Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ο " Άλλος" κρατάει τα "Αντικλείδια"


Στην ποιητική συλλογή του Γ. Παυλόπουλου  Λίγος άμμος (1997) υπάρχει το ποίη­μα «Ο Άλλος», που είναι δυνατόν να διαβαστεί σαν συνέχι­ση ή απάντηση του ποιητή στον προβληματισμό του ποιήμα­τος «Τα αντικλείδια».









ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για νʼ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
     

  Ο Άλλος

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι
με δυο γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από το παράθυρο μου
"κατέβα άθλιε" μου φώναζε
"παράτα τα που να σε πάρει
σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά"

Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα
όμως ο δρόμος ήταν έρημος
και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα
κι όλη τη νύχτα πάλευα
χωρίς να το τελειώσω.


Στα δύο ποιήματα, διακρίνεται καθαρά το συναίσθημα ματαιότητας που νιώθει ο δημιουργός ο οποίος έχει επίγνω­ση πως το έργο του ποτέ δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί με τον τρόπο που ο ίδιος είχε φανταστεί όταν το ξεκινούσε. Στα «Α­ντικλείδια», η επίγνωση της μοίρας του ανολοκλήρωτου και το συναίσθημα της ματαιότητας είχαν εκφραστεί με τρόπο πιο συγκρατημένο και διακριτικό από ό,τι στον «Άλλο»:
 
Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Δεν γίνεται, ωστόσο, αναφορά στον τρόπο με τον οποίο «χαλάνε» τη ζωή τους, δεν αναφέρονται εκείνα που χάνουν από τη ζωή, καθώς αφοσιώνονται στην πράξη της ποίησης. Αυτή η διακριτική αποσιώπηση ανατρέπεται στο μεταγενέ­στερο ποίημα, όπου οι δύο όροι της σύγκρισης (η ποίηση και η ζωή), καθώς και η μεταξύ τους διαφορά παρουσιάζονται ω­μά: η πράξη της ποιητικής δημιουργίας παρουσιάζεται ως έργο επίμοχθο.

  Στο άνοιγμα και το κλείσιμο του ποιήματος χρησιμοποιείται, το ίδιο ρήμα για να αποδοθεί η δραστηριό­τητα της συγγραφής: «πάλευα».

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
[...]
κι όλη τη νύχτα πάλευα χωρίς να το τελειώνω.

Η επανάληψη του ίδιου ρήματος επιδιώκει να δείξει πως η αφοσίωση σε μια τέχνη σημαίνει κόπο και θυσίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός πως, ενώ στα «Αντι­κλείδια» γίνεται υπαινιγμός και στις απολαύσεις που προ­σφέρει η αφοσίωση στην ποίηση (εκείνοι που μπορούν να δουν για λίγο μέσα από την πόρτα βλέπουν κάτι που τους μαγεύει), στο ποίημα «Ο Άλλος» αυτή η ,έστω και προσω­ρινή, μαγεία δεν μνημονεύεται. Αντίθετα, γίνεται υπαινιγμός σε εκείνα που θυσιάζει ο ποιητής, σε εκείνα που ως άνθρω­πος στερείται.
 Αυτό κατορθώνεται με το θέμα του διχασμού του «ομιλητή» του ποιήματος (που και πάλι ταυτίζεται με τον ίδιο τον ποιητή) σε δύο «εαυτούς»: ο ένας εαυτός του, κλει­σμένος μέσα στο σπίτι, προσπαθεί σκληρά να καλλιεργήσει την τέχνη του, ενώ ο άλλος εαυτός του κυκλοφορεί έξω, α­νάμεσα σε ευχάριστους ανθρώπους και διασκεδάζει.
Η παρουσία του δεύτερου εαυτού είναι καθοριστική και κυρίαρχη σε αυτό το ποίημα. Ο άλλος πόλος του διπολικού ε­αυτού αντιστέκεται στην αφοσίωση του πρώτου στην τέχνη, ή ακριβέστερα, αντιστέκεται στην αντίσταση του πρώτου απέναντι στη ζωή. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε δύο εαυτούς που αντιστέκονται: ο πρώτος στη ζωή και ο δεύτερος στην τέχνη. Ο πρώτος αντιστέκεται έμμεσα στη ζωή, με την προ­σήλωση του στην τέχνη, ενώ ο δεύτερος αντιστέκεται έμμε­σα στην τέχνη, μέσα από τη ροπή του προς τις απολαύσεις της ζωής.

Αυτό το αντιστικτικό σχήμα αντίστασης λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο ρεαλιστικό επίπεδο της ιστορίας που αφη­γείται ο ομιλητής, αλλά και στο επίπεδο της ποιητικής. Σύμφωνα με το πρώτο, έχουμε την περίπτωση ενός προσώ­που που κλυδωνίζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις ζωής: την α­σκητική, του αφοσιωμένου σε μια τέχνη, και την κοσμική, του αφοσιωμένου στις υλικές απολαύσεις. Η περίπτωση αυ­τή αποδίδεται αρκετά ρεαλιστικά στο ποίημα, αποτελώντας και την προφανή σημασία του. Εκείνος, όμως, ο άλλος εαυ­τός λειτουργεί και στο επίπεδο της ποιητικής του Παυλόπουλου, ή, πιο συγκεκριμένα, της στρατηγικής που ακολουθεί στην ποιητική έκφραση. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, η ποίηση σε κάθε ποίημα εισάγεται ως παρουσία ή ως υπο­βολή με τρόπο δυναμικό, για να περισταλεί, στη συνέχεια, μέσω της αλλεπάλληλης αναγωγής της ποιητικής αφήγη­σης σε ένα μη πραγματικό του ποιήματος και, συνακόλουθα, και της ίδιας της ποίησης. Δηλαδή η ποίηση 'εισβάλλει' - κατά κάποιον τρόπο - στην αφήγηση στην αρχή ρεαλιστικά και κυριαρχικά ενώ στο τέλος παίρνει πάντα τη μορφή που της αρμόζει, αυτήν την παραμυθική, την εξωπραγματική...

Διαπιστώνουμε  επίσης, πως ανάμεσα στα δύο ποιήματα υφίστα­ται ένας διάλογος, κατά τον οποίο ο ' ομιλητής' του μεταγε­νέστερου ποιήματος έρχεται όχι απλώς να συμφωνήσει με τον «ομιλητή» του πρώτου ποιήματος, αλλά και να υπερθε­ματίσει: ο αφοσιωμένος στην ποίηση δεν δείχνει πλέον τη σοφή συγκατάβαση του προγενέστερου ποιήματος, αλλά α­φήνει να φανεί καθαρά η λαχτάρα του για κάποιες υλικές α­πολαύσεις. Αφήνει, επίσης, να φανεί η έστω και παροδική διάθεση του να αφεθεί σε αυτές: το ανοιχτό αυτοκίνητο του  Άλλου και οι δύο γυναίκες στην αγκαλιά του αποτελούν κραυ­γαλέα και κοινότοπα σύμβολα διασκέδασης. Δεν είναι, όμως, τυχαίο που τα διάλεξε ο Παυλόπουλος, μια και με αυτή την επιλογή του προφανώς θέλει έμμεσα να ενισχύσει τη θέση του ασκητή-ποιητή, επειδή έτσι υπαινίσσεται τη συμβατι­κότητα ή και την ευτέλεια των υλικών απολαύσεων.
 Αυτά  τα οποία ο Άλλος προκαλεί κάτω από το παράθυρο του ποιητή είναι πράγματα που μπορούν να μοιραστούν μεταξύ τους πολλοί και για λίγο, ενώ την εμπειρία της δημιουργίας μόνος του μπορεί μόνο να καρπωθεί κανείς- και από τη στιγμή που το καταφέρνει, η σχετική εμπειρία μπορεί να γεμίσει ολόκληρη τη ζωή του και να της δώσει νόημα.
Αξιοπαρατήρητος είναι ο σκληρός χαρακτηρισμός του Άλλου για τον ποιητή: «κατέβα άθλιε μου φώναζε». Ο χαρα­κτηρισμός μέσα στο ποίημα εμφανίζεται να απευθύνεται α­πό τον διασκεδαστή της ζωής στον ασκητή της τέχνης, αν και κανονικά -δηλαδή, συμβατικά- θα μπορούσαμε να χαρα­κτηρίσουμε άθλιο εκείνον που το μόνο που επιδιώκει είναι η  καλοπέραση. Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός του άθλιου παραμένει μετέωρος μέσα στο ποίημα, αφορώντας και τους δύο εξίσου - αν και για διαφορετικούς λόγους...

ΠΗΓΕΣ
  •    Βαγγέλης Αθανασόπουλος  "Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα" Εκδόσεις Καστανιώτη(1995)
  • Γ.Παυλόπουλος,  Λίγος Άμμος, Αθήνα, Νεφέλη, 1997.

       Η εικόνα από: thesecretrealtruth.blogspot.com






10 σχόλια:

  1. Καλή σου μέρα. Η ιστοσελίδα σου είναι μια αστείρευτη πηγή γνώσης και έμπνευσης. Τα όποια θετικά σχόλια αδυνατούν να αποδώσουν την αξία της προσφοράς σου. Άπειρες ευχαριστίες λοιπόν σε ένα πραγματικό εργάτη του πνεύματος. Καλή δύναμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μπράβο,Πολίνα. Συμφωνώ με τον Επίκουρο σε όλα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Επίκουρε,
    Πάνο,
    σας ευχαριστώ πολύ!
    Στο διαδίκτυο όλοι μαθαίνουμε από όλους!
    Καλή δύναμη και καλή συνέχεια!
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πάντοτε ουσιαστικές και πολύπλευρες οι αναρτήσεις σου. Πέρα από τη γνώση σου τα αγαπάς τα κείμενα και αυτό βγαίνει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ Μάκη!
      Είναι από τη φύση της η Λογοτεχνία φτιαγμένη ν΄αγαπιέται...
      :-)

      Διαγραφή
  5. Καλησπέρα, Πολίνα, χρόνια μας πολλά,

    Φαντάζομαι δε με έχεις ανάγκη να πω πόσο εύστοχα η επιλογή και ο σχολιασμός.

    Εκείνο το "άθλιε" και τι δε θα έδινα για να το συζητούσαμε, όσοι μαζί, για το νόημά του, για το πού ακουμπάει και ποιος το λέει σε ποιον και γιατί, να συμφωνούσαμε και να διαφωνούσαμε για την αβυσσαλέα ψυχή του ασκητή της γραφής, που εκθειάζει και λατρεύει τη ζωή πολλές φορές μέσα από το σκοτεινό του δωμάτιο κλπκλπ.

    Καλή δύναμη για τα τελειώματα της χρονιάς,Πολίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Διονύση μου καλησπέρα!
    Αυτή τη συζήτηση είχαμε και με τον Γιάννη το πρωϊ στο σχολείο.Και μου διάβαζε ένα ποίημα του Χαραλαμπίδη, δεν θυμάμαι τον τίτλο, που μιλούσε κι αυτό για το ίδιο θέμα, τέχνη και ζωή.

    Θα τα πούμε κι από κοντά ,ελπίζω, τώρα που τα πράγματα πήραν λίγο το δρόμο τους...

    Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καλησπέρα Πολίνα μου
    Χρόνια πολλά ...έστω και καθυστερημένα.
    Πόσο πολύτιμη μας είσαι! Μας απέμεινες εσύ...τώρα που κι ο Διονύσης ανέστειλε (;) τις αναρτήσεις του.
    Και πόσο συναρπαστικές κουβέντες προκαλείς! Τέτοιες που κάναμε στα νιάτα μας, στην αυγή των πραγμάτων, όταν ήταν φρέσκια ακόμη η ζωή...
    Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που μας φωνάζει με τρυφερή επίπληξη; Ο πιο καλός μας φίλος; Ο άλλος μας εαυτός; Να πάμε πού;
    Φιλιά
    Ρούλα Μουντάνου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ρούλα μου χρόνια πολλά , με υγεία και δύναμη.

    Η μοναξιά του καλλλιτέχνη μήπως γίνεται αξίωμα για κάποιους "ασκητές της τέχνης";
    Σκεφτόμουν και το πόσοι πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν(;)να ζήσουν και να πεθάνουν μόνοι τους, ταγμένοι στη τέχνη τους και μόνο...
    Πολύ δύναμη θέλει αυτό ή και δειλία μαζί...

    " Βγαίνω έξω μόνο για να μου ‘ρθει καινούργια όρεξη να μείνω μόνος." έλεγε ο Λόρδος Βύρων ,ενώ η Μονρόε "Η καριέρα είναι υπέροχο πράγμα, αλλά δεν μπορείς να κουλουριαστείς μαζί της μια κρύα νύχτα"...
    Τώρα αυτό το "να πάμε πού" το δικό σου πρέπει να μείνει μετέωρο για να ονειρευόμαστε προορισμούς.Αυτό ας απομείνει!

    Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή