Ξεχώρισα κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, «Πρώτες ενθυμήσεις», για να υποστηρίξουμε τη φάση της κυρίως ανάγνωσης στην ενότητα « ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», στην Α΄Λυκείου.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ανάμεσα σε αυτά που αναφέρονται απο το Πρόγραμμα σπουδών ως προτάσεις για την ανάγνωση ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου.
Οι "Πρώτες Ενθυμήσεις "είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό.
Η Πηνελόπη Δέλτα θυμάται αλλά και σχολιάζει τα παιδικά της χρόνια και τη σκληρή ανατροφή της. Ταυτόχρονα καταγράφει την ιστορία των προγόνων της και ορισμένα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία. Στις αυτοβιογραφικές Πρώτες Ενθυμήσεις – που καλύπτουν τα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της ζωής της Πηνελόπης, κόρης του Εμμανουήλ και της Βιργινίας Μπενάκη – μας δίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας ανερχόμενης αστικής οικογένειας στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Μιας αποκαλύπτεται ακόμη πως τα τραύματα της παιδικής ηλικίας σημάδεψαν τη ζωή και το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, και προσδιόρισαν τη στάση της απέναντι στο παιδί και τη διαπαιδαγώγησή του. Σημαντικές ωστόσο είναι και οι καθαρά λογοτεχνικές αρετές στο κείμενο αυτό, όπου η αμεσότητα της αυθόρμητης και ανεπεξέργαστης γραφής υπηρετεί με ζωντάνια, με κέφι, με πίκρα, με αληθινή συγκίνηση και στοχαστική σκέψη το ποικιλόμορφο και πολυδιάστατο αυτό αφήγημα.
«Ενθυμούμαι τον αυστηρό μας πατέρα, υψηλό, κολόνα ίσιο, ωραιότατο, με μεγάλα μαύρα μάτια, πυκνά φρύδια και μαλλιά και τετράγωνα κομμένα γένια. Τα φρύδια του όταν σουρώνουνταν, πήγαινε η καρδιά μας στην Κούλουρη.
Η μητέρα μας, υψηλή και κείνη, έμορφη, με ωραιότατο χρωματισμό, γαλανά μάτια, καστανά μαλλιά, κόκκινα χείλια, ωραίο στάσιμο, αυστηρή και κείνη, στέκονταν μακριά μας, σα θεότης, που τη λατρεύεις χωρίς να προσπαθείς να την πλησιάσεις. Χάδια από κείνην δεν είχαμε, ούτε ποτέ μας εγκαρδίωνε να της πούμε τον καημό μας. Το ίδιο και ο πατέρας. Ήταν δύο θεότητες, που τις λατρεύεις, τις φοβάσαι, μα προτιμάς να μένεις μακριά απ' αυτές.
Κάθε πρωί, την ώρα που έπαιρναν τον καφέ τους στην κρεβατοκάμαρα τους, πλυμένα, χτενισμένα, καθαρά πηγαίναμε μείς τα παιδιά να πούμε «καλημέρα» στους γονείς. Τούς φιλούσαμε επισήμως, πάντα με κάποιο φόβο στην καρδιά, μην ξεσπάσει καμιά κατσάδα, ιδίως αν είχαμε βαρεμένοι τη συνείδηση με καμιάν αταξία, πού τη γνώριζε η Ευγενία, μα που δεν τη μαντάτευε ποτέ, μας φιλούσαν και κείνοι, μέναμε κοντά τους ένα δύο λεπτά, αν είχαν καμιά παραγγελία να μας κάνουν ή καμιά παρατήρηση, και φεύγαμε σιωπηλά, φρόνιμα, φροντίζοντας ν' αποφύγουμε όσο το δυνατόν να θυμούνται την παρουσία μας. Το βράδυ, πριν πάμε να κοιμηθούμε, πάλι πλυμένοι και χτενισμένοι, πηγαίναμε να πούμε «καληνύχτα», φιλούσαμε, μας φιλούσε η μητέρα (ο πατέρας επέστρεφε αργά στο σπίτι, αφού είχαμε πλαγιάσει), και αυτά ήταν τα δύο και μόνα φιλήματα της ημέρας.
Πότε αρχίσαμε να τρώμε στο τραπέζι με τούς γονείς, δεν ξέρω. Πάντως τρώγαμε μόνο το μεσημέρι. Το βράδυ τρώγαμε με τη νάρσα μας στο nusery. Θυμούμαι ένα μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι ό πατέρας, με φώναξε κοντά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέφτει το μαχαίρι στο αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πατέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυμούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ' αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά.
Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύλο. Ήμουν τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ό πατέρας μου με το καμτσί του του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα μεγάλωσα.
Και όμως θυμούμαι πράματα σαν ήμουν τριών χρονών και λιγότερο ακόμα.
(….)
Τον πατέρα, εμείς τα παιδιά τον φοβούμασταν πάρα πολύ για να μπορούμε και να τον αγαπούμε. Τον τρέμαμε. Σαν έμπαινε ο πατέρας στο σπίτι, τσιμουδιά δεν άκούουνταν στο σπουδαστήριο, όσο μικρά ή μεγάλα και αν ήμασταν. Αν τύχαινε και βρισκόμαστε στην είσοδο για να δούμε την ώρα ή για καμιά δουλειά, την ώρα που άνοιγε ό πατέρας με το κλειδί του και έμπαινε, πηγαίναμε φρόνιμα και τον χαιρετούσαμε (δε μας φιλούσε, απλώς μας χαιρετούσε μ' ένα: «Έ, κάτι εδώ; Πες να σερβίρουν γρήγορα, βιάζομαι.») Και φεύγαμε βιαστικά, μη μας βρει κανένα ψεγάδι.
Θυμούμαι την επιβλητική του παρουσία, το μεγαλείο του, την ομορφιά του, το ψηλό, δεμένο άλλα λεπτό κορμί του, ίσιο σα λαμπάδα, τα πυκνά και σγουρά μαύρα μαλλιά του, τα γένια του, μαύρα και αρκετά μακριά, κομμένα τετράγωνα, κατά την τότε μόδα, τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές, «τα ωραία Μπενάκικα μάτια», όπως έλεγε η μητέρα μου στα γεράματα της, πάντα με λαχτάρα και συγκίνηση. Τον θυμούμαι που έμπαινε στην είσοδο και γέμιζε, λες, αμέσως το σπίτι, θυμούμαι το θαυμασμό μου για τον «πατέρα», την υπερηφάνεια, και συνάμα τη βία να εξαφανιστούμε, μη μας βρει καμιάν αιτία για κατσάδα ή μπάτσο.
Οι μπάτσοι στο πρόσωπο ήταν συχνοί, δίνουνταν εύκολα και θυμούμαι ακόμα τώρα το αίσθημα της ντροπής, τού εξευτελισμού, όσο και της ζάλης πού ακολουθούσε κάθε μπατσιά, που πηγαινοέφερνε το μυαλό μας. Μας μπάτσιζε ο πατέρας κάποτε, αλλά σπανιότερα από τη μητέρα, που ζούσε περισσότερο στο σπίτι και τιμωρούσε συνεπώς συχνότερα και ευκολότερα.
Ο πατέρας ήταν βίαιος, θυμώδης, αυθαίρετος, κοτζαμπάσης. Εκείνο που ήθελε το ήθελε και το επέβαλλε. Διέταζε. και κείνο άλλοι υπήκουαν. Επιβάλλουνταν. Και οι άλλοι υποχωρούσαν. Ήταν αφέντης..Κάποτε τύραννος. Μα ήταν βαθιά ευγενής. Και ήταν τίμιος στη σκέψη όσο και στις δοσοληψίες. Και ήταν ειλικρινής, και ήταν υπερήφανος, ίσιος, αλύγιστος, αμείλικτος στο ζήτημα «συνείδηση». Το νιώθαμε μείς τα παιδιά, και το ένιωθαν όλοι που τον ήξεραν. Ο πατέρας ήταν «χαρακτήρας».
Αργότερα τον γνώρισα και τον εξετίμησα. Ως το τέλος τοις ζωής του μου έμεινε θεότης απλησίαστος. Μα μου έμεινε και η τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου, κάτι σα λατρεία, σα θρησκεία. Έκλαψα χάριν του φοβερά. Έκλαψα όλη μου τη ζωή. Μου επιβλήθηκε πάντα και με τυράννησε, ξέροντας και μη ξέροντας. Και ως το τέλος βάρυνε η θέληση και η τυραννία του στη ζωή μου. Και όμως έμεινε η τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου.
(…)
Τη μητέρα μου τη λάτρευα. Από τα πρώτα χρόνια, όσο μακριά πάει η ενθύμηση μου, την αγαπούσα με πάθος αρρωστιάρικο.
Υψηλή, ωραία, πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσιτη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα πού έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.
Απ' όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες πού τελείωναν με μπάτσους και τράβηγμα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφάνεια του που ήταν μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα κορίτσια είχαμε για κεινον «hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν πάντα φωνή της σοφίας.(…)
Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
Η υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Που να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.
Ούτε να πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα στολίδι.
— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
Εντούτοις είχε και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες. Μα η ετοιμασία, η φροντίδα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με κλειδωμένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κάνουν πώς τον περιφρονούν, πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφορούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές ματιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή φορέματος, το κρυφό τσίμπημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία, έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παιδιά. Ό πατέρας μας σαν έμπαινε στο σπίτι και κρέμαγε το καπέλο στην κρεμάστρα, έριχνε μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, έσιαζε με τη βούρτσα και το χτένι που ήταν στο ραφάκι της κρεμάστρας τα πυκνά του μαλλιά, διόρθωνε τη γραβάτα του αν είχε στραβώσει, βούρτσιζε το ρούχο του βιαστικά και πήγαινε στην τραπεζαρία με το βιαστικό του πάντα: «Σερβίρετε γρήγορα.»
Μα ο πατέρας ήταν ο αφέντης, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ότι έκαμνε, το έκαμνε ανοιχτά.
Όταν όμως τύχαινε να δω τη μητέρα να κρυφοκοιτάξει τον καθρέφτη, να κρυφοσηκώσει κανένα μαλλάκι κάτω από το τρίχινο διχτάκι που φορούσαν τότε στο μέτωπο, να διορθώσει κρυφά το νταντελάκι του λαιμού της ή να τεντώσει τη ζαρωμένη της φούστα, ντρεπόμουν. Και δεν ήξερα γιατί ντρεπόμουν. Μάς είχαν μάθει και μας, πως ήταν κακό να κοιτάζεις στον καθρέφτη. Μα αν ήταν κακό, γιατί το έκανε ή μαμά; Και αν δεν ήταν κακό, γιατί το έκανε κρυφά;
Ο πατέρας κοίταζε στον καθρέφτη και διορθώνουνταν. Μα εκείνος το έκαμνε χωρίς να κρυφθεί. Εκείνος είχε πάντα κάποια καλή αιτία να το κάνει. Ενώ η μαμά το έκανε κρυφά, άρα ήταν κακό, άρα δεν έπρεπε να γίνεται.
Θυμούμαι ακόμα τη δυσφορία, την ψυχική ανησυχία που μ' έπιανε και με βασάνιζε κάθε φορά που τύχαινε να πιάσω επ΄ αυτοφώρω τη μητέρα σε καμιά της τέτοια κρυφή κίνηση. Και πόσο ντρέπουμουν που την είχα δει, προπάντων που, αν το αντιλαμβάνουνταν η μητέρα, θύμωνε και ξεσπούσε σε κανένα μάλωμα:
— «Τι θες εδώ; Τι μπαίνεις κρυφά στην κάμαρα; Πήγαινε γρήγορα στο σπουδαστήριο, μη σε δείρω!»
Και έφευγα δρομέως! Τι ήθελα να το δω! Τι ήθελα στην τραπεζαρία! Τι ήθελα να μπω «κρυφά» στην κάμαρα! Πάντα «κρυφά» περπατούσαμε, μην κάνομε κρότο, μη μας ακούσουν, έξω από τις ώρες που δικαιωματικώς μπαίναμε στην τραπεζαρία ή στην κρεβατοκάμαρα των γονέων.
Και μαζευόμουν τρομαγμένη, και αν με ρωτούσαν τ' αδέλφια μου: «Τί έπαθες πάλι; Τί έκανες και σε μάλωσαν;» δεν έλεγα, από ντροπή, από κάποιο αίσθημα μειώσεως που δεν ήξερα να το εξηγήσω μα που πονούσε βαθιά, γιατί άγγιζε τη μητέρα, τη «θεότητα», τη λατρεμένη, που έκαμνε πράματα πού δεν έπρεπε να κάνει, που τα είχα δει, ενώ δεν έπρεπε να τα είχα δει.
Πληγές παιδικές, αυτές, που δε γιατρεύονται ποτέ.
(….)
Ήταν αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα. Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε πάντα στον πατέρα, την ώρα που της επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε πάντα στα νερά της, τον έκαμνε εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε, χωρίς να ξέρομε ούτε το πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο σπίτι ήταν η μητέρα. Κ' επειδή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα, στο σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική, επιβλητική, τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη.
(….)Ήταν αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές.
Έτσι πάντρεψε σχεδόν με τη βία την Κατίνα Καλαμποκίδη με τον Αμηρά για να μην την πάρει ο Στέφανος Καρτούλης, που την αγαπούσε, και να πάρει την Ελβετία Χωρέμη, που δεν την πήρε στο τέλος και πήγαν χαμένες οι τρεις αυτές ζωές. (….)
Στο ζήτημα της «αγάπης», και ο πατέρας ήταν στεγνός. «Αγάπες, ανοησίες!» έλεγε με περιφρόνηση. Και οι δυό τραβούσαν εμπρός, σύμφωνοι σ' αυτό, πως όλη ή ζωή κανονίζεται με το «πρέπει» και «δεν πρέπει», πως η λογική, η κρίση, η φρονιμιά υπερέχουν, πως το «αίσθημα» ήταν και ανόητο και επικίνδυνο και δεν έπρεπε να λαμβάνεται υπ’όψιν. Και τσαλαπάτησαν και κατέστρεψαν ζωές, και οι δυό, ιδίως η μητέρα που καταγίνουνταν περισσότερο σ' αυτά, και πέθαναν χωρίς να το αντιληφθούν ποτέ, χωρίς ποτέ να σταματήσουν, να διερωτηθούν καν, αν αυτό που κάνουν δεν είναι εγκληματικό.
(….)
Η ζωή τότε ήταν σκληρή, ιδίως για τη γυναίκα. Μα έφτιανε χαρακτήρες. Το «δεν μπορώ», ήταν περιφρονημένη έκφραση. Κανένας μας δεν τό 'λεγε, ακόμα και όταν ήμαστε νικημένοι. Καταπατημένοι, κουρελιασμένοι, υποταγμένοι, κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία και προσποιούμασταν πως θέλαμε τη δυστυχία μας, έτσι, από υπερηφάνεια, αποκρούοντας τον οίκτο.
Υπήρχαν βέβαια, και αδύνατοι, που λύγιζαν τους ώμους, που κλαίγουνταν και στέναζαν. Αυτοί ήταν οι περιφρονημένοι, οι αποτυχημένοι.
(….)
Από μικρά μαθαίναμε τούς καημούς μας να μην τους μοιραζόμαστε με άλλους, ούτε καν με τ' αδέλφια μας. Αν πόνεσαν, αν υπέφεραν τ' αδέλφια μου, δεν τό 'μαθα ποτέ, δεν παραπονέθηκαν ποτέ. Αργότερα, αν γνώρισα τούς καημούς τού Αλεξάνδρου, προκάλεσα εγώ τις εξομολογήσεις τους, πρώτον γιατί έβλεπα η ίδια τις αδικίες που γίνουνταν εις βάρος του, υπέρ της χαϊδεμένης Αργίνης, της μικρότερης του κατά τεσσεράμισι χρόνια, και δεύτερον γιατί τον περνούσα εγώ άλλα τεσσεράμισι χρόνια και του επιβαλλόμουν και τον έβαζα να μου τους λέγει, αναλυμένο στα δάκρυα, τον καημενούλη!
Μα εμείς, οι τρεις μεγάλοι, κλειόμασταν στην υπερήφανη σιωπή μας. Ποτέ δεν ομολογούσαμε πως μας πόνεσε ένας μπάτσος ή το τράβηγμα του αυτιού. Σιωπηλοί, ντροπιασμένοι, γυρεύαμε να κρύψομε ο ένας του άλλου το τσούξιμο που μαρτυρούσε το κοκκινισμένο μάγουλο, ή, αν δεν ήταν τρόπος να το κρύψομε, το ρίχναμε στην καυχησιολογία, τάχα «πως δεν πονούσε το χέρι της μαμάς», ενώ πονούσε πολύ, χέρι λεπτό, με όμορφα μακριά δάχτυλα, χέρι δυνατό, που καταπιάνουνταν όλες τις δουλειές και που διεύθυνε τα πάντα και τα έβγαζε όλα πέρα.
(….)
Θυμούμαι τ αίσθημα αυτό, στη στενοχωρεμένη μου παιδική ζωή. Όλο το σπίτι, η ατμόσφαιρα του, η αυστηρότης του, η έλλειψη τρυφερότητος, βάραινε απάνω μου σα βραχνάς. Όταν όμως έμπαινα στο σπουδαστήριο μας, μου φαίνουνταν πως ανέπνεα ατμόσφαιρα ανωτερότητος. Το μεγάλο τραπέζι με τη βυσσινιά του τσόχα που το σκέπαζε όλο και κρέμουνταν ολόγυρα- η σιφονιέρα από μαόνι, όπου φυλάγαμε τις μπογιές μας, τα μολύβια, πένες, παιχνίδια, εξαρτήματα ραπτικής· οι βιβλιοθήκες με τα βιβλία τα διδακτικά και τ' αναγνώσματα μας τα διασκεδαστικά…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:
Η Πηνελόπη Δέλτα, αδελφή του Αντώνη Μπενάκη, γεννήθηκε το 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη.
Την παιδική και εφηβική της ηλικία πέρασε στην Αλεξάνδρεια, με πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, ενώ η αυταρχική ανατροφή, κυρίως της μητέρας της, διαμόρφωσε μία εύθραυστη προσωπικότητα που αρκετές φορές θεωρούσε ως μόνη διέξοδο το θάνατο.
Την παιδική και εφηβική της ηλικία πέρασε στην Αλεξάνδρεια, με πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, ενώ η αυταρχική ανατροφή, κυρίως της μητέρας της, διαμόρφωσε μία εύθραυστη προσωπικότητα που αρκετές φορές θεωρούσε ως μόνη διέξοδο το θάνατο.
Ο γάμος της με τον επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα το 1895 ήταν η λύτρωση από το οικογενειακό περιβάλλον και ταυτόχρονα ο δρόμος για την πνευματική της ανάπτυξη και ωριμότητα. Από το γάμο αυτό απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα, τις οποίες ανέθρεψε υποδειγματικά.
Το έμφυτο συγγραφικό της ταλέντο εκδηλώθηκε ήδη από την παιδική της ηλικία. Η προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του παιδικού βιβλίου, σε μια εποχή που το είδος του εξέλιπε. Τα έργα της, εμπνευσμένα κυρίως από τα εθνικά ιστορικά γεγονότα, γαλούχησαν πολλές γενιές ελληνοπαίδων και παραμένουν επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας. Ανεξίτηλα στις παιδικές μας μνήμες έχουν μείνει τα «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Τα Μυστικά του Βάλτου», «Ο Μάγκας», και το πλέον αγαπητό, «Ο Τρελαντώνης», διήγημα για τον αδελφό της, Αντώνη Μπενάκη. Είχε γίνει μέλος σε πολλά επιστημονικά σωματεία και εταιρείες, συμβάλλοντας με κάθε μέσο στην προώθηση των γραμμάτων και του πολιτισμού.
Μεγάλη θεωρείται και η συμβολή της στη συγκέντρωση προφορικών πηγών της σύγχρονης ιστορίας. Ξεκινώντας με τις καταγραφές των απομνημονευμάτων των μακεδονομάχων, οι οποίες αποτελούν σήμερα πολύτιμες ιστορικές πηγές, κατόρθωσε να συλλέξει προφορικές μαρτυρίες και διηγήσεις για τα πιο σημαντικά, πολιτικά και πολεμικά, γεγονότα του καιρού της. Η ευαισθησία της στα εθνικά θέματα και η οικογενειακή της παράδοση δεν την άφηναν αμέτοχη στις δύσκολες στιγμές της χώρας. Το 1918 πήρε μέρος σε δύο αποστολές στην Ανατολική Μακεδονία για να βοηθήσει παλινοστούντες ομήρους από τη Βουλγαρία. Την ίδια ευαισθησία έδειξε κατά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Η γεμάτη πατριωτισμό ψυχή της δεν άντεξε τη βαριά ατμόσφαιρα της γερμανικής εισβολής και αυτοκτόνησε το 1941, την ημέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα.
Το έμφυτο συγγραφικό της ταλέντο εκδηλώθηκε ήδη από την παιδική της ηλικία. Η προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του παιδικού βιβλίου, σε μια εποχή που το είδος του εξέλιπε. Τα έργα της, εμπνευσμένα κυρίως από τα εθνικά ιστορικά γεγονότα, γαλούχησαν πολλές γενιές ελληνοπαίδων και παραμένουν επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας. Ανεξίτηλα στις παιδικές μας μνήμες έχουν μείνει τα «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Τα Μυστικά του Βάλτου», «Ο Μάγκας», και το πλέον αγαπητό, «Ο Τρελαντώνης», διήγημα για τον αδελφό της, Αντώνη Μπενάκη. Είχε γίνει μέλος σε πολλά επιστημονικά σωματεία και εταιρείες, συμβάλλοντας με κάθε μέσο στην προώθηση των γραμμάτων και του πολιτισμού.
Μεγάλη θεωρείται και η συμβολή της στη συγκέντρωση προφορικών πηγών της σύγχρονης ιστορίας. Ξεκινώντας με τις καταγραφές των απομνημονευμάτων των μακεδονομάχων, οι οποίες αποτελούν σήμερα πολύτιμες ιστορικές πηγές, κατόρθωσε να συλλέξει προφορικές μαρτυρίες και διηγήσεις για τα πιο σημαντικά, πολιτικά και πολεμικά, γεγονότα του καιρού της. Η ευαισθησία της στα εθνικά θέματα και η οικογενειακή της παράδοση δεν την άφηναν αμέτοχη στις δύσκολες στιγμές της χώρας. Το 1918 πήρε μέρος σε δύο αποστολές στην Ανατολική Μακεδονία για να βοηθήσει παλινοστούντες ομήρους από τη Βουλγαρία. Την ίδια ευαισθησία έδειξε κατά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Η γεμάτη πατριωτισμό ψυχή της δεν άντεξε τη βαριά ατμόσφαιρα της γερμανικής εισβολής και αυτοκτόνησε το 1941, την ημέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα.
Σχετικά με τα φύλα στη λογοτεχνία και την παραλογή του νεκρού αδελφού ποία επιχειρήματα θα μπορούσε να θέσει η Αρετή άρον Κωνσταντή για να μην τον ακολουθήσει τη νύχτα και ποία εκείνος για να την πείσει
ΑπάντησηΔιαγραφή