Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ο Έρωτας κι ο Χάρος στον Κρητικό του Σολωμού





Το θέμα απασχόλησε τους εξεταζόμενους στην ερώτηση Γ1.

Εδώ θα το δούμε κάπως ευρύτερα και χωρίς ..όριο λέξεων






Ο Έρωτας και ο Χάρος δεν αντιμετωπίζονται ως αντιθετικές, αλλά ως αδιάρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες, όπως εξάλλου συμβαίνει συχνά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία της Αναγέννησης και του Ρομαντισμού καθώς και στη φροϋδική ψυχολογία.*

[*Ο Φρόυντ αντιμετώπιζε τον Έρωτα και το Θάνατο ως δύο πρωταρχικά ένστικτα που « συμμερίζονται την κυριαρχία του κόσμου»]

Αυτή τη σύζευξη  την έχουμε δει και αλλού στο Σολωμό « Έρως και Χάρος πάντοτε / δουλεύουν εδώ κάτω»  ( Εις Μοναχήν στ 55- 56)

     Ο Έρωτας κι ο Θάνατος ( οι δύο οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης ), που εξουσιάζουν την υλική ζωή των ανθρώπων, είναι τόσο ισχυροί ώστε να μοιάζουν υπερφυσικές δυνάμεις, γι αυτό κι ο Κρητικός τις χρησιμοποιεί ως σημεία σύγκρισης στην απόπειρά του να μεταδώσει στους ακροατές του την εντύπωση που  του προκαλεί  ο μαγικός ήχος. Αυτές οι δύο δυνάμεις σχηματίζουν μια γέφυρα ανάμεσα στην επίγεια και στη μεταθανάτια ζωή: ο Θάνατος είναι το όριο ανάμεσα στις δύο, ενώ ο Έρωτας είναι το μέσον μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να κερδίσει νύξεις αθανασίας.
Στην ιστορία του Κρητικού ο Έρωτας κι ο Θάνατος συνεργάζονται ώστε  ο ήρωας  να γίνει ικανός να υπερβεί το χρόνο και να ατενίσει την αιωνιότητα.
« Η σύγκριση και παραβολή του έρωτα  με τον χάρο αποτελεί στοιχείο της Ορφικής και της Ελευσίνιας λατρείας, το οποίο επιβιώνει στη λαϊκή παράδοση. Διόνυσος - Άδης είναι διπλή όψη του ίδιου μυθικού συμβόλου. Μας δίνει δυο γνωστές και ομοειδείς εκδηλώσεις του ίδιου καταλυτικού ενστίκτου, που ερεθίζει μέσα στην ψυχή του Κρητικού ο «γλυκύτατος ηχός». Το ένστικτο του θανάτου είναι ακριβώς η αντίθετη ροπή προς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβολής. Ωθεί το άτομο στην αυτοκαταστροφή. Αντίθετα ο Έρωτας αντιπροσωπεύει μερική κατάργηση της ατομικότητας (συγχώνευση του Εγώ με το «ερώμενο» αντικείμενο)».
     Έρωτας και θάνατος, οι δύο αναπόδραστες βεβαιότητες , καταργούν τα σύνορα της ανθρώπινης ύπαρξης , η κάθε μια με το τρόπο της.  Ο θάνατος της αγαπημένης που θα κλείσει το ποίημα, σηματοδοτεί την αποτυχία της προσπάθειας του ήρωα ( την ήττα της ηθικής του θέλησης στο επίπεδο της δράσης ), η οποία είναι το πικρό αντίτιμο που πληρώνει ο Κρητικός για να φτάσει σε μια ανώτερη μορφή συνείδησης του κόσμου και των αξιών. Ο Κρητικός, μέσα στην αφήγησή του, υποδεικνύει  τη δύναμη  του Έρωτα και του θανάτου Χάρη στη συνεργασία αυτών των δύο μπόρεσε εκείνος να υπερβεί  το χρόνο ,παρ’ όλη την πληγή που του προκάλεσε ο θάνατος της αγαπημένης του· μπορεί να περιμένει με χαρά μια αιώνια ευδαίμονα ύπαρξη στον παράδεισο με την αγαπημένη του. Μια άλλη αντίστοιχη οπτική βλέπουμε και στο συμβολισμό της φεγγαροντυμένης ως Αφροδίτη.Η  Αφροδίτη-Φεγγαροντυμένη, η θεά του έρωτα, λειτουργεί σαν  σύνδεσμος ανάμεσα στον επίγειο(σωματικό) και στον ουράνιο (ψυχικό)  Έρωτα. Διδάσκει τον ήρωα ότι ο επίγειος έρωτας δεν είναι παρά ο δρόμος για να φτάσει στον ουράνιο.

    Όπως είναι γνωστό, στα ελληνικά μοιρολόγια,, όταν μια γυναίκα πεθαίνει ανύπαντρη θεωρείται αρραβωνιασμένη με το Χάρο. Έτσι συμβαίνει και με την κόρη στον Κρητικό. Η ιδέα αυτή ενισχύεται με τις διαδοχικές λέξεις – κλειδιά στο τελευταίο δίστιχο του ποιήματος : αρραβωνιασμένη – χαρά – πεθαμένη. Καθώς η χρήση της λέξης  «χαρά»  είναι συνδεδεμένη στα παραδοσιακά ελληνικά ιδιώματα και στα δημοτικά τραγούδια  με την έννοια του γάμου, μπορούμε να διακρίνουμε εδώ  μι α εξέλιξη από τον αρραβώνα στον γάμο  κι αμέσως μετά στον θάνατο. Άλλωστε η φωνητική ομοιότητα ανάμεσα στις λέξεις « χαρά» και Χάρος γίνεται συχνά αντικείμενο πικρών λογοπαιγνίων στα δημοτικά τραγούδια ( « ο Χάρος κάνει μια χαρά κι ένα καλό τραπέζι »)

Με την εμφάνιση του μαγικού ήχου τέθηκε το θέμα του Αδάμ, όπως αποκαλείται από τον ίδιο το Σολωμό ( «la cosa d΄Adamo, AE363 A). Βέβαια ενώ ο Αδάμ ξύπνησε και είδε το ιδανικό για κείνον κάλλος  ενσαρκωμένο στο πρόσωπο της Εύας , ο Κρητικός ανακτά τις αισθήσεις του για να δει νεκρή την αγαπημένη του. Θα πρέπει τώρα  να περάσει την υπόλοιπη εγκόσμια ζωή του εξόριστος από την Εδέμ, σε μια « κοιλάδα δακρύων»


Σχετικά  με το απότομο κλείσιμο της  αφήγησης:  ( « και τέλος φτάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη /     την απιθώνω με χαρά  κι ήτανε πεθαμένη)


  •    Ο Σολωμός  φαίνεται επίσης να έχει επηρεαστεί και από την αισθητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού όταν τοποθετεί την αναφορά για το θάνατο της κόρης  μόλις στο τέλος του ποιήματος χωρίς συναισθηματικές ή άλλες εκφράσεις να σχολιάζουν το γεγονός .Μας θυμίζει  τον τελευταίο στίχο του « Νεκρού αδελφού» όπου «  σφιχταγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο»



  •  Το ποίημα έχει κυκλική δομή καθώς αρχίζει με την αναφορά του στόχου που ήταν η άφιξη στο ακρογιάλι και τελειώνει με την επίτευξη του στόχου. Το ακρογιάλι λειτουργεί ως διπλό σύμβολο: είναι ο αρχικός στόχος για τη σωτηρία του ήρωα και της κόρης, αλλά και είναι ένας υψηλότερος πνευματικός στόχος.. 



  •  Το ποίημα κλείνει « απότομα» γιατί  ό, τι κερδήθηκε  μέχρι το τέλος είναι υψηλότερο απ΄ότι χάθηκε. Χάρη στο θάνατο της κόρης μπόρεσε να υπερβεί το χρόνο και να θεαθεί  την έσχατη κρίση. Μετά την υπερβατική εμπειρία και τον μετασχηματισμό του ήρωα από απλό αγωνιστή σε ποιητή προφήτη  εκείνος θα λειτουργεί ως  μέσον αποκάλυψης  αυτής της υπερβατικής εμπειρίας στους ανθρώπους.



  • Βοηθούν επίσης πάλι οι στοχασμοί του ίδιου του  ποιητή - που  κατά τη συνήθειά του έγραφε  κάποτε στα ελληνικά και  κυρίως στα ιταλικά -  στο περιθώριο στίχων του:

« μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην ψυχή του ναυαγού, μεστή από τη μεγάλη Στιγμή ( Ροπή) της Ιδέας [ που είναι να φέρει στ΄ακρογιάλι την κόρη που τη νομίζει ζωντανή] και σε εξωτερικά εμπόδια της φύσης, μεστά από μια άλλη Στιγμή ( Ροπή) της Ιδέας, μαγευτική.
 Το Υψηλό ( κατά Σίλλερ) ανοίγει το δρόμο για να υπερπηδήσει ο ήρωας  τα όρια του αισθητού κόσμου, στον οποίο « ανήκει» κατά κάποιον τρόπο ο θάνατος της κόρης.

  • Ο, τι ειπώθηκε για το θάνατο της κόρης , ειπώθηκε προεξαγγελτικά ( « μα την ψυχή που μ΄εκαψε τον κόσμο απαρατώντας)

  • Το ποίημα αποκτά δραματικότητα και επιτυγχάνεται η οικονομία της αφήγησης.

  • Τονίζεται η  ασημαντότητα της επίγειας ζωής. Ο θάνατος της κόρης είναι μια ήττα βιολογική, υλική ·αυτό που νικά είναι το πνεύμα. Έχει δικαιωθεί ο επουράνιος έρωτας, μιας και δεν δικαιώθηκε ο επίγειος

  • Η τραγικότητα για να «λεχθεί» ποιητικά χρειάζεται λιτότητα και όχι περίσσεια λέξεων.





Αλλιώτικα , αλλά εξίσου όμορφα, μιλά για το θέμα  και ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό



ΠΗΓΕΣ


  •  Πίτερ Μάκριτζ "Διονύσιος Σολωμός " Καστανιώτης 1995
  •  Αναστασία Μπιτσάνη, «Ο Κρητικός» του Διονυσίου Σολωμού: Ερμηνευτική Προσέγγιση και Διδακτικές Προτάσεις, περ. Φιλόλογος, τ. 125, 2006,
  •  Ζωή Μπέλλα, «Διονυσίου Σολωμού, Ο Κρητικός», περ. Φιλολογική, τχ. 94, Ιανουάριος – Μάρτιος 2006)
  • Ερ.Καψωμένος, " Καλή ΄ναι η μαύρη πέτρα σου.." , Εστία 1999, Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση-  Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων
  •  Γ.Δάλλας, Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία, Άγρα 2002






Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Οι απαντήσεις στα θέματα Λογοτεχνίας 2013 και ο Λαπαθιώτης

Από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων δόθηκαν  οι παρακάτω ενδεικτικές απαντήσεις και λύσεις των θεμάτων και υπενθυμίζεται για άλλη μία φορά ότι κάθε απάντηση και  λύση τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή.

Α1. Μεταφυσικό στοιχείο

α) “ίσως δε σώζεται στη γή ήχος που να του μοιάζει στ.44
β) ανεκδιήγητοι στ. 49
γ)Τή σάρκα μου να χωριστώ γιά νά τον ακολουθήσω. στ.54

Αγάπη για την Πατρίδα

α) Δεν είν’ αηδόνι κρητικό στ.29
 β) Κι έφώναζα: ώ Θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα στ, 40
γ) Κι άπλωνα κλαίοντας κατ' αυτή τά χέρια με καμάρι στ.41
 δ) Καλή ν' ή μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι στ.42

Εξιδανίκευση του έρωτα

α) τον κρυφό της Έρωτα της βρύσης στ.27
β) Μόλις ειν΄ έτσι δυνατός ό Ερωτας καί ο Χάρος     στ.       50
κ,ά.

Β1. στ. 23-28:

Η σύνθετη ακουστική, οπτική, λυρική έως βουκολική, διανθισμένη με ποικίλα σχήματα εικόνα της νεαρής κόρης που βγαίνει το σούρουπο, με τον αποσπερίτη, για να εξομολογηθεί         τα πάθη της καρδιάς    της στα άψυχα στοιχεία της φύσης, στη βρύση τη μουρμουριστή, τα λυγερά τα δένδρα και τα λουλούδια τα ανθισμένα,

 στ. 35-43:
Η επίσης σύνθετη ακουστική-οπτική, λυρική διανθισμένη με ποικίλα σχήματα εικόνα του εκτινασσόμενου μεσουρανίς, κατά το πάμφωτο μεσημέρι, φιαμπολιού, με την οποία ο πρωταγωνιστής αποδίδει τη λαχτάρα του για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας που εξιδανικεύει καθαγιάζοντας ακόμα και τη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι.

Με τις δύο αυτές εικόνες ο Κρητικός επιχειρεί αφενός :
επιχειρεί να προσδιορίσει την πηγή και την υφή του ήχου, αφετέρου να δηλώσει την υπεροχή του έναντι οποιουδήποτε άλλου γήινου.

Β2

αποφατική παρομοίωση (Δεν ειν' αηδόνι) με την οποία επιχειρεί να προσδιορίσει την πηγή και υφή της υπερκόσμιας μουσικής αντιπαραβάλλοντάς την με το μελωδικό κελάιδισμα του κρητικού αηδονιού με στόχο αφενός να δώσει την υπεροχή του εν λόγω ήχου έναντι του αηδονιού και αφετέρου να δηλώσει την αγάπη του για την Κρήτη.
μεταφορές: 'πού σέρνει τή λαλιά του': διάρκεια και τρόπο
"από πολλή γλυκάδα" : το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί το κελάιδισμα
" καί έλιωσαν τ’ αστέρια" : αποδίδει  το σταδιακό σβήσιμο των αστεριών για τη μετάβαση στη μέρα
 υπερβολή: ' αντιβουίζει ολονυχτίς" : εμφαίνει στη διάρκεια την ένταση και την ικανότητά του να συνέχει τα στοιχεία της φύσης

εσωτερικό χιαστόαντίθεση και αναδίπλωση/επανάληψη:'  Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα" : προβολή ευρέος σκηνικού και απόδοση της έντασης του ήχου
 προσωποποίηση:"  Κι ακούει  κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια " : Παραλληλίζει την αυγή με ροδαλό κορίτσι το οποίο παραπέμπει στην Ομηρική Ροδοδάκτυλη Ηώ

(σύμφωνα με διευκρίνηση που έστειλε η Επιτροπή οι εικόνες συμπεριλαμβάνονται στα σχήματα λόγου)


Γ1



  •  Απότομο σταμάτημα του ήχου και επάνοδος του αφηγητή στην πραγματικότητα του αγώνα για τη σωτηρία της κόρης και την άφιξη στην ακρογιαλιά
  •  Αφηγηματικό κενό. Παράλειψη όσων συνέβησαν στο μέσο διάστημα,
  • Άφιξη στην ακρογιαλιά και συναίσθημα χαράς λόγω της συνειδητοποίησης ότι ο στόχος επιτεύχθηκε.
  • Διαπίστωση θανάτου της κόρης.

  • Τερματισμός της αφήγησης. Ο θρήνος περιττός, εφόσον ο πρωταγωνιστής ευελπιστεί ότι θα συναντήσει την κόρη στη Δευτέρα Παρουσία.


  • Η διαδοχή λέξεων-κλειδιών αρραβωνιασμένη, χαρά, πεθαμένη αποτελεί μια πρόοδο από τη μνηστεία στην παντρειά κι αμέσως μετά στο θάνατο. Κάτι ανάλογο γίνεται στα ελληνικά μοιρολόγια στα οποία όσοι πεθαίνουν ανύπαντροι θεωρούνται αρραβωνιασμένοι με το χάρο. Συχνά μάλιστα σ' αυτά, εξαιτίας  της ηχητικής ομοιότητας  χάρου-χαράς, δίνεται ευκαιρία για λογοπαίγνια.
  • Όλα αυτά δίνονται με λιτό, επιγραμματικό τρόπο, χωρίς μελοδραματισμό.


Δ1

Οι απαντήσεις στην ερώτηση αυτή μπορούν να στηριχτούν σε κάποιες από τις παρακάτω ομοιότητες και διαφορές:


Ομοιότητες

α) η οραματική (εκστατική) και  ονειρώδης κατάσταση των πρωταγωνιστών  (Κρητικού-Ρηνούλας)
β) η ανάδυση του μελωδικού ήχου  ( και μου τα΄αποκοιμούσε/ την ίδια στιγμή μια μελωδία γεννήθηκε)
γ) ο πολλαπλασιασμός του ήχου ( αν έρχονται από πέρα στροφή του υποκειμένου/ σαν ένα κόρο από γνώριμες φωνές )
 δ) η βαθμιαία διάχυσή του στη φύση ( τη γη, τον ουρανό).
ε) η ενδυνάμωση και η κυριαρχία του ήχου στη φύση και την ψυχή  των πρωταγωνιστών (Μόλις...ακλουθήσω / η φωνή δυνάμεων …γιομίζοντας το νου και την καρδιά της)                :
 στ) απόκοσμη προέλευση ήχου (Ίσως δε σώζεται στη γη  ήχος που να του μοιάζει και
Δεν ήθελε τόν ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του / χιμαιρική αυτή φωνή  χάδι απόκοσμο, φτασμένη στον παράδεισο)
ζ) επαναφορά στην πραγματικότητα ("Επαψε .. όχ τήν καλή μου
Ρηνούλα ξύπνησε)     
κ.ά.

Διαφορές:

α) Πρωταγωνιστές: Άνδρας –Γυναίκα

β) Συνθήκες ακρόασης ήχου : εκστατική κατάσταση για τον πρώτο- ονειρική για τη δεύτερη γ) τόπος: θάλασσα-στεριά,δάσος

δ) πηγή και ποιότητα του ήχου: (απροσδιόριστη         στον     Σολωμό- συγκεκριμένη στο Λαπαθιώτη δηλαδή φωνή του Σωτήρη)
κ.α.

 Για το παράλληλο κείμενο:





Σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του  παράλληλου κειμένου παίζει το  πλαίσιο της μυθοπλασίας στη νουβέλα  του Λαπαθιώτη:



Η Ρηνούλα, εύθραστη, αέρινη, ρομαντική και ονειροπόλα ερωτεύεται τον Σωτήρη βουβά, ανανταπόδοτα :



" Η Ρηνούλα αγαπούσε το Σωτήρη, μα ο Σωτήρης δεν την κοίταξε καθόλου, κι αυτό την είχε ρίξει σε καημό, σε καημό που γύρισε σε χτικιό και που την είχε λιώσει σαν κεράκι.."


Το απόσπασμα που δόθηκε για σύγκριση ξεκινά ξαφνικά. Ό,τι προηγήθηκε ξεθολώνει κάπως το τοπίο:

Η Ρηνούλα συνάντησε απρόσμενα το Σωτήρη και περπάτησαν μαζί στη ρομαντική νύχτα…

Από εδώ συνεχίζεται το απόσπασμα που δόθηκε:

« αυτό  το βράδυ η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός,  της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά,  της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα δάσος, −ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια.  Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κ ι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει  τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1  από  γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα  παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη,  γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κ ι έμοιαζε μ’ ένα χάδι  τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά,  σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική,  πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
   Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το  πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…" 

Ας δούμε και τη συνέχεια:




 " Κάπου περνούσε μια φωνή μαζί με μια ψυχή"



Μέσ’ στο μικρό δωμάτιο της άρρωστης, το καντηλάκι έριχνε το λιγοστό του φως, τρεμουλιαστό κι αδύνατο, σαν έτοιμο να σβήσει. Όλο τ’ απόγιομα εκείνο, η Ρηνούλα, μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρό της, είχε καρφώσει τα μεγάλα μάτια της, στη φαντα­σμαγορία τ’ουρανού. Κι όταν το δράμα τελείωσε, με το χαμό του ήλιου, και το σκοτάδι σκέπασε τα πά­ντα, τότε, μονάχα, τράβηξε την άτονη ματιά της...

Δεν ήταν κανείς δίπλα της, εκείνη τη στιγμή. Η κυρα-Λένη, με την κυρα-Γιώργαινα, κουβέντιαζαν στη διπλανή την κάμαρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα πρώτ’ αστέρια φάνηκαν. Και ξαφνικά, ο πυρετός ανέβηκε πολύ...

Όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, τη βρήκαν να τινάζεται, και να παραμιλεί. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, τα χείλη της σαλεύανε, σε λόγια μπερδεμένα... Αμέσως τρέξανε να φέρουν το γιατρό. Μόλις ήτανε φερμένος, ευτυχώς, κι ετοιμαζότανε να κάτσει στο τραπέζι. Ήρθε τρεχάτος, μόλις του μιλήσανε, χωρίς να βάνει μια μπουκιά στο στόμα. Την κοίταξε προσεχτικά, και στάθηκε βουβός, κάνοντάς τους νόημα, κι εκείνες να σωπάσουν.

Της έκανε μιαν ένεση στο χέρι, κι ακούμπησε στο στήθος της, και πάλι, το κεφάλι, να την ακροα­στεί, μετά την ένεση. Φαινότανε πολύ συλλογισμέ­νος, -μολαταύτα θέλησε να τις καθησυχάσει... Η κυρα-Λένη χύμηξε, και του ’πιασε τα χέρια:

-           Γιατρέ μου, πες μου, να χαρείς! τον ρώτησε βραχνά, με βλέμματα γιομάτα ικεσία...
-           Ο Θεός είναι μεγάλος, κυρα-Λένη μου! Θα ξαναγυρίσω σε μιαν ώρα...
Και πιάνοντάς την φιλικά, την έβανε να κάτσει.
Όταν εκείνος έφυγε, -θα ’ταν εννιά η ώρα- αφού τους έδωσε καμπόσες οδηγίες, οι δυο γυναίκες, σύμ­φωνα με τις παραγγελίες του, άρχισαν να κάνουν .Ο γιατρός ήταν α­πελπισμένος...
Όλ’ η νύχτα πέρασε, σ’ αυτή την αγωνία.
Η Ρηνούλα, ξαφνικά, τα ξημερώματα, άνοιξε, πά­λι, τα μεγάλα μάτια της, τους κοίταξε, χωρίς να τους γνωρίζει, κι έδειξε πως θέλει να μιλήσει. Η κυρα-Λένη έτρεξε κοντά της. Στύλωσε τα μάτια της, απάνω της, κι έπειτα κινήθηκε, σα να ζητούσε κά­τι...
-           Τι θες, παιδί μου; ρώτησεν η δύστυχη μητέρα.
Τα χείλη της σαλέψανε πικρά και κουρασμένα.
Κι άξαφνα, ενώ, σ’ όλη την αρρώστια της, και μ’ όλα της τα παραμιλητά, δεν είχε πει τη λέξη που την έτρωγε, τη λέξη τη γλυκιά, που τη θανάτωνε, πρόφερε με παράπονο:
-Ήρθ’ ο Σωτήρης, μάνα;...
-           Ναι, παιδί μου, τώρα, μόλις έφυγε!
-           Δε θα ξανάρθει;...
-           Θα ξανάρθει, μάτια μου! Να, μόλις φέξει, σε λι­γάκι, θα ξανάρθει!
-           Άμα ξανάρθει, πες του πως τον θέλω!..
-           Θα του το πω, θα του το πω, παιδί μου! Μόλις ξανάρθει θα στον φέρω μέσα, έννοια σου!..
-           Θέλω να του πω πως...
Και σταμάτησε. Δυο δάκρυα της χάραξαν τα μά­γουλα. Έκλεισε, πάλι, τα μεγάλα μάτια της, —κι από κείνη τη στιγμή, δεν ξαναμίλησε...
...Πέντε μέρες βάσταξε το δράμα της Ρηνούλας! Πέντε μέρες, ο γιατρός ερχόταν κάθε λίγο. Πέντε μέρες, ζούσε,, και δε ζούσε! Ο Λάκης πια δεν έφευγε καθόλου από δίπλα της...
Και την έκτη μέρα, τα μεσάνυχτα...
...Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι, καθώς ερχόταν μέσ’ απ’ το σοκάκι, -ένα τραγούδι μακρινό, και σαν απελπισμένο, με τον αργό κι απόκοσμα λυ­πητερό σκοπό του, — έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε», τ’ αλάλητα γλυκά και πονεμένα, τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα, που καθώς περ­νούσαν τα μεσάνυχτα, ή κάποια μισοφώτιστα χαρά­ματα, μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές, ξυπνώ­ντας, με τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο, τις συνοικίες της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας, -μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών, ανάμεσα ξυ­πνήματος κι ονείρου, που τα ’καναν και στήνανε τ’ αυτιά τους, μαγεμένα, και βρέχανε με δάκρυα βου­βά και φλογερά, -δάκρυα πόθου μυστικού κι απέρα­ντου καημού-, τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια! Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα, αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα βάθη των καιρών, κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανεί­πωτες λαχτάρες, σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων, -όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των περασμένων, μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων! Κι όπως τ’ άκουγες, εκεί, στα σκοτει­νά, θαρρούσες κι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, φέγγανε πιο λαμπρά και πιο χρυσά, -μάτια πυκνά κι αμέτρη­τα, σπαρμένα στο διάστημα, που προσπαθούν να θυμηθούν κάτι πολύ παλιό, κι ανοιγοκλειούνε ρυθ­μικά, κι αυτά, τα βλέφαρά τους:
...Πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπούσα,
πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπώ...
Η παρέα που το τραγουδούσε, ήταν οχτώ εννιά νομάτοι, όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά, με την κιθά­ρα -μια κιθάρα κι ένα μαντολίνο— κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λό­φου του Σταδίου, και προχωρούσαν κατά το Παγκράτι. Και πότε σταματούσανε, καταμεσής του δρό­μου, κι έκαναν αστεία, και χαχάνιζαν, —κι άλλος νιαούριζε, και χάλαγε τον κόσμο, κι έκανε τις γάτες που τσακώνουνται, κι άλλος λαλούσε σαν τον πετει­νό-, κι έκαναν ντόρο, μέσ’ στην ησυχία, και κυνηγιόντουσαν, με γέλια και με χάχανα-, πότε τους ξανάπαιρνε το σιγανό μεράκι, και τότε το τραγούδι ξανανέβαινε, βαθύ, μελωδικό και μαγικό, και όρμηξε με πάθος και μ’ απόγνωση, την παγερή και ριγηλή νυχτερινή γαλήνη:
...Θα με ζητήσεις, και δε θα μ’ εύρεις,
θα με ποθήσεις, -μα θα ’ναι αργά...

(….)
 Κι η Ρηνούλα, μέσ’ στο λήθαργο της, ξαφνικά, μισάνοιξε τα μάτια. Η καρδιά της χτύπησε με πιο γοργό ρυθμό: Μια φωνή, της φάνηκε πως πέρασε, μια μακρινή και γνώριμη φωνή, -πολύ γλυκιά, και μακρινή, και γνώριμη, σα χάδι...Ήταν κάτι πλάνο κι απαλό, -κάτι σα μιλιά, και σαν τραγούδι-, πολύ θαμπό, βαθύ και φευγαλέο, σαν ένα φύσημα δρο­σιάς, την άνοιξη, στα φύλλα! 
    Κι ακούγοντάς το, κάτι θέλησε να πει, μα μοναχά που σάλεψε τα χείλη, -κι έγειρε λίγο το κεφάλι της, και πέθανε...