Τρίτη 1 Μαΐου 2012

η Ομορφιά δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού




 Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke,1875 - 1926 )







          

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ:

  • καταβύθιση στα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης
  • ακατάβλητη προσπάθεια να αποτυπώσει στο έργο του την ενότητα της ζωής και του θανάτου, ζώντας ο ίδιος μέσα στο έργο του- και από το έργο του.
  • Λυρισμός


Ο Ρίλκε αποτελεί ένα μεγάλο  κεφάλαιο στα παγκόσμια γράμματα γιατί οδήγησε μια μακρόχρονη παράδοση θρησκευόμενης ποίησης σε νέες ανεξερεύνητες περιοχές μυστικισμού και φιλοσοφικής ενατένισης.
 Έγραψε ,στη διάρκεια της έντονης και γεμάτης ζωής του, έντεκα ποιητικές συλλογές και έντεκα χιλιάδες γράμματα. Παρότι λάτρεψε τη μοναξιά σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν σταμάτησε στιγμή να αλληλογραφεί με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους -«αριστοκράτες και καθαρίστριες, εμπόρους και πολιτικούς, τη γυναίκα του, διάφορους πάτρωνες, εκδότες, φίλους, ερωμένες, άλλους ποιητές και καλλιτέχνες και άγνωστους θαυμαστές»- και απελευθερωμένος πια από τους περιορισμούς του στίχου να εκφράζει σκέψεις και απόψεις για κάθε ζήτημα της ψυχής και της ζωής.
Καθόταν και αντέγραφε επιμελώς «σελίδες ολόκληρες από τα γράμματά του καθισμένος στο ψηλό γραφείο του, που ήταν ειδική παραγγελία για κείνον, εάν εντόπιζε έστω και ένα ορθογραφικό λάθος ή μια μικροσκοπική κηλίδα μελανιού πάνω σε μια σελίδα, και ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή κάθε φορά που ο ειρμός της σκέψης του διακοπτόταν ή δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα».
 Και ήταν τόσο συνεπής επιστολογράφος, ώστε λίγες μέρες πριν πεθάνει, στις 4 Δεκεμβρίου 1926, στα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, από το νοσοκομείο ζήτησε να του τυπώσουν κάποιες κάρτες που έστειλε σε πάνω από 100 άτομα με τα οποία αλληλογραφούσε και που περίμεναν έστω μία λέξη του. Η κάρτα έγραφε: «Ο μεσιέ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σοβαρά άρρωστος, ζητεί να τον συγχωρέσετε. Δεν είναι σε θέση να επιληφθεί της αλληλογραφίας του».

Αποσπάσματα από το βιβλίο " Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή".

Για τον έρωτα

«Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν, όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα - αυτό πρέπει να κάνουν οι νέοι. Οι άνθρωποι έχουν παρεξηγήσει, όπως τόσα άλλα πράγματα, τη θέση του έρωτα στη ζωή. Εκαναν τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση, πιστεύοντας ότι τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη δουλειά. Τίποτε όμως δεν μας δίνει μεγαλύτερη χαρά και ευτυχία από τη δουλειά. Και ο έρωτας, ακριβώς επειδή είναι η πιο ακραία μορφή χαράς και ευτυχίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δουλειά. Οποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να ’χει να φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον: πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται – πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος!»

Για τη μοναξιά

«Οι πιο μοναχικοί είναι αυτοί που συμβάλλουν περισσότερο σε ό,τι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους. Ελεγα προηγουμένως πως απ’ την πλατιά μελωδία της ζωής κάποιοι ακούνε περισσότερα, κάποιοι λιγότερα, αναλόγως τους αντιστοιχεί και μια μικρή ή ελάχιστη υποχρέωση στο πλαίσιο της μεγάλης αυτής ορχήστρας. Εκείνος που θα άκουγε όλη τη μελωδία θα ήταν ο πιο μοναχικός και ταυτοχρόνως ο πιο κοινός απ’ όλους. Διότι θα άκουγε αυτό που δεν ακούει κανείς, κι αυτό θα συνέβαινε απλώς και μόνον επειδή συλλαμβάνει στην εντέλειά του ό,τι οι υπόλοιποι αφουγκράζονται σαν κάτι σκοτεινό και αποσπασματικό». - «Δεν έχω τίποτε να προσθέσω πέρα από τούτο δω, που ισχύει σε κάθε περίπτωση: ίσως τη συμβουλή να παίρνετε τη μοναξιά στα σοβαρά και, όποτε έρχεται, να την αντιλαμβάνεστε ως κάτι καλό.
Η αδυναμία των άλλων να την απαλύνουν δεν οφείλεται στο ότι είναι αμέτοχοι και κλειστοί αλλά, πολύ περισσότερο στο ότι: είμαστε πράγματι απέραντα μόνοι όλοι μας, και με εξαίρεση κάποιες πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, απλησίαστοι. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό».

Για την ασθένεια

«Δεν φοβάμαι την αρρώστια γιατί δεν θέλω να γαντζωθώ πάνω της, θέλω μόνο να την περάσω, να την αντέξω. Μου φαίνεται πως δεν πρόκειται παρά για μια θλιβερή ανάγκη της φύσης να βρει μιαν άκρη μέσ’ από όλες αυτές τις περιπλοκές, για να επιστρέψει τελικά στην ακεραιότητα και στην υγεία: για να τα καταφέρει. Πιστεύω πως τίποτε δεν είναι πιο ευάλωτο από την αρρώστια, αρκεί να μην την παρεξηγούμε και να μην την καλομαθαίνουμε κοντά μας».

Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε

Για την απώλεια και τον θάνατο: «Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ο θάνατος μέσ’ στη ζωή και με εκπλήσσει που όλοι κάνουν πως το αγνοούν: ο θάνατος υπάρχει, τη δε αμείλικτη παρουσία του τη νιώθουμε κάθε φορά που επιβιώνουμε από μια μεταβολή, αφού πρέπει να μάθουμε να πεθαίνουμε αργά. Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε: εδώ έγκειται η ζωή ολόκληρη. Να προετοιμάσουμε εκ του μακρόθεν το αριστούργημα ενός περήφανου και ανώδυνου θανάτου, ενός θανάτου όπου τίποτε δεν θα έχει αφεθεί στην τύχη, ενός θανάτου καλοδουλεμένου, ευτυχισμένου, ενθουσιώδους, που μόνο οι άγιοι ήξεραν πώς να τον επιτύχουν, ενός θανάτου που ωρίμαζε για πολύ καιρό και τώρα σβήνει ο ίδιος το φρικτό όνομά του, αφού δεν αποτελεί παρά μια χειρονομία αποκατάστασης των αναγνωρισμένων και διασωθέντων νόμων μιας ζωής, βαθιά ολοκληρωμένης μέσα στο σύμπαν της ανωνυμίας».

Για την τέχνη:

 «Ενα έργο τέχνης είναι εξισορρόπηση, ισορροπία, καθησύχαση. Δεν μπορεί να τα βλέπει όλα μαύρα ούτε ρόδινα, διότι ουσία του είναι η δικαιοσύνη. Η τέχνη παρουσιάζεται ως άποψη ζωής, όπου περίπου η θρησκεία, η επιστήμη και ο σοσιαλισμός. Το μόνο που τη διακρίνει από τις άλλες βιοτικές αντιλήψεις είναι ότι δεν είναι γέννημα του καιρού της και εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ως η κοσμοθεωρία του ύστατου στόχου».



  
           Οι Ελεγείες του Ντουΐνο





Οι Ελεγείες του Ντουΐνο, το κορυφαίο ίσως έργο του ποιητή επηρέασε καταλυτικά όλους τους μεγάλους ποιητές του 20ου αιώνα. Στις «Ελεγείες του Ντουίνο» ο Ρίλκε πραγματοποιεί έναν ελιγμό εσωτερίκευσης των δύο αντιθέτων που συνιστούν ένα όλον, δηλαδή της ζωής και του θανάτου, «μετακινώντας» το ποιητικό έργο στο μεταίχμιο ορατού και αοράτου, δηλαδή εντός της επικράτειας της αιωνιότητας στην οποία μετέχουν τα πάντα.

Κατατοπιστική η παρουσίαση των ελληνικών μεταφράσεων από τον Αναστάση Βιστωνίτη στο «Βήμα»:
«Στη βόρεια ακτή της Αδριατικής, είκοσι περίπου χιλιόμετρα έξω από την Τεργέστη, βρίσκεται το χωριό Ντουίνο. Και εκεί, πάνω σε μια απόκρημνη ακτή υψώνεται ένα από τα ωραιότερα κάστρα της Ευρώπης, όπου στα μέσα Ιανουαρίου του 1912 μέσα σε λίγες ημέρες ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε έγραψε την πρώτη και τη δεύτερη από τις δέκα Ελεγείες του Ντουίνο. Το έργο ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα σε έναν πύργο (το Chateau de Μuzot) στο Σερ της Ελβετίας και εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο.


Το 1909 ο Ρίλκε γνώρισε στο Παρίσι την πριγκίπισσα Μαρί φον Τουρν ουντ Τάξις – Χοενλόε , στην οικογένεια της οποίας ανήκε το ιστορικό κάστρο του Ντουίνο, που στα επόμενα χρόνια θα ήταν η φίλη και προστάτιδά του. Εκείνη τον προσκάλεσε να επισκεφθεί το κάστρο και να μείνει εκεί για να σκεφθεί και να γράψει. Ο Ρίλκε θα βρισκόταν εκεί (για δεύτερη φορά) τον Οκτώβριο του 1911. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, περπατώντας το βράδυ μόνος στην απόκρημνη ακτή συνέλαβε τον πρώτο στίχο της πρώτης ελεγείας: « Ποιος θα μ΄ άκουγα αν κραύγαζα απ΄ των αγγέλων τα τάγματα;». Ο ίδιος αργότερα είπε πως ήταν σαν να του τον υπαγόρευσε μια φωνή η οποία ερχόταν από τον γκρεμό που ανοιγόταν μπροστά του. Αμέσως κάθισε και μέσα σε δημιουργική παραφορά άρχισε να γράφει το μεγάλο έργο.


Ο Εζρα Πάουντ είχε πει κάποτε πως το σημαντικότερο ποιητικό θέμα είναι η εν ζωή κάθοδος στον Άδη. Κανείς ποιητής του νεότερου κόσμου δεν το χειρίστηκε καλύτερα από τον Ρίλκε.
Στις "Ελεγείες" η συνείδηση παίρνει τη μορφή της νύχτας, που μεταμορφώνει τη θάλασσα, την ακτή, τις σκιές του κάστρου, τη μυθολογία και την ιστορία του και μας στρέφει στον εαυτό μας .Στο έργο αυτό  ο Ρίλκε  επανεξετάζει όλες τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, αντιτάσσοντας στο αδιέξοδο της μοντέρνας συνθήκης την πίστη στο βιωμένο αίσθημα και την εσωτερική εμπειρία. Δέκα επίμονοι μονόλογοι μεταξύ μέρας και νύχτας, ζωής και θανάτου, έρωτα και αποχωρισμού, Θεού και ανθρώπου.  Η σιλλερική αντίληψη του ελεγειακού ως αντιμέτρησης του ιδεώδους με το πραγματικό, υπόκειται πίσω από κάθε στίχο του Ρίλκε στο μεγαλειώδες αυτό έργο του
Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;

κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,

θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατώτερη ύπαρξη του.

Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει .


Κάθε άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.

Αχ! ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;

Όχι άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν

πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι, μας μένει στην πλαγιά , κι ο χτεσινός, μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.


(….)


Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε.

Μερικά αστέρια σου έγνεψαν και συ ένιωσες το γνέψιμο τους.

Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου , ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί εκαταλειπόταν στον εαυτό του;

Όλα αυτά προσταγή ‘ταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;
(…)


Παράξενο , ό,τι λαχταρούσες, να μην λαχταράς πια! Παράξενο , όλα, το κάθε τι που ήταν δεμένο, τόσο ελεύθερο να βλέπεις να κυματίζει.
Κοπιαστικό ‘ναι και το νεκρός να ‘σαι κι είναι επανόρθωση γιομάτο, έτσι, ώστε , λίγο-λίγο λίγη να νιώσεις αιωνιότητα : -- Μα οι ζωντανοί, όλοι, πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν.
Οι άγγελοι, (λένε) , δε θα ‘ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους..
Το αιώνιο ρέμα, περνώντας κι απ’ τα δυό Βασίλεια, παρασέρνει, πάντα, όλες τις ηλικίες και, πάνω κι απ’ τα δύο Βασίλεια, δεσπόζει η φωνή του.

Τέλος, ανάγκη πια , οι πρώιμα μεταστάντες, δεν μας έχουν · ήρεμα από τα γήινα ξεκόβει κανείς, όπως από τα στήθη τα πράα της μάνας του, όταν μεγαλώσει.
Μα εμείς, που τόσο μεγάλα μυστικά χρειαζόμαστε (απ’ αυτά που, συχνά, από πένθος, πρόοδος μακάρια αναπηδά) : ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να υπάρχουμε, τάχα, χωρίς τους πεθαμένους ;
Να ‘ναι μάταιος ο θρύλος, τάχα, ότι τον Λίνο θρηνώντας, άλλοτε, η πρώτη μουσική, να διαπεράσει τόλμησε τη σκληρή νάρκη, ώστε, από τότε, στον τρομαγμένο χώρο, που ένας, σχεδόν θείος έφηβος, για πάντα εγκατέλειψε ξάφνου, το κενό φλογίστη κι αιστάνθηκε τον κραδασμό εκείνο που μας συνεπαίρνει και μας παρηγορεί και μας βοηθά την ώρα τούτη.

Μετάφραση: Άρης Δικταίος.

ΠΗΓΕΣ:

  • Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή», εκδόσεις «Πατάκης».
  • Όταν οι ποιητές συναντούν τους αγγέλους…(Ρ. Μ. Ρίλκε) Αποστόλης Κ.Κωνσταντίνου,
  •   Δ.Λιαντίνης "Έξυπνον Ενύπνιον - Οι Ελεγείες του Duino του Rilke"
  •  Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , Αναστάσης Βιστωνίτης «όταν οι άγγελοι  μιλούν γερμανικά», 12/6/2011




4 σχόλια:

  1. ΠΑΝΤΑ ΟΡΕΞΑΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο σου Πολίνα!!!Επίτρεψέ μου να προτείνω το ποιήμα του Ρίλκε "Σβήσε τα μάτια μου" από το βιβλίο της Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας ως παράλληλο για το ποιήμα της Πολυδούρη στη λογοτεχνία της κατεύθυνσης, που ομολογώ ότι έγινε δεκτό με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό από το "γυναικείο" πληθυσμό της τάξης μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγγελική μου καλησπέρα
      Μακάρι να εδραιωνόταν η θέση της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο πρόγραμμα της Θεωρητικής της Β΄.Την έχουν στα μαθήμτα επιλογής.Να δούμε αν θα προτιμηθεί από τα παιδιά που η ζωή τους κυριαρχείται από μια οθόνη...
      Το βιβλίο είναι εξαιρετικό πάντως

      :-)

      Διαγραφή