Ο μοντερνισμός στην πεζογραφία εμφανίστηκε στις πρώτες δεκαετίες
του 20ου αιώνα. Προέκυψε σαν αντίδραση στην έως τότε επικράτηση του ρεαλισμού
και του νατουραλισμού και αμφισβήτησε την ύπαρξη μιας αντικειμενικής
πραγματικότητας.
Χαρακτηριστικά έργα και συγγραφείς
του Μοντερνισμού:
Μ. Προυστ (Αναζητώντας τον
χαμένο χρόνο)
Τζ. Τζόυς (Οδυσσέας)
Φρ. Κάφκα (Ο Πύργος, Η
Δίκη)
Β. Γουλφ (Η Κυρία Νταλλογουαίη, Τα κύματα)
Ρόμπερτ Μούζιλ ( ο άνθρωπος
χωρίς ιδιότητες )
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
- Εγκαταλείπει την ευθύγραμμη αφήγηση
- ενστερνίζεται μια πιο αποσπασματική χρονικά γραφή ,με ελευθερία συνειρμικής κίνησης στον χώρο και στον χρόνο .
- υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας
- Οι χαρακτήρες αναλύονται υπό το πρίσμα των νεοεμφανιζόμενων ψυχολογικών θεωριών του Φρόυντ, εξερεύνηση της συνείδησης. Προτεραιότητα στον εσωτερικό κόσμο και την υποκειμενικότητα του ατόμου
- ελλειπτικότητα, ερμητισμός
- προτάσσεται η συναίσθηση της στιγμής και καλλιεργείται ενσυνείδητα η επιτακτικότητα του παρόντος. Γι΄αυτό ο χρόνος και η σχέση του με τη συνείδηση αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους. ο χρόνος παρουσιάζεται με μια αφαιρετικότητα, στην οποία πολλές διαφορετικές χρονικές περίοδοι φαίνονται σαν να γίνονται ταυτόχρονα.
- Θεματικά , οι μοντερνιστές βλέπουν εχθρικά τη ζωή στην πόλη, που συνθλίβει και απογοητεύει τους κατοίκους της. Έτσι οδηγούνται στην απόρριψη των κανόνων της αστικής κοινωνίας. Ο κόσμος, γι' αυτούς, δεν προσφέρει κανένα σκοπό στην ανθρώπινη ύπαρξη, κανένα ηθικό πρότυπο, συγχρόνως δε υποστηρίζουν την αυτοτέλεια της τέχνης
- Ελεύθερη μορφή
- Χαλαρή πλοκή αλλά επίμονη παρουσία συμβόλων & εικόνων
- Κυριαρχία ελεύθερων συνειρμών
- Εσωτερικός μονόλογος
- Ήρωες: λειψοί, ανολοκλήρωτοι, με κατακερματισμένη εσωτερική ζωή
- Αφηγητής: με περιορισμένη οπτική γωνία και σχετική γνώση
«Τα έργα έχουν ως αφετηρία και αναπτύσσονται γύρω από την συνείδηση, την ιδεολογία και τις αναπαραστάσεις του βασικού χαρακτήρα. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι κατά βάση η τριτοπρόσωπη αφήγηση και οι δραματικοί μονόλογοι. Οι αφηγήσεις γίνονται κατά βάση στο τρίτο πρόσωπο ή οι αφηγητές εναλλάσσονται από το πρώτο πρόσωπο στο τρίτο. Οι συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται να δώσουν στο βιβλίο τους το τέλος που προσδοκά ο αναγνώστης. Το τέλος του βιβλίου συνήθως δημιουργεί αμφισημία ή αντιφατικότητα και πολυπλοκότητα.»
Ο Τζέιμς Τζόυς γεννήθηκε στο Δουβλίνο το
1882, αλλά έζησε σαν αυτοεξόριστος στο Παρίσι , μακριά από τον εθνικισμό και τον καθολικισμό
της Ιρλανδίας. Το Δουβλίνο όμως είναι ο δεσπόζων τόπος του μυθιστορηματικού του
κόσμου. Το 1914 ο Τζόυς ξεκίνησε την συγγραφή του σημαντικότερου
ίσως βιβλίου του, του Οδυσσέα. Κατά τη διάρκεια του Α'
παγκοσμίου πολέμου έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε
στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα
Πάουντ, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Το 1922
εκδόθηκε ο Οδυσσέας Πέθανε τον
Ιανουάριο του 1941.
Θεωρείται από τους κορυφαίους
λογοτέχνες του 20 ου αιώνα.
Ορόσημο στην προσπάθεια αντίδρασης των συγγραφέων του Μοντερνισμού προς το ύφος
και το περιεχόμενο της μυθιστοριογραφίας του 19ου αι., αποτελούν οι Δουβλινέζοι
του James Joyce. Οι «Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του. Αποτελείται
από μια σειρά διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Η
Έβελιν είναι ένα από τα 15 διηγήματα αυτού του έργου
ΕΒΕΛΙΝ
" Στο
διήγημα του Τζόυς Έβελιν, οι
επιλογές του συγγραφέα σύμφωνα με τα πρότυπα του μοντερνισμού είναι ιδιαίτερα
εμφανείς. Από την αφήγηση απουσιάζει εντελώς ο διάλογος, καθώς μας μεταφέρει
τις σκέψεις μιας νεαρής γυναίκας λίγο πριν την απόδρασή της από το ασφυκτικό
περιβάλλον της οικογένειάς της με τη βοήθεια του άντρα που αγαπάει. Μέσα από
την συνειρμική αλληλουχία της ροής της συνείδησης της ηρωίδας παρουσιάζεται η
καταπίεση την οποία ένιωθε από την δουλειά της, τον αλκοολικό πατέρα της, την
μοναξιά της: «Αυτή δεν είχε κανένα να
πάρει το μέρος της». Η μητέρα της και ο αγαπημένος της αδελφός είχαν
πεθάνει ενώ ο άλλος της αδελφός «έλειπε πάντα στην επαρχία», αφήνοντάς την μόνη
να αντιμετωπίσει την ευθύνη ενός κατεστραμμένου σπιτιού και τις αντιδράσεις
ενός βίαιου πατέρα. Πρόωρα γερασμένη στα δεκαεννιά της χρόνια ήθελε μόνο να
δραπετεύσει και να παντρευτεί. Μόνο έτσι
«ο κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. Δε θα της φερόταν όπως στη μητέρα της.
Δηλαδή όπως ο πατέρας της φερόταν στη μητέρα της». Ταυτόχρονα, έτσι, ο
γάμος παρουσιάζεται, μέσα από τις ελπίδες μιας έφηβης, ως η μόνη διέξοδος
λύτρωσης και καταξίωσης και, μέσα από την πραγματικότητα του γάμου των γονιών
της, ως πηγή καταπίεσης και δυστυχίας. Ωστόσο, παρόλο που, ζυγιάζοντας τα υπέρ
και τα κατά, έχει ήδη αποφασίσει να φύγει – εφόσον οι λόγοι για να μείνει ήταν
ιδιαίτερα ισχνοί: «στο σπίτι είχε
οπωσδήποτε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή, και επιπλέον όλους εκείνους που την
γνώριζαν όλη της τη ζωή» –, η σκέψη της δείχνει ότι εξακολουθεί να
αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία της φυγής και τις ενοχές που προκαλεί η
απάρνηση του καθήκοντος. Σε μια απότομη αλλαγή σκηνικού στο τέλος του
διηγήματος, η ηρωίδα θα βρεθεί μπροστά στην αποβάθρα αντιμέτωπη με την τελική
απόφαση. Αλλά «ο φόβος (του αγνώστου, της ευτυχίας, της ελευθερίας) υπερισχύει
και ο δρόμος της απελευθέρωσης ξαφνικά μεταβάλλεται, στη συνείδηση της
παγιδευμένης γυναίκας, σε τρομερή απειλή θανάτου», αναγκάζοντάς την, τελικά, να
εγκαταλείψει κάθε ελπίδα.»
Η
Εβελιν έχει μπροστά της το εισιτήριο που θα την απαλλάξει από μια μίζερη και
υποταγμένη ζωή, αλλά δεν τολμά -από φόβο- το ταξίδι της ελευθερίας. Η 19χρονη ηρωίδα βρίσκεται σε ψυχολογικό αδιέξοδο:
ασφυκτιά στην καταπιεστική και πατριαρχική οικογένεια. Ο πατέρας της φέρεται αυταρχικά και η μητέρα της δεν ζει πια για να την
προστατεύσει.
Η γνωριμία της με το ναυτικό Φρανκ την οδηγεί
ξανά στον κόσμο της ελπίδας : «Της είχε πει ιστορίες για μακρινές
χώρες...Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών και τις εταιρείες που δούλεψε. Ο
ίδιος είχε περάσει το στενό του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε τρομερές ιστορίες
για τους Παταγόνες».
Η πνιγηρή και καταπιεστική οικογενειακή και
κοινωνική ζωή του Δουβλίνου την οδηγούν στην απόφαση της φυγής, μιας φυγής όμως
που ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα γιατί κυριάρχησε μέσα της ο φόβος του
αγνώστου, ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, ο φόβος μπροστά στο άγνωστο. Ακόμη
και τον πατέρα της αθωώνει μέσα στη συνείδησή της ενθυμούμενη « μια φρυγανιά που της είχε ψήσει
όταν ήταν άρρωστη»....
Συλλογίζεται τη μονότονη ζωή της στο Δουβλίνο,
ακούει την εφιαλτική φωνή της μητέρας της «Derevaun Seraun! Derevaun Seraun! (
στο τέλος μιας ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος )» και στο τέλος μένει εκεί, μακριά απ΄ό,τι πραγματικά επιθυμούσε.
Όταν φτάνει η πολυπόθητη ώρα να δραπετεύσει
κι ενώ ο Φρανκ την καλεί να τρέξει στο πλοίο, ο πόθος της για φυγή
σταματά: η Έβελιν καταρρέει, καθηλώνεται αβοήθητη μέσα στα διλήμματά της ,
παγιδευμένη από τις ανασφάλειές της.
Η Έβελιν θα αποδειχθεί αναποφάσιστη και υπάκουη , όπως
έχει αποφασίσει για κείνην ο κοινωνικά προκαθορισμένος ρόλος της. Η αυτονομία
και η ελεύθερη επιλογή στραγγαλίζονται μέσα στην βασανιστική κυριαρχούσα ηθική
τάξη που όμως έχει το προτέρημα ….να είναι δεδομένη, γνωστή και να παρέχει «ασφάλεια»
Οι εκτενείς περιγραφές συμβολοποιούν τα συναισθήματα και τις εσώτατες σκέψεις: στο σπίτι της με τις
κιτρινισμένες φωτογραφίες, το σπασμένο
αρμόνιο, η Έβελιν μπροστά στο παράθυρο να αναπολεί – αναπνέοντας συγχρόνως τη
μυρωδιά της σκονισμένης κουρτίνας , « ο μαύρος όγκος του καραβιού» της φυγής
που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Έτσι όταν « όλες οι θάλασσες του
κόσμου φουρτούνιασαν μέσα στην καρδιά της»,
είπε το μεγάλο «όχι»....
ΠΗΓΕΣ
- Νέα Εστία, τεύχος 1750, αφιέρωμα στον Τζαίημς Τζόυς ( Νοέμβρης 2002)
- http://www.archive.gr, Η πεζογραφία από τον ρεαλισμό στον μοντερνισμό
- Artivist, e- magazine
- http://www.enet.gr
- Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων
Ωραία και περιεκτικότατα όσα γράφεις, Πολίνα μου. Τα βιβλία που αναφέρεις στην αρχή είναι στή λίστα μου με τα 100 καλύτερα όλων των εποχών. Περιμένω πώς και πώς να ολοκληρώσω τον Προυστ στη μετάφραση του Ζάννα.
ΑπάντησηΔιαγραφή