Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΜΕΡΟΣ Β
Ο ποιητής
Στο βιβλίο του «Εκλογή Ποιημάτων» ο Λόρκα λέει για την Ποίηση:
«Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου γι' πω αυτά τα σύννεφα, γι' αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ' άλλο. Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση. ας τ' αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και τους δασκάλους. Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι Ποίηση. Είναι εκεί! κοίταξε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα ν' αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν' αρχίσω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ. Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την Ποίηση, αλλά το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είν' αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του Θεού -ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα.»
Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν
Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;.
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
Στη μαγική πένα του Λόρκα, οι άνθρωποι γίνονται κλαριά και φυλλωσιές, τα δέντρα όνειρα και εκτροφείο χαράς που σβήνει τη φωτιά της δυστυχίας: εκεί μέσα στο τρανό σχολείο της φύσης, ο ποιητής γράφει τη δική του, λυρική φιλοσοφία αλλά την βιώνει κάθε στιγμή και λεπτό γι' αυτό οι στίχοι του έχουν τέτοια και τόση διαπεραστικότητα.
«Μα τα κλαριά έχουν τη χαρά τους, είναι κι αυτά σαν τους ανθρώπους. Ξεχνάνε τη βροχή κι αποκοιμώνται, γρήγορα, όπως τα δέντρα»
Τα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα
Μία συλλογή ερωτικών σονέτων που ο Λόρκα ξεκίνησε την συγγραφή τους το 1935, ένα χρόνο σχεδόν πριν την δολοφονία του και αποτελούσαν μέρος ενός σχεδίου που αφορούσε την συγγραφή ενός ποιητικού βιβλίου με εκατό σονέτα. Τελικά αυτό ήταν ένα σχέδιο που ματαίωσε για πάντα ο ισπανικός εμφύλιος και ο θάνατος του ποιητή. Πολλά από αυτά χάθηκαν και όσα γλύτωσαν από την δίνη του πολέμου η οικογένεια Λόρκα προτίμησε να τα "θάψει" για σχεδόν 50 χρόνια και έμειναν ανέκδοτα μέχρι το 1984. Στις 17 του Μάρτη 1984 στο φιλολογικό παράρτημα της ισπανικής εφημερίδας ABC, πλαισιωμένα από πλήθος μελετήματα, δημοσιεύονται πανηγυρικά έντεκα σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα του Λόρκα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, από τις σελίδες του περιοδικού «Λέξη» παρουσιάζεται στην Ελλάδα η «παγκόσμια πρώτη» μετάφραση και τέλος το φθινόπωρο του 1986 κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε βιβλίο όλα τα γνωστά μέχρι στιγμής σονέτα, οχτώ από παλιά, συν τα περίφημα του Σκοτεινού Έρωτα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Η πειραματική και γεμάτη λάθη και παραποιήσεις έκδοση του ‘ 83 στην Ισπανία θα αναγκάσει την οικογένεια του ποιητή να φανερώσει αυτό που προσπαθούσε επίμονα να αποσιωπήσει, την ομοφυλοφιλία του ποιητή, φέρνοντας στο φως λίγα από τα πολύτιμα σονέτα , προστατεύοντάς τα από κάθε αυθαίρετη κακοποίηση. Αυτό ήταν ένα μεγάλο τόλμημα. Σε μια Ισπανία καθολική, πατριαρχική, φανατικά επαρχιώτικη και τυραννικά μικροαστική, δειλή και στοιχειωμένη, παγωμένη μέσα στο άγριο και απάνθρωπο «πρέπει» της , που το περιβάλλον διαρκώς αναπλάθει και πολλαπλασιάζει το μαρτύριο των μελών του, ισοδυναμούσε με καταδίκη σε κοινωνικό θάνατο και ισόβιο όνειδος το να είσαι ομοφυλόφιλος. Ακόμη και σήμερα φίλοι της οικογένειας Λόρκα, σε συνεντεύξεις ή άρθρα αρνούνται ή προσπαθούν αδέξια να καλύψουν την αλήθεια.
Γραμμένα στην εποχή της ωριμότητας του Λόρκα τα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα είναι σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πάμπλο Νερούδα «ποιήματα απίστευτης ομορφιάς». Ποτέ άλλοτε στην νεότερη ποίηση ο έρωτας δεν αποδόθηκε με τόσο αιθέριους και ταυτόχρονα τόσο γήινους τόνους και ποτέ άλλοτε δεν έσμιξαν τόσο ταιριαστά το πάθος με την απώλεια, η ευτυχία με το πένθος και η σάρκα με τον ουρανό.
Σε όλα τα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα το γένος του αγαπημένου είναι άδηλο και ο εμπνευστής είναι ο έρωτας και άφιλος: «έρωτα, εχθρέ μου δαγκώνω την πικρή σου ρίζα» γράφει κάπου.
«Ο έρωτας κι ο θάνατος χορεύουν έναν άγριο χορό, ο ένας απέναντι στον άλλον, ο μασκοφορεμένος γυμνός θάνατος, ο μασκοφορεμένος γυμνός έρως», γράφει ο Νερούδα.
Γύρω από τα σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία. Με το επίθετο του τίτλου ο ποιητής υπαινίσσεται τον ομοφυλόφιλο έρωτα ή αποδίδει την μυστικιστική και ενίοτε τραγική πλευρά ενός οικουμενικού αισθήματος; Η μορφή με την οποία παραδίδονται σήμερα τα σονέτα είναι η τελική ή μήπως ο Λόρκα σκόπευε να προχωρήσει σε μια περαιτέρω επεξεργασία των ποιημάτων; Υπάρχουν αλλά χειρόγραφα που σώζονται και που η οικογένεια επιμένει να κρατάει μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα εξαιτίας της τολμηρής θεματικής τους; Οριστική απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα μάλλον δεν θα δοθεί ποτέ.
Σημασία έχει πως τα σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα, γραμμένα την εποχή της ωριμότητας του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι το κύκνειο άσμα ενός από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές του εικοστού αιώνα.
Η μετάφραση, σύμφωνα με τον Σωτήρη Τριβιζά που την ανέλαβε, υποχρεούται να ακολουθήσει μια από τις δύο σχολές της ποιητικής μετάφρασης: Πιστή και άσχημη. Ή όμορφη και άπιστη.
Καταλαβαίνουμε πως διάλεξε τη δεύτερη…
ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ
Να στερηθώ το θαύμα μη μ' αφήσεις
στα μάτια σου να χάνομαι
και να ‘χα τη νύχτα ν' ακουμπάει στο μάγουλο μου
το ρόδο της ανάσας σου μονάχα.
Πονώ που είμαι εδώ, σ' αυτή την όχθη,
κορμός χωρίς κλαδιά στην ερημιά του,
χωρίς χυμό χωρίς πηλό και άνθη
για το σαράκι μες τα σωθικά του
Αν είσαι ο κρυμμένος θησαυρός μου
η σταύρωση και η νωπή μου θλίψη
κι εγώ σκυλί της επικράτειας σου
αυτό που έχω κερδίσει ας μη μου λείψει
και που στολίζει τώρα τα νερά σου
με φύλλα από το φθινόπωρο μου.
ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ
Μη μ’ αφήσεις να χάσω αυτό το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου, ούτε τον τόνο
που τη νύχτα ακουμπάει στο μάγουλο μου
το μοναχικό ρόδο της αναπνοής σου.
Με θλίβει να είμαι εδώ σ’ αυτή την όχθη
κορμός χωρίς κλαδιά και να υποφέρω
που δεν έχω χυμό ούτε πηλό ούτε άνθη
για το σαράκι που μου τρώει τα σωθικά μου.
Αν είσ’ εσύ ο κρυμμένος θησαυρός μου,
αν είσαι ο σταυρωμός και ο ζωντανός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της επικράτειας σου,
Μη μ΄ αφήνεις να χάσω αυτό που κέρδισα
και που στολίζει τα νερά του ποταμού σου
με νεκρά φύλλα απ’ το φθινόπωρο μου.
ΠΗΓΕΣ:
- Μάγια – Μαρία Ρούσσου , Τα σονέτα του σκοτεινού Έρωτα» και ο εγγύς θάνατος
- Κώστας Χωρεάνθης, « Για την ποίηση του Λόρκα»
- Ηλίας Ματθαίου, Λόρκα ( περιοδικό « διαβάζω», Αύγουστος 1988 )
- Σωτήρης Τριβιζάς, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου