Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

" Η κερένια κούκλα " του Κ.Χρηστομάνου ως παράλληλο για "το Αμάρτημα της μητρός μου " του Γ.Βιζυηνού



Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Η κερένια κούκλα


Η Κερένια Κούκλα γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς» και θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα του συμβολισμού στη νέα ελληνική λογοτεχνία. 
 Εκδόθηκε απ’ τον οίκο Φέξη το 1911, χρονιά θανάτου του συγγραφέα της.

( Ολόκληρο το έργο εδώ )

Υπόθεση

Ο Νίκος και η Βιργινία ζουν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Κάποια στιγμή μπαίνει ανάμεσα τους μια νέα κοπέλα, η Λιόλια , μια χωριατοπούλα με ροδοκόκκινα μάγουλα που σφύζει από υγεία, για να  προσέχει  την άρρωστη Βιργινία, εκτελώντας καθήκοντα νοσοκόμας και νοικοκυράς. Η υγεία και τα νιάτα της Λιόλιας θα κερδίσουν τα αισθήματα του Νίκου , ενώ η άρρωστη σύζυγος βασανισμένη από τις υποψίες, μαραζώνει ,  η ήδη επιβαρυμένη υγεία της επιδεινώνεται και  τελικά πεθαίνει . Ο Νίκος και η Λιόλια, ελεύθεροι τώρα πια,  παντρεύονται και αποκτούν ένα παιδί, την «κερένια κούκλα», άρρωστο από τη γέννησή του ·  τελικά το μωρό πεθαίνει και μόνο τότε η νεκρή θα εξιλεωθεί και θα  ησυχάσει.



( « Σα να ευχαριστήθηκε η νεκρή μέσα στον τάφο της, σα να χαμογέλασε ο ίσκιος της και το χαμόγελο αυτό περιχύθηκε ολόγυρα».

Μόνον τότε και η Λιόλια θα πάψει να βλέπει πίσω από το φεγγάρι τη μορφή

της Βιργινίας « Μα δεν ήτο το φεγγάρι το φριχτό, το ασημένιο, με το πρόσωπο της Βεργινίας μέσα του, παρά ήτανε σαν από άσπρο χαρτί διάφανο». Το μωρό θυσιάζεται στη νεκρή και η «εξαγορά» αυτή φέρνει την ηρεμία στο ζευγάρι, προσωρινά έστω.)








Οι αναλογίες με « το Αμάρτημα της μητρός μου» εμφανείς :


  •  Ο εγκλωβισμός σε μια αμείλικτη μοίρα στην οποία τα πρόσωπα φαίνονται υποχείρια
  • Η παθογένεια των ανθρωπίνων σχέσεων
  • Αληθινοί χαρακτήρες και στάσεις ζωής, κίνητρα και αποτελέσματα πράξεων συνυπάρχουν με  στοιχεία εξωλογικά και υπερφυσικά
  • Έντονο  ψυχογραφικό στοιχείο , δραματική πυκνότητα
  • Η σκιά του θανάτου, η αρρώστια , η αδυσώπητη μοίρα, το ανέφικτο της ευτυχίας
  • Οι ενοχές, οι συγκρούσεις, η συντριβή,  η παραβίαση ηθικών νόμων
  • Η αμαρτία και η αντίληψη για την τιμωρία της.
  • Βιώματα εσωτερικευμένα και αμετάδοτα
  • Η  Ύβρις και η Τίσις
  • Η επιρροή των λαϊκών δοξασιών



Βέβαια είναι σαφές πως και οι διαφορές είναι πολλές. Αναφέρω ενδεικτικά μια  :

Λυρικές υπερβολές  στο έργο του Χρηστομάνου , σε αντίθεση με τη λιτότητα του ύφους του Βιζυηνού , στον οποίο οι μεγάλες στιγμές φαίνεται να μην χρειάζονται περίσσεια λόγων και περιγραφών · στο Αμάρτημα  κυριαρχεί το μέτρο στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.

Απόσπασμα





Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι. Ήτον αυτού δα, για την καλή της τύχη, κ’ η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο περέχημα — η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα: αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την παραστάθηκε. . .

Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.

Τόπιασε η Κερά Γιώργαινα στα χέρια της το παιδί που γεννήθηκε χωρίς πνοή: χλωμό-χλωμό, σαν από κερί ασπροκίτρινο με τα χειλάκια του και ταυτάκια του και τα δαχτυλάκια των ποδιών και των χεριών του μελανιασμένα, μαβιοκόκκινα. . . Το χτύπησε η Κερά Γιώργαινα πίσω στις πλάτες και στις πατούνες, το τράνταξε, του πέταξε νερό στο μουτράκι του με το στόμα της. . και σα δεν ανάσαινε μ’ όλ' αυτά, του φύσηξε δυνατά μέσα στο στοματάκι τον και μονομιάς φταρνίστηκε. . και σιγά-σιγά ρόδισε, μα μόλις — όσο ροδίζει εν’ άσπρο τριαντάφυλλο — κ’ έζησε. . κι άρχισε να κλαίη αχνά, καθώς μπήκε στη ζωή. . .

Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαμένο, σαν κούκλα πούβγαζε και λίγη φωνή άμα τηνέ ζουλούσαν. . .

— Κοριτσάκι είνε Λιόλια μου, μα ότι και νάναι να σου ζήση και σπιτονοικοκυρά! Δεν έχει τίποτα· μόνο λιγουλάκι χλωμούλι πουν’ εξ αιτίας που γεννήθηκε πριν τον καιρό. Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . .

Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ’ έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι. . .

Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . .

Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’ τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες — γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα. Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες — που δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ’ ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά και σου χρειάζεται κ’ εσένα η βοήθεια ταλλουνού! — και πέσανε μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι πούχε φέρει απ' το σπίτι — κ’ έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της και το κοντό της:

— Χριστέ μου! για παιδί. Καλέ τι γατί 'ναι τούτο;!

— Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου! δεν είναι για ζωή! Μπά — μπα — μπα — μπά — μπα!

— Αμή λίγο τόχεις; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου! πότε πέθανε η Βεργινία;

— Είχε δώδεκα ο Μάρτης. Τώρα έχομε, πόσες Οχτώβριο, δώδεκα του μηνός (και μετρούσε γλήγορα τους μήνες στα δάχτυλα, απομέσα της): δεν έκλεισαν καλά-καλά εφτά μήνες.

— Καταλαβαίνεις τώρα;! Ζωντανή ήτον ακόμα καλέ η μακαρίτισσα, ζωντανή και τάβλεπε. . Αχ, κακό που την ηύρε! . . . Πώς τα βαστάς, Θε μου, τα κεραμίδια ξεκάρφοτα — ά;. .

— Για δες το καλέ τι κίτρινο πούναι, πετάχτηκε μια γεροντοκόρη σταφιδιασμένη με φριζέ και με σάρπα στο κεφάλι. . ίδια κερένια κούκλα!

— Για να δω κ’ εγώ ποιά είν' αυτή η κερένια κούκλα; φώναξε μια κοντή που τάκουσε καθώς έμπαινε στην πόρτα κ’ έσπρωχνε τις άλλες που στέκονταν πάνω απ’ το κεφάλι της Κερά Γιώργαινας για να δη.

— Κερένια κούκλα! καλά λες! Μωρ' τ’ είναι τούτο; Μπααά!

Κι άξαφνα πετιέται μια ξεμπερδεμένη που ήτον η πρώτη κ’ η καλύτερη μέσα στο συρφετό, μια φιλενάδα της Ευρυδίκης (που την είχε στείλει εκείνη επί τούτο για να της πη τα μαντάτα), με μεγάλη μυστικότη, να μην ακούση η Λιόλια:

— Καλέ δε βλέπετε που μοιάζει της μακαρίτισσας;!

— Κάλε — κάλε — κάλε! ίδια! ίδια η Βεργινία, φτυστή! είπε ένα γραΐδιο με φακιόλι.

— Μπώ — μπώ — μπώ!!! έκαναν οι άλλες, η Βεργινία!!

— Για δες κατάρα!

— Εκ Θεού! Εκ Θεού!

— Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα!

— Αμ το μάτι! τί σου λέει το μάτι;

— Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια! . . .

Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα — αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . — κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . .

Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί. Της τόφερε η Κερά Γιώργαινα, σα μουδιασμένη τώρα κι αυτή απ’ τα όσα είχε ακούσει. Χωρίς να τηνέ ρωτήση τι έλεγαν οι γυναίκες, κύτταζε η Λιόλια, κύτταζε το παιδί, βούλιαζε τη ματιά της μέσα στην κερένια σάρκα του, λες κ’ ήθελε να βγάλη απομέσα κάποιο φριχτό μυστικό πούχανε δη εκείνες, ψηλαφούσε με τη ματιά της το προσωπάκι το χλωμό, σα νάθελε να μαζέψη αποπάνω του τα λόγια των γυναικώνε: μαυράδια που το λέρωναν. . κ’ έξαφνα εκεί που κύτταζε πέρασε μπρος απ’ τα μάτια της ένα χλωμό φεγγάρι και φώτισε του παιδιού το πρόσωπο. . και τότε είδε. . και κατάλαβε κ’ έβγαλε μια φωνή — και λιγοθύμησε. . .

Αυτή η ματιά του φεγγαριού ήτον πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες. . .

Σαν ήρθ' ο Νίκος σπίτι, μεσημέρι περασμένο, ήτον κατακίτρινος: του τάχαν προφτασμένα οι γυναίκες τα γεννητούρια του παιδιού του και πως δεν ήτονε για ζωή, εφταμηνίτικο καθώς ήτον και καλύτερα, γιατί και να ζούσε δεν θα το χαιρόταν ούτ’ αυτός ούτ’ η Λιόλια επειδής που μοιάζε πολύ της μακαρίτισσας. Έτσι είναι αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . .

Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί, με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους — κ’ έσκυψε το κεφάλι σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . .

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.

Το μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το περισσότερο, το ξερνούσε: — θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν πια. . .

Σαν ήρθε η θεια Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της.

Έτσι του βγήκε σ’ όλην τη γειτονιά τόνομα: «η κερένια κούκλα».

Κι όσο περνούσαν οι μέρες, η Κερένια Κούκλα αντί να μεγαλώνη, ζάρωνε, αδυνάτιζε, γινόταν πιο κερένια. . . Έφερε ο Νίκος τον παιδίατρο κ’ είπε πως είναι ατροφικό.

Κ’ η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ’ έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ’ έκανε τη μητέρα. . .

Και την έσφιγγε η Λιόλια — που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες — την κερένια της την κούκλα μ’ όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους. Μα συνάμα την αγαπούσε πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το σπλάχνο, το παιδί της — την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα, υπερφυσικά: Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο! . . κ’ έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε η άλλη απάνω σ’ αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης. . .


Είχαν περάσει είκοσι μέρες απ’ τη γέννηση της Κούκλας.

Ένα δειλινό, εκεί που καθόταν και θωρούσε το παιδί της με την ψυχή της όλη απάνω του, πήρε μιαν απόφαση μεγάλη: Μόλις φάνηκε στην πόρτα η Κερά Γιώργαινα πουρχόταν πάντα, κάθε που άδειαζε λιγάκι απ’ το σπιτικό της, να ρίξη μια ματιά, την παρακάλεσε να μείνη με το παιδί ως που να γυρίση που θα πεταγότανε κάπου εδωνά, για μισή ώρα το πολύ.

— Πού θα πας τέτοιαν ώρα! άβγαλτη ασαράντιστη; τώρα σε λίγο νύχτωσε —

Δεν ήθελε να της πη· έπειτα είπε τάχα πως θα πήγαινε σε μια γυναίκα πούξερε γιατροσόφια για τα παιδιά, που της την είχε ονοματίσει η θεια Ελέγκω τις προάλλες που ήτονε φερμένη. . .

Μπαμπουλώθηκε σ’ ένα μεγάλον μποξά και βγήκε όξω. . .

Σούρπα-σούρπα έφθασε στο Νεκροταφείο: — περνώντας απ’ την εκκλησία πήρε τρία κεράκια πεντάρικα, χωρίς να μπη μέσα — γιατ’ ήτον ασαράντιστη . . ίδιο φάντασμα πέρασε κάτω απ’ τα σκοταδερά κυπαρίσσια ταμίλητα κι ανάμεσα απ’ τα μνήματα που ασπρίζανε σαν κουκουλωμένα με σεντόνια, που κυττάζανε σα νάταν το καθένα τους κι από ‘να μεγάλο μάτι άσπρο. . και βγήκε ως έξω πέρα στην πιο άγρια μοναξιά, στην πιο Θλιμμένη ερημιά του μαντροπερίβολου του Χάρου: εκεί πουν’ οι τάφοι οι καινούργιοι κ’ οι φτωχοί — χωρίς θλίψη δένδρινη γερμένη αποπάνω τους. . χωρίς λουλούδι αφημένο από χέρι. . και μέσα σ’ όλους αυτούς, τους τάφους, που τίποτα δεν τους αγκαλιάζει, ηύρε τον τάφο της Βεργινίας (πώς να τον ξεχάση!): ένας μαύρος σταυρός και μες το χώμα, στημένο ορθό, ένα σπασμένο κανάτι κι απάνω σ’ ένα τουβλάκι μαυρισμένο λίγη στάχτη από καμένο λιβάνι, απ’ την ευχή πούχε διαβασμένα ο Νίκος στους έξη μήνες της θανής της. . . Τι άγρια που μαύριζε ολόγυρα του μες την ερημιά ο σταυρός! πώς ξεφώνιζαν απελπισμένα τάσπρα γράμματα πούγραφε απάνω: — «Βεργινία Ρώτα, ετών 26» μες το φωτοσκότιδο της αμίλητης της σούρπας! «Βεργινία Ρώτα!» (κι αυτήν την έλεγαν τώρα «Λιόλια Ρώτα» — με του Νίκου τόνομα κ’ οι δυο τους!). . φώναζαν τα γράμματα, φώναζαν, μα δεν ακουγόταν η φωνή τους, γιατί αυτά τα ίδια κατάπιναν τις κραυγές τους. . και κυττάζανε με βουβά μάτια κάτασπρα. . και γύρω στο πόδι του σταυρού ήταν κάτι αγριολούλουδα κίτρινα που ταράζανε στην ασημένια βραδινή ψυχρίτσα σα να περνούσε κάθε τόσο ένα παγωμένο χεράκι αποπάνω απ’ τα κεφαλάκια τους και να τα πλάγιαζε με σιγαλινή ανατριχίλα — στην ίδια θέση από τότε που την έθαψαν. . . Έβγαλε η Λιόλια τα τρία κεράκια κάτω απ’ τον μποξά της και τάναψε σ’ ένα καντηλάκι που τρεμόσβυνε πιο πέρα σ’ έναν τάφο με ξύλινα κάγκελλα, πούχε μια φωτογραφία ενός νέου κάτω από γυαλί, και τάχωσε μες το μαλακό το χώμα: ένα του παιδιού της, ένα του Νίκου, κ’ ένα δικό της. . . Κ’ έπεσε γονατιστή στο χώμα, μπροστά στο σταυρό σε μετάνοια, με το κεφάλι χάμω, κουκουλωμένη όλη μέσα στον μποξά που αποκάτω του έδειχνε το κοντυλογραμένο της κορμάκι τσακισμένο απ’ της ψυχής το πονεμένο λύσιμο σαν τις μυροφόρες τις γονατιστές κάτω απ’ το Σταυρωμένο. — Βεργινία! Βεργινία! φώναξε μέσα στο χώμα, Βεργινία! λυπήσου με, μη μου πάρης το παιδί μου! . . . Βεργινία, εγώ δεν το θέλησα για να πεθάνης! παρ' τον ήσκιο σου αποπάνω μου! Λυπήσου μοναχά το Νίκο που τον αγαπούσες, γιατί θαρρωστήση. Μη μας πάρης το παιδί μας! . . . Θα του βγάλω τόνομά σου γιατί σου μοιάζει. . αχ, γιατί μου τόκαμες αυτό! Μη μου το πάρης τουλάχιστο! Θα σου ανάβω ένα κερί κάθε μέρα ως που να μεγαλώση. Δε φταίμ’ εμείς! — η Μοίρα μας έτσι το θέλησε. Βεργινία! Βεργινία! άκουσε με, Βεργινία! Νά, σου άναψα ένα κερί για τον καθένα μας, για να μας λυπηθής. . .

Έτσι φώναζε με τη φωνή πνιγμένη μες το χώμα και το πότιζε με δάκρυα για το Νίκο που τονέ λυπόταν καθώς έλεγε τόνομά του, καθώς έλεγε πως θαρρωστούσε, με δάκρυα και για το τάξιμο το φρικτό πούχε κάμει να βγάλη του παιδιού της τόνομα της Βεργινίας. . .

Κ’ έξαφνα εκεί που ξεφώνιζε με το κεφάλι κάτω, της φάνηκε πως άκουσε μια βαθειά φωνή αλλοιώτικη απομέσα της που βούιξε, σα θάλασσα μες ταυτιά της:

«Όλα τα θέλεις, αχόρταγη! και το σπίτι μου και τον άντρα μου και το παιδί μου; Είναι δικό μου το παιδί! — τόσον καιρό το λαχταρούσα και το περίμενα. . η ψυχή μου τόχει γεννημένα πριν ναρθής εσύ να μου πάρης την ευτυχία μου! Όλη μου την ευτυχία εσύ μου την επήρες!»

Σήκωσε η Λιόλια περίτρομη το κεφάλι της κ’ είδε το μαύρο σταυρό αμίλητο που την κύτταζε μ’ άγρια απελπισία με τα γράμματά του σα μια σειρά άσπρα μάτια. . έρριξε τα μάτια της στα κεριά: το κεράκι του παιδιού είχε λυώσει ως κάτω κ’ η φλόγα του έβγαινε ακόμα μέσ’ από το χώμα σα να την ρουφούσε αυτό. . έκαιγε και το κεράκι του Νίκου με μια φλόγα πλατειά, πεσμένη ανάποδα με το κεφάλι κάτω, πούγλυφε, ίδια μια γλώσσα πύρινη μέσ’ απ’ τα μαύρα χνώτα της καπνιάς, το κερί και τανάλυνε σε κίτρινους θρόμπους και το λύγιζε κουλούρα. . μα το δικό της το κερί ήτον άγγιχτο, σβηστό, όπως τόχε ανάψει. . . Πετάχτηκε ορθή! — Δεν τόθελε το κερί της η νεκρή! Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! — — Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . .

Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της — — —

Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια. Η Κερά Γιώργαινα είχε φέρει τον Παππά να βαφτίση το παιδί, γιατί φοβήθηκε πως θα τελείωνε — — είχανε μαζευτή κ’ ένα δυο γυναικούλες της γειτονιάς που άμα ακούν τέτοια ραΐζει η καρδιά τους (γιατί και ποιά δεν τάπαθε!) και τρέχουνε να ξενολυπηθούνε, να δουν και ταλλουνού τις πίκρες. . .

Ότι είχε τελειώσει η βάφτιση.

— Τι όνομα του βγάλατε; ρώτησε λαχανιασμένη η Λιόλια.

— Ευτυχία, είπε ο Παππάς, να σας ζήση!

— Έτσι για το καλό, πρόσθεσε η Κερά Γιώργαινα. Είχα δα, η κατακαημένη, και τη μεγάλη μου κόρη Ευτυχίτσα, που την έχασα πρόπερσυ, μακάρι να της έμοιαζε! —

— Αχ! φώναξε η Λιόλια, και τόχα τάξει να το βγάλω Βεργινία! — μα τώρα πάει πια — τώρα ξέρω πως δε θα ζήση —

. . και το πήρε στα χέρια της να το φιλήση κ’ εκείνην τη στιγμή το παιδί άνοιξε τα κερένια του ματόφυλλα και φάνηκαν τα ματάκια του αναποδογυρισμένα σα να κύτταζε τη μητέρα του με τασπράδι, όπως έκανε η Βεργινία. . .

— . . το ξέρω 'γώ! Το ξέρω! — ξαναφώναξε πιο δυνατά η Λιόλια με τρόμο κι άρχισε να ταράζη σύσσωμη. . . μου τόπε η νεκρή! μου τόπε. . μου τόπε! — το κεράκι του! . . το ρούφηξε. . .

. . Και το παιδί μ’ ένα μικρό σπασμό ξεψύχισε — κ’ η Λιόλια λιγοθύμησε. . .

Όταν ήρθε ο Νίκος, πιο ύστερα, έπεσε η Λιόλια απάνω του κλαίγοντας κ’ έμεινε πολλήν ώρα με το κεφάλι κρυμμένο στο στήθος του. . με τα δυο της τα χέρια του ψηλαφούσε το κεφάλι του, τους ώμους του — λες κ’ ήθελε να βεβαιώση πως ήτονε ζωντανός αυτός τουλάχιστο, αυτός ο μόνος θησαυρός της! . . . Κι ο Νίκος με βουρκωμένα μάτια της χάδευε τα μαλλιά. . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μέσα σ’ ένα δισκάκι, στρωμένο με μια πετσέτα άσπρη χιόνι μαζί με δυο πορτοκάλια που τους είχαν μπηγμένα μοσχοκάρφια, μ’ ένα στεφανάκι από λουλουδάκια κέρινα ολόγυρα στο κερένιο κεφαλάκι με τα κόκκινα μεταξωτά μαλλάκια, την πήγαν την άλλη μέρα την Κερένια Κούκλα να την παραχώσουν. Το δισκάκι με την κούκλα το κρατούσε ο Περικλής ο κουμπάρος, μπροστά, και πίσω έρχονταν ο Νίκος με τη Λιόλια, η θεια Ελέγκω, η Κερά Γιώργαινα, ο Ντίνος κι άλλοι δυο φίλοι κ’ ένα-δυο γειτόνισσες που δεν μπορούν ποτέ να λείψουνε σαν και το Μάρτη απ 'τη σαρακοστή· μα έλειπαν οι γλωσσοφαγάνες αυτήν τη φορά. Αν δεν έβλεπες το σταυρό και τον Παππά, δε θάλεγες πως ήτονε λείψανο. Σα να πήγαιναν τάμμα στην εκκλησία: λαμπάδα σε κανέναν Άγιο θαματουργό, κάποιο είδωλο από πολύτιμο κερί ζυμωμένο με μύρα κι αλόη για κάποια θεϊκή λύτρωση — έτσι έδειχνε ο δίσκος, ο στολισμένος με τα πορτοκάλλια και τα γαρούφαλα, με τανθρώπινο το κερί πλαγιασμένο μέσα του. . .

Και σταλήθεια το κερί, το βγαλμένο απ’ τα βάθη του είναι τους κι απ’ της ψυχής τους τον πόνο και τον πόθο, το πήγαιναν τώρα ο Νίκος κ’ η Λιόλια να ταπιθώσουνε στα πόδια της νεκρής της Βεργινίας, που ο ήσκιος της ζητούσε δικαιοσύνη. Της είχε τάξει η Λιόλια τόνομα του παιδιού της, της είχε τάξει κ’ ένα κεράκι κάθε μέρα για τη ζωή του — και τώρα της πήγαινε το ίδιο το παιδί της, της ψυχής της όλο το κερί: λαμπάδα να την εξιλεώση, για να ησυχάση, για να πάρη τον ήσκιο της από πάνω τους. . .

Χρυσογάλαζο ήτον το προμεσήμερο του Νοεμβρίου — ακόμα βαστούσε το καλοκαιράκι τ’ Άι-Δημητρίου: ο αέρας ήτον αλαφρός και με χυμένη μέσα του μια γλύκα μαλακή σαν κουρασμένη αλάλητη — όπως είναι το γέλοιο σε θλιμμένα χείλη — που τέτοια δεν την έχει η άνοιξη. . .

Έκλαιγε η Λιόλια εκεί που πήγαινε πίσω απ’ το δίσκο, μα τα δάκρυα πάνω στο πρόσωπό της έλαμπαν ίδια δροσοσταλίδες σε τριανταφυλλένια ανθόφυλλα. . .

Οι άντρες μιλούσανε με το Νίκο κι αναμεταξύ τους ζωηρά και μόνο που δε γελούσαν. . .

Όταν έβαλαν την Κερένια Κούκλα μες το χώμα, στα πόδια του τάφου της Βεργινίας, ο μαύρος ο σταυρός που τον είχανε δη καθώς έρχονταν από μακριά να τους κυττάζη με ματιάν ασάλευτη άγρια κι απελπισμένα, σα να μαλάκωσε στις κόψες των γραμμών του, σα να γλύκανε λιγάκι η φρίκη του: ο ήλιος έπεφτε τώρα επάνω του και τόσο γυάλιζε η μαυρίλα του που δε φαινόταν πια μαύρος· το φρεσκοσκαμμένο χώμα μύριζε όπως όταν τσαπίζουν ταμπέλια· τα κίτρινα αγριολούλουδα στη ρίζα του σταυρού άνθιζαν ήρεμα και χρυσίζανε σαν άστρα. . . Σα να ευχαριστήθηκε η νεκρή μέσα στον τάφο της, σα να χαμογέλασε ο ήσκιος της και το χαμόγελο αυτό να περιχύθηκε ολόγυρα. .

3 σχόλια:

  1. Πολύ καλή η επιλογή της κερένιας κούκλας ως παράλληλου στο αμάρτημα. Το κείμενο είναι συγκλονιστικό και τώρα μου έδωσες αφορμή να θυμηθώ και την πολύ καλή μεταφορά του στην κρατική τηλεόραση πριν από πολλά χρόνια. Θυμάμαι, ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, ότι μετά την παρακολούθηση της σειράς, πήρα από τη δανειστική βιβλιοθήκη και διάβασα το έργο του Χρηστομάνου. Ίσως να έχει ψηφιοποιηθεί η σειρά και να έχουμε τη δυνατότητα να τη δούμε και να την προβάλλουμε. Σ' ευχαριστούμε, Πολίνα, για άλλη μια φορά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Ελένη !
    Πραγματικά ωραίο έργο, αλλά γεμάτο θλίψη
    Και στο θέατρο ο Χορν νομίζω το είχε ανεβάσει
    Να είσαι καλά
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κι εγώ θέλω να δω τη σειρά.
    Φοβερός ο Χρηστομάνος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή