Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Οι απαντήσεις στα θέματα Λογοτεχνίας 2013 και ο Λαπαθιώτης

Από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων δόθηκαν  οι παρακάτω ενδεικτικές απαντήσεις και λύσεις των θεμάτων και υπενθυμίζεται για άλλη μία φορά ότι κάθε απάντηση και  λύση τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή.

Α1. Μεταφυσικό στοιχείο

α) “ίσως δε σώζεται στη γή ήχος που να του μοιάζει στ.44
β) ανεκδιήγητοι στ. 49
γ)Τή σάρκα μου να χωριστώ γιά νά τον ακολουθήσω. στ.54

Αγάπη για την Πατρίδα

α) Δεν είν’ αηδόνι κρητικό στ.29
 β) Κι έφώναζα: ώ Θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα στ, 40
γ) Κι άπλωνα κλαίοντας κατ' αυτή τά χέρια με καμάρι στ.41
 δ) Καλή ν' ή μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι στ.42

Εξιδανίκευση του έρωτα

α) τον κρυφό της Έρωτα της βρύσης στ.27
β) Μόλις ειν΄ έτσι δυνατός ό Ερωτας καί ο Χάρος     στ.       50
κ,ά.

Β1. στ. 23-28:

Η σύνθετη ακουστική, οπτική, λυρική έως βουκολική, διανθισμένη με ποικίλα σχήματα εικόνα της νεαρής κόρης που βγαίνει το σούρουπο, με τον αποσπερίτη, για να εξομολογηθεί         τα πάθη της καρδιάς    της στα άψυχα στοιχεία της φύσης, στη βρύση τη μουρμουριστή, τα λυγερά τα δένδρα και τα λουλούδια τα ανθισμένα,

 στ. 35-43:
Η επίσης σύνθετη ακουστική-οπτική, λυρική διανθισμένη με ποικίλα σχήματα εικόνα του εκτινασσόμενου μεσουρανίς, κατά το πάμφωτο μεσημέρι, φιαμπολιού, με την οποία ο πρωταγωνιστής αποδίδει τη λαχτάρα του για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας που εξιδανικεύει καθαγιάζοντας ακόμα και τη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι.

Με τις δύο αυτές εικόνες ο Κρητικός επιχειρεί αφενός :
επιχειρεί να προσδιορίσει την πηγή και την υφή του ήχου, αφετέρου να δηλώσει την υπεροχή του έναντι οποιουδήποτε άλλου γήινου.

Β2

αποφατική παρομοίωση (Δεν ειν' αηδόνι) με την οποία επιχειρεί να προσδιορίσει την πηγή και υφή της υπερκόσμιας μουσικής αντιπαραβάλλοντάς την με το μελωδικό κελάιδισμα του κρητικού αηδονιού με στόχο αφενός να δώσει την υπεροχή του εν λόγω ήχου έναντι του αηδονιού και αφετέρου να δηλώσει την αγάπη του για την Κρήτη.
μεταφορές: 'πού σέρνει τή λαλιά του': διάρκεια και τρόπο
"από πολλή γλυκάδα" : το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί το κελάιδισμα
" καί έλιωσαν τ’ αστέρια" : αποδίδει  το σταδιακό σβήσιμο των αστεριών για τη μετάβαση στη μέρα
 υπερβολή: ' αντιβουίζει ολονυχτίς" : εμφαίνει στη διάρκεια την ένταση και την ικανότητά του να συνέχει τα στοιχεία της φύσης

εσωτερικό χιαστόαντίθεση και αναδίπλωση/επανάληψη:'  Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα" : προβολή ευρέος σκηνικού και απόδοση της έντασης του ήχου
 προσωποποίηση:"  Κι ακούει  κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια " : Παραλληλίζει την αυγή με ροδαλό κορίτσι το οποίο παραπέμπει στην Ομηρική Ροδοδάκτυλη Ηώ

(σύμφωνα με διευκρίνηση που έστειλε η Επιτροπή οι εικόνες συμπεριλαμβάνονται στα σχήματα λόγου)


Γ1



  •  Απότομο σταμάτημα του ήχου και επάνοδος του αφηγητή στην πραγματικότητα του αγώνα για τη σωτηρία της κόρης και την άφιξη στην ακρογιαλιά
  •  Αφηγηματικό κενό. Παράλειψη όσων συνέβησαν στο μέσο διάστημα,
  • Άφιξη στην ακρογιαλιά και συναίσθημα χαράς λόγω της συνειδητοποίησης ότι ο στόχος επιτεύχθηκε.
  • Διαπίστωση θανάτου της κόρης.

  • Τερματισμός της αφήγησης. Ο θρήνος περιττός, εφόσον ο πρωταγωνιστής ευελπιστεί ότι θα συναντήσει την κόρη στη Δευτέρα Παρουσία.


  • Η διαδοχή λέξεων-κλειδιών αρραβωνιασμένη, χαρά, πεθαμένη αποτελεί μια πρόοδο από τη μνηστεία στην παντρειά κι αμέσως μετά στο θάνατο. Κάτι ανάλογο γίνεται στα ελληνικά μοιρολόγια στα οποία όσοι πεθαίνουν ανύπαντροι θεωρούνται αρραβωνιασμένοι με το χάρο. Συχνά μάλιστα σ' αυτά, εξαιτίας  της ηχητικής ομοιότητας  χάρου-χαράς, δίνεται ευκαιρία για λογοπαίγνια.
  • Όλα αυτά δίνονται με λιτό, επιγραμματικό τρόπο, χωρίς μελοδραματισμό.


Δ1

Οι απαντήσεις στην ερώτηση αυτή μπορούν να στηριχτούν σε κάποιες από τις παρακάτω ομοιότητες και διαφορές:


Ομοιότητες

α) η οραματική (εκστατική) και  ονειρώδης κατάσταση των πρωταγωνιστών  (Κρητικού-Ρηνούλας)
β) η ανάδυση του μελωδικού ήχου  ( και μου τα΄αποκοιμούσε/ την ίδια στιγμή μια μελωδία γεννήθηκε)
γ) ο πολλαπλασιασμός του ήχου ( αν έρχονται από πέρα στροφή του υποκειμένου/ σαν ένα κόρο από γνώριμες φωνές )
 δ) η βαθμιαία διάχυσή του στη φύση ( τη γη, τον ουρανό).
ε) η ενδυνάμωση και η κυριαρχία του ήχου στη φύση και την ψυχή  των πρωταγωνιστών (Μόλις...ακλουθήσω / η φωνή δυνάμεων …γιομίζοντας το νου και την καρδιά της)                :
 στ) απόκοσμη προέλευση ήχου (Ίσως δε σώζεται στη γη  ήχος που να του μοιάζει και
Δεν ήθελε τόν ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του / χιμαιρική αυτή φωνή  χάδι απόκοσμο, φτασμένη στον παράδεισο)
ζ) επαναφορά στην πραγματικότητα ("Επαψε .. όχ τήν καλή μου
Ρηνούλα ξύπνησε)     
κ.ά.

Διαφορές:

α) Πρωταγωνιστές: Άνδρας –Γυναίκα

β) Συνθήκες ακρόασης ήχου : εκστατική κατάσταση για τον πρώτο- ονειρική για τη δεύτερη γ) τόπος: θάλασσα-στεριά,δάσος

δ) πηγή και ποιότητα του ήχου: (απροσδιόριστη         στον     Σολωμό- συγκεκριμένη στο Λαπαθιώτη δηλαδή φωνή του Σωτήρη)
κ.α.

 Για το παράλληλο κείμενο:





Σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του  παράλληλου κειμένου παίζει το  πλαίσιο της μυθοπλασίας στη νουβέλα  του Λαπαθιώτη:



Η Ρηνούλα, εύθραστη, αέρινη, ρομαντική και ονειροπόλα ερωτεύεται τον Σωτήρη βουβά, ανανταπόδοτα :



" Η Ρηνούλα αγαπούσε το Σωτήρη, μα ο Σωτήρης δεν την κοίταξε καθόλου, κι αυτό την είχε ρίξει σε καημό, σε καημό που γύρισε σε χτικιό και που την είχε λιώσει σαν κεράκι.."


Το απόσπασμα που δόθηκε για σύγκριση ξεκινά ξαφνικά. Ό,τι προηγήθηκε ξεθολώνει κάπως το τοπίο:

Η Ρηνούλα συνάντησε απρόσμενα το Σωτήρη και περπάτησαν μαζί στη ρομαντική νύχτα…

Από εδώ συνεχίζεται το απόσπασμα που δόθηκε:

« αυτό  το βράδυ η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός,  της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά,  της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα δάσος, −ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια.  Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κ ι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει  τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1  από  γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα  παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη,  γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κ ι έμοιαζε μ’ ένα χάδι  τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά,  σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική,  πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
   Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το  πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…" 

Ας δούμε και τη συνέχεια:




 " Κάπου περνούσε μια φωνή μαζί με μια ψυχή"



Μέσ’ στο μικρό δωμάτιο της άρρωστης, το καντηλάκι έριχνε το λιγοστό του φως, τρεμουλιαστό κι αδύνατο, σαν έτοιμο να σβήσει. Όλο τ’ απόγιομα εκείνο, η Ρηνούλα, μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρό της, είχε καρφώσει τα μεγάλα μάτια της, στη φαντα­σμαγορία τ’ουρανού. Κι όταν το δράμα τελείωσε, με το χαμό του ήλιου, και το σκοτάδι σκέπασε τα πά­ντα, τότε, μονάχα, τράβηξε την άτονη ματιά της...

Δεν ήταν κανείς δίπλα της, εκείνη τη στιγμή. Η κυρα-Λένη, με την κυρα-Γιώργαινα, κουβέντιαζαν στη διπλανή την κάμαρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα πρώτ’ αστέρια φάνηκαν. Και ξαφνικά, ο πυρετός ανέβηκε πολύ...

Όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, τη βρήκαν να τινάζεται, και να παραμιλεί. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, τα χείλη της σαλεύανε, σε λόγια μπερδεμένα... Αμέσως τρέξανε να φέρουν το γιατρό. Μόλις ήτανε φερμένος, ευτυχώς, κι ετοιμαζότανε να κάτσει στο τραπέζι. Ήρθε τρεχάτος, μόλις του μιλήσανε, χωρίς να βάνει μια μπουκιά στο στόμα. Την κοίταξε προσεχτικά, και στάθηκε βουβός, κάνοντάς τους νόημα, κι εκείνες να σωπάσουν.

Της έκανε μιαν ένεση στο χέρι, κι ακούμπησε στο στήθος της, και πάλι, το κεφάλι, να την ακροα­στεί, μετά την ένεση. Φαινότανε πολύ συλλογισμέ­νος, -μολαταύτα θέλησε να τις καθησυχάσει... Η κυρα-Λένη χύμηξε, και του ’πιασε τα χέρια:

-           Γιατρέ μου, πες μου, να χαρείς! τον ρώτησε βραχνά, με βλέμματα γιομάτα ικεσία...
-           Ο Θεός είναι μεγάλος, κυρα-Λένη μου! Θα ξαναγυρίσω σε μιαν ώρα...
Και πιάνοντάς την φιλικά, την έβανε να κάτσει.
Όταν εκείνος έφυγε, -θα ’ταν εννιά η ώρα- αφού τους έδωσε καμπόσες οδηγίες, οι δυο γυναίκες, σύμ­φωνα με τις παραγγελίες του, άρχισαν να κάνουν .Ο γιατρός ήταν α­πελπισμένος...
Όλ’ η νύχτα πέρασε, σ’ αυτή την αγωνία.
Η Ρηνούλα, ξαφνικά, τα ξημερώματα, άνοιξε, πά­λι, τα μεγάλα μάτια της, τους κοίταξε, χωρίς να τους γνωρίζει, κι έδειξε πως θέλει να μιλήσει. Η κυρα-Λένη έτρεξε κοντά της. Στύλωσε τα μάτια της, απάνω της, κι έπειτα κινήθηκε, σα να ζητούσε κά­τι...
-           Τι θες, παιδί μου; ρώτησεν η δύστυχη μητέρα.
Τα χείλη της σαλέψανε πικρά και κουρασμένα.
Κι άξαφνα, ενώ, σ’ όλη την αρρώστια της, και μ’ όλα της τα παραμιλητά, δεν είχε πει τη λέξη που την έτρωγε, τη λέξη τη γλυκιά, που τη θανάτωνε, πρόφερε με παράπονο:
-Ήρθ’ ο Σωτήρης, μάνα;...
-           Ναι, παιδί μου, τώρα, μόλις έφυγε!
-           Δε θα ξανάρθει;...
-           Θα ξανάρθει, μάτια μου! Να, μόλις φέξει, σε λι­γάκι, θα ξανάρθει!
-           Άμα ξανάρθει, πες του πως τον θέλω!..
-           Θα του το πω, θα του το πω, παιδί μου! Μόλις ξανάρθει θα στον φέρω μέσα, έννοια σου!..
-           Θέλω να του πω πως...
Και σταμάτησε. Δυο δάκρυα της χάραξαν τα μά­γουλα. Έκλεισε, πάλι, τα μεγάλα μάτια της, —κι από κείνη τη στιγμή, δεν ξαναμίλησε...
...Πέντε μέρες βάσταξε το δράμα της Ρηνούλας! Πέντε μέρες, ο γιατρός ερχόταν κάθε λίγο. Πέντε μέρες, ζούσε,, και δε ζούσε! Ο Λάκης πια δεν έφευγε καθόλου από δίπλα της...
Και την έκτη μέρα, τα μεσάνυχτα...
...Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι, καθώς ερχόταν μέσ’ απ’ το σοκάκι, -ένα τραγούδι μακρινό, και σαν απελπισμένο, με τον αργό κι απόκοσμα λυ­πητερό σκοπό του, — έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε», τ’ αλάλητα γλυκά και πονεμένα, τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα, που καθώς περ­νούσαν τα μεσάνυχτα, ή κάποια μισοφώτιστα χαρά­ματα, μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές, ξυπνώ­ντας, με τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο, τις συνοικίες της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας, -μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών, ανάμεσα ξυ­πνήματος κι ονείρου, που τα ’καναν και στήνανε τ’ αυτιά τους, μαγεμένα, και βρέχανε με δάκρυα βου­βά και φλογερά, -δάκρυα πόθου μυστικού κι απέρα­ντου καημού-, τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια! Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα, αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα βάθη των καιρών, κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανεί­πωτες λαχτάρες, σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων, -όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των περασμένων, μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων! Κι όπως τ’ άκουγες, εκεί, στα σκοτει­νά, θαρρούσες κι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, φέγγανε πιο λαμπρά και πιο χρυσά, -μάτια πυκνά κι αμέτρη­τα, σπαρμένα στο διάστημα, που προσπαθούν να θυμηθούν κάτι πολύ παλιό, κι ανοιγοκλειούνε ρυθ­μικά, κι αυτά, τα βλέφαρά τους:
...Πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπούσα,
πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπώ...
Η παρέα που το τραγουδούσε, ήταν οχτώ εννιά νομάτοι, όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά, με την κιθά­ρα -μια κιθάρα κι ένα μαντολίνο— κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λό­φου του Σταδίου, και προχωρούσαν κατά το Παγκράτι. Και πότε σταματούσανε, καταμεσής του δρό­μου, κι έκαναν αστεία, και χαχάνιζαν, —κι άλλος νιαούριζε, και χάλαγε τον κόσμο, κι έκανε τις γάτες που τσακώνουνται, κι άλλος λαλούσε σαν τον πετει­νό-, κι έκαναν ντόρο, μέσ’ στην ησυχία, και κυνηγιόντουσαν, με γέλια και με χάχανα-, πότε τους ξανάπαιρνε το σιγανό μεράκι, και τότε το τραγούδι ξανανέβαινε, βαθύ, μελωδικό και μαγικό, και όρμηξε με πάθος και μ’ απόγνωση, την παγερή και ριγηλή νυχτερινή γαλήνη:
...Θα με ζητήσεις, και δε θα μ’ εύρεις,
θα με ποθήσεις, -μα θα ’ναι αργά...

(….)
 Κι η Ρηνούλα, μέσ’ στο λήθαργο της, ξαφνικά, μισάνοιξε τα μάτια. Η καρδιά της χτύπησε με πιο γοργό ρυθμό: Μια φωνή, της φάνηκε πως πέρασε, μια μακρινή και γνώριμη φωνή, -πολύ γλυκιά, και μακρινή, και γνώριμη, σα χάδι...Ήταν κάτι πλάνο κι απαλό, -κάτι σα μιλιά, και σαν τραγούδι-, πολύ θαμπό, βαθύ και φευγαλέο, σαν ένα φύσημα δρο­σιάς, την άνοιξη, στα φύλλα! 
    Κι ακούγοντάς το, κάτι θέλησε να πει, μα μοναχά που σάλεψε τα χείλη, -κι έγειρε λίγο το κεφάλι της, και πέθανε...
 



33 σχόλια:

  1. Ευχαριστούμε Πολίνα. Δύσκολο το βλέπω το Γ1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εμπεριστατωμένες οδηγίες.Στο Β1 έγιναν από ορισμένους μαθητές κάποιες μικρές παρανοήσεις. Αντί για εικόνες από τη φύση κατάλαβαν φυσικά στοιχεία μέσα στις εικόνες και επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένα πράγματα και δεν είδαν την εικόνα συνολικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πάνο, Αγγελική καλησπέρα
    περισσότερι δυσκολεύτηκαν με τα σχήματα λόγου νομίζω.
    Γενικότερα δεν θεωρούσαν τον Κρητικό SOS...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολίνα, πολύ σωστά έπραξες και μάς έδωσες ολόκληρο το παράλληλο κείμενο κι όχι μόνο αυτό που δόθηκε στις εξετάσεις. Θα ήταν ορθότερο να έδιναν όλο το κείμενο του Λαπαθιώτη, ώστε να είναι ουσιαστική η σύγκριση. Αλλά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Na kano mia erotisi an grapsoume stis omiotites oti o ihos paromoiazete ke stis diafores oti sto ena iparhi thrinos eno sto allo oxi kathos klini lita ine lathoss?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Iste siguri? Gt poli ipan oti i paromoiosi afora tn morfi k oxi t periehomeno

      Διαγραφή
    2. Σίγουρη είμαι.Δεν μπορεί να έγραψες απλά και μόνο ότι παρομοιάζεται, το έχεις διευρύνει, αναλύσει, έτσι δεν είναι; Άλλωστε η ανάλυση μετράει περισσότερο.
      Βαθμολογούμε με κατανόηση και διευρυμένους ορίζοντες, θέλω να πιστεύω

      Διαγραφή
    3. Enoite pos toho analisi apla metafisiko stihio eho vali t simio p lei tn sarka m elpizo n mn t parun lathos kathos oli ehun vali tn iho apla ithela n valo kati diaforetiko dn eho entopisi lathi ektos apo tis ikones p sigura tha m kopsun :)

      Διαγραφή
    4. Βεβαίως είναι μεταφυσικού στοιχείου παράδειγμα ο στίχος που έβαλες ( η δυιστική αντίληψη για σώμα και ψυχή).Το έδωσε και η Κεντρική επιτροπή.Κοίτα πάνω την ανάρτησή μου στην αρχή.
      Μια χαρά έχεις πάει!!
      :-)

      Διαγραφή
    5. Makari na t piasun sosto mporo na sas po peripou t eho grapsi k n vgalete mia aplo gnomi loipon evala exidanikeusi t erota to kali mou,metafisiko to sarka mou ke tin patrida eki p leo w theika thoroa.epita stn b1 ekana analisi p dn ine k poli pliris meta shimata logou evala taho piasi ola eno paralilo iha ts amfivolies m alla m tis lisate euharisto poli k elpizo naste diorthotria stn kozani mias k pane eki t grapta xaxa

      Διαγραφή
    6. Άψογα είναι! Μην ανησυχείς, συγκεντρώσου στη συνέχεια.
      Στη Λογοτεχνία και στην Έκθεση , πάντως, λίγα είναι τα άριστα γραπτά

      Διαγραφή
    7. Hriazome ena 17 i ena 16,8 apla ehun t stihio tis ipokimenikotitas tora pame istoria an piaso eko ena 18 dn fovame tpt

      Διαγραφή
    8. να διαβασεις τα ΠΑΝΤΑ ακόμη και τα περσυνά θέματα , βάζουν εντελώς αντιsos! Καλή επιτυχία!!

      Διαγραφή
  6. Na rothso kati oi eikones einai sxhmata logoy

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Nomizo pos oxi shimata logou ine oi metafores paromoiosis ktlp

      Διαγραφή
    2. Είναι εκφραστικά μέσα, δηλαδή κάτι ευρύτερο από τα σχήματα λόγου.
      Αν σχολίασες επιτυχώς όμως μην ανησυχείς!

      Διαγραφή
  7. κυρία ο στίχος δεν ήθελε τον ξαναπει ο αντίλαλος κοντά του ( για τον ήχο) ειναι μεταφυσικό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Θα σας αφήσω για απόψε, να ξεκουραστώ λιγάκι. Τα ξαναλέμε!
    Καλή συνέχεια στις εξετάσεις σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. η μεταφορα "και ελιωσαν τα αστερια" μπορει να εχει και αλλη ερμηνεια?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ο χρόνος έχει τη διάρκεια μιας νύχτας, καθώς το αηδόνι κελαηδά " ολονυχτίς", μέχρι που ξημερώνει, " πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ΄αστέρια"
      το απόλυτο σκοτάδι της νύχτας - που μόνο τ΄αστέρια το σπάνε -διαδέχεται το λυκαυγές με μια εσωτερική κλιμάκωση φθίνουσα που ξεκινά από το σκοτάδι της νύχτας , στο ημίφως του ξημερώματος και τελικά στο ολόφωτο της μέρας που ξημερώνει

      Διαγραφή
  10. στη δευτερη ερωτηση με τις εικονες αν η περιγραφη τους εχει γινει με το σωστο τροπο ωστοσο η λειτουργια εχει αποδοθει με διευρυμενη ματια - μεγαλη μπορω να πω- αλλα δεν εχω αναφερει τη σχεση με τον ηχο, βαθμολογειται ολη η λειτουργια λαθος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η λειτουργία των εικόνων δεν σταματά στη σχέση τους με τον ήχο.Η 2η , ας πούμε , στους στ.35- 43 - έχει κι άλλες λειτουργίες όπως την υπογράμμιση της εθνικής συνειδητοποίησης μέσα από το κάλλος της φύσης( μια τόσο όμορφη πατρίδα μόνο σε συνθήκες ελευθερίας αξίζει να ζει κλπ)
      Άρα είσαι απόλυτα σωστή!

      Διαγραφή
    2. ναι φυσικα και τα εγραψα αυτα στη δευτερη εικονα. σας ευχαριστω. ακομα στη πρωτη εικονα εγραψα και για την εικονα της θαλασσας που αναφερεται λιγο πιο πανω (το πλεξιμο αργουνε) η οποια καποιες φορες εναντιωνεται τον ανθρωπο. και σε συνδυασμο με την επομενη εικονα με τη φυση που θυμιζει "παραδεισο" υπογραμμιζεται η διττος χαρακτηρας της κλπ. ελπιζω να βαθμολογηθει με μια μεγαλυτερη ευρυτητα και να μην βγει εκτος θεματος.

      Διαγραφή
    3. Μην φοβάσαι, δεν είσαι εκτός θέματος! Οι φιλόλογοι είμαστε ...ανοιχτά μυαλά!
      ΄Τα είπες υπέροχα!

      Διαγραφή
  11. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. εντωμεταξυ το κορυφαιο ειναι οτι στα σχηματα λογου εγραψα για την εικονα με το αηδονι που κελαηδα κλπ στα βραχια και ως λειτουργια εβαλα αυτη που ζηταει στη προηγουμενη ερωτηση με το ηχο. καποιες φορες το μυαλο δεν λειτουργει με το αγχος. και παλι σας ευχαριστω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν είναι λάθος, απλώς επικαλύπτονται αναγκαστικά , όπως πάντα, οι απαντήσεις στη λογοτεχνία

      Διαγραφή
  13. έχω γράψει ως σχήμα λόγου την φράση: αηδόνι κρητικό, λαμβάνοντάς την ως μετωνυμία- και την διακιολόγησα

    ΑπάντησηΔιαγραφή


  14. Μετωνυμία: Είναι σχήμα λόγου κατά το οποίο στη θέση μιας λέξης που κανονικά έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, χρησιμοποιείται μια άλλη λέξη, που όμως συγγενεύει μαζί της. Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις:

    α) τίθεται η αφηρημένη έννοια αντί της απόλυτα συγκεκριμένης

    Π.χ. Θα ληφθούν μέτρα για την Τρίτη ηλικία(= για τους ηλικιωμένους)

    β) Τίθεται το περιέχον αντί του περιεχομένου

    Π.χ. Ήπιε όλο το μπουκάλι(= κρασί)/ τον χειροκρότησε όλο το θέατρο(=οι θεατές)

    γ) χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού ή εφευρέτη αντί για το συγκεκριμένο δημιούργημα ή την εφεύρεσή του

    Π.χ. Ο ηθοποιός απάγγειλε Σολωμό(=ποιήματα του Σολωμού)

    εσύ εννοείς πως το " δεν είναι αηδόνο κρητικό" = δεν είναι ήχος αηδονιού.

    Δύσκολο να το δεχτούν βς σωστό,αλλά και πάλι θα εξαρτηθεί από την πληρότητα του σχολιασμού

    ΑπάντησηΔιαγραφή