H Κική Δημουλά έχει πενήντα χρόνια διαρκούς παρουσίας στα Γράμματά μας. Όλα
αυτά τα χρόνια παρατηρεί τον κόσμο, αισθάνεται και καταγράφει κάθε τι, όσο
ασήμαντο και αν είναι, το οποίο αποκτά αξία και γίνεται σύμβολο για κάτι άλλο
πίσω από τα φαινόμενα. Αυτό συμβαίνει, επειδή η ποιήτρια αντλεί το υλικό της
«από τα αισθητά και τα μη αισθητά», όπως η ίδια είπε σε συνέντευξή της. Πιο
απλά, όλα τα ανθρώπινα, είναι αντικείμενο της ποίησής της.
Το έργο της μπορούμε να το χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους.
H πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τις συλλογές: «Ποιήματα» (1952), «Ερεβος»
(1956), «Ερήμην» (1958) και «Επί τα ίχνη» (1963), όπου διακρίνει κανείς την
προσπάθειά της να βρει την τεχνική της, επιδιδόμενη σε παιχνίδια και λεκτικούς
πειραματισμούς, χωρίς ωστόσο την πρόθεση της κατασκευής. Οντας μάλιστα γεμάτη
πάθος για τη ζωή, μεταγράφει ποιητικά την καθημερινότητα, ενίοτε καταφεύγοντας
στην αυτοειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό.
Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει τις συλλογές: «Το λίγο του κόσμου» (1971)
και «Το τελευταίο σώμα μου» (1981). Εδώ το προσωπικό της ύφος έχει διαμορφωθεί. Κύρια χαρακτηριστικά η επιμέλεια της γλώσσας, η ευρηματικότητα στην επιλογή της
λέξης, η χρησιμοποίηση νεολογισμών, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και όλα αυτά με
έναν τρόπο που μοιάζει αυθόρμητος και τυχαίος. Τα πράγματα γύρω της κεντρίζουν
τις μνήμες, ενώ οι αισθήσεις φέρνουν στην επιφάνεια το βάθος.
Η τρίτη φάση χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση θλίψης και απώλειας · απώλειας
ομορφιάς, νεότητας, ζωής. Και όλα τούτα εκφρασμένα με μια αποφθεγματικότητα
και, συχνά, με «απαστράπτοντα γνωμικά», όπου ανήκουν οι συλλογές «Χαίρε ποτέ»
(1988), «H εφηβεία της λήθης» (1994), «Ενός λεπτού μαζί» (1998) και «Ηχος
απομακρύνσεων» (2001).
H Δημουλά είναι γνωστή στο πλατύ κοινό. Το μυστικό αυτής της επιτυχίας
οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της ποίησής της, που είναι βαθιά ανθρώπινη,
γυναικεία, τρυφερή, πληγωμένη, πονεμένη. Ας προσθέσουμε εδώ ότι τελευταίως η
ποίησή της έγινε και έντεχνο, μελοποιημένο τραγούδι. Σπάνια ίσως ποιητική φωνή
εξέφρασε με τόση ειλικρίνεια, λιτότητα και αμεσότητα, τον ερωτικό πόνο, τη
φθορά του χρόνου, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά.
Η Δημουλά έχει ένα δικό της τρόπο να μιλάει στον καθημερινό άνθρωπο.
Κατεβαίνει να συναντήσει τον αναγνώστη της στο δρόμο, μπαίνει στο σπίτι του,
και κυρίως η φωνή της απευθύνεται σε μιαν άλλη γυναίκα. Γιατί μιλάει σαν
γυναίκα, αληθινή γυναίκα, και όχι σαν ηρωίδα, κατασκευασμένη στα εργαστήρια των
θεών, των ηρώων ή των καλλονών. H μουσική της ποίησής της, το μελαγχολικό και
ενίοτε θλιμμένο τραγούδι της φαντάζουν ως μακρινός απόηχος μιας άλλης γλυκιάς
και ερωτικής γυναίκας, της Μαρίας Πολυδούρη. Αν εκείνη αναζητούσε και
διεκδικούσε επίμονα, η Δημουλά χρησιμοποιεί οικειότερους τόνους. Δεν κυνηγάει
μεγαλόστομες εκφράσεις, δεν κάνει υπερβολικές κινήσεις. Γι' αυτό και την ακούει
όλος ο κόσμος και, κυρίως, όλος ο γυναικείος κόσμος. Και όταν δεν λέει πολλά,
και τότε ακόμη είναι σαν να μειδιά συνωμοτικά στον αναγνώστη της: «Ω εσύ,
υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου» («hypocrite lecteur! - mosemblable,
- mofrere»), που πάει να πει: «Εσύ, υποκριτή αναγνώστη, που με νιώθεις, ξέρεις
και εσύ αυτό που και εγώ ξέρω». Είναι ο τελευταίος στίχος από το ποίημα «Au
lecteur» («Στον Αναγνώστη») της συλλογής «Τα Ανθη του Κακού» του Μποντλέρ. Τον
έχει επίσης χρησιμοποιήσει και ο Έλιοτ. Κι αυτό που η ποιήτρια ξέρει, το
ξέρουμε και όλοι εμείς που σημαίνει: ότι ο χρόνος κυλάει αμείλικτος, η φθορά
είναι αναπόφευκτη, η μοναξιά θα έρθει σίγουρα, η ανία δεν αποφεύγεται, η λήθη
είναι παμφάγο θηρίο, το τέλος έρχεται ούτως ή άλλως και ο κόσμος θα επιζήσει
και χωρίς εμάς.
Γι' αυτό και θα χαρακτηρίζαμε την ποίησή της, ποίηση εσωτερικού
χώρου. Οχι μόνο γιατί κινείται μέσα στο σπίτι, από το σαλόνι στην κουζίνα
δηλαδή, αλλά γιατί, ακόμα και αν είναι έξω, η ποίησή της είναι ποίηση του μέσα
χώρου, της ψυχής. Είναι ο ίδιος της ο εαυτός, που τον παλεύει μέσα στα ποιήματά
της και δεν του επιτρέπει καμιάν αυταπάτη.
Αν τώρα ένα ποίημα εγκλωβίσει κι εμάς στο εσωτερικό ενός σπιτιού, η ποιήτρια
αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει με μέσα λιτά. Κι όσο πιο λιτά, τόσο πιο
σπαρακτικά. Γιατί, αν το βλέμμα πέσει πάνω σε μια φωτογραφία ή σε ένα κάδρο,
μπορεί να αιχμαλωτιστεί στα σχοινιά του πλοίου μιας αναρτημένης υδατογραφίας
και να αφήσει το παράπονο να εκφραστεί: γιατί να μην πνεύσουν οι άνεμοι, γιατί
να αποκλειστεί η φυγή προς μια ανοιχτή θάλασσα;
Από την άλλη, ο αναγνώστης μπορεί να ξεκουραστεί σε έναν καναπέ, να
στοχαστεί μέσα σε έναν καθρέφτη ή να μελαγχολήσει μπροστά στο κατακάθι ενός
φλιτζανιού καφέ.
Ενώ άλλοτε η ποιήτρια πάλι μπορεί να μας ξεναγήσει σε έναν
αρχαιολογικό χώρο. Στους Δελφούς, π.χ., όπου μας κάνει μια λεπτομερή καταγραφή
του εξωτερικού χώρου πλέον, με τα θραύσματα των μαρμάρων, μια ενδελεχή
παρατήρηση των εκθεμάτων του μουσείου, ένα ζουμ στη λεπτομέρεια, όπως στα
λουριά του ηνίοχου, στους σπασμένους τροχούς του άρματός του, στο μισό πόδι
κάποιας κοπέλας, που έφυγε και δεν είναι πια εκεί, σε μια επιγραφή. Ακόμα μια
περιήγηση στο θέατρο και, τέλος, μια στάση στην καντίνα του δρόμου για μια
στιγμή αναψυχής, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Γας Ομφαλός». Και όλα αυτά
συνθέτουν ένα πλήρως φθαρμένο κόσμο. Και όσο πιο φθαρμένος ο κόσμος, τόσο πιο
φθαρμένη και η ανθρώπινη αντοχή.
Ως προς το εγκεφαλικό παιχνίδι, οι
πειραματισμοί, η ειρωνεία, η επιδίωξη της σπάνιας λέξης, οι νεολογισμοί, που
είναι αναγνωρίσιμοι και δημιουργούν ευχάριστη έκπληξη στον αναγνώστη, αποτελούν
τον ένα πόλο των τεχνικών της τρόπων, ενώ τον άλλον αποτελούν ο αυθόρμητος
καθημερινός λόγος, η συνηθισμένη έκφραση.
Ένα στοιχείο με το οποίο η Δημουλά δίνει προεκτάσεις στο χρόνο, είναι ο
πλούτος των γνώσεων που αντλεί από την παράδοση, από τα ήθη και έθιμα, από την
αρχαιογνωσία, από τη μυθολογία, ακόμα και στη μοντέρνα τεχνολογία. Ίσως εκεί
οφείλεται και η ανταπόκρισή της στο μεγάλο κοινό. H ποιήτρια είναι τεχνίτρα του
λόγου και επομένως είναι πολύ φυσικό να επικαλεστεί και να χρησιμοποιήσει τα
όπλα της. O αυτοσαρκασμός, η αυτοειρωνεία, η αυτοϋπονόμευση θυμίζουν κάπως τον
Καρυωτάκη. Κάνει στίχο τα προβλήματά της και τα προβλήματα των ανθρώπων γενικά.
Κάνει τα «πάθη της τραγούδια», όπως θα 'λεγε και ο Παπαδιαμάντης. Όμως, η μνήμη
και η απώλεια, η λήθη που κατατρώγει τα πάντα σιγά σιγά, η υπαρξιακή αγωνία και
η αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων, κάνουν την ποίησή της οδυνηρή: «η νεκροψία
όλης αυτής της καντεμιάς / έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά / τα είχε η
ματαιότης».
Οι «λεκτικές απροσδοκίες» είναι ποιήματα που ταράζουν τα στάσιμα νερά της
προσδοκίας. Το μη αναμενόμενο, το απροσδόκητο, το απρόσμενο, το εκπληκτικό, το
πρωτότυπο γίνεται φορέας ενός ενδιαφέροντος μηνύματος, σε μια υπερρεαλιστικής
καταγωγής σύνθεση, όπου τα αταίριαστα και ετερόκλητα στοιχεία -λέξεις, έννοιες-
έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην ποίησή της. Το κείμενο υπερβαίνει την τρέχουσα
γλώσσα και λογική, σπάει τον γενικώς αποδεκτό κώδικα της καθημερινής
επικοινωνίας. Αυτό βέβαια είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη μοντέρνα ποίηση, και
μια πληροφορία που δίνεται με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή με την ανατροπή της
λογικής, προκαλεί αυτό που οι υπερρεαλιστές αποκαλούσαν φυσικά φαινόμενα στο
πνεύμα.
Τα αγάλματα
Ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της ποίησης της Δημουλά είναι τα αγάλματα.
Αγάλματα που στολίζουν δημόσιους χώρους ή βρίσκονται στα μουσεία. H ποιήτρια τα
αντιμετωπίζει ως αφορμές για προβληματισμό ή νοσταλγία.
Τα αγάλματα χωρίζονται σε τρεις
κατηγορίες:
α) στα προσωποποιημένα αγάλματα (άνθρωποι ή θεοί),
β) στα αγάλματα σύμβολα ή σύμβολα γυναικείων ρόλων
γ) στα διακοσμητικά αγάλματα.
Μεγάλο
ενδιαφέρον εδώ θα είχε μια συγκριτική μελέτη για το πώς βλέπουν τα αγάλματα οι
άλλοι ποιητές. Αφήνουμε κατά μέρος τον Γιώργο Σεφέρη και τα δικά του αγάλματα
και πάμε στον Γιώργη Παυλόπουλο, ο οποίος με το ποίημα «Το άγαλμα και οτεχνίτης» πραγματεύεται ένα παρόμοιο θέμα. Στο ποίημα του Παυλόπουλου, όταν
κλείνει το μουσείο, η Δηιδάμεια κατεβαίνει από το αέτωμα και ο τεχνίτης αρχίζει
να τη λαξεύει. H επιφαινόμενη ερωτική πάλη υποκρύπτει τον αγώνα κατάκτησης της
τελειότητας. Στο ποίημα της Δημουλά ο Διόνυσος είναι εκείνος που προστρέχει
ερωτικά προς την Καρυάτιδα. Είναι δηλαδή ακόμα μια γυναίκα που υφίσταται την
ερωτική πρόκληση ενός άντρα. Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε το γνωστό γλυπτό της
Δήλου, στο οποίο η Αφροδίτη απειλεί με το σανδάλι τον ερωτύλο Πάνα.
Η Κική Δημουλά συνεχίζει τη μακρά πορεία της ελληνικής ποίησης με
ειλικρίνεια, με αίσθημα και ψυχή, με μια φωνή που μιλάει κατ' ευθείαν στην ψυχή
του αναγνώστη· του αναγνώστη, ο οποίος στο «ποτέ» της συλλογής «Χαίρε ποτέ»,
απαντά: «Διαρκώς. Πάντοτε».
ΠΗΓΕΣ:
- Αγάθης Γεωργιάδου, Ερριέττας Δεληγιάννη , Διαβάζοντας Κική Δημουλά, Ελληνικά Γράμματα, 2001
- Γιάννης Παπακώστας, εισήγηση σε εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου (25.9.2003).
Πολίνα μου, ο κ. Παπακώστας "αξιοποίησε" ευρύτατα το βιβλίο μας Διαβάζοντας Κική Δημουλά, αλλά ...ξέχασε να παραπέμψει. Ήμουν παρούσα στην εκδήλωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγάθη μου καλημέρα
ΔιαγραφήΔεν το ήξερα! Δεν πρόσεξα τη χρονολογία δημοσίευσης.
Βρήκα το απόσπασμα στο διαδίκτυο
Kαλησπερα κ Πολινα...απιστευτο το υλικο σας για την κικη δημουλα..Ωστοσο εαν μπορειτε θα αμς ηταν αφανταστα χρηστιμο να μας ξεχωριζατε και να μας παραθετατε με καποια παραδειγματα τα χαρακτηριστικα της ποιητριας που υπαρχουν ειδικα στο σημειο αναγνωρισεως....πιστευω θα βοηθησει τους μαθητες που δινουμε..!! ευχαριστουμε
ΑπάντησηΔιαγραφήμπορείτε να τα δείτε στην ανάλυση του ποιήματος εδώ: http://fotodendro.blogspot.gr/2013/08/blog-post_25.html#comment-form
Διαγραφή