Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Ο Βιζυηνός και το υποκείμενο της γραφής



Η μητέρα του Βιζυηνού  , με τον γιό της Μιχαήλο και την υιοθετημένη κόρη της την Κατερινιώ
 Από τη συγκομιδή της ελληνικής λογοτεχνίας στην πεζογραφία τα διηγήματα του Βιζυηνού ξεχωρίζουν για πολλούς και διάφορους λόγους, κυρίως όμως γιατί στον πυρήνα τους εκτυλίσσεται μια υπαρξιακή κρίση, αποτυπώνοντας διλήμματα, στα οποία δεν μας έχει συνηθίσει η γραφή του καιρού του (και όχι μόνο, αν σκεφτούμε τις τύχες της λογοτεχνίας σήμερα).

 Ακόμη πιο βαθιά και περίπλοκα η «κρίση» και τα «διλήμματα» της εκφράζονται με λόγο αυτοβιο­γραφικό, σε μιαν αφήγηση όπου το «υποκείμενο» φαίνεται να διχάζεται ανά­μεσα σε ένα εγώ που γράφει (στον συγγραφέα) και σε ένα εγώ που αφηγείται (στον πρωταγωνιστή της αφήγησης), καθώς επίσης και σε ένα εγώ που ζει και σε ένα εγώ που θυμάται. Ή αλλιώς: το υποκείμενο που αναζητάμε εμφανίζε­ται ως ήρωας πραγματικών γεγονότων, μετά ως ενήλικας που ανακαλεί το παρελθόν, στη συνέχεια ως συγγραφέας που αποφασίζει να καταγράψει τη «ζωή» μέσω της «μνήμης» και τέλος σαν ήρωας-αφηγητής που μιλά μέσω της γραφής με τη φωνή της αλήθειας κατά τις συμβάσεις όμως της μυθοπλασίας. Η διάσπαση αυτή του υποκειμένου τροφοδοτείται μονίμως από τους προσω­πικούς μύθους του ποιητή που υπήρξαν η κινητήρια δύναμη του έργου και της ζωής του.

 Η ενασχόληση του Βιζυηνού με το διήγημα, δηλαδή με τη λογοτεχνική καταγραφή και επεξεργασία της ζωής του, ήταν μικρής διάρκειας (από τον Απρίλιο του 1883 έως τον Ιανουάριο του 1885) και μικρής έκτασης (οκτώ συνολικά αφηγήματα). Τέσσερα από αυτά γράφονται στο Λονδίνο, τρία αμέ­σως μετά την οριστική εγκατάσταση του στην Αθήνα (Μάρτιος 1884) και ένα, «Ο Μοσκώβ-Σελήμ», εντοπίζεται στα κατάλοιπα του και δημοσιεύεται μετά θάνατον, το 1895, αλλά το πιθανότερο είναι να γράφτηκε την ίδια εποχή που γράφτηκαν και τα υπόλοιπα ή αμέσως μετά. Στο διάστημα που έζησε στην Αθήνα με σώας τας φρένας (οκτώ χρόνια συνολικά, από το 1884 έως το 1892, όταν ο ρυθμός του βίου του μετεβλήθη για πάντα), η επίδοση του στην αφήγη­ση είτε πέρασε απαρατήρητη είτε συνάντησε τα ειρωνικά σχόλια και τη φαρ­μακερή απόρριψη των πνευματικών κύκλων της πρωτεύουσας, όπως πολύ ωραία τα περιγράφει ο Παλαμάς. Ανάμεσα στον ξενόφερτο Βιζυηνό και στους κύκλους αυτούς η σχέση υπήρξε πάντα δύσκολη. Καθώς σημειώνει ο ίδιος σε μια επιστολή του: «Έτσι τα τουρκομεριτάκια, τα περιφρονημένα, να εμβούμε με την φιλοκαλίαν και την οξύτητα του πνεύματος μας, εις τα ρου­θούνια των μυιοχάφτηδων της Αθήνας»

Φαίνεται ότι τα διηγήματα τα έγραψε γρήγορα, σαν να ήθελε να απαλλαγεί από ένα βάρος, σαν ένα είδος εξομολόγησης, σαν προσπάθεια να συγκολλήσει ξανά τα απομεινάρια της ζωής που κουβαλούσε τόσα χρόνια μέσα του, στη χοάνη της μνήμης

 Μνήμη και φαντασία, όπως γνωρίζουμε από τη σχετική μελέτη του Μ. Χρυσανθόπουλου, συνέργησαν για να στηθεί ξανά το σκηνι­κό του προτέρου βίου στο παρόν της αφήγησης.

 Δύο πράγματα φαίνεται επί­σης να βοήθησαν: η απόσταση (χρονική και τοπική) και η επιστροφή (χρονική και τοπική). Η πρώτη παρέχει τη δυνατότητα της φαντασιακής ανάπλασης του παρελθόντος, χωρίς το τραυματικό βάρος της εγγύτητας, η δεύτερη ωθεί σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, σε μια αναμέτρηση με ό,τι αποκαλούμε «προ­σωπικές υποθέσεις». 

Υπό αυτή την προοπτική η διηγηματογραφία του Βιζυη­νού συνιστά ερεθιστική αφορμή για να ασχοληθεί η κριτική με το ζήτημα της «αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας» και έτσι να ανοιχτεί σε ένα από τα πιο ενδια­φέροντα πεδία της θεωρίας.(...)

Η η ίδια η λέξη «αυτοβιογραφία» σημαίνει : γράφω για τον βίο του εαυτού μου. Εκτελώ δηλαδή μια πράξη λογοτεχνικής αναπαράστασης με φαντασιακές κατασκευές που τοποθετούν τη γραφή, τη ζωή και το εγώ στο κέντρο μιας επιτελεστικής  κατάστασης. Και τα τρία ανήκουν στην ίδια κλίμακα του  «συμβολικού», και αυτό σημαίνει ότι δεν συνδέονται αιτιοκρατικά.
 


 Οι εκδοχές του «εγώ» στην αυτοβιογραφία είναι, για να χρησιμοποιήσω μια ρητορική υπερβολή του Νίτσε, μυθοπλαστικές κατασκευές. Ο συγγραφέας, τοποθετώντας το «εγώ» του στη δοκιμασία της γραφής, εφαρμόζει συνειδητά ή ασυνείδητα, και δρώντας στη σκιά μιας συγκεκριμένης παράδοσης, έναν αστερισμό από αφηγηματικές τεχνικές, άλλοτε για να ενισχύσει τον αυτοπεριορισμό ως προς την εξομολόγηση και τη θεραπευτική δράση ως προς την αποτελεσματικότητα, και άλλοτε για να αποδυθεί σε μια βασανιστική αυτοανάλυση ή για να καταγράψει μια δραματική προσωπική κρίση.





ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ
καθηγητής ιστορίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου,
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης  ( τμήμα ελληνικκής φιλολογίας )
Διημερίδα , Το εύρος του έργου του Γ.Βιζυηνού













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου