Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

" Τα πάθια είναι κοινά ..."



ΚΕΡΥΝΕΙΑ



Η κ. Αγάθη Γεωργιάδου είχε την ευγένεια


να μας παραχωρήσει κάποια πεζά και



ποιήματα , της  κυπριακής λογοτεχνίας, που


μιλούν για το θέμα του ξεριζωμού και της


προσφυγιάς και μπορούν να αναγνωσθούν


"παράλληλα" με τα πεζογραφήματα του


Γιώργου Ιωάννου.



Την ευχαριστούμε θερμά!





Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1931-)


ΑΡΔΑΝΑ ΙΙ

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.

- Μιλάτε Αγγλικά;
- Καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι το σπίτι μου;
- Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ' αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου - τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυό το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: "Χάθηκε ο στρατός μας!" Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πιά στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου - ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
- Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ' αναγνώριζες, αλήθεια;
- Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου 'πεν η Τουρκάλα: "Ναι, αυτό είναι".
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;



ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ


Τι είναι ο Πνυταγόρας όλοι ξέρουμε
ή θα μπορούσαμε να μάθουμε
(της Σαλαμίνας λένε που ήταν βασιλιάς).
την Πνυταγόρου όμως, τη μικρή του Πνυταγόρου
ανάμεσα Τίμιο Σταυρό και Αγία Ζώνη,
την ξέρω εγώ και μόνο εγώ. Αλίμονο σε μένα:
Ζηλεύω τις ποντίκες τουτουνού του δρόμου,
τ' αδέσποτα σκυλιά, τους άγριους γάτους
που ερχόμενοι Ακροπόλεως και κατεβαίνοντας
οδό Πεντέλης και Ιλαρίωνος εκβάλλουν
στην Πνυταγόρου μου - καλότυχα παιδιά!

Ήθελα νά 'μουνα η ποντίκα του σπιτιού μου,

τ' αδέσποτο σκυλί που μπαίνει στην αυλή μου
κι ο άγριος γάτος που ανοίγει ψυγείο
να βρει το ξεχασμένο του κοτόπουλο.

Και νά 'μουνα το φίδι κι η τσουκνίδα,

το δέντρο που ξεράθηκε, η σπασμένη πόρτα,
πόθος ελίχρυσος που σκοτωμένος πέφτει
να κοιμηθεί σε δίχτυα της αράχνης.

 


ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ




ΝΑ ΙΔΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ζύγωσα και πούθε


το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα

στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,


μου πρόσφερε γλυκό . ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο


του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά

ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη

πραγματικά και μέλη εμποτισμένα

στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και



ζήτησα το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.

« Και βέβαια επιτρέπεται », μου λέει -


« μπορείς να 'ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα"

Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο


να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω

την εντροπή και γύρεψα να πάρω

τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

« Πάρτηνε », λέει αυτή σαν καλογέλαστη,


« τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;

Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε

ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα

και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη

που την ομπρέλα της κρατεί».

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι


που γαντοφορεμένο, ραδινό

σε καναπέ ακουμπούσε . αλλά τι περιμένεις ;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν


ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη

γλυκού του κουταλιού; μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά πού μ' άφησε και μπήκα


στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.

Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.

Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό

να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα

την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.



Παιδί με μια φωτογραφία

 
Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι

με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς∙ κι αυτό

είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα

και την κρατούσε ανάποδα∙ μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες

αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που 'χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.

Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα

ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.



Αιγιαλούσης επίσκεψις



ένα ποίημα και ένα σχόλιο (2003)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης


(Απόσπασμα)

[…]

Μια μέρα είπαν του μουχτάρη να μας πει


να φύγουμε, να κάμουμε μια δήλωση

πως " εθελοντικά ", ειδάλλως του Μαγιού

τα σχίνα και η σπάθα του Αρχαγγέλου

θ' αναταξινομήσουν το κεφάλι μας.

Γοργά τα ρούχα μας σε μια βαλίτσα .


τες τσάπες, τ' άλετρα, τες σκάφες και να θέλαμε

δεν τα ορίζαμε, που μέρα μεσημέρι

μες στην αυλή μας άρπαγες τ' αρπάζαν.

Δυο μέρες πριν να φύγουμε ήρτε κείνος


που θα στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι.

Γυρεύει το κλειδί. Του λέω : «Εγώ κλειδί

δεν έχω και δεν έχει το χωριό μας.

Εμείς ξεκλείδωτα είχαμε τα σπίτια

γιατί κανένας δεν καταδεχόταν

να μπει μέσα στου άλλου την αυλή».

Δεν είπε τίποτα, έφυγε, ξανάρτε


την άλλη μέρα. Του είπα: «Έλα πιάσε

τούτο το πιάτο, φώναξε τον σκύλο

να του το δώσεις να σε συνηθίσει,

για να μην κλαίει το κτηνόν μας όταν

θα 'χουμε φύγει". Το έπιασε, του φώναξε,

όμως ό σκύλος του 'δειξε τα δόντια.

Χαμαί το πιάτο. Κίνησε να φύγει.


Του λέω : «Μίαν χάριν από σένα .

έπαρε ως αύριον ’πομονήν στ' ανάθεμαν να πάμεν

κι ύστερα νά 'ρτεις νά 'μπεις μες στο σπίτι».

Δεν είπε τίποτε και γύρισε να φύγει

της Ιοκάστης παίρνοντας μαζί του τη σιωπή.

Την άλλη μέρα έδεσα τον σκύλο


να μην μας ακλουθά, το πλάσμαν του Θεού.

Του έβαλα φαΐ, νερό κι εμπήκαμε

ο άντρας μου κι εγώ στο φορτηγό.

Στο δρόμο που πηαίναμεν ελάλουν


έχει δυόμισι χρόνους να τους δω

τους τρεις παλίκαρούς μου. Ήμουν ήρεμη.

Άμα εφτάσαμε κοντά στο Λήδρα Πάλας,


δυο-τρεις ειρηνευτές εσκαρφαλώσαν

να κατεβάσουσιν τα πράματα μας. Στη



βιασύνη,
 
χωρίς περίσκεψη, επετάξαν μου τες γλάστρες

και μου τες έσπασαν ανυπεράσπιστες.

Δεν άντεξα κι όσα είχα μαζεμένα


ψιχάδια τ' ουρανού και της θαλάσσου


τ' αφήκα να μουσκέψουνε το χώμα ».




ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ


από την κ .Αγάθη Γεωργιάδου




Με αυτό το ποίημα οι μαθητές θα γνωρίσουν τον ξεριζωμό και τον πόνο του αποχωρισμού από το πατρικό σπίτι και από τα πράγματα που αγαπά κανείς, έμψυχα και άψυχα, τη στιγμή ακριβώς που συντελείται η τραγωδία. Θα πρέπει να γνωρίζουν ότι στο ποίημα Αιγιαλούσης επίσκεψις ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στηρίχτηκε στην αυθεντική μαρτυρία μιας απλής και ανεπιτήδευτης γυναίκας, αλλά αρχοντικής ψυχής, ξεριζωμένης από τη Αιγιαλούσα (κοινώς Γιαλούσα), ένα κατεχόμενο χωριό της Κύπρου. Η μαρτυρία της Γιαλουσίτισσας (Έλλης Χατζηδημήτρη)
[1] αποδίδεται στην κυπριακή ιδιόλεκτο, με λέξεις που διεισδύουν στην ψυχή του αναγνώστη και προβάλλουν το θησαυρό που κρύβει η λαϊκή ψυχή. Αφού οι φόβοι της για τ’ αγνοούμενα παιδιά της καταλάγιασαν, ένας άλλος φόβος, εξίσου δυνατός, την συνεπαίρνει: «να μην μας ξεριζώσουν το χωριό μας». Ο «έρως» της γης προβάλλει εξίσου δυνατός με τη μητρική αγάπη. Είναι ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι ο ξεριζωμός δεν αναφέρεται στους ανθρώπους, αλλά στο χωριό, αφού όταν φεύγουν οι άνθρωποι, το χωριό ουσιαστικά ξεριζώνεται. Με πυκνό και λιτό ύφος που θυμίζει παραλογή, ο ποιητής διαγράφει την αρχή του τέλους: «Γοργά τα ρούχα μας σε μια βαλίτσα». Ο καίριος λόγος και η ειρωνεία που κρύβει το επίρρημα «γοργά» σκιαγραφούν την τραγωδία του ξεριζωμού. Το αποκορύφωμα της τραγικότητας του ποιήματος βρίσκεται στην τελευταία «σκηνή» του, στο ξέσπασμα της μάνας όταν οι «ειρηνευτές» τής έσπασαν απρόσεχτα («χωρίς περίσκεψη») και χωρίς αιδώ τις «ανυπεράσπιστες» (σαν τους πρόσφυγες) γλάστρες. Με την κίνηση αυτή, σαν να θρυμμάτιζαν ολόκληρο τον κόσμο της, αυτόν που μετέφερε συμβολικά μέσα στις γλάστρες της κι η μάνα αφήνει τα δάκρυά της να κυλήσουν στη γη.

Ο φιλόλογος μπορεί να βοηθηθεί και, κατ’ επέκταση, να βοηθήσει τους μαθητές του με το Σχόλιο του ποιητή, από το οποίο παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα:

[…]

«Όσο για τη γυναίκα της Γιαλούσας, που συδαυλίζει τη μνήμη κι αναταράσσει τον φυλετικό πόνο τού ανθρώπου Όσο για τη γυναίκα της Γιαλούσας, που συδαυλίζει τη μνήμη κι αναταράσσει τον φυλετικό πόνο τού ανθρώπου -θέλω να πω τον πόνο της ανθρώπινης φυλής-, η προαιώνια έννοια του ελληνικού είναι σύμ­φυτη με αυτήν. Καθώς πουρνό σηκώνονταν να ταΐσει τα βόδια «με τα πρώτα πρώτα Δόξα σοι », προγραμ­ματισμένη να κινείται στον άξονα της μεταφυσικής αίσθησης, ανάσαινε και βίωνε κατευθείαν την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Η ακρίβεια και ή χάρη των κινήσεων συσχηματίζονταν με τον κανόνα και θα έλεγες ανήκαν στο ρυθμό του κόσμου. Ή μυρωδιά του σκίνου που πύρωνε το φούρνο έδινε στο ψωμί ένα ήθος. Κι αυτό πολλαπλασιάζονταν από την ορμέμφυτη ανάγκη της γυναίκας να δώσει «του γειτόνου » πρώτα πρώτα « ψουμίν βραστόν» […]

Βάλε τώρα κοντά σ' αυτό τον ισορροπημένο, με­τρημένο κόσμο τον κεραυνό και τη διαρπαγή: ξεριζωμός, ξεσπίτωμα και προσφυγιά. Οι βέβηλοι δεν αφά­νισαν μόνο τα πουλιά, χαλάσανε και τη φωλιά τους. Στο ποίημα μέσα δίνονται στοιχεία μαρτυρημένων συμφορών. Τα πάθια είναι κοινά και για τα ζώα, ακόμα και για τα φυτά. Πλάσματα του Θεού είναι κι αυτά. Θυμάμαι ή μητέρα μου συχνά, όταν ήμασταν στην Αμμόχωστο, έλεγε για το σκύλο μας: «Το πλάσμαν του Θεού ». Μπορούσα κάλλιστα να μετα­φέρω τη φυσική ομορφιά της αληθείας μιας τέτοιας φράσης -πού έκρυβε έναν κόσμο τρυφερότατης κοι­νωνίας ζώων και ανθρώπων- στο στόμα της γυναίκας από τη Γιαλούσα, και αυτό έπραξα. Με τούτο θέλησα να εκθέσω αντιστικτικά τους άρπαγες-κόρακες, που κρύβει στις χειρότερες στιγμές της η ανθρώπινη φύ­ση. Κι ακόμα θέλησα να καταλάβω τη συμπεριφορά των Ειρηνευτών (τους λέμε και Οηέδες), που συντο­νίζουν επαγγελματικά τον πόνο και διαρρυθμίζουν ομαλά και « ανθρωπιστικά» τη δεδομένη κατοχή.

Αν τώρα κάποιος ήθελε ρωτήσει και τι φυτά είχαν οι γλάστρες που πετάχτηκαν σαν να 'ταν άψυχα όντα, θα πρέπει ν' ανατρέξουμε στις ευωδιές των παιδικών μας χρόνων: βασιλικός και γιασεμί τα βασικά, και πιθανόν ό,τι κρατεί στη μνήμη την οσμή, που σβήνει πάντα τελευταία.

Αυτά λοιπόν καθώς και τ' άλλα φανερώνουν το έγκλημα που γίνηκε εις βάρος της Κύπρου: τη διά­λυση ενός κόσμου συμπαγούς σε όλη την κλίμακα των αξιών του. Όταν « κείνος » ο ξένος απαιτεί από τη Γιαλουσίτισσα να του δώσει στο χέρι το κλειδί του σπιτιού της, αυτή ορθώνεται στην ξώπορτα σαν κυ­παρίσσι. Κι όπως ψηλώνει ο νους και το κορμί της, μαζί μ' αυτά η ψυχή της γιγαντώνεται- ταυτίζεται μ' ολάκερο τον τόπο […]»

Με το σχόλιο αυτό, οι μαθητές θα μπορέσουν να διεισδύσουν στην ψυχή του ανθρώπου και να κατανοήσουν τη βαθιά θλίψη του όταν διώχνεται βίαια από τον τόπο του κι αποχωρίζεται τις μικρές καθημερινές συνήθειές του, κυρίως αυτά που δεν μπορεί να πάρει κανείς μαζί του μέσα σε μια βαλίτσα: την ιστορία του σ’ εκείνη τη γη, το καθημερινό ξύπνημα στον τόπο του, το όργωμα της γης του, το ζύμωμα του ψωμιού με αλεύρι από τη γη του κ.ά.. Μόνο οι μνήμες του απομένουν και ίσως κάποιες γλάστρες, αν δεν τις θρυμματίσουν κι αυτές, με λίγο χώμα από τον τόπο του. Με τα κείμενα αυτά, οι μαθητές μας θα νιώσουν βαθιά μέσα τους τα λόγια του ποιητή από το Σχόλιο: «μπο­ρούν να πάρουνε τη γη μας, μα δεν μπορούν να βλάψουν την ψυχή μας. Αυτή είναι, το κλειδί, της Παρα­δείσου η πύλη».




[1]
Η μαρτυρία στην οποία στηρίχτηκε ο ποιητής αναδημοσιεύεται στον τόμο Η κατεχόμενη γη μας, έκδοση του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.




 Κλείνοντας να θυμηθούμε πώς  μίλησε για το θέμα της προσφυγιάς και του ξεριζωμού,
ο  Μπέρτολτ Μπρέχτ 


"Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα το όνομα που μας δίναν:

«Μετανάστες»
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ΄ναι, μα εξορία.
Εμείς απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ΄ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν΄ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτα απ΄ό σα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ΄ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ΄ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα."







1 σχόλιο:

  1. Εγώ σας ευχαριστώ θερμά, όχι μόνο για την τιμή που μου κάνετε να με μνημονεύετε με τόση ευγένεια, αλλά και γιατί αγγίζετε και αναδεικνύετε τις πληγές του τόπου μου, αυτού του πολύπαθου νησιού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή