Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΤΟ "ΔΙΑΒΑΖΩ" ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ



  
Το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ εκδίδεται ανελλιπώς κάθε μήνα από το 1976. Από τις σελίδες του παρουσιάστηκαν όλοι οι μεταπολεμικοί λογοτέχνες. Γνωστό για αφιερώματά του σε συγγραφείς και θέματα και για τα λογοτεχνικά βραβεία που καθιέρωσε το 1996, βραβεύτηκε πέρυσι για την προσφορά του στα γράμματα από την Ακαδημία Αθηνών.


 Τώρα το «Διαβάζω» περνά στην ψηφιακή εποχή, εγκαινιάζοντας τη λειτουργία της ηλεκτρονικής του έκδοσης www.diavazo.gr.

Η ηλεκτρονική έκδοση θα περιλαμβάνει επιλογές από την ύλη του εντύπου (αρθρογραφία, συνεντεύξεις, αφιερώματα κτλ.) στην ακέραιη μορφή τους αλλά και νέες στήλες  (όπως η στήλη Βroken Εnglish, της νέας συγγραφέως Μαρίας Ξυλούρη, η οποία θα εγκαινιαστεί με δύο άρθρα για αγγλόφωνους συγγραφείς κάτω των 35 ετών). Στην ιστοσελίδα θα φιλοξενούνται νέα από τον χώρο του βιβλίου, ατζέντα εκδηλώσεων, παρουσίαση του βιβλίου της ημέρας και μεγάλος αριθμός βιβλιοκρισιών και βιβλιοπαρουσιάσεων. Η ιστοσελίδα θα λειτουργεί παράλληλα με το έντυπο και θα ενημερώνεται κάθε μέρα.

Τα εγκαίνια της ιστοσελίδας και το επίσημο «ανέβασμά» της στο Διαδίκτυο έγιναν απόψε  στις 7.00 μ.μ., στο Free Thinking Zone.   Προηγήθηκε  συζήτηση για τη σχέση ψηφιακής τεχνολογίας και λογοτεχνίας με θέμα «Μπλογκόσφαιρα και Λογοτεχνία». 

Την ιστοσελίδα θα την δείτε  εδώ

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα

 
Για τους αναγνώστες που ζήτησαν και ένα αφιέρωμα στα ελληνικά καβαφογενή ποιήματα.



Η επιλογή έγινε από το εξαιρετικό βιβλίο  Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα  (1909-2001), Έκδοση Πανεπιστημίου Πατρών, 2003
σε επιμέλεια και ανθολόγηση Δημήτρη Δασκαλόπουλου.

Το βιβλίο περιλαμβάνει ποιήματα αφιερωμένα στον Καβάφη, άλλα που συνομιλούν με το καβαφικό έργο, άλλα  που περιστρέφονται  γύρω από τον καβαφικό μύθο,  ή και ποιήματα γραμμένα με τον τρόπο του Αλεξανδρινού.
Συνολικά ανθολογούνται 108 ποιητές.

               Τίμος Μαλάνος

Παραλλαγή στο θέμα της «Σατραπείας»

Παρασυρμένοι από ανόητες φιλοδοξίες,
γράφουμε και τυπώνουμε τους μόχθους μας,
για να επιτύχουμε μια μέρα
τον έπαινο του δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε
και τους Στεφάνους-
δηλαδή ένα ωραίο και ολοστρόγγυλο μηδέν!
Πολύ πιο τυχερός ο αρχαίος στρατηγός
που άθελα του τράβηξε μια μέρα για τα Σούσα,
κι εκεί ο γενναιόδωρος μονάρχης Αρταξέρξης,
τιμώντας την αξία του, τη φήμη του και τ' όνομα του,
του πρόσφερε πλούτη, χλιδή και σατραπείες.
Όμως αυτά —μας λέει ο ποιητής— διόλου δε γέμιζαν το άδειο
της ψυχής του, ένιωθε πάντα εξόριστος,
και σ' έναν τέτοιο εξόριστο που δεν τον θέλει η πόλη του, 
η πόλη που τον δόξασε, τι ωφελούν τα πλούτη;

Κλέων Παράσχος

Οι Βάρβαροι

Ψυχή μου, οι Βάρβαροι, έφτασαν,
 και τώρα πια είναι αργά!
Μες στα μεσάνυχτα άξαφνη βροντή σα ν' απολύθη,
τα σκότη αναταράξανε μ' αχούς τρομαχτικούς
τ' άγρια αναρίθμητα,
 βαριά που όλο προβαίνουν πλήθη.

Τ' ακούς, ψυχή μου, εσίμωσαν οι Βάρβαροι, τ' ακούς; 
Ανώφελη κι η αντίσταση κι αργά γι' απόφαση είναι.
 Δε θα μας εύρει ζωντανούς το φως της νέας αυγής.

Βοήθεια καμιά! Από πού;
 Καμιά να σπλαχνιστούνε ελπίδα!
 Και πώς ν' αντιπαλέψουμε, πώς να τους αντιβγούμε; 
Αργά πια τώρα είναι γι' αυτά, μάταιο το καθετί.

Ψυχή μου, οι Βάρβαροι έφτασαν
 και τώρα πια είναι αργά!
 Αχ! και να μ' άκουγες όταν καιρός ήταν ακόμα.
 Αχ και να μ' άκουες όταν από τόπους κοντινούς
 σταλμένοι να βοηθήσουνε, 
φτάνανε κάθε τόσο μαντατοφόροι μυστικοί, 
κι από τον τρόμο ωχροί πρωτοφανέρωτους 
για εχθρούς αγνώστους σού εμιλούσαν 
(κανείς δεν ήξερε από ποιον κατάλευκο Βορρά, 
από ποιους άφεγγους δρυμούς μι' αυγή είχαν ξεκινήσει)
 ξανθούς και γιγαντόσωμους κι ατρόμητους,
 παντού ούθε περνούσαν που φριχτά τις χώρες ερήμωναν.

Η ώρα δεν άργειε τρομεροί κι ακράτητοι κι εμάς
να μας σκλαβώσουν, να μας διαγουμίσουν που θα 'ρχόνταν.

Όμως εσύ στου μυστικού σου ονείρου τη χαρά,
 λαμπρή μου άτυχη ρήγισσα, 
ω ψυχή μου, όλη δοσμένη 
σάμπως να μη σου το 'χαν πει ποτέ 
ό,τι σου 'χαν πει προς τους Βαρβάρους ν' αντιβγείς
 δε νοιάστηκες καθόλου.

Μα ως να 'ταν αναπόφευκτον 
οι Βάρβαροι να φτάσουν
μια μέρα, κι ως να γνώριζες ανώφελο το παν
πως θα 'τανε, για ν' αντιβγείς δε νοιάστηκες καθόλου.

Και τώρα οι Βάρβαροι έφτασαν,
 και τώρα πια είν' αργά!
 Σε λίγο, εδώ μες στο χρυσό σου δώμα όταν ορμήσουν,
 μ' άγρια καγχάσματα θα καταστρέψουνε ό,τι βρουν,
 όλο το πλούτος σου το πιο κρυφό, το πιο ακριβό σου.

Φτωχή μου άτυχη ρήγισσα,
 τίποτε δε θα σπλαχνιστούν, θα σε ρημάξουνε,
 ω φριχτά θα σ' αιματοκυλίσουν, κι ανήμπορη η πικρότατη
 θα σε κοιτάζω εγώ μέσα στα χέρια των να σπαρταράς,
 γοερά να κράζεις!

— Τ' ακούς, ψυχή μου, εσίμωσαν οι Βάρβαροι, τ' ακούς; 
—Ω ας ήμουν ένας απ' αυτούς που απόψε μας νικούνε!



Ναπολέων Λαπαθιώτης


A la maniere de... Καβάφης
Εις Τύριον ζωγράφον

Τύριε ζωγράφε, αβρέ και περισπούδαστε, την βαθυτάτην τέχνην σου εκτιμώ. 
Έχεις μοιράσει τα ηδυπαθή σου χρώματα,
 επάνω στον λεπτόν αυτόν σου πίνακα, 
μ' ακρίβειαν και μ' ευσυνειδησίαν,
 που τέρπει και την σκέψιν και την όρασιν.

Όμως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,
εκείνα τα μεγάλα και τ' αθάνατα,
που για να τα εκφράσει ο νους αγωνιά,
« δυνηθείς να εκφράσεις, μην το στοχασθείς...

Παιγνίδια της σαρκός, επιθυμίες,
και μεγαλόπνοες τάσεις ηρωικές,
εφηβικές ηδονικές κορμοστασιές,
χυτά, ο χρωστήρ σου πιθανόν ν' απεικονίσει!

ως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,
 εκείνα τα μεγάλα και τ' αθάνατα, 
αυτά είναι θαμμένα μες στην σκέψιν,
 μύχια, πανωραία και παράβυστα·
αυτά δεν είναι να ειπωθούν ποτέ,
μήτε  από χέρι να εκφρασθούν ανθρώπινο...



Ορέστης Λάσκος

Κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Την πόλη, που σ' αγάπησε πολύ, 
και σαν γυναίκα από έρωτα τρελή 
σου παρεδόθη να την κατακτήσεις, 
είναι καιρός, ωραίε Κατακτητή, 
— Κατακτητή Ποιητή,—
 για πάντα ν' αποχαιρετήσεις.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Σου το φωνάζουν με φωνές προσταχτικές
μες στις οκέλες, μες στους δρόμους, στις πλατείες,
των γυναικών οι ερωτικές ματιές
γιομάτες από φλογερές
επιθυμίες,

και τα θερμά και φρενιασμένα 
του Κοινού χειροκροτήματα,
που αληθινά τού συνεπαίρνουνε το νου 
τα ορμητικά σου τα ποιήματα.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Γιατί στου χρόνου τη φορά,
κάθε σεγκόντο που περνά, και πιο μεγάλη
γύρω, τριγύρω σου η φθορά,
κάθε φορά,
σε περιβάλλει.
Λιγάκι ακόμα, και θα γίνεις —συμφορά—
 ένας και συ πολίτης μες στην πόλη, 
ένας κοινός πολίτης... όπως όλοι.

ΙΙΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Μες στο λιμάνι, εκεί, ένα μαύρο πλοίον
 έτοιμο για να σαλπάρει,
βαριανασαίνει, κι άγρυπνο σε περιμένει 
για να σε πάρει.
Στιγμή μη στέκεις... κι ας πονάς φριχτά.
Έμπα στο πλοίο κι έβγα στ' ανοιχτά,
κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάντρεια που αφήνεις.

Έτσι τουλάχιστον θα ικανοποιηθείς 
πως μες στη θύμησιν Εκείνης, 
πάντοτε ο ωραίος Κατακτητής Ποιητής θα μείνεις.



Σταύρος Καρακάσης

Καβάφη τάφος

Κείμαι ο Καβάφης ενταύθα.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα
που πλήρης αυτής ήτο η όρασίς μου.
Επιθυμίες κι αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην,
κι έφηβοι τώρα τους δικούς μου στίχους λένε,
και με την δικήν μου έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.

Την ζωήν μου δεν την εξευτέλισα πηαίνοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία.
Ηύρα και κράτησα την ηδονή ως την ήθελα,
ήπια από δυνατά κρασιά 
καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.

Και γέρος πια σαν άραξα στο νησί, 
πλούσιος μ' όσα κέρδισα στο δρόμο, έτοιμος από καιρό και θαρραλέος άκουσα τελευταία απόλαυση τους εξαίσιους ήχους αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια.
Διαβάτη, είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις...


Λέων Κουκούλας

Μικρή Οδύσσεια

Γλιτώσαμε απ' τους Κύκλωπες 
κι ο πόθος μας να φτάσομε μια μέρα στην Ιθάκη,
 Χίλιες φορές συνδαύλισε τη χόβολη,
 Σιγά σιγά που κρύωνε, της ψυχής μας.

Κι ούτε τα μαγικά της Κίρκης βότανα 
Κι ούτε τα φίλτρα ακόμα των Σειρήνων, 
Που νέες ίσως χαρές μάς ετοιμάζανε, 
Δεν μπόρεσαν ν' αλλάξουν τη βουλή μας.

Για το σκοπό μας άδικοι φανήκαμε 
Κι αχάριστοι συχνά στην καλοσύνη
 Κι αφήσαμε ασυγκίνητοι, όταν φεύγαμε, 
Την Καλυψώ να κλαίει στην ερημιά της.

Και δόξες νέες και πλούτη απαρνηθήκαμε 
Κι είδαμε δίχως λύπη κάποια μέρα
 Το πολυμέλαθρο όραμα να χάνεται 
Για πάντα των Φαιάκων μες στα θάμπη.

Μα τώρα στην Ιθάκη που γυρίσαμε, 
Συχνά τα περασμένα ανιστορώντας, 
Την αγωνία τους νιώθομε γλυκύτερην
 Απ' της οκνής ζωής μας τη γαλήνη.

Κι αχ γίνεται απροσμέτρητος ο πόνος μας, 
Πικρός μετανιωμός σα μας παιδεύει, 
Που δε φυσάνε πια οι καιροί στα ξάρτια μας 
Και τέλειωσε για πάντα το ταξίδι!


'Αθως Δημουλάς

Oι ήρωες

Την περσική τριήρη όσο μπορείς
συγκράτησε, Κυναίγειρε.
Κι αν δεν μπορείς πια με τα χέρια,
με τα δόντια κράτα την.
Σπεύδοντας, οι άλλοι εμείς
τους καρπούς θα δρέψουμε
του μοναδικού σου άθλου.

Κι αφού βυθίσουμε την εχθρική τριήρη,
στον τύμβο των νεκρών
πρώτον εσένα θα στήσουμε.
Γιατί, χωρίς εσένα,
πώς θα τσακίζαμε τη δύναμη
των «Χρυσοφόρων Μήδων»;

Κι ο αδελφός σου ο Αισχύλος, χωρίς εσένα, 
ω Κυναίγειρε, πώς θα ξεχνούσε
του πνεύματος του τα μεγαλουργήματα (άλλους άθλους) περήφανος μονάχα
γιατί πολέμησε κι αυτός στο Μαραθώνα;


Καβάφης

Τη φαντασία την εντελώς αδέσμευτη δε συμπαθώ.
 Δεν έχει χάρες. 
Και είναι χρήσιμη για τα όνειρα μόνο.
Εγώ την άλλη φαντασία αγαπώ, αυτή
που προσπαθεί ένα παρελθόν να ζωντανέψει
και που στηρίζεται σε μνήμες του,
σποραδικές και ασύνδετες, ζητώντας
γύρω τους άρτιο ένα σύνολο να πλάσει
με τάξη, προσοχή και μέτρο.
Κι έτσι, προπάντων, που το χρώμα τους,
το χρώμα αυτών των ερειπίων,
των αβέβαιων γεγονότων το αίσθημα,
μέσα στο έργο της ενισχυμένο
να περάσει.
Αυτό το δύσκολο είναι που εκτιμώ. 
Αυτήν εγώ αγαπώ τη φαντασία, 
τη δεσμευόμενη, την οδηγούμενη φαντασία που,
 όλο συγκίνηση, πάντοτε γύρω από πολύτιμα εμπόδια έρπει.
Και χρήσιμη είναι —τόσο— για την τέχνη μου.


Ζωή Καρέλλη

Καβαφικό

Φοβούντανε πάρα πολύ, μην τον ευρεί
η τύχη απροετοίμαστο ν και τον γνωρίσει.
Λογάριαζε, μήπως δεν είχε αρκετά δοκιμαστεί
απ' την πολύτροπη ζωή; Μήπως αισθάνονταν
τον εαυτό του ασφαλή, ευτυχισμένον,
σαν αναγνώριζε, πως γύρω του εμαίνονταν
η δυστυχία;
Ούτε το ένα, ούτε τ' άλλο... 
Καταλάβαινε την αθλιότητα του 
που ήταν κιόλας γενική,
 όμως ακόμα είχε δυνάμεις για να φοβηθεί.
Ίσως φοβούνταν την αλλαγή
 από την άθλια αυτή κατάσταση, 
που είχε συνηθίσει. 
Να μην τιμωρηθεί μόνο λογάριαζε, 
γιατί ποιος δεν έχει τις αμαρτίες του;
 Αυτές αισθάνονταν πότε τις έβλεπε μεγάλες και τρανές,
 πότε μηδαμινές. Δεν τον παράστεκε θεός κανένας, 
δίκιος ή σκληρός.

Αυτ' ήταν η ζωή του.
Ήθελε να την καταλάβει και δεν μπορούσε.
Για να παρηγορηθεί, ψιθύριζε,
ο άνθρωπος, όταν δεν είναι τραγικός,
είναι γελοίος, ή μάλλον
και τα δυο μαζί... και τα δυο.



Μυρτιώτισσα

Κωνσταντίνος Καβάφης

Αδύνατο να φανταστώ Καβάφη
έξω απ' την Αλεξάντρεια και πάλι
χωρίς Καβάφη τι είν' η Αλεξάντρεια;
Αυτά σκεφτόμουν ύστερ' από χρόνια,
σαν βρέθηκα ξανά σ' αυτή τη χώρα.
Αν κι είχε από καιρό πεθάνει, ωστόσο
δεν πήγα να τον βρω στο κοιμητήρι,
μα κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
στο σπίτι του να πάω, ωσάν και τότες,
τι ελόγιαζα πως κάτι θ' απομένει,
κάτι απ' αυτόν, κάποιο δικό του αχνάρι,
κάτι απ' το χέρι που άνοιγε την πόρτα...
Και κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
μ' άλικα τριαντάφυλλα στο χέρι.
Η θύρα που ήταν άλλοτες δικιά του
νά την! κλειστή για μένα, δε θ' ανοίξει,
μ' εφτά σφραγίδες είναι σφραγισμένη,
και δίπλα της μια πλάκα εντοιχισμένη
με τ' όνομα του: 
"Ο ποιητής Καβάφης
εδώ καθόταν..." 
Πώς! σ' αυτό τον τάφο;
Ω! ποιητή με τα πελώρια μάτια,
μυστηριακά, βυζαντινά, όλο φλόγα,
πού 'ν' το ζεστό σου σπιτικό, και τα κεριά σου
που με το φως τους τ' αμυδρό μάς γοήτευαν;
Πού 'ν' τ' ανεχτίμητα χαλιά τα πατρικά σου
Και τα παλιά τα μόμπιλα της Πόλης;
Και των βιβλίων σου πού 'ναι ο θησαυρός
με τις περγαμηνές στα εβένινα ράφια;
Τ' αρώματα απ' το σάνταλο κι ο Αχμέτ
που σιωπηλά μας κέρναγε ολοένα,
κι ολονυχτίς μας κράταες με το λόγο
και το πιοτό, σε μιαν ουράνια μέθη
πνευματική, που δεν εματαστάθη;
Και τώρα είσαι ένα τίποτα όπως δείχνει
τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα
κι η πλάκα η παγερή με τ' όνομα σου.
Μονάχα ο Ποιητής υπάρχει τώρα.
Μα ωστόσο εγώ τα ρόδα μου έχω φέρει
για σένανε, που ζεις μες στην καρδιά μου,
κι ένα προς ένα τώρα τα σκορπίζω
με δάκρυα εδώ στην έρμη τούτη πέτρα,
που άλλοτες του σπιτιού σου ήταν κατώφλι.


Κώστας Μόντης

Είν' λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους

Είν' λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους του Καβάφη
μ' όση δραματικότητα κι αν σου το περιγράφει,
γιατί επιτέλους είν' μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι αυτοί οι βάρβαροι θ' αλλάξουν πια τη ζωή σου.
Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένεις,
μ' άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένεις,
ξένος σ' ερημικό δρομάκι ξένο
σα φύλλο του φθινοπώρου απ' τον άνεμο ριγμένο
και να κοιτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζεις τη φωνή σου,
να 'χει κοπεί του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου
και το χειρότερον απ' όλα ακόμα
να μη βλέπεις τη λύση σου στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύουνται κι αρπούν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρεις αν δε σου είναι το ίδιο κι οι τάφοι ξένοι.



Τάσος Λειβαδίτης

Καβάφης

Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, 
σφοδρά συμπλέγματα,
 γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές.
 Κι άγνωστες, πέρ' από κάθε πρόσχημα, τραχιές,
 σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος
 κι ώριμος κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα,
 το νέο αμαρτωλό του ποίημα


Γιάννης Ρίτσος

ο χώρος του ποιητή

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν,
 στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. 
Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ' άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, 
απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων
 στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλο του,
 κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
 Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ' το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, —ψιθύρισε μόνος του—
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».


Μανόλης Αναγνωστάκης

Νέοι της Σιδώνος, 1970

Κανονικά δεν πρέπει να ' χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)



Λουκάς Κουσούλας

Καβάφης, «0 Δαρείος»

Καημένος Φερνάζης...
Του 'πεσε καν ελαφριά
η πολιορκία πρώτα, η κατοχή μετά;
Είχε μεγάλα μπλεξίματα;
Εδέησε άραγε να ξεγλιστρήσει,
πέρασε στα βουνά, επέζησε;
Πέτυχε τέλος την ευκαιρία:
τελείωσε καμιά φορά το «Δαρείο» του;


Τασούλα Καραγεωργίου

Ποιητικά κομμάτια



Με τα κομμάτια σας θα γράψω, ποιητές,
ένα καινούργιο ποίημα.
Από τον Κάλβο θα ζητήσω μιαν αράχνη ·
από τον Σολωμό θα δανεισθώ έναν καθρέφτη ·
τους γύψους θα τους βρω στου Καρυωτάκη ·
το κανελί μου φόρεμα θα πάρω απ' τον Καβάφη.

Ένα καινούργιο ποίημα θα γράψω 
μα πρώτα τα υλικά του θα συρράψω.

Ο καθρέφτης που ακέρια την εικόνα μου εδέχτη
σαν αράχνη με δίπλωνε
κι ακαταπαύστως έραιναν
απ' το ταβάνι που έπεφταν οι γύψοι
την κανελιά πολύ ξεθωριασμένη φορεσιά μου. 


ΤΙ ΜΟΥ΄ΛΕΓΕ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΧΤΥΠΑΓΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Ήρθατε πολύ αργά στο ποίημα , κυρία μου·
εκείνο δέχεται νωρίς
κυρίως ώρες πρωινές- εωθινές

Ήρθατε αργά στο ποίημα ,κυρία μου,
φορώντας ταγιεράκι
με τα μαλλιά σας τα κοντά
με την αιδήμονα προσπάθεια να κρύψετε το περιττό σας βάρος .

Ήρθατε αργά στο ποίημα, κυρία μου,
με τόσες ματαιώσεις
μες στη τσάντα σας
τόσες αναβολές κι αναστολές
με τόσες ακυρώσεις
γέρνετε ελαφρά
παραπατάτε και τρικλίζετε , κυρία μου,
πάνω στο Πρώτο το Σκαλί που τρίζει.
 


Ο ποιητής και η Εταιρεία των Υδάτων

Καλά στο σπίτι του με τα κεριά —
αλλά στην Εταιρεία των Υδάτων; 
Μίσθια δουλειά κι αθώα χαρτιά
κι οι ταπεινώσεις και τα σχόλια τα χλευαστικά των άλλων
 των άλλων πάντα των πολλών που συσχετίζουνε κουτά.

Καλύτερα καλύτερα στο σπίτι του με τα κεριά
— με τις εξαίσιες σκιές και με τους πρώτους ήχους.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΒΑΦΟΓΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ


Με αφορμή την εκδήλωση του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για τον Καβάφη, θα δούμε από πιο κοντά μερικά από τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο το οποίο παρουσιάστηκε στην εκδήλωση: "Συνομιλώντας με τον Καβάφη" Ανθολογία καβαφογενών ποιημάτων.

Το βιβλίο είναι προϊόν ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Την επιλογή των ποιημάτων και τη φιλολογική επιμέλεια του τόμου έκανε ο Νάσος Βαγενάς.

Μας δίνει χαρακτηριστικά την απήχηση του Καβάφη στους ομότεχνούς του σε άλλες χώρες.Περιέχει 153 ποιήματα 135 ποιητών από 30 χώρες, γραμμένα σε 19 γλώσσες, που είτε εμπνέονται από την ποίηση ή τη μορφή του Kαβάφη είτε "συνομιλούν" με αυτές.

Δυστυχώς το βιβλίο είναι εξαντλημένο γι΄αυτό επέλεξα κάποια ποιήματα - που μπορούν να διαβαστούν παράλληλα με ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη- για να τα δούμε μαζί.

Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Νάσος Βαγενάς δίνει απάντηση στα ερωτήματα :" γιατί ο Καβάφης είναι πολυμεταφρασμένος; Γιατί οι μεταφράσεις των ποιημάτων του έχουν ελάχιστες απώλειες στην απόδοση του αυθεντικού ποιήματος ;"


"Μια παρατήρηση του Σεφέρη αναφερόμενη στο πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί ο Καβάφης χά­νει στη μετάφραση λιγότερο απ' ό,τι οποιοσδήποτε άλλος ποιητής. Γράφει ο Σεφέρης: «Ο αισθησιασμός, το αίσθημα αφής του Καβάφη, δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στο στίχο του· στην καλή του εποχή —και είναι παράξενο να το παρατηρεί κανείς— υπάρχει πίσω από τη γλωσσική έκφραση». Ο Σεφέρης αναφέρεται εδώ στο παράδοξο της ποίησης του Καβάφη, η οποία κατορθώ­νει να συγκινεί ποιητικά, να μεταδίδει ένα ποιητικό αίσθημα στον αναγνώ­στη, με μια μη ποιητική (μη αισθησιακή, στεγνή, πεζογραφική) γλώσσα. Ο Σεφέρης εξηγεί το παράδοξο ως αποτέλεσμα της δραματικής φύσης της ποίησης του Καβάφη: της παρουσίας στα ποιήματα του ενός πλήθους προσώπων και ανθρώπινων καταστάσεων, οι μεταξύ των οποίων σχέσεις —ως επί το πλείστον συγκρουσιακές— παράγουν στον αναγνώστη συγκίνη­ση ανάλογη με εκείνη που παράγει η ποιητική γλώσσα, που είναι γλώσσα αισθησιακή. «Στον Καβάφη πολύ συχνά», γράφει, «ενώ η γλωσσική διατύ­πωση είναι ουδέτερη και ασυγκίνητη, η κίνηση των προσώπων και των γεγονότων είναι τόσο πυκνή, τόσο στεγανή, θα έλεγα, που θαρρείς πως τα ποιήματα του τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού. Αυτό το κενό, που δη­μιουργεί η έκφραση του Καβάφη, είναι το στοιχείο της διαφοράς ανάμεσα στη φράση του και στην τρέχουσα πεζολογία».
Αυτό το κενό όμως δεν υπάρχει στον ποιητικό λόγο των άλλων ποιητών (του Όμηρου, του Ντάντε και του Έλιοτ), τον οποίο προσδιορίζει ο Σεφέ­ρης ως λόγο δραματικής φύσεως παρόμοιας με τη φύση του ποιητικού λόγου του Καβάφη· και τούτο γιατί η γλώσσα των ποιητών αυτών δεν είναι γλώσ­σα ασυγκίνητη, αλλά γλώσσα αισθησιακή, "λυρική". Θα πρέπει, λοιπόν, ανάμεσα στο δραματικό στοιχείο του Καβάφη και σ' εκείνο των άλλων ποιητών να υπάρχει κάποια διαφορά, η οποία να προκαλεί τη διαφορά της ποιητικής τους γλώσσας. Η διαφορά αυτή βρίσκεται, πιστεύω, στην πολύ πυκνότερη από εκείνη των άλλων ποιητών χρήση του δραματικού και του τραγικού στοιχείου στον Καβάφη, χρήση τόσο πυκνή που θα μπορούσε να ονομαστεί ειρωνική. Ο Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής που χρησιμοποιεί την ειρωνεία ως κύριο μηχανισμό παραγωγής ποιητικότητας (ο μόνος που τη χρησιμοποιεί με τρόπο ανάλογο με τον καβαφικό, με αποτέλεσμα μια γλώσσα ανάλογα ασυγκίνητη, είναι ο "πεζογράφος" Μπόρχες). Η ιδιάζου­σα δραματική και τραγική ειρωνεία του Καβάφη (η συστηματική και αρι­στοτεχνική απεικόνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα), η οποία διαμορφώνει και την εξίσου πυκνή λεκτική ειρω­νεία του, είναι εκείνο που κάνει τη γλώσσα του να μπορεί να προκαλεί ποιητική συγκίνηση, καθιστώντας περιττό τον γλωσσικό αισθησιασμό.
Καθώς στο πεδίο της μη αισθησιακής γλωσσικά δραματικής ποίησης η ειρωνεία λειτουργεί —όπως το δείχνει η ποίηση του Καβάφη— εσωτερικά, γιατί είναι συναίσθημα συμπυκνωμένο σε "διανοητικής" μορφής διατύπω­ση, υποκρυπτόμενο πίσω από την επιφάνεια των λέξεων («πίσω από τη γλωσσική έκφραση» — το οποίο όμως στην επαφή του με τον αναγνώστη αποσυμπυκνώνεται ακαριαία)· καθώς δηλαδή το συναίσθημα στην καβαφι­κή ποίηση δεν εκφράζεται με γλώσσα χυμώδη, λυρική, που μεταφράζεται δύσκολα, αλλά με γλώσσα "διανοητική" («ουδέτερη και ασυγκίνητη»), η οποία μπορεί να μεταφέρει το συγκινησιακό της συμπύκνωμα σε μια ξένη γλώσσα με ελάχιστες απώλειες, το έργο του Καβάφη περιέχει μιαν ιδιότη­τα μοναδική: επιτρέπει να μεταφερθεί η ποιητική του ποιότητα και το ποιη­τικό του στίγμα σε μια ξένη γλώσσα ευκολότερα και με μεγαλύτερη ακρί­βεια απ' ό,τι το επιτρέπει το έργο των άλλων ποιητών (οι μεταφραστικές του απώλειες σημειώνονται κυρίως στο επίπεδο της λεκτικής ειρωνείας, ακριβέστερα σ' εκείνο το μέρος της που παράγεται από τη συνύπαρξη στον ίδιο στίχο ασύμβατων μεταξύ τους τύπων της καθαρεύουσας και της δημοτι­κής). Αυτός, πιστεύω, είναι ο λόγος που ο Καβάφης χάνει στη μετάφραση λιγότερο απ' ό,τι οι άλλοι ποιητές- αυτός είναι, πιστεύω, και ο λόγος που η ποίηση του Καβάφη αναγνωρίζεται αμέσως ως ποίηση του Καβάφη και μέ­σα από τις ποικίλες μεταφράσεις της.
Η ιδιότητα αυτή της καβαφικής ποίησης δεν μειώνει το κύρος της απή­χησης της. Απεναντίας, θα έλεγα ότι το αιτιολογεί ακόμη περισσότερο, για­τί αναδεικνύει και έξω από τα όρια της ελληνικής γλώσσας την ιδιαιτερό­τητα της ποιητικής έκφρασης του Καβάφη· ιδιαιτερότητα που μας επιτρέπει να πούμε ότι ο Καβάφης θα μπορούσε να θεωρηθεί δημιουργός ενός νέου ποιητικού είδους: μιας ιδιότυπης δραματικής ποίησης που, επειδή το κύριο στοιχείο της είναι η ειρωνεία, θα μπορούσε —για να διακριθεί από την "λυ­ρικής" μορφής δραματική ποίηση— να ονομαστεί ειρωνική ποίηση.
Μιλάω βέβαια για νέο είδος καθ' υπερβολήν, για να υπογραμμίσω το καινοφανές της έκφρασης του Καβάφη, το οποίο δίνει την αίσθηση ότι η ποίηση του είναι συντεθειμένη με μια νέα τεχνοτροπία. Κι αυτό μας φέρνει στο χαρακτηριστικό που επισημάναμε προηγουμένως, στην απουσία παλαι­ότητας από την ποίηση του Καβάφη. Επειδή κάθε τεχνοτροπία είναι προϊόν μιας. εποχής, τα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος, ανεξάρτητα από τη ζωντάνια τους, ή μάλλον εις πείσμα της, φέρουν αναπότρεπτα πάνω τους τα σημεία του καιρού τους, που είναι σημεία μιας παλαιότητας. Η ποίηση του Καβάφη δίνει την αίσθηση ότι είναι ποίηση μιας νέας τεχνοτροπίας, γιατί είναι γραμμένη σε μια μη αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία. Και τούτο γιατί τα στοιχεία που απορρόφησε από την περιδιάβαση του στις διάφορες τε­χνοτροπίες της εποχής του (ρομαντική, παρνασσική, συμβολιστική, αισθητιστική) ο Καβάφης κατόρθωσε, «στην καλή του εποχή», στα ποιήματα που είναι τα πλέον χαρακτηριστικά της τέχνης του, να τα συγχωνεύσει σ' ένα δι­κό του κράμα, το οποίο τα απομακρύνει ή τα αποκόπτει από αυτές· ένα κράμα που δεν είναι διαμορφωμένο ούτε από τις συγκεκριμένες ποιητικές επιταγές του ανερχόμενου στις αρχές του αιώνα μας μοντερνισμού — το οποίο, όμως, επειδή δεν είναι ασύνδετο με το πνεύμα αυτής της εποχής, ανοίγει τον δρόμο ενός ιδιότυπου, ενός προσωπικού ποιητικού μοντερνι­σμού. Την ιδιοτυπία σ' αυτόν τον μοντερνισμό τη δίνει η καβαφική χρήση της ειρωνείας. Και είναι κυρίως η ιδιότυπη χρήση του ειρωνικού στοιχείου —που ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης είναι στοιχείο διαχρονικό— εκείνο που εξουδετερώνει τα γνωρίσματα της τεχνοτροπίας από το τεχνοτροπικό κράμα της καβαφικής ποίησης και ανατρέπει κάθε τάση της προς παλαίωση.
Πιστεύω ότι η ειρωνεία είναι και ο λόγος που η ποίηση του Καβάφη παρουσιάζεται σήμερα ζωντανότερη απ' ό,τι προηγουμένως. Καθώς η εποχή μας είναι εποχή ιδιαζόντως ειρωνική, αφού ο άκρατος σχετικισμός της κατέστησε τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενική και την πραγματική πραγματικότητα δύσκολη, η ποίηση του Καβάφη με την ειρωνική της γεύση, με την αποκαλυπτική της ανθρώπινης αυταπάτης ιδιότητά της, έχει γίνει πιο επίκαιρη από ποτέ. Γιατί της έχει δοθεί η ευκαιρία να αναδείξει στο έπα­κρο τη δύναμη του ρεαλισμού της.
(ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ)


ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΛΒΑΝΙΑ 
 
Γχεζίμ Χαϊντάρι
 
ΜΕ ΨΑΧΝΟΥΝ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
                                           Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Με ψάχνουν στις θαλάσσιες πολιτείες
                                              εγώ μιλώ με σπαραγμένα όνειρα
                                               στο βασίλεμα της καταιγίδας
                                                       με περιμένουν στις αίθουσες αναχωρήσεων
                                                   με βρίσκουν μεθυσμένο στις πλατείες
                                                  εν ονόματι της Ιθάκης
θ                                                             θέλουν με το ζόρι να μου δώσουν μια πατρίδα
                                                      εγώ σκέφτομαι την αυγή
που στο αύριο με φέρνει.


ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Η πόλις θα σε ακολουθεί.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Όπου και να ταξιδέψω στη Δύση

   κουβανώ μαζί μου το σκαμμένο μου πρόσωπο
                                          στα θλιμμένα μου μάτια
                                                 σαν σε μια φυλακή
                                     η Αλβανία μου, φωνές χαμένες
                                       κι εσύ που βρέχεσαι κάτω
                                               από άλλες βροχές
                                       Ίσως μια μέρα βροχερή
                                      πεθάνω κι εγώ στο δρόμο
                                   σκοτωμένος απ΄τις πέτρες μου
                                         που είχα ρίξει στον άνεμο


                                                      ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

                                          Χόρχε Γαρσία Σαβάλ


ΕΔΩ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙΤΕ

Αύριο, μεθαύριο, ή μετά χρόνια θα γραφούν οι στίχ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Εδώ μπορείτε να μπείτε. Δεν έχει
λουλούδια μαραμένα κι οι τοίχοι
ακόμη διατηρούν το χρώμα εκείνο
που τόσο μου άρεσε. Και δεν υπάρχει
ο μπαγιάτικος αέρας που έχουν σπίτια κλειστά:
το μελανοδοχείο επάνω στο τραπέζι
και στο κρεβάτι εκείνη η κουβέρτα
που ο χρόνος δεν ξεθώριασε.
Εδώ μπορείτε να βρεθείτε, ελάτε,
για νά 'ναι αληθινός τούτος ο αέρας,
κι ανάμεσα στα σώματα και πάλι
τ'αθώα του νύχια να κυκλοφορούν,
ενώ οι καθρέφτες θα γεμίζουν μελάνη.



ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ξέρεις την ορμή του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπέρτατη.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Δεν βλέπει το σπίτι τη θάλασσα
δεν υπάρχουν κήποι, ούτε καν σιντριβάνια·
μονάχα κτίρια σιωπηλά,
ωχρά μονοπάτια, και το απόγευμα
να φθάνει σαν αστραπή
από καθρέφτες. Όλα πια περιττεύουν.
Έμεινα πίσω. Πίσω από τον εαυτό μου,
πλάι στην ανάμνηση. Και τώρα επιστρέφουν
με την ανανεωμένη χάρη του πόθου
εκείνα τα κορμιά που τόσο αγάπησα,
που τόσην αφοσίωση χάρισαν στα μάτια μου.
Κομίζω τη λάμψη που είχαν εκείνα τα χείλη:
με αγκαλιάζει ένα άσμα εχθρικό.

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

                                           Άντριου Ταίυλορ

ΑΦΗΝΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ (ITHACA, Ν.Υ.)


Αφήνοντας το κρύο να περιμένει, και το χιόνι
ως μισό μέτρο στη χλόη, και τα δέντρα αγκαλιές το χιόνι
να στραφταλίζει επάνω τους, αφήνοντας
εκείνο το σπίτι πίσω απ' τα δέντρα, με τα καρφωμένα
σανίδια, που τρίζει σαν καράβι
και κλυδωνίζεται όταν ο άνεμος σηκώνεται απ' τη λίμνη, αφήνοντας
το λεωφορείο ένα την ώρα, την αναμονή στο χιόνι
στην πέρα γωνία, ύστερα αχνιστή ζέστη
και τζάμια αλμυρά, κουβέντες με τον οδηγό
καθώς τη γλιτώνουμε, για να ξεχυθούμε
στο κέντρο, ή στο Day Hall, αφήνοντας
εκείνη την πανεπιστημιούπολη στη λίμνη, χνάρια από σκι
ως τη βιβλιοθήκη, προκομμένα σκυλιά
από μάθημα σε μάθημα, αφήνοντας
το μάθημα, ακόμα συνεχίζεται
στις θερμαινόμενες αίθουσες, αφήνοντας
τη μικρή εκείνη πόλη που μαζεύει τόσο χιόνι, φεύγοντας
με την ξύλινη μαούνα του σπιτιού μας
κάθε βράδυ για ταξίδια πέρα απ' την Ιθάκη
που θα μας φέρουν πίσω κάθε ηλιοβασίλεμα
πάνω στη λίμνη, αφήνοντας
τα πάντα στην κόψη του πάγου, δοκιμάζοντας βήματα
στον πάγο, στην ομίχλη, ψηλά στα τελευταία δέντρα,
στην αόρατη ακτή, γι' αυτό
το πλίνθινο δάπεδο, τον τροπικό ήλιο
που χύνεται σε ράβδους απ' τα παντζούρια,


                                                  ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
                                        Μπλάγκα Ντιμιτρόβα


ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ

Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Σ' εκείνους μην ελπίζεις!
Ποτέ δεν έρχονται,
όταν τους περιμένεις.
Και ποτέ από εκεί
που τους περιμένεις.
Απρόβλεπτοι βάρβαροι.
Αν προβάλουν απότομα,
οι ίδιοι διατείνονται ότι
από καιρό πια δεν είναι βάρβαροι,
αλλά καθαρόαιμοι Ευρωπαίοι,
μάλιστα από πάππου προς πάππο.
Ω, πάντα έρχονται αυτοί!
Και φέρνουν τα απρόσμενα:
βέλη βουτηγμένα σε φιδίσιο φαρμάκι
σε μάτια χαμογελαστά,
αινιγματική σιωπή,
θρύλους σε θεσπέσια τραγούδια,
παιχνίδια στροβιλισμών
γυμνόποδων πάνω σε χόβολη,
έρωτα και θάνατο, και όλα όσα
δεν αποτελούν καμμία λύση.
Γιατί οι βάρβαροι παραμονεύουν
μέσα στον καθένα μας.
Κι όχι απέξω, αλλά περπατώντας στα νύχια
από μέσα μας ορμούν.
Κι εμείς σηκώνουμε ψηλά τα χέρια.
                                                       Ανήμποροι.
 
                                  Παρούς Παρούσεφ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Εσύ —ο εγγονός γεωργών,
επιτέλους έφτασες στις ακτές της δικής σου Ιθάκης— με άμμο ανάμεσα στα δόντια, με φύκια αντί για μαλλιά
και με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα για πάντα. Τι βρήκες σ' αυτό το αχανές στοιχείο από νερό και άλας, γύρω από νησιά όπου πάντα
παραμονεύουν άγνωστες δοκιμασίες; Η κάθε μέρα του Θεού ξεδίπλωσε στα μάτια σου τη θέα σαν περγαμηνή τσαλακωμένου βιβλίου που έχει διαβαστεί από άλλους, και πίσω έμενε μόνο η άγονη αλέτρια του δικού σου πλοίου.
Τώρα, γύρω απ' το τραπέζι το πλούσια στολισμένο,
καθισμένοι δίπλα σου, εμείς παρακολουθούμε δύσπιστοι τα λόγια σου. Εσύ — άνθρωπος χωρίς πια ρίζα στο χώμα, δεμένος μόνο με το λεπτό σχοινί της άγκυρας
στη γη,

με τι γνώση πιο πλούσιος επιστρέφεις;
Ήταν ανάγκη στα πέρατα να πας της οικουμένης για να μπορέσεις σήμερα να μας πεις;
Καλή είναι κάθε γωνιά της γης,
όπου έχεις σπίτι, αγαπημένη
και μπορείς στο τραπέζι να κόψεις το ψωμί
το απ΄τα χέρια σου φτιαγμένο

                                                          Η.Π.Α

Έντουαρντ Φηλντ
ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ, ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ (Με τον τρόπο του Καβάφη)


Σαν έρθουν στην πόρτα σου τα τύμπανα
μην δοκιμάσεις απέξω να τα κλείσεις, μήτε την πλάτη να γυρίσεις και τους αντισταθείς, διότι ήρθαν να σου πουν αυτό που θες ν' ακούσεις,
είναι η μοίρα σου. Όταν τα άκουσε ο Αντώνιος τότε κατάλαβε ότι την Αίγυπτο για πάντα είχε χάσει,
δεν έσκουξε μήτε έσκισε τα ρούχα του εφόσον ανέκαθεν το γνώριζε πως κάποτε θα έλθουν.
Ό,τι τα τύμπανα σου λένε τόσο αναπόφευκτο είναι που να συμφωνήσεις πρέπει —
δεν έχει πιο σωστό απ' αυτό. Σαν έρθουνε λοιπόν τυμπανιστές και χορευτές στην πόρτα σου
αλλάζει η ζωή σου και δίχως πικρία αλλά μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο άλλωστε ό,τι ήταν να έχεις το είχες αγάπησες όπως λίγοι άντρες αγαπούν — και σαν κάποιος που αξιώθηκες ένα τέτοιο βασίλειο, ενώσου με των χαμένων τον στρατό, χορεύοντας, ακολούθησε τα τύμπανα και γύρνα κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις.


ΙΣΠΑΝΙΑ

Χοσέ Μαρία Άλμπαρεθ

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Στα μάτια μου ας μην καίει κανείς ενθουσιασμός, εκτός εκείνου για αρετή και Τέχνη· και κυριεύοντας τον εγώ, να χαίρομαι τη λύρα, το τραγούδι και τον χορό· και συντροφιά έντιμων ανδρών μια έντιμη καρδιά ας απολαμβάνει.
ΘΕΟΓΝΙΣ

Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα ακούσεις
τη μουσικήν εκείνη που κηδεύει την τύχη σου,
κι έξω
από τα τείχη δεις τα λάβαρα του Οκτάβιου,
και νιώσεις των νικητών την μπόχα την ξινή
Ζήτησε να σου φέρει
κι άλλο κρασί η δούλα σου. Κοίταξε αυτόν τον κρατήρα
όπου αύριο εκείνον θα επευφημεί, όπως άλλοτε επευφημούσε εσένα,
τη θάλασσα και τις έρημους
όπου θα παραδώσεις και σπαθί και λεγεώνες,

Γαλήνια πιες,
κι ενώ η αυγή παλεύει με τη νύχτα
για το ίδιο βασίλειο, εσύ συμφιλιώσου
με όσα σου έχουν δοθεί, αποδέξου,
και μην ποθείς για σένα άλλη συνέχεια
απ' τη σειρά των ημερών που ο Έρως εξευγένιζε,
από τον θησαυρό όπου σώρευες τις μνήμες
μιας τέτοιας ζωής.



ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ (Falling in Love again)

Θυμήσου σώμα. Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Στη Μπιρχίνια Καρρεάγα
Ω, η νύχτα να μου έφερνε μαζί
με την εικόνα το κορμί της που είχε εκείνη τη μέρα
κι αυτόν εδώ τον πόθο, υποταγμένο
ω να μπορούσα ν' άφηνα μέσα στο σώμα εκείνο,
το ίδιο όπως η μνήμη μου
τη σάρκα της τιμά μέσ' στα ποιήματα μου.
Γιατί μόνο στο στόμα και στη γλώσσα της
λογαριασμό θέλω να δώσω απόψε.
Γιατί μόνο μπροστά σου τα φωτεινά μάτια
που ούτε το ξίφος ούτε ο χρόνος εταπείνωσε παραδίδονται απόψε.
Είθε εσαεί η ζωή να μου κρατήσει
τα χάδια σου ανεξίτηλα στη μνήμη.
Είθε την ύστατη στιγμή το δέρμα μου
εκείνο το θάμβος να θυμάται ακόμη.
Και είθε, χαραγμένα της ηδονής τα ίχνη
στο σώμα μου επάνω να νικήσουν.


                           Λουίς Αλμπέρτο ντε Κουένκα

                                                         
ΦΩΝΕΣ


Γιατί άραγε όλες οι αγαπημένες μορφές, όλα τα πρόσωπα
εκείνων που έκρυψα στην αγκαλιά μου ή θαύμασα μέσ' στα σεντόνια μεταμορφώθηκαν σε μάσκες 
που στοιχειώνουν τον ύπνο μου
μιλώντας μου με φωνές γοτθικές που με τρομάζουν:
«Είμαστε εμείς. Έλα κοντά μας. Είμαστε αυτές που σε αγάπησαν.
Έλα στο τίποτα. Έλα στα σκουπίδια».

                                                       ΙΤΑΛΙΑ
Ντανιέλα Αττανάζιο

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ του «Η πόλις» του Κ. Π. Καβάφη


Ίσως υπάρξει μια κώχη στη γη που ν' αρνιέται τ' όνειρο
ένας δρόμος που να μην έχει καταξεραθεί από τις χρεωκοπίες
της φαντασίας
μια λιθόστρωτη πλατεία όπου οι σόλες
χτυπάνε με το ρυθμό πορείας
και δεν υπάρχει τόπος για πόδια αόρατα, ελαφριά.
Η μοναξιά του ονείρου σφίγγει την πόλη
με βρόγχο ψεύτικου έρωτα, ψεύτικου πόθου
κι η πραγματικότητα γυρίζει την πλάτη, δεν κοιτάζει κατάματα
όποιον ζει από σιγανές φωτιές και σκόρπιες σπίθες.
Γιατί, έλεγες, ρημάζεις έτσι την ζωή σου
σ' αυτήν τη γαλανή αδράνεια που δεν είναι ουρανός;
Δεν θά 'θελες ν' αγγίξεις τον ουρανό με τα δάχτυλα; Δεν θα σ ώα
να καθήσεις στο τραπέζι του κόσμου με το σώμα χορτάτο
και τις καινούργιες σκέψεις σου;
Δεν υπάρχει, έλεγες, άλλος τρόπος για να πας, άλλη φύση.
υπάρχει μόνο ο ουρανός μιας σύγχρονης πόλης που σ' όλη τη γη συγκρατεί κάθε λαχτάρα για πέταγμα.



                                           Σίλβια Λαγχόριο
                                                               ΦΩΝΕΣ

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρα μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Ποιος ξέρει αν οι νεκροί ακούν το θόρυβο της επιφάνειας
—τον αχό των πολυάσχολων—
ή αν τίποτα δεν φτάνει ώς τη σιωπή
μέσα από τις φλέβες των δέντρων
τις σχισμές τους χαλασμένους δρόμους
τα πορώδη αναχώματα των ποταμών
αν πράγματι τίποτα δεν μπορεί να ταράξει
τον αργό ύπνο όλων όσο πέρασαν
τα κοιμισμένα τους πέτρινα αυτιά.

ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ

                                             Λουίς Λιακ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νά 'ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Να εύχεσαι νά 'ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
σε πόλεις πολλές να πας
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους
Πάντα στον νου σου νά 'χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει-
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θά' βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Μακριά να πάτε πιο μακριά
πέρα απ' τα δέντρα που, πεσμένα, σας μαντρώνουν,
μα κι όταν πίσω σας θα τά 'χετε αφήσει
μη σταματάτε, προχωράτε πέρα.

Μακριά, όλο και πιο μακριά,
πέρα απ' του σήμερα τα δεσμά,
μα κι όταν η αλυσίδα θά 'χει πέσει
με διάβα γρήγορο να προχωρήσετε ξανά.
Μακριά, ναι, πολύ πιο μακριά
πέρα απ' το αύριο που ήδη πλησιάζει,
μα κι όταν πιστέψετε πως έχετε φθάσει
ψάξτε να βρείτε καινούργιους δρόμους.
Καλό ταξίδι νά 'χουν οι πιστοί
του λαού οι μαχητές, οι κραταιοί.
Ούριους ανέμους ο Αίολος να στέλνει
στου καραβιού τους όλα τα πανιά,
κι αφού μέσ' στους πολέμους θα έχουν γεράσει
ηδονή να τους δίνουν νεανικά κορμιά.
Πλούσια ψαριά στα δίχτυα τους τ' αστέρια,
γεμάτα περιπέτειες, γεμάτα γνώσεις.
Καλό ταξίδι νά 'χουν οι πιστοί
του λαού οι μαχητές, οι κραταιοί,
κι αφού μέσ' στους πολέμους θα έχουν γεράσει
να ευφραίνει ο Έρως το γενναίο τους κορμί,
γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις.


(Η πρώτη στροφή του ποιήματος είναι συντομευμένη μορφή της «Ιθάκης» του Καβάφη σε μετάφραση -στο πρωτότυπο- του Κάρλες Ρίμπα.)


                                                        ΟΛΛΑΝΔΙΑ

                                            Γιαν Καλ
                                                 Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Τι πετυχαίνει ο ποιητής με τη δουλειά του;
Να χρυσώνει τα χάπια με την πένα του,
παιδεύοντας τον εαυτό του κάτω από το αμπαζούρ
με στίχους που για πολύν καιρό κρύβονταν στη σιωπή.
Στο πλήρες φως πρέπει να αντέχει τις κριτικές:
τα ποιήματα του κρίνονται έξυπνα, αστεία ή σαχλά.
Ο ίδιος υποφέρει από αφραγκίες και έχει χρέη,
είτε χειροκροτήματα εισπράττει είτε χάχανα.
«Ε, σιγά!» σκέφτεται στα υπέρμετρα εγκώμια
Αλλά στα φαρμακερά σχόλια ή στις συκοφαντίες
στην έμφαση, κοντολογίς, στο ανεκπλήρωτο
αισθάνεται το σπάνιο του κάθε βήματος,
πως μπόρεσε να πατήσει στη σκάλα του Καβάφη,
που οδηγεί στην Ποίηση, πέρα από το μηδέν.


ΡΩΣΙΑ
Ιόσιφ Μπρόντσκι

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ


Τηλέμαχε μου
ο Τρωικός πόλεμος
τελείωσε. Ποιος νίκησε δεν θυμάμαι.
Θα πρέπει να ήταν οι Έλληνες. Τόσους νεκρούς
μακριά από την πατρίδα μόνο οι Έλληνες
μπορούν να τους πετάξουν ...
Όμως ο δρόμος του γυρισμού αποδείχτηκε υπερβολικά μακρύς,
λες κι όσο εμείς χάναμε εκεί τον καιρό μας
ο Ποσειδώνας πλάταινε τη θάλασσα.
Δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι και τι
βλέπω μπροστά μου: κάποιο βρώμικο νησί, θάμνους, χαμόσπιτα, γρυλλίσματα γουρουνιών,
κήπους πνιγμένους στα χόρτα, κάποια βασίλισσα
κλαδιά και πέτρες ...
Τηλέμαχε, καλέ μου, όλα τα νησιά μού φαίνονται τα ίδια,
κι όταν περιπλανιέσαι τόσο και το μυαλό μπερδεύεται τα κύματα μετρώντας δακρύζει το μάτι πληγωμένο
απ' τον ορίζοντα κι η σάρκα του νερού σκεπάζει τ' αυτιά σου.
Δεν θυμάμαι πώς τέλειωσε ο πόλεμος, πόσων χρονών είσαι τώρα δεν θυμάμαι.
Να μεγαλώνεις, Τηλέμαχε μου, να μεγαλώνεις.
Μόνο οι θεοί γνωρίζουν αν θα σε ξαναδώ.
Τώρα πια εσύ δεν είσαι εκείνο το βρέφος
που μπροστά του συγκράτησα τα βόδια.
Αν δεν ήταν ο Παλαμήδης, θα ζούσαμε μαζί.
Όμως ίσως να είχε δίκαιο.
Χωρίς εμένα είσαι απαλλαγμένος από τα πάθη του Οιδίποδα
και τα όνειρα σου αναμάρτητα είναι.


ΙΘΑΚΗ

Να γυρίζεις εδώ μετά από είκοσι χρόνια
και ξυπόλυτος νά 'βρεις στην άμμο τα χνάρια σου.
Ν' αντηχήσει η ακτή απ' του γε'ρικου σκύλου σου
όχι τη χαρωπή μα την άγρια κραυγή.
Πέτα, αν θες, από πάνω σου τα ιδρωμένα κουρέλια,
η γριά δούλα δεν ζει για να δει το σημάδι σου
Η γυναίκα που λεν πως εσένα περίμενε πήγε με όλους και δεν θα τη βρεις.
Το παιδί σου που μεγάλωσε (ναύτης τώρα έχει γίνει)
παγερά σε κοιτάζει σαν νά 'σαι σκουπίδι.
Και τη βάρβαρη γλώσσα που ματώνει τ' αυτιά σου
μοιάζει μάταιο να θέλεις να την αισθανθείς.
Το νησί σου ή δεν είναι το ίδιο ή τα μάτια σου πλημμύρισαν
για πάντα με το χρώμα της θάλασσας:
και το κύμα που σπάει δεν ξεχνά τον ορίζοντα
στη μικρή τούτη κώχη γης.


                                                               ΧΙΛΗ

                                         Αλεχάντρο Σάμπρα

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Εδώ και ώρες περιμένει
το σκότος να καλύψει το πρόσωπο του
και να το κλείσει μέσα στην εικόνα του
που αναζητεί για τελευταία φορά.
Θέλησε να δώσει όνομα
στην ισότητα των τόπων
που το βλέμμα του τη χώρισε για πάντα
από τη νύχτα.
Θέλησε να περιμένει τη σιωπή και το ψιθύρισμα
του κουρασμένου και οδυνηρού ανέμου.
Να μην ξέρει κανείς από πού κοιτάζει.
Να μην προλάβει κανείς να διατηρήσει
την κίνηση του χεριού του
όταν τα δάχτυλα του αγγίζουν τις γραμμές
ενός προσώπου οριστικού.

                                             Κουρτ Φολχ

ΤΩΡΑ Ο ΘΕΟΣ ΚΙ ΕΣΕΝΑ ...


                                             Τώρα ο θεός κι εσένα
σ' έχει εγκαταλείψει.
Το νιώθεις έξαφνα
σε ξένο σπίτι
μέσα στη μουσική
ανάμεσα στους καλεσμένους
(που δεν είναι φίλοι σου)
φορώντας τα καλά σου
(σκούρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο)
και στα χέρια σου το δώρο που με τόση
περίσκεψη και προσοχή
διάλεξες μάταια ...
Τώρα που όλα λύθηκαν
όπως εσύ φοβόσουν
με τον χειρότερο τρόπο
με τον θλιβερό τρόπο
καταλαβαίνεις πόσο παράλογες
και γελοίες
ήταν οι ελπίδες κι οι προσπάθειες σου.
Όμως
με κουρασμένο κυνισμό (και όχι με αξιοπρέπεια) επιτελείς την τελετουργία να είσαι ξένος
μεταξύ ξένων
μιλώντας, χαμογελώντας.
Βοηθώντας να σερβίρεις και να πάρεις
πιάτα, ποτήρια, κομμάτια τούρτα
μισοφαγωμένα,. Προσφέροντας σε οποιονδήποτε
ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα ποτήρι μπίρα.
Και μέσα στο κεφάλι σου
σαν την ηχώ μιας προφητείας
που δεν την άκουσες προσεχτικά
επιστρέφουν τα φοβερά λόγια
που διάβασες πριν από χρόνια
σε άλλον τόπο:
«την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες ...»
Αυτό το ήξερες πάντοτε.
Τώρα μη ανωφέλετα
θρηνήσεις.