ΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ
Οι
ιστορικές και πολιτικές συνθήκες άφηναν
πάντα τα σημάδια τους στο τρόπο που σκέφτονταν οι άνθρωποι, στον τρόπο που
εκφράζονταν μέσα από την τέχνη .Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές
του 20ου ήταν απ’ τους χρόνους που η Ελλάδα άλλαζε πορεία
αναγκαστικά και ταχύτατα. Η εθνική ήττα
του 1897 με τη συρρίκνωση των συνόρων και η δεινή οικονομική πραγματικότητα που
δημιουργήθηκε στην Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανιεράρχηση των εθνικών
αξιών, αλλά και στην προσπάθεια τής εκ νέου νοηματοδότησής τους.
Απ΄την
άλλη πλευρά το ρόλο τους έπαιξαν και οι θετικές εξελίξεις στην πολιτική,
κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της Ελλάδας · οι νέες προσαρτήσεις
εδαφών, η πλήρης αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών και η δυναμική Βενιζελική
πολιτική θα χαρίσουν στη χώρα , έως την καταστροφή του ΄22, την αναζωογονητική
πνοή που χρειαζόταν. Ταυτόχρονα η πληθυσμιακή αύξηση που σημειώνεται σε Αθήνα
και Πειραιά, καθιστά τις δύο πόλεις σε σημαντικά αστικά και πολιτιστικά κέντρα.
Η πολιτιστική παραγωγή παρακολουθεί τις εξελίξεις : Εκδίδονται ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα και καθιερώνονται ανάλογοι διαγωνισμοί ενώ ο
δημοτικιστής Ψυχάρης ανακινεί εκ νέου το γλωσσικό ζήτημα με «το Ταξίδι μου» το
1888. Η πνευματική αυτή κινητικότητα που αναδιαμόρφωσε ριζικά τη νεοελληνική
λογοτεχνία στις δύσκολες αλλά και στις ελπιδοφόρες στιγμές του τόπου, οφείλεται
στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και στους επιγόνους της.
Ας
μην ξεχνάμε όμως πως τα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκουν την Ευρώπη να
κοιτά την κοινωνία, τις επιστήμες αλλά και την τέχνη με το βλέμμα του
θετικισμού. Αυτή η πραγματικότητα συνυφαίνεται απόλυτα με τη διατύπωση της δαρβινικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία
κάθε θάνατος είναι η αρχή της γέννησης ενός νέου εξελιγμένου και πιο ισχυρού
είδους που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό , το αδύναμο και το σαθρό.
Έχοντας ήδη εγκαταλείψει το ρομαντισμό, οι εκπρόσωποί της καλλιτεχνικής δημιουργίας ενστερνίζονται τη
ρεαλιστική τάση που απέρρεε από τον Ευρωπαϊκό θετικισμό και προσλαμβάνουν στα
έργα τους την ακραία έκφανσή της , το νατουραλισμό
Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία, μια νέα τάση που όμως έχει τις ρίζες της – σημασιολογικά - πολύ παλιά
Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία, μια νέα τάση που όμως έχει τις ρίζες της – σημασιολογικά - πολύ παλιά
Αναζητώντας την καταγωγή της
ηθογραφίας
Τον
όρο «ηθογράφος» τον χρησιμοποιεί ο
Αριστοτέλης για να χαρακτηρίσει τον ζωγράφο Πολύγνωτο, ο οποίος απεικόνιζε το
«ήθος», δηλ. τον χαρακτήρα, των προσώπων στις προσωπογραφίες του. Στη λογοτεχνία ο όρος «ηθογραφία» χρησιμοποιήθηκε
με διάφορους τρόπους. Όταν το 1840 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος αποκαλεί τον «Πολύπαθη
«του «ηθογραφικόν μυθιστόρημα», εννοεί ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει με
σατιρικό πνεύμα τα ήθη και τα έθιμα αστικών και μακρινών ως επί το πλείστον
κοινωνιών.
Όταν στη δεκαετία του 1880 ο όρος «ηθογραφία»
παρουσιάζει αυξημένη χρήση, εμφανίζεται συνήθως ως υπότιτλος σε διηγήματα,
λειτουργούσε ως ετικέτα στην αρχή ενός κειμένου, ειδοποιώντας τον αναγνώστη για
το είδος του κειμένου που θα διάβαζε.
Ασχολείται:
α)
όχι με μεμονωμένα άτομα αλλά με αντιπροσωπευτικούς τύπους, δηλαδή τυπικά
παραδείγματα που φέρουν όλα δήθεν τα χαρακτηριστικά κάποιας ομάδας κοινωνικής,
γεωγραφικής, επαγγελματικής, κλπ
β)
ασχολείται περισσότερο με την αφήγηση των πράξεων και των λόγων των προσώπων
παρά με την παρακολούθηση της εσωτερικής τους ζωής (και γι' αυτό την
αντιδιαστέλλουν συχνά από την «ψυχογραφία»).
Ο
όρος «ηθογραφία» όμως καθιερώθηκε να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μία ορισμένη τάση της
νεοελληνικής πεζογραφίας, η οποία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και
συνεχίζεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η ηθογραφία εμφανίζεται ως
αντίδραση στη -μέτρια έτσι κι αλλιώς-πεζογραφία του ρομαντισμού, που ήδη πριν
από το 1880 βρίσκεται σε παρακμή. Στην ουσία, η ηθογραφία συνιστά την ελληνική
εκδοχή του ρεαλισμού και ως ένα βαθμό του νατουραλισμού , όπως αντιλαμβάνονταν
αυτά τα ευρωπαϊκά κινήματα οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής στην Ελλάδα, που
από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς ήταν μία χώρα με τεράστιες διαφορές από
τα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Πάντως, το βέβαιο είναι πως τα ηθογραφικά κείμενα
δείχνουν να έχουν επηρεαστεί τόσο από το θετικιστικό πνεύμα της εποχής όσο και
από την επιστήμη της λαογραφίας, που χάρη στον Νικόλαο Πολίτη έχει ήδη αρχίσει
να αναπτύσσεται στην Ελλάδα από το 1870. Ο Νικόλαος Πολίτης επηρέασε σαφώς τους λογοτεχνικούς κύκλους με τα λαογραφικά
του ενδιαφέροντα ,ώστε να στραφεί το ελληνικό διήγημα προς τη ζωή στην ύπαιθρο( πολλοί
αποδίδουν και το περιεχόμενο της προκήρυξης του διαγωνισμού της Εστίας σ΄ αυτόν)
Η
ηθογραφία ωστόσο σε όλες τις εκφάνσεις και εκδοχές της δεν αποτελεί ελληνική εφεύρεση, αφού ανάλογες
τάσεις εκδηλώνονται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες: στη Γαλλία με τον
Balzac, στην Αγγλία με την George Eliot και τον Thomas Hardy, στη Γερμανία
—όπου υπάρχει και αντίστοιχος προς το αγροτικό διήγημα όρος (Dorfgeschichte =
χωριάτικη ιστορία)— με τον Auerbach, στην Ιταλία με οVerga και Capuana.
Στην
Ελλάδα το έργο που προετοιμάζει και ταυτόχρονα προαναγγέλλει την έλευση της
ηθογραφίας είναι ο Λουκής Λάρας
(1879) του Δημήτριου Βικέλα. Το
μυθιστόρημα του Βικέλα διαθέτει αυτά τα βασικά στοιχεία τα οποία ορίζουν μιαν
εθνική λογοτεχνία. Έχει ελληνικό μύθο με ζωντανή και παραστατική διατύπωση,
ελληνική ατμόσφαιρα, επιμελημένο ύφος, πλοκής και μελετημένη επιλογή λέξεων.
Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του
ηθογραφικού διηγήματος έπαιξε το περιοδικό Εστία, που το 1883 προκήρυξε « διαγωνισμό για τη
συγγραφή διηγήματος με θέμα ελληνικό». Για πολλούς ο όρος
«ηθογραφία» έχει συνδεθεί άμεσα με αυτό τον διαγωνισμό:
Στην προκήρυξη, η οποία πιθανώς συντάχθηκε από
τον εισηγητή της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα Ν. Πολίτη, βασική
προϋπόθεση για τα υποψήφια έργα ήταν η εξής: «Ἡ ὑπόθεσις τοῡ διηγήματος ἔσται ἑλληνική,
τουτέστι θα συνίσταται εἰς περιγραφήν σκηνῶν τοῡ βίου τοῡ ἑλληνικού λαοῡ.»
Ο
διαγωνισμός αυτός προσελκύει αρκετούς
νέους πεζογράφους που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους, ενώ κινητοποιεί και
τα υπόλοιπα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Ξαφνικά, όλοι αρχίζουν να
ζητούν διηγήματα για δημοσίευση και μέσα στα υπόλοιπα χρόνια της δεκαετίας
του 1880 κάνουν την εμφάνιση τους όλοι σχεδόν οι σημαντικοί εκπρόσωποι της
ελληνικής ηθογραφίας: ο Γεώργιος Βιζυηνός (θεωρείται ο εισηγητής του
ηθογραφικού διηγήματος), καθώς και οι Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης,
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ανδρέας
Καρκαβίτσας, Αργύρης Εφταλιώτης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Κ.
Κρυστάλλης κ.ά.
Η
πολυθρύλητη προκήρυξη του διαγωνισμού
της Εστίας έλεγε:
Διαγώνισμα της Εστίας
προς συγγραφήν ελληνικοῡ διηγήματος: Ἐν τη νεαρά ἡμῶ φιλολογία τό ἡκιστα μέχρι
τοῡδε καλλιεργηθέν είδος εστίν αναντιρρήτως τό διήγημα. Πλην της συλλογής τῶν
διηγημάτων του κ. Α.Ρ. Ραγκαβή, τῶν ἒργων του κ. Στ. Ξένου καί Κ. Ράμφου, καί ὀλιγίστων ἄλλων τῶν καθ' ημᾶς
διακεκριμένων συγγραφέων, οὐδεμίαν ἒχομεν νά παρουσιάσωμεν ἑλληνικήν ἐργασίαν ἐν
τω εἲδει τούτῳ ὅπερ πλουσιότατα αντιπροσωπεύεται ἐν ταῑς γραμματολογίαις τῶν ἐπίλοιπων
εὐρωπαϊκών ἐθνῶν, προσφορώτατον θεωρούμενον εἰς ἀναπαράστασιν σκηνῶν τῆς
ιστορίας ἤ τοῡ κοινωνικοῡ βίου ἑνός λαοῡ, ἤ εἰς ψυχολογικήν περιγραφήν
χαρακτήρων. Έν τούτοις ὁμολογούμενον εἶναι ὃτι τό εἶδος τοῡτο τῆς φιλολογίας
δύναται νά ἀσκήσῃ μεγάλην ἠθικήν ἐπίδρασιν, ὑποθέσεις ἐθνικάς πραγμαευόμενον, ἐπί
τοῡ ἐθνικοῡ χαρακτήρος και τῆς διαπλάσεως ἐν γένει τῶν ἠθῶν. Διότι σκηναί εἴτε της ιστορίας εἴτε του κοινωνικοῡ βίου
διαπλασσόμεναι καταλλήλως ἐν τῇ ἀφηγήσει,
κινοῡσι πλειότερον τά αἰσθήματα του αναγνώστου καί μόνον τέρπουσιν καί λεληθότως διδάσκουσιν, αλλά ἐξεγείρουσιν ἐν
αὐτῷ τό αἴσθημα τῆς πρός τά πάτρια
αγάπης. Ό ελληνικός δέ λαός, εἴπερ καί ἂλλος τις, ἔχει εὐγενή ἢθη, ἔθιμα ποικίλα
καί παραδόσεις ἐφ' ὃλων τῶν περιστάσεων τοῡ ἱστορικού του
βίου · ἡ δέ ελληνική ἱστορία, ἀρχαία
καί μέση και νέα γέμει σκηνῶν δυναμένων
νά παράσχωσιν ὑποθέσεις εἰς σύνταξιν καλλίστων
διηγημάτων καί μυθιστορημάτων.
Έν τούτοις, ὡς εἴπομεν,
ὀλίγιστα εἶναι τά τοιαύτα ἑλληνικά ἓργα, ὀλίγιστοι δέ καί οἱ περί τοιαύτας εργασίας νῡν ἀσχολούμενοι. Τήν ἔλλειψιν δέ ταύτην
συνησθάνθη μάλιστα ἡ Ἐστία αναγκαζόμενη τούτου ἓνεκα νά παρέχη τοῑς ἀναγνώσταις
αὒτης μεταφράσεις τῶν εὐδοκιμωτέρων τοιούτων ἔργων ξένων συγγραφέων.
Εἰς τῆς τοιαύτης δ' ἐλλείψεως
τήν πλήρωσιν ἐπιθυμοῡσα νά συντέλεσῃ , κατά
τά ένόντα, ἡ Διεύθυνσις τῆς ' Εστίας, ἀπεφάσισεν ὃσον οἱ
πόροι τῆς ἐπιτρέπουσι, νά προβεῑ αὐτή ἀθλοθέτις ἀγῶνος, περιοδικῶς καθ' ἐξαμηνίαν
γινομένου, πρός συγγραφήν τοιούτου ἒργου, προβάλλουσα τοῡτον οἰονεί κέντρον
πρός παρότρυνσιν τῶν δυναμένων εἴτε διάθεσιν ἐχόντων ν' ἀσχοληθῶσιν εἰς τοιαύτην
φιλολογικήν ἐργασίαν. Καί δή ἀποτεινομένη πρός πάντας τούς Ἓλληνας λογίους,
προκηρύσσει διαγώνισμα πρός συγγραφήν πρωτοτύπου διηγήματος ἐπί τοῑς ἑπομένοις ὃροις:
Ἡ ὑπόθεσις τοῡ διηγήματος ἒσται ἑλληνική,
τουτέστι θά συνίσταται εἰς τήν περιγραφήν σκηνῶν τοῡ βίου τοῡ ελληνικοῡ λαοῡ ἐν οἱαδήποτε τῶν περιόδων τῆς Ἱστορίας αὐτοῡ ἢ εἰς
τήν ἐξιστόρησιν ἐπεισοδίου τινός τῆς ἑλληνικής ιστορίας [...] ( Δελτίον τῆς Ἐστίας
15/ 5/ 1883)
Ο Ν. Πολίτης, όπως ειπώθηκε, ήταν ένας από τους εμπνευστές του διαγωνισμού
διηγήματος της Εστίας το 1883 και πιθανότατα συγγραφέας της προκήρυξης του
διαγωνισμού, η οποία - στην ουσία- καλούσε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τις
πλούσιες παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Στην προκήρυξη
είναι φανερή η ηθικοπλαστική διάθεση, αφού γίνεται λόγος για «αγνά» και
«ευγενή» ήθη που ο ελληνικός λαός διέθετε περισσότερο από άλλους λαούς, και για
τόνωση της αγάπης για την πατρίδα. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δεν ήταν βέβαια
εξαιρετικά σε ποιότητα, αφού πολλά από τα έργα που παρουσιάστηκαν δεν ήταν καν
διηγήματα, παρά απλές καταγραφές εθίμων, παραδόσεων ή λαϊκών διηγήσεων. Ο
διαγωνισμός όμως συνέβαλε και στη συστηματική καλλιέργεια του διηγήματος,
είδους που τις προηγούμενες δεκαετίας ήταν περιορισμένο.
Η
προκήρυξη του περιοδικού είναι σαφές πως έρχεται να υποστηρίξει μιαν ορισμένη ιδεολογική τάση, σε
μια περίοδο που η αντίθεση «εθνισμός - κοσμοπολιτισμός» προβάλλεται, ως μείζον
αισθητικό και ιδεολογικό πρόβλημα. Ο
Παλαμάς έλεγε χαρακτηριστικά πως οι έλληνες λογοτέχνες « ίσως να μην σύρονται
τυφλώς ή δουλικώς όπισθεν του άρματος ξένων συγγραφέων, βαδίζουν — τηρουμένων,
εννοείται, των αποστάσεων — παραλλήλως προ ς εκείνους»( Άπαντα, 2 )
Αυτό
το οποίο έλειπε ήταν η αυθεντικότητα . Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα,
το αίτημα του «κοσμοπολιτισμού» φαίνεται να θεωρείται - τρόπον τινά- αντίθετο
με την αυθυπαρξία της νεοελληνικής φιλολογίας. Οι έλληνες λόγιοι ένιωθαν
την ανάγκη να βροντοφωνάξουν την ελληνικότητά τους και η Λογοτεχνία ήταν ένα
πεδίον δόξης λαμπρόν για να το πράξουν.
ΤΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
·
Οι
ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα.
- Κύριος στόχος τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, δηλαδή η καταγραφή των τοπικών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, των καθημερινών συνηθειών, του χαρακτήρα και της νοοτροπίας των Ελλήνων της εποχής.
- Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι ήρωες των ηθογραφικών διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου.
- Όλα σχεδόν τα έργα της ηθογραφίας χαρακτηρίζονται από έντονο λυρισμό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η επιμονή στην εθιμογραφία και τη λαογραφία λειτουργούν αρνητικά για τη λογοτεχνική τους αξία.
- Οι ηθογράφοι εμπνέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα προσωπικά τους βιώματα και πολύ συχνά χρησιμοποιούν ως πλαίσιο για τα έργα τους την ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο).
- Ο αφηγηματικός λόγος των ηθογράφων λειτουργεί απομνημονευτικά περισσότερο παρά αυτοβιογραφικά, κατά προτίμηση, ιδίως όταν κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ένα πρόσωπο διαφορετικό από τον ίδιο τον συγγραφέα· ο συγγραφέας είναι περισσότερο αυτόπτης μάρτυρας και δίνει πληροφορίες περιορισμένης εμβέλειας
- προσγείωση της αφήγησης στο παρόν και σε χώρους λίγο ή πολύ γνωστούς και οικείους
- απεικόνιση χαρακτηριστικών ανθρώπινων τύπων,
- σκηνοθετημένη αληθοφάνεια της αφήγησης, η οποία στηρίζεται συνήθως στη συστηματική χρήση του πρώτου αφηγηματικού προσώπου (τεχνική που σκοπεύει στην εξίσωση της αφήγησης με τη μαρτυρική κατάθεση) και στην εκτεταμένη χρήση των διαλόγων στους οποίους αποτυπώνεται η ιδιωματική έκφραση των ηρώων (τεχνική που σκοπεύει στη δημιουργία εντύπωσης φωνογραφικής πιστότητας).
ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Η
Ελένη
Πολίτου-Μαρμαρινού διακρίνει δύο κατηγορίες ηθογραφικής πεζογραφίας :
α)
ηθογραφία
έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι
διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή
αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα των ηθών της ελληνικής
υπαίθρου, και
β)
ρεαλιστική
ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται
βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να
προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές του.
Από
τις αρχές του 20ού αιώνα, κοντά στην καθαρά
περιγραφική σημασία της, η λέξη «ηθογραφία» άρχισε να αποκτά και μια
αξιολογική (και μάλιστα υποτιμητική) έννοια. Για πολλά χρόνια η ελληνική
κριτική υποτιμούσε συστηματικά την αξία της ελληνικής πεζογραφίας της περιόδου
1880-1910, επιμένοντας να αντιμετωπίζει τα κείμενα ως φωτογραφικές καταγραφές
της πραγματικότητας (ή των αναμνήσεων των συγγραφέων) και όχι ως μυθοπλασία.
Εδώ υπεισέρχεται η διπλή ταυτότητα της «ηθογραφίας», τόσο ως όρου τόσο της λογοτεχνίας όσο και της
ζωγραφικής. Είναι εντυπωσιακή η επιμονή του ελληνικού κριτικού λόγου της
εποχής 1880-1910 (καθώς και μετά) στο λεξιλόγιο των εικαστικών τεχνών. Το
βλέπουμε στα παλαιά κριτικά κείμενα για τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό που
έχει ανθολογήσει ο Παν. Μουλλάς: «σκιαγραφίαι», «χρωματισμός», «εικονογράφος και
ηθογράφος ζωγραφίζων [...] σκηνάς και
ζωγραφιάς των ηθών και εθίμων» .Οι
κριτικοί εκείνοι δίνουν την εντύπωση ότι οι πεζογράφοι περιορίζονται στα ορατά
στοιχεία του χώρου. Μια τέτοια αντίληψη κινδυνεύει να ωθήσει τον αναγνώστη να
συγκεντρώσει την προσοχή του στο επιφανειακό τοπικό χρώμα και όχι στα
ψυχολογικά και τεχνικά στοιχεία του κειμένου: να κοιτάξει δηλαδή τη σχέση των
πραγματολογικών στοιχείων με την εμπειρική πραγματικότητα των αισθήσεων κι όχι
τη συμβολική λειτουργία τους μέσα στο κείμενο.
Η
αλήθεια είναι πως τα κείμενα της
λεγόμενης ελληνικής «ηθογραφίας» δεν καταγράφουν απλώς σκηνές του εθνικού
βίου, κάτι στο οποίο αποσκοπούσε ο διαγωνισμός της Εστίας το 1883, ούτε
εντάσσονται σ' αυτό που ο Μ. Vitti αποκαλεί «ύστατη φάση της ηθογραφίας»,
δηλαδή τον ρεαλισμό που σκοπεύει στην κοινωνική κριτική. Παρουσιάζουν συχνότατα
και μεγάλο ψυχολογικό ενδιαφέρον, κάποτε
δε γίνονται βαθιά ψυχογραφικά, όπως αυτά του Γ.Βιζυηνού.
Ο Παντελής Βουτυρής , μέσα από το έξοχο βιβλίο του «Ως εις Καθρέπτην, Προτάσεις και υποθέσεις
για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα» των εκδόσεων Νεφέλη ,
διακρίνει την ηθογραφία σε:
α)
αστική ηθογραφία, όπου το πεδίο
έρευνας και έμπνευσης λογοτέχνη μετατίθεται από την ύπαιθρο μέσα
στην πόλη. Εδώ εντάσσονται τα σατιρικά ηθογραφικά έργα του Παλαιολόγου ( Ο
Πολυπαθής 1839,Ο ζωγράφος 1842) και του Πιτζιπίου ( Ο πίθηκος Ξουθ,
1847).Επίσης εδώ εντάσσεται και η αθηναιογραφία
των Μ.Μητσάκη, Α.Παπαδιαμάντη, Γρ.Ξενόπουλου)
β)
ειδυλλιακή αγροτική ηθογραφία (
Δροσίνης, Εφταλιώτης, Κρυστάλλης κ.α)
γ)ρεαλιστική αγροτική ηθογραφία. Εδώ
βλέπουμε κείμενα που κρίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα και εστιάζουν στην
ψυχολογική συμπεριφορά των ηρώων. Εδώ σίγουρα ανήκουν τα διηγήματα του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και οι δυο
νουβέλες του Καρκαβίτσα, Η Λυγερή και Ο ζητιάνος.
Το ότι πολλοί μελετητές εξοστράκισαν την
αστική ηθογραφία από το πλαίσιο του όρου δημιουργεί τουλάχιστον αμηχανία αφού
θα έπρεπε να μην θεωρούνται ηθογραφικά τα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη ή
του Ξενόπουλου. Γι αυτό νομίζω πως η
ανασημασιολόγηση του όρου από τον
Π.Βουτυρή είναι απολύτως εύστοχη· ηθογραφία είναι η αναπαράσταση , με
αληθοφανή τρόπο, των ηθών, των εθίμων, της συμπεριφοράς ,της ιδεολογίας μιας
ορισμένης ( αστικής ή αγροτικής κοινωνίας). Η ηθογραφική μυθοπλασία έλκεται από
το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αναζητά μέσους όρους και ζωγραφίζει
αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες. Ο αφηγηματικός λόγος βασίζεται στη άμεση εποπτεία,
στην καθημερινή εμπειρία ή ανακαλεί στο παρόν μνήμες και εμπειρίες.
Πώς
ορίστηκε η ηθογραφία από τους λογοτέχνες
«Ήθογραφίαν λέγων, δέν αντιλαμβάνομαι τήν ψυχράν
καί περιγραφικήν ἐκθεσιν ἠθῶν καί ἐθίμων, μή ἔχουσα κανέναν κοινόν μέ τήν
τέχνην. [...] ' Ηθογραφικόν αντιλαμβάνομαι τό διήγημα ἢ τό μυθιστόρημα, τοῡὁποίου
οἱ ἣρωες ἀντιπροσωπεύουν τό ήθος, τήν
ζωήν καί τάς ἕξεις μεγάλων κοινωνικών ομάδων καί εἶναι οὓτως εἰπεῑν ἀντιπροσωπευτικοί
ἣρωες».
(Π.
ΝΙΡΒΑΝΑΣ)
«Μία
από τις κριτικές κοινοτοπίες της εποχής μας —κάτι που το ανεκάλυψε κάποιος
επιπόλαιος και που αβασάνιστα το επανέλαβον όλοι— είναι ότι η διηγηματογραφία των
παλιών εις την Ελλάδα δεν είναι παρά μία στενή και χωρίς ορίζοντα ηθογραφία,
και ότι μόνον μερικοί νεώτεροι προσπάθησαν να την ανυψώσουν σε ψυχογραφία εκτός
τόπου και χρόνου». (ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ)
«
Η ηθογραφία είναι το είδος εκείνο του πεζού λόγου που περιγράφει τον
πατριαρχικό, ασάλευτο και ειδυλλιακό τρόπο ζωής της ελληνικής υπαίθρου.
Χρησιμοποιώ τον όρο περιγράφει γιατί πραγματικά ή ηθογραφία μας δίνει συνήθως
μια φωτογραφική, μια επίπεδη όψη του κόσμου, από τον όποιο λείπει η τρίτη
διάσταση, το βάθος της ανθρώπινης ψυχής».
(Κ. ΜΗΤΣΑΚΗΣ)
«
Ηθογραφία είναι η πεζογραφία που επιμένει στο περίβλημα, στ εξωτερικό τοπικό
πλαίσιο, παραμερίζοντας είτε θεληματικά είτε, το συχνότερο, από αδυναμία την
ουσία».
(ΑΠ.
ΣΑΧΙΝΗΣ)
Ο
Απ. Σαχίνης, επίσης, ισχυρίζεται ότι
ηθογραφία είναι η απλή και πιστή αντιγραφή των ηθών, των εθίμων, των συνηθειών
και όλων εκείνων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τρόπου της χωριάτικης και
γενικά της επαρχιακής ζωής. «Ηθογραφία είναι η πεζογραφία που επιμένει στο
χωριό, που δείχνει φανερά την πρόθεση του συγγραφέα να προβάλει και να υπογραμμίσει
τα στοιχεία της χωριάτικης ζωής και που δίνει, χωρίς να το κρύβει, περισσότερη
σημασία σ' αυτά, παρά στη διαγραφή και την ολοκλήρωση προσώπων, στην έκφραση
συναισθημάτων και παθών ή στην απόδοση μιας πλούσιας ψυχικά ζωής. Ηθογραφία
είναι η πεζογραφία που επιμένει στο περίβλημα, στο εξωτερικό τοπικό πλαίσιο,
παραμερίζοντας είτε θεληματικά είτε, συχνότερα , από αδυναμία την ουσία.»
Μέσα από αμφισβητήσεις, κρίσεις ή επαίνους το σίγουρο είναι πως η ελληνική ηθογραφική πεζογραφία κληροδότησε μοναδικά έργα στον πολιτισμό μας
· με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Γεώργιο Βιζυηνό , έσπασε τα φράγματα των προσδοκιών του είδους
και δημιούργησε μνημεία ποιητικής και
ψυχογραφικής έκφρασης που συνομίλησαν με το συλλογικό - ελληνικό αλλά
και πανανθρώπινο – πνεύμα.
ΠΗΓΕΣ
- Παντελής Βουτυρής, Ως εις Καθρέπτην, Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Νεφέλη
- Απόστολος Σαχίνης, το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Εστία
- Μάριο Βίττι, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος
- Πήτερ Μάκριτζ, εισαγωγή στον Παπαδιαμάντη
- ΤΟ ΒΗΜΑ, Γ.Βελουδής από την ηθογραφία στο νατουραλισμό, 18 -2- 1981
- Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Κέδρος
Ευχαριστούμε πολύ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα΄σαι καλά Ελένη μου!
ΔιαγραφήΑγάθημου σ΄ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτι πάτησα κατά λάθος και έσβησα το σχόλιό σου όμως, συγγνώμη!
Εξαιρετική ανάρτηση Πολίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήσ΄ευχαριστούμε!
λέει όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για την ηθογραφία
Καλό μήνα
Καλό μήνα! Ευχαριστώ.Θα μας φανεί χρήσιμη για την Β΄Λυκείου, νομίζω
ΔιαγραφήΩραιότατο υλικό, κυρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη η ανάρτηση. Μόλις έγινα μέλος στο blog σας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ορίσατε στην παρέα μας!
Διαγραφή:-)
Εξαιρετική δουλειά !
ΑπάντησηΔιαγραφήΒάσω