Το τραγικό τέλος ενός μεγάλου λογοτέχνη στο “Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο” το 1896
-Δημοσιογράφος περιγράφει πώς είδε τον Γ. Βιζυηνό πριν πεθάνει
Τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1895 ένας δημοσιογράφος επισκέφθηκε στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον» τον μεγάλο λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό, ξεχασμένο από όλους, όπως είναι σήμερα παρόμοιοί του «παρκαρισμένοι» σε ιδρύματα- ψυχιατρεία- ή ηλικιωμένοι σε γηροκομεία. Ο δημοσιογράφος επισκέφθηκε τον Βιζυηνό για να του δώσει λίγη χαρά, στοργή, ζεστασιά όπως προσδοκούν οι δύσμοιροι τούτοι συνάνθρωποί μας τέτοιες μέρες…
«Ερράγησεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρρησαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επι κλιντήρος ( σημ. συντ. πολυθρόνας ) και ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν αφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επι του προσώπου τον Γεώργιον Βιζυηνόν».
Έτσι άρχισε ο δημοσιογράφος το ρεπορτάζ του. Σε λίγες γραμμές εδωσε την σκληρή εικόνα της κατάστασης που βρισκόταν ο μεγάλος εκείνος λογοτέχνης που πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον, εις εξοχικήν υγιειονοτάτην, έλαττον ώρας απέχουσα των Αθηνών, κείται ως γνωστόν επί της αμαξωτής οδού Ελευσίνος, πλησίον του Δαφνίου και λειτουργεί ανελλιπώς απο της 1ης Οκτωβρίου 1889». Είναι το ίδρυμα που έφτιαξε ο Χιώτης μεγαλέμπορος Ζωρζής Δρομοκαϊτης και στο οποίο «φιλοξενήθηκαν» προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Άριστος Καμπάνης, ο Γεράσιμος Βώκος και πολλοί άλλοι.
Δεν είναι τίποτα καινούργιο, όταν έρχεται η τρέλα στον άνθρωπο. Είναι η συνηθισμένη του κατάσταση, χωρίς τον έλεγχο… Ο τρελλός είναι ο ίδιος, ο φρόνιμος, που παύει να κρύβεται… Ο Βιζυηνός, όταν το δρολάπι της αρρώστειας είχε φαρμακώσει το αίμα του και τσακίσει τα τελευταία φράγματα του ελέγχου, άφησε ακούσια την ψυχή του να παραδοθεί ανεμπόδιστα στο παραλήρημά της…
Ο άτυχος έρωτας
Καθηγητής της ρυθμικής και δραματολογίας στα 40 του το 1890, ερωτεύεται τη 16χρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, «το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φώς του». Ο άτυχος αυτός έρωτας στάθηκε μοιραίος αφού τον οδήγησε στην ψυχασθένεια και στον εγκλεισμό του στο Δρομοκαϊτιο…
Ο Βιζυηνός, όταν έγινε δέκα χρόνων, οι γονείς του τον έδωσαν σε συγγενή τους ράφτη στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την τέχνη. Ο συγγενής πέθανε και ένας συντοπίτης του τον έστειλε στον συγγενή του μητροπολίτη Κύπρου. Έκανε τον ψάλτη, του φόρεσαν ράσο κι έμαθε γράμματα δουλεύοντας ως παιδονόμος.
Μια μέρα τον τσάκωσαν να κρεμιέται απο το παράθυρο της κάμαράς του μ’ ένα σχοινί και να ξενυχτάει κάτω απο το αντικρυνό σπίτι, οπου μια ξανθή μαυροματούσα κοπελίτσα τον είχε γοητεύσει . Τότε ο “γέροντάς” του τον έβαλε σαράντα μέρες αυστηρή νηστεία (ψωμί ξερό και νεράκι) και εκατόν πενήντα μετάνοιες την ημέρα. Απο το σχολειό της Κύπρου βρέθηκε στη Σχολή της Χάλκης με καθηγητή τον τυφλό ποιητή, τον σοφό Ηλία Τρανταλίδη. Από εκεί και έπειτα όλα εξελίχθηκαν ομαλά για τον ανήσυχο Γεώργιο Βιζυηνό. Οι τριγμοί στας φρένας εμφανίστηκαν αργότερα…
«Το Δρομοκαΐτειον Φρενοκομείον» όπως ήταν την εποχή του Βιζυηνού
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω, στο Δρομοκαΐτειο και ας αφήσουμε τον δημοσιογράφο να συνεχίσει την περιγραφή του:
«Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι ολίγον εξηντλημένη, το αυτό γένειον, η αυτή φαλάκρα. Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νού. Εμειδίασε μόλις με είδε.
-Γνωστή φυσιογνωμία, παρετήρησεν, τείνων μοι συγχρόνως την χείρα. Ηθέλησα ευθύς εξ αρχής να τον προκαταλάβω, και αποσπάσω λογικήν τινα απάντησιν και δεν απέτυχον.
- Δεν ετυχε να μάθετε, οτι η “Εστία” δημοσιεύει τώρα τον “Μοσκώβ Σελήμ” σας ;
- “Η “Εστία” τον “Μοσκώβ Σελήμ” μου; Και εσιώπησεν επί τινας στιγμάς, ωσεί προσπαθών να θέση εις τάξιν τον λαβύρινθον της μνήμης του. Ναί, ναί, εχετε δίκαιον. Ετυχε μίαν απο αυτάς τας ημέρας να κρατή κάποιος εδώ πέρα το φύλλον της “Εστίας” και επειδή είδε το ονομά μου ήλθε και μου το εδειξεν. Αλήθεια, η “Εστία” έγινε καθημερινή ; Επαυσε το εύμορφον περιοδικόν της ; Όχι, του είπον, εκδίδεται όπως πριν κατά οκταήμερον, όταν είσθε συνεργάτης, τώρα ανέλαβε την διεύθυνσίν της ο Ξενόπουλος. “ Ο Γρηγόρης; Τον κακομοίρη! Θα του κάμω κι εγώ κανένα καλό ποίημα, όταν εβγω απ΄εδώ μέσα. Το ζήτημα είναι να πεισθή ο βασιλεύς οτι τα 700 εκείνα εκατομμύρια δεν θα τα δώσω εις τον Δηλιγιάννην…»
Οι σκηνές και οι εικόνες που περιγράφει ο δημοσιογράφος είναι συγκλονιστικές. Ο συγγραφέας των σπουδαιοτάτων έργων «το αμάρτημα της μητρός μου» και «ποίος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου», μιλά ασυνάρτητα, αναφέρεται σε φανταστικές συναντήσεις του με τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄ του υπόσχεται οτι δεν πρόκειται να δώσει τα εκατομμύρια που εχει στον πολιτικό αντίπαλο του Τρικούπη τον Δηλιγιάννη και απαγγέλει ένα ωραίο του ποίημα την “Μαργαρώ”, με τα κατάμαυρα μάτια του να σπινθηροβολούν και μετά να χάνουν την ζωντάνια τους, η διάνοιά του να θολούται και τα μάτια του να ξαναπαίρνουν την χαύνουσα έκφραση και να αρχίζει να γελά…
«Ηγέρθην να αναχωρήσω. “Μου κάμνετε την χάριν, είπε στρεφόμενος προς το μέρος μου, να προσφέρετε τους χαιρετισμούς μου, εις τον Παλαμάν και τον Δροσίνην…
-Υπάρχει καμία ελπίς ιατρέ, ήτο η πρώτη μου ερώτησις μόλις εξήλθομεν της αιθούσης.
“Δυστυχώς ουδεμία, ούδ’ η αμυδροτέρα ακτίς ελπίδος, Πάσχει εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως και η νόσος του ευρίσκεται εις το τελευταίον της στάδιον…
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αλλά τα κείμενα του παραμένουν αθάνατα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα REAL NEWS (20-12-2009)
(Τηρήθηκε η ορθογραφία του άρθρου)
Ακολουθούν στίχοι που γράφτηκαν από τον Βιζυηνό στη διάρκεια του εγκλεισμού του
Μέσ' στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ' ένα μνήμα !
Σαν μ' αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα. ....
μέσ' σ' αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα !
Κι' από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Κάποια άλλη στιγμή γράφει αποκαλυπτικά:
«Εψές είδα στον ύπνο μου
Ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μη το κάνει
Να βγει αληθινό.
Στην όχθη του στεκόταν
Γνωστό μου παλληκάρι
Χλωμό σαν το φεγγάρι
Σαν νύχτα σιγανό»
( Να δούμε το «χλωμό παλληκάρι» σαν είδωλο του ποιητή;…)
Και στη πλάκα του τάφου του γραμμένοι οι στίχοι:
«Και μονάχ’ αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια…»
Από το ποίημα «Παρομοίωσις
Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο του Βιζυηνού αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του.
Ακόμη και ο Κ. Παλαμάς ,διορατικός κριτικός της Λογοτεχνίας και συνεργάτης του στο περιοδικό Εστία, δεν μίλησε γι’ αυτόν παρά μετά τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο.
(Τελικά φαίνεται πως ο φόβος μπροστά στο καλό είναι πιο καταλυτικός από ό,τι ο φόβος μπροστά στο κακό…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου