Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Η Ποίηση χρειάζεται αυταπάτες και ψευδαισθήσεις


Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μέσα από τις γραμ­μές της ΕΠΟΝ.
Διώχτηκε και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς. Το 1948 συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής στον Εμφύ­λιο πόλεμο και το 1949 καταδικάστηκε εις θάνατον από το έκτακτο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης.
Λίγο πριν από τη δίκη του, το 1949, τον διαγράφουν από το κόμμα· δικάζεται δί­χως να ομολογεί τη διαγραφή του, και καταδικάζεται σε θάνατο· η ποινή του χαρίζεται στα 1951, οπότε και αποφυ­λακίζεται.


Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή ,η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:
«Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Στόχος, 1970).

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. 
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ποίηση πολιτική

Δη­λαδή είναι μια ποίηση που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή ·
 όλα τα συστατικά αυτής της ποίησης και η σύμπλεξή τους ρυθμίζονται (λίγο ή πολύ ή απόλυτα) από τα δεδομένα αυτής της πολιτικής συνείδησης. Όσο για την πολιτική συ­νείδηση, αυτή σχηματίζεται και προσδιορίζεται από τα πολιτικά-κοινωνικά συμβάντα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και από το βαθμό συμμετοχής του ατόμου στα συμβάντα.

Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη, η ιστορική περίοδος είναι, σε γενικές γραμμές, γνωστή: μεταξική δικτατορία, πό­λεμος, κατοχή-αντίσταση, εμφύλιος, ήττα της αριστεράς, αντικομμουνισμός.

Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του:

  •  Ο κοινωνικός και πολιτικός χαρακτήρας της
  •   Η δεοντολογία
  •   Ο εξομολογητικός χαρακτήρας
  •   Το χαμηλόφωνο και  υποβλητικό ύφος της γραφής του.
  •   Ο ρεαλισμός
  • Τόνος πεζολογικός, κουβεντιαστός με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας
Το ποίημα «Ο Πόλεμος», γραμμένο στα 1941, προδιαγράφει αρκετά από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του και τα προδιαγράφει με καθαρότητα κι επάρκεια απροσδό­κητες για την ηλικία του ποιητή (16 χρονών ήταν όταν το έγραψε):

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί την ίδια ώρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέ­χουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι, τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κο­καλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγα­ρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά, ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.

Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες και οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυ­σμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες

Τότε, θυμάσαι που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
 Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!


ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ Ε... 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια. μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες. Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια Όταν το φως λιγοστεύει Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;

Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πο­λυσήμαντο του μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πό­νου. Μια εμπειρία που θα γίνει τραγικότερη από την από­γνωση μπρος στην αδυναμία επικοινωνίας.
Ο ποιητής κλείνεται στον εαυτό του, ανίκανος να ξεμπερ­δέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και για να επικα­λεστεί τα φαντάσματα που κατακλύζουν την ψυχή του, δο­κιμάζει τον σύντομο δρόμο του συμβολικού λόγου. Αλλά οι λέξεις του φαίνονται ανεπαρκείς, ασύνδετες, εργαλεία ακατάλληλα για να δημιουργήσουν μια επαφή με τον κόσμο. Από εδώ απορρέει αυτή η απεγνωσμένη τελική αυτοεξέταση που επισκιάζει την οντολογική αβεβαιότητα των λέξεων και που με τον καιρό θα τον οδηγήσει στην ποιητική σιωπή.





2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα,

    Μια και αναφέρεσαι στην τραυματική εμπειρία του πόνου: Γράφει ο Γ. Δάλλας, με βάση κάποιες διαπιστώσεις του ίδιου του Αναγνωστάκη σε κάποιο μελέτημά του: " 'Οντολογική μετατροπή' μες στη συνείδηση - μέσα στον απόλυτο χώρο της ύπαρξης, όπως τη χαρακτηρίζει- της κοινωνικής του εμπειρίας, είναι το κλειδί που ερμηνεύει και την ποίησή του: ποίηση υπαρξιακή ως την αφαίρεση, μεσ' από την καύση του κοινωνικού της πόνου."

    Μ' ένα τρόπο, δηλαδή, ο Αναγνωστάκης ενσωματώνει τον κοινωνικό πόνο στην ατομική του συνείδηση, κάτι που είναι διακριτό στα ποιήματά του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Διονύση μου!

    Και καταφέρνει να συναιρεί όσα όλοι θεωρούν αδύνατα να συνυπάρξουν: ποίηση και πολιτική, στο χώρο της ηθικής εντεταλμένη η μια, και στο χώρο της "ανηθικότητας" να ρέπει η άλλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή