τόσες- κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρα της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
Τόσα χρόνια δε γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, ασ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα», λέει, «που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Μιχάλης Γκανάς «γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» εκδ. Μελάνι"
Πολλά φιλιά
Ρούλα Μουντάνου
Καλησπέρα Φόβε,
ΑπάντησηΔιαγραφήαφημένοι σε συμπτώσεις που ποτέ δεν θα μάθουμε βρίσκεται η ζωή μας...
Κι η μουσική και η Λογοτεχνία είναι η καλύερη γέφυρα για να μιλήσουμε και με τους άλλους και με τον εαυτό μας πάνω απ΄όλα
Να είσαι καλά !
Ρούλα μου καλησπέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σ΄ευχαριστούμε για την όμορφη συνεισφορά στη συλλογή του υλικού! Ό,τι εμπνευστείς καλοδεχούμενο!
Υπέροχος ο Γκανάς( ακόμη όμως δεν αξιώθηκα να διαβάσω αυτό το βιβλίο του που όλοι το επαινούν! )
Πολλά φιλιά