Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Πώς "γεννιέται" ένας ποιητής ;

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, το 1925 από μεσοα­στική οικογένεια, ο Μανόλης Αναγνωστάκης αποκαλύπτει πρόωρα το δημιουργικό του ταλέντο και αποκτά από το δημοτικό ακόμα τη φήμη του ποιητή, χάρη σε μια αυθόρμητη ικανότητα να φτιάχνει στίχους που του επιτρέπει να πραγ­ματεύεται σε ρίμα τα πιο ποικίλα, περιστασιακά θέματα.
Νεαρός ακόμη, όμως, αντιλαμβάνεται ότι η ποίηση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να βρίσκεις ομοιοκαταλη­ξίες- διαισθάνεται ότι πρόκειται για μια δύσκολη τέχνη όπου ο ποιητής επιστρατεύει όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις. Πάνω σ' αυτό έρχονται να τον φωτίσουν κάποια αποφασιστικά διαβάσματα (όπως η «Ανθολογία» του Απο­στολίδη στην πρώτη της έκδοση, του 1933) μέσ' από τα οποία καταλαβαίνει ότι δεν φτάνει να ξέρεις να ομοιοκαταληκτείς για να είσαι ποιητής.
«Στα γυμνασιακά μου χρόνια διάβαζα πάρα πολλά «ε­ξωσχολικά» με συνέπεια να καταντήσω μέτριος μαθη­τής. Φυσικά λογοτεχνία, ποίηση μετά μανίας αλλά και άφθονα μυθιστορήματα»
Στον άγουρο ακόμα κόσμο του εφήβου εισβάλλουν γρήγο­ρα οι πρωταγωνιστές της λεγόμενης νέας ποίησης, που του ανοίγουν νέους ορίζοντες και τον εμψυχώνουν με ενθουσιασμό -και σχέδια.
Στη διαμόρφωση του, θεμελιώδη ρόλο φαίνεται να έπαιξε, σύμφωνα μ' όσα ο ποιητής ανέφερε σε μια τηλεοπτική συ­νέντευξη, το καλοκαίρι του '40,  η ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Βαφό­πουλου, του Εγγονόπουλου, καθώς και του Οικονόμου, για τον οποίο θα τρέφει πάντα μια ιδιαίτερη εκτίμηση.
Μα πάνω απ' όλους αιωρείται ο Καρυωτάκης, ο μύθος των δεκαέξι του χρόνων, που σαγηνεύει τη φαντασία του εφήβου με τον δραματικό λυρισμό του και με την τραγική του μοίρα.
Μ' αυτούς συναλλάσσεται ο Αναγνωστάκης, τρεφόμενος με τις ανησυχίες τους και αφομοιώνοντας τις καινοτομίες τους. Κάτω από τη δική τους επίδραση εγκαταλείπει γρή­γορα τον παραδοσιακό στίχο, παρόλο που εξακολουθεί να ασκεί μέσα στην ψυχή του μια ιδιαίτερη γοητεία, και αφιε­ρώνεται στην αναζήτηση του καινούργιου.
Στο δρόμο της ρήξης με την παράδοση τον οδηγεί επίσης η γνωριμία, που ωριμάζει βαθμιαία μέσα του, με τη σύγχρο­νη ευρωπαϊκή ποίηση, ειδικά δε με τη γαλλική ποίηση από τον Baudelaire ως τους συμβολιστές.
«Είχα φτάσει στο σημείο κάποτε, θυμάται ο ποιητής, να ξέρω λεπτομέρειες και ονόματα —και ολόκληρα ποιήματα από μνήμης— ποιητών δεύτερης και τρίτης κατηγορίας της εποχής του γαλλικού συμβολισμού, που οι ίδιοι οι συμπατριώτες τους, διαπίστωσα με έκ­πληξη, τους αγνοούν τελείως»
Γρήγορα θα οδηγήσει τα ποιήματά του στο δρόμο της κοινωνικής πάλης, μιλώντας για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.

 

Κι ἤθελε ἀκόμη...

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.






Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη βρίσκει κανείς όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης τρυφερότητας. Είναι μια ποίηση μνήμης που μέσα της περνούν οι παλιοί φίλοι, μια ποίηση νοσταλγική για όλα εκείνα που πέρασαν στο παρελθόν και σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Η αγωνία του είναι εμφανής, να κρατήσει ζωντανά όλα αυτά τα πράγματα κάνοντάς τα ποιήματα. Μια επώδυνη διαδικασία, λοιπόν, με το συναίσθημα να στέκεται πάνω απ’ όλα, χαϊδεύοντας απαλά τα τραύματα του παρελθόντος, αγγίζοντας με τρυφερότητα το πάθος της νιότης και, προσπαθώντας απεγνωσμένα να δικαιώσει όλα εκείνα τα όνειρα που χάθηκαν στη διαδρομή. Παντού υπάρχει πόνος, παντού υπάρχει θλίψη, παντού εμφανίζεται η ήττα των ανθρώπων που τους εκλάπη το νόημα της ύπαρξής τους. Κι όταν το βάρος είναι ασήκωτο, ο ποιητής σα να απολογείται, θα γράψει:
«Γιατί η ποίηση δεν είναι τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε τα πρόσωπά μας».

Αυτή την αντίληψη ζωής, αυτή την ποιητική αφετηρία βλέπουμε και στον Άρη Αλεξάνδρου, που με καθαρότητα , νομίζω, μπορεί να διαβαστεί " παράλληλα" με τον Μ.Αναγνωστάκη:

Ποιητική

Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γνέθανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις


Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.


Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου