Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Παλαιόθεν κόρη της φωτιάς η στάχτη· μα δεν ανάφτει.





Αναζητώντας ποιήματα ποιητικής,  για παράλληλη ανάγνωση με  αυτά της Λογοτεχνίας Θεωρητικής , ξαναδιάβασα  την εξαιρετική  συλλογή του Μάρκου Μέσκου  «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο»  



 Πρόκειται για σχόλια και αυτοσχόλια που  μιλούν για την ποιητική τέχνη και τον ανθρώπινο προσδιορισμό.

Το αιωνίως αναπάντητο ερώτημα παρόν:
Τι είναι η ποίηση και τι ακριβώς ζητάει ο ποιητής από την τέχνη του;


Αποσπάσματα


Συχνά εγκαλούμαι ν’ απολογηθώ γιατί ο γενικός τόνος (στην Ποί­ηση που έτυχε να γράψω) είναι μαύρος και θλιμμένος.

Πολλά τα συμβαίνοντα.

Σαν μια απόπειρα αυτογνωσίας, θά ’λεγα ότι υπάρχει κάποιο μό­νιμο πένθος εξαιτίας της ματαίωσης όλων των ονείρων μου, κάποιο αιχμηρό μεταίχμιο, ένα είδος γεφυριού της τρίχας, μια κόψη ξυραφιού που υπερασπίζεται το ανένδοτο - (άλλωστε το μαύρο χρώμα, κατά τούς επαΐοντες, είναι το πιο οικείο θερμό χρώμα - αποδέχομαι κι εγώ την εν λόγω σύμβαση του επαΐοντος και συνεχίζω):


Υπάρχει λοιπόν κι εδώ η ψευδαίσθηση ότι το ποίημα-πέτρα που έριξες στο ποτάμι για να περάσεις στην αντίπερα όχθη - συνέβη, αλλά, μελαγχολημένος διαπιστώνεις την ανύπαρκτη επιτυχία του εγχειρήματος, διαπιστώνεις πάλι και πάλι τις απουσίες και το κενό.



Τελέσφορη και ατελέσφορη μαζί η προσπάθεια (και είναι δύσκο­λο να προσδιορίσεις πως, τελικά, ο τόνος των ποιημάτων μου είναι μελαγχολικός και μαύρος).

Εντούτοις,

φαντάζομαι ένα κατάμαυρο καμένο δέντρο μα που δεν έχασε τα νερά του και κάπου εκεί, στη ρίζα, οι εκβλαστήσεις συνεχίζουν τη ζωή.







Το ερώτημα συχνό

και από τους αναγνώστες και από τους ίδιους τους ποιητές

πάλι και πάλι το ερώτημα που δαγκώνει

- Τι είναι η Ποίηση;

Παρατηρήσεις, γνώσεις, έμμονες, αιτήματα και οράματα και φα­ντασία, σχέδια, εικόνες, μουσική, όλα ημιτελή και εν αχρηστία

-    χωρίς τον εν δυνάμει καλπασμό το ποίημα δεν γεννάται.

(Αν το κείμενο που θα προκύψει έχει τη δύναμη ν’ αντισταθεί στους νόμους της βαρύτητας και να διακλαδιστεί εντός της ψυχής του δύσκολου αναγνώστη, ίσως, κάτι απομένει.

Ειδάλλως, η εκάστοτε «αφελής και συναισθηματική» ποίηση κα- τευθύνεται, συνήθως, στον κάλαθο των αχρήστων ταχύτατα.)




Συνολικά η εκτίμηση συνομολογεί:

Είναι η Ποίηση μιά περίπτωση μυστηρίου· ολάκερη η ποίηση είναι «το ρόδο του κανενός»

Και η πιθανή αντιστροφή:

Εάν η Ποίηση κατατάσσεται στη χώρα της Ουτοπίας ως ορατή κοινωνική ανατροπή, είναι ακόμη, κατ’ ιδίαν, ένας απέραντος ουρανός με ατελεύτητα παράθυρα (εδώ κάθε άνθρωπος, με τη φορά, την κίνηση και τον ρυθμό του, αισθάνεται και βλέπει με το δικό του βλέμμα τον κόσμο, έστω και αν, στο τέλος, αναζη- τούνται προηγούμενα συγκριτικά αισθητικά κριτήρια).

Κάπου από τα παλιά αρχίζει, η ιστορία,
με το τίποτε ολούθε, το άδικο αίμα και τα νερά των πηγών που δεν γιατρεύουνε τα τραύματα.
Το ποίημα ξεκινάει από τις πρώτες συλλαβές, λίγο λίγο ψελλίζει τις ουσίες του. Εκείνες που σφυροκοπήθηκαν στο αμόνι της εκφραστικής εμμονης· που καιρό τώρα καίνε και απασχολούν την τρικυμία της ψυχής - τα μόνα ορατά υλικά, χαρτί και μολύβι.

Μιλώ με τα πάθη μου και τα ερείπιά μου.
Στην εκτεταμένη επιφάνεια τους βάζω το δάχτυλό μου και λέω: Εδώ κάτι αναπνέει ακόμα.


Αν και οι καταραμένοι ποιητές, στο βάθος των γκρεμών τους, είναι υπέρ της ζωής,
φαντάζομαι την επίκλησή τους για λίγη χαρά - μπορεί, άραγε, να ισχυριστεί κανείς πόσο κοστίζει η  Χαρά;
Στα αιτήματα, λοιπόν, της Ποίησης και το παιδί-χαρά
η σύμπτωση του πάθους, η τρελή επιμονή των γραφών σαν χρέος περίεργα υπαρξιακό (με ανατροπές και προσδοκίες εναντίον του θανάτου), λίγη χαρά ισορροπούσα τ’ αντίθετα είναι, θαρρώ, δικαιολογημένη.
Τους χρωστάει η ζωή μα δεν θα συμβεί - τουλάχιστον όσο ζουν.

Ευτυχώς υπάρχει, και η Ποίηση στη ζωή·
κάτι, πού εύκολα δεν ομολογείται από τον καθένα μας, κάτι, σα βαθιά κρυμμένο και ντροπαλό και ανέκφραστο σημείο, κάποιο αποκούμπι, πιθανόν ένας προσωπικός ηθικός απολογισμός.
Χωρίς υπερβολές και ανεπίκαιρες εκτιμήσεις ευτυχώς  υπάρχει και η Ποίηση στη ζωή (όταν δεν εξορίζεται). Έστω, λιγότερο ευφρόσυνη και χαρούμενη.
Για να βοηθάει υπενθυμίζοντας, τα μύρια όσα, στον άνθρωπο.


Τι λοιπόν είναι η Ποίηση;
Τίποτε δεν ορίζεται· σα ροπή και σαν αποτέλεσμα μπορεί νά ’ναι ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο γεγονός, μπορεί νά ’ναι η κυριολεξία των πραγμάτων, μπορεί νά ’ναι τα λόγια της μητέρας που δεν πρόλαβε να πει προ­τού πεθάνει,
μπορεί νά ’ναι ο απελπισμένος Έρωτας της Ουτοπίας,
-    όλα κατά προσέγγισιν.
Μιά απλούστερη κοινή διαπίστωση λέει ότι μεταφέρει αιτήματα και οράματα στον ανθρώπινο βίο (για την Ελευθερία και τη σιω­πή του).

Περίεργο πράγμα η γλώσσα: μέσα σου συνωθούνται χιλιάδες λέξεις που διεκδικούν την προτεραιότητα της κυριολεξίας στην έξοδό τους προτού «παγώσουν» στο χαρτί.
Χημεία, μαγεία, τάλαντο, επιλογές.
Πριν απ’ όλα «το περιφρονημένο θέμα» που σε κατακαίει.

Οι ποιητές προσπαθούν να μην είναι μιας χρήσεως τα κείμενά τους, να εκφράσουν τη συγκεκριμένη εποχή και να την υπερ- βούν. Ματαιοδοξία, πνευματικές φιλοδοξίες, υστεροφημία;
Πιο μεγάλο μερίδιο έχει η στάχτη και η  λησμονιά.

Παλαιόθεν κόρη της φωτιάς η  στάχτη· μα δεν ανάφτει.


Στην Ποίηση πολλαπλή πάντα η εκδοχή:
δάσος πολυσημίας για την πορεία την ανθρώπινη στο κάθε μέλ­λον, των «πράξεων» και των «λύσεων» της πραγματικότητας και της ονειρικής αναζήτησης.
Κοντά κοντά η αυτογνωσία και η αξιοπρέπεια του Τοπίου (το πολύσχημο κενό εντούτοις).



Υπάρχει μια περίεργη (ας πούμε) σχέση ανάμεσα στα ποιήματα και στο πρόσωπο του ποιητή. Πιο συγκεκριμένα:
Κάτω από τα ποιήματα του βρίσκονται οι δικοί του ήρωες, οι περισσότεροι ανώνυμοι και αδικαίωτοι (ιδού εκείνοι πού καθο­δηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τ’ αδιέξοδά του).
Εκείνος, ασπαζόμενος τον παπαδιαμαντικό τρόπο ζωής, δεν α­πλώνει το χέρι προς τις επιλογές που είναι αντίθετες στη νο­οτροπία και την πολιτεία των ονείρων του - η αγάπη και η εκτίμηση δεν εκβιάζονται.



Κάθε γλώσσα ανανεώνεται στο ποίημά της· αναμετράται με τις ατελείωτες δυνατότητές της. Αόρατη εντολή: Πώς θα νικήσει κάθε ποίημα τον θάνατό του.

Κανένα άλλοθι δεν σώζει το Ποίημα. Αυτό, μαζί με τον δημιουργό του, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Σαν εκείνη την αίσθηση, της με­ταφυσικής

Κάποια ποιήματα, διπλοκλειδωμένα, προσπαθούν να ψελλίσουν τις άγραφες αλήθειες - όλη την αλήθεια ποιος τη γνωρίζει;


Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, " παλεύοντας να πιάσει τον ίσκιο ενός πουλιού"





  Η συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου «Τα αντικλείδια» έχει  ως  προμετωπίδα την ομηρική παρομοίωση από τη ραψωδία Χ 199-200 της Ιλιάδας:

Ώς δ' ν όνείρω οὐ  δύναται φεύγοντα διώκειν

Οὐτ΄ τ' ἀρ' ὃ τόν δύναται ύποφεύγειν, οθ' ὃ διώκειν.

(μτφρ: «Όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει τον κυνηγημένο- μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον φτάσει»
Η αναφορά  στην περίφημη αναμέτρηση του Αχιλλέα με τον Έκτορα)

Ποιος κυνηγάει ποιον λοιπόν; 
ο ποιητής το ποίημα ή το ποίημα τον ποιητή;


Ο Γιώργης Παυλόπουλος  απαντά μιλώντας για την Ποίηση και τα αντικλείδια της στη  συνέντευξή του στον Κώστα Λιόντη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  «Η ΑΥΓΗ» στις 1.6.1986



«  Όταν έχεις γεννηθεί και έχεις ζήσει σε μια χώρα με τεράστια και τόσο πολυσήμαντη πνευματική και ποιητική παράδοση, προσπαθώντας να γράψεις τα λίγα ποιήματα σου σε μια γλώσσα από τις αρχαιότερες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τις πιο πλούσιες και πιο ζωντανές, νιώθεις να σου κόβονται συχνά τα γόνατα. Ωστόσο οι καλύτεροι ποιητές της δικής μου γενιάς που την αποδεκάτισαν στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο —της πρώτης μεταπολεμικής όπως συνηθίζουν να τη λένε— φρόντισαν να μη χάσουν τη συνείδηση αυτής της παράδοσης και να μη ψευτίσουν τη γλώσσα. Φρόντισαν να βλέπουν όσο μπορούν καθαρότερα τον κόσμο μας, τον άνθρωπο και την εποχή μας — εποχή αδικίας, απανθρωπιάς και μεγάλου πόνου. Και ακόμη προσπάθησαν να κρατηθούν «στο ύψος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.

Αν αυτά τα στοιχεία υπάρχουν, καθώς νομίζω, και στη δική μου δουλειά, δεν ξέρω να πω σε τι με βοήθησαν και τι μπορεί να έδωσα μέχρι σήμερα στην Ποίηση. Ανακαλούν μονάχα τη συγκίνηση που ένιωθα όταν έγραφα τα ποιήματα μου. Την πιο βαθιά της ζωής μου.

Πολλές φορές, γράφοντας ένα ποίημα, έχεις το δυνατό συναίσθημα ότι σε παραστέκουν όλοι οι τεχνίτες που σε ανάθρεψαν και που αγάπησες πολύ. Σαν τους δίνεις αναφορά για κείνο και για τ' άλλο που θέλεις να κάνεις. Κι ενώ σε παρακολουθούν προσεχτικά, διαπιστώνεις ξαφνικά ότι σ' έχουν αφήσει ολομό­ναχο. Έτσι, πρέπει να πας ως το τέλος. Ολομόναχος. Κι ωστόσο, από τη στιγμή που το ποίημα θα «πιάσει» μέσα σου και θα αρχίσεις πάλι τα ίδια — σκαψίματα, θεμελίωμα, σκαλωσιές κ.λ.π. — δεν ξέρεις αν δουλεύεις μόνος σου ή με σαράντα πέντε μαστόρους κι εξήντα μαθητάδες. Κάπως έτσι νιώθω τη μαθητεία μου στον Σεφέρη και την επίδραση που δέχτηκα από το έργο του και την προσωπικότητα του.

Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμη χρόνια. Ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου.

Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού. Κι όταν το τελειώσεις, όταν νομίζεις ότι το τελείωσες, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις αυτό που ήθελες να κάνεις από κείνο που έκανες. Σου αρέσει βέβαια να λες «Αυτό πήγαινα να κάνω». Όμως όταν ξεκινούσες δεν ήξερες τίποτα σχεδόν από αυτό που πήγαινες να κάνεις. Έψαχνες στα σκοτεινά.

Αν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η ζωή σε τούτο τον τόπο πέρασε ανάμεσα σε συρματοπλέγματα, φωτιά και αίμα· αν ο διάλογος των νεκρών και των επιζώντων αυτής της τραγωδίας, συνεχίζεται ακόμη μέσα στο ολόφωτο δικαστήριο της μνήμης· αν όταν μιλάμε για τον άνθρωπο και τον πόνο του ανθρώπου, λογαριάζουμε πιο πολύ τη δίψα του για Δικαιοσύνη· αν ο παλιοτενεκές του Πολέμου, δεμένος στην ουρά μιας σκύλας ανθρωπότητας που κατατρομαγμένη τρέχει και δε σώνει, ακούγεται πάντα στους εφιάλτες μας· αν ο Ποιητής μελετώντας το σκοτάδι, δεν έχει άλλο μέτρο από το φως — τότε μπορώ να πω ότι η ευθύνη μου στην Ποίηση ήταν εκτός από ό,τι άλλο και η ελεύθερη κατάθεση μου για την εποχή μας, μέσα από τέτοια βιώματα και εμπειρίες.

Άλλωστε πιστεύω ότι όλη η Ποίηση είναι βιωματική. Τα πρόσωπα και οι εικόνες που περνάνε ολοένα μέσα στην Ποίηση δεν είναι τίποτ' άλλο από τα «γεννήματα της ψυχής» του ποιητή.

Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος. Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το «λίγο», ούτε με το «πολύ». Είναι, επιτρέψατε μου να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν. Με την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσα τους. Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή, είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως του κάθε ανθρώπου η ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των ημερών του βίου αυτών των ποιητών. Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου.

Εξηγούμαι: πόσα ποιήματα έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου από εκείνα πολυγραφότατων ποιητών που ξεπέρασαν κατά εκατοντάδες λ.χ. εκείνα τα 154 του Καβάφη. Μήπως όμως και ο αριθμός των αποτυχημένων ποιημάτων μας πρέπει να λογαριάζεται στο σύνολο των έργων που σημαδεύουν την πρόοδο της Τέχνης;

Όσο για τη «βασανιστική πικρή μνήμη» που επισημαίνετε στα ποιήματα μου, δεν την θεωρώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δικής μου μόνο δουλειάς. Στα χρόνια μας οι περισσότεροι ποιητές είδαν τον κόσμο να σβήνει, τους ανθρώπους να χάνονται για το τίποτα, την ιστορία να γίνεται σκόνη, το κακό να χτυπάει παντού. Μερικοί κατέβηκαν ως κάτω τη σκάλα και περπάτησαν ανάμεσα στους νεκρούς. Πικράθηκαν πολύ και δεν μπορούνε να ξεχάσουν. Και η μνήμη γίνεται βασανιστική καθώς πάει να σε προδώσει γιατί φοβάσαι ότι δεν θα προφτάσεις να μαρτυρήσεις όλη την αλήθεια. Συλλογίζομαι τώρα ότι η ποίηση που γράφτηκε σε κάποιους όλβιους καιρούς, μας δίνει πολλές φορές την εντύπωση μιας κότας ψευτοβιασμένης από πληκτικούς, ακμαίους λυρικούς κοκκόρους. Ίσως γινόμαστε άδικοι. Ίσως τη συγκρίνουμε με την ποίηση του καιρού μας που μας συγκινεί περισσότερο γιατί μοιάζει πιο πολύ με την κουρελιασμένη μνήμη μας. Μια κουρελιασμένη οθόνη όπου προβάλλονται βασανιστικά, ακατάπαυστα κουρελιασμένες εικόνες.

Δεν ξέρω να σας πω ποιο είναι το κέντρο και ποια η περιφέρεια όταν συλλογίζομαι τη γεωγραφία της Λογοτεχνίας. Άμα πιστεύεις στη δουλειά σου έχεις το θαυμάσιο συναίσθημα ότι δουλεύεις μέσα σε μια παγκόσμια συντεχνία. Αυτό, για έναν συνειδητό δημιουργό, είναι μια φυσική κατάσταση. Και νομίζω ότι δεν θα του άρεσε να τον κατατάσσουν σε κάποια κατηγορία, ανάλογα με το μέρος που του έλαχε να ζει είτε από ανάγκη, είτε από τύχη, είτε από δική του επιλογή. Έχω έναν φίλο Ινδιάνο. Είναι ποιητής και ζει χρόνια σ' ένα δάσος της Δυτικής Βιργινίας, στις παρυφές των Απαλαχίων. Δεν μπορώ να σκεφτώ και κείνον και μένα που ζω σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Πελοποννήσου, περιχαρακωμένος σε κάποια περιφέρεια, έξω από τα μεγάλα κέντρα του Πνεύματος και της Τέχνης ή τις λεγόμενες πολιτιστικές πρωτεύουσες. Αν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αρχίζει από τη γειτονιά μας, τότε είναι και αλήθεια ότι ο κήπος της Λογοτεχνίας ποτίζεται από όλες τις γειτονιές του κόσμου. Ποιος θα μου πει όμως σε ποια περιφέρεια εντάσσονται οι λογοτέχνες που γράψανε το έργο τους πάνω σε καράβια, μέσα σε φυλακές, σε εξορίες, ή διωγμένοι και κυνηγημένοι από τόσο σε τόπο;

Συχνά στα ποιήματα μου εκμεταλλεύτηκα τα όνειρα που είδα στον ύπνο μου. Πιστεύω ότι στα όνειρα επανέρχονται εναργέστερα οι σημαντικές του κόσμου και της ζωής μας στιγμές. Γιατί ο ύπνος είναι ο σκοτεινός θάλαμος όπου τυπώνονται τα αρνητικά των αυθεντικών εικόνων της ύπαρξης μας.

Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης του. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.

Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.  "



 Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.



Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.








Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Η Κοσμολογία του Σολωμού στον Κρητικό ( Α μέρος )








Για τους μαθητές   που ζήτησαν το θέμα της φύσης στον Κρητικό.

( για τεχνικούς λόγους η ανάρτηση έχει δημοσιευθεί σε 2 μέρη)



Η φύση είναι ένας θεματικός άξονας που τροφοδοτεί τη θεματική και την εικονοπλασία  όλης της ποίησης του Σολωμού, γι αυτό θα το δούμε συνολικά,  δίνοντας  και πολλές παράλληλες αναγνώσεις με τον "Κρητικό".




 Η φύση , στο Σολωμό, βρίσκεται παντού, μέσα σε κάθε ποίημα, από τα πρώτα απλά σχεδιάσματα (1818-22) ως τις μεγάλες  φιλοσοφικές συνθέσεις της ωριμότητας του (1833- 1854 )
 Όμως ποτέ δεν αποτελεί αυτόνομο ποιητικό θέμα· εμφανίζεται  πάντα σε συνάρτηση με τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Η ποίηση του Σολωμού είναι ανθρωποκεντρική, όπως στο δημοτικό τραγούδι, αλλά - όπως κι εκεί- η αντίληψη για τον  άνθρωπο, η «ανθρωπολογία» του Σολωμού, ορίζεται μέσα από τη σχέση του ανθρώπου (και του πολιτισμού του) με τη φύση.
Η σχέση   φύσης -ανθρώπου  αποτελεί έναν από τους μεγάλους άξονες  της σολωμικής ποίησης, μια από τις κυρίαρχες «ισοτοπίες»,  όπου διαμορφώνονται οι «κώδικες» και τα  σημασιακά περιεχόμενα του έργου του Σολωμού. 

Ειδικότερα   διακρίνουμε τις ακόλουθες θεματικές κατηγορίες:

1.                  Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΕΝΔΟΚΟΣΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ



  •      Η φύση ως  κάλεσμα στη χαρά της ζωής
  •     Η φύση  ως  χώρος ευδαιμονίας και πληρότητας των όντων
  •     Η φύση ως πηγή πολιτισμικών αξιών ( ομορφιάς, χαράς, καλοσύνης )

Ειδικότερα:


Ανάμεσα στα πιο συχνά θέματα της σολωμικής ποίησης είναι εικόνες που παρουσιάζουν τη φύση ως έναν επίγειο πα­ράδεισο, που εξασφαλίζει τις ιδεώδεις συνθήκες για την ανά­πτυξη της ζωής, για την ευδαιμονία και πληρότητα των όντων. Τα θέματα αυτά, σε μια πρώιμη περίοδο, συνδέονται με ορισμένους κοινούς ποιητικούς τόπους, της κλασικιστικής προπάντων παράδοσης. Σταδιακά όμως μορφοποιούνται σε πρωτότυπες —χαρακτηριστικά σολωμικές— φόρμουλες μεγάλης ευστοχίας, που συμπυκνώνουν, με εκφραστική λι­τότητα, νοηματική πληρότητα και αισθητική εντέλεια, βα­σικά συστατικά της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού. Εξελίσσονται σε «θεμα­τικές μονάδες επεξεργασίας», που μεταφέρονται, αυτούσιες ή σε παραλλαγές σημασιακά ισοδύναμες, από ένα ποίημα σε άλλο, και συνθέτουν την κοσμοθεωρητική ενότητα της σο­λωμικής ποίησης.

Η ιδέα που συνοψίζεται στην έκφραση «η παράδεισο της γης» αναπτύσσεται σε τρεις κυρίως αλληλένδετους σημασια­κούς άξονες:

1ος άξονας: εικόνες  που προβάλλουν το ιλαρό πρόσωπο της φύσης, που καλεί τον άνθρωπο στη χαρά της ζωής. Ένα όραμα ομορφιάς, ισορροπίας, αρμονίας που εμπνέει την πίστη στο αγαθό της ζωής.


2ος άξονας: απαρτίζεται από εικόνες που εκφράζουν την ευδαιμονία και την πληρότητα των όντων μέσα στη φύση, έναν καθολικό «ευτυχισμό» κατά τη σολωμική έκφραση. Από τη μια ζωγραφίζεται ο μικρόκοσμος της φύσης ( το πουλάκι, η πεταλούδα, η μέλισσα κλπ ) και από την άλλη παρουσιάζονται εικόνες ανθρώπινης ευδαιμονίας , χαράς, μακαριότητας μέσα στην αγκαλιά της φύσης. Όλες αυτές οι εικόνες υποδηλώνουν ότι   η φύση, ο επίγειος κόσμος προσφέρουν όλες τις προϋποθέσεις  για την ολοκλήρωση του ανθρώπου.

Ο 3ος άξονας ( συνδέει και ενοποιεί τις τρεις διαστάσεις του θέματος ) συντίθεται από εικόνες που εμφανίζουν τη φύση  ως πηγή πολιτισμικών αξιών ( κάλλος, αγαθό )





Αποσπάσματα  από τη σολωμική ποίηση που υποστηρίζουν τις προαναφερθείσες θεματικές ενότητες/ θεματικά μοτίβα:

1.                  Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΕΝΔΟΚΟΣΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ



              Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ






ΝΕΚΡΙΚΗ ΩΔΗ, I (1822)
Τον Μάγων- ροδοφαίνεται η μέρα που ωραιότερη η φύση ξυπνάει και την κάνουν λαμπρά και γελάει πρασινάδες, αχτίνες, νερά. Άνθη κι άνθη βαστούν εις το χέρι παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι· ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι, όλοι οι δρόμοι γεμάτοι χαρά. Ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη, άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.
(ΑΕ 62.19-23.61.1-6 = Απ. 1,142.11-20)


IN MORTE DI UN GIOVINE POETA (1823-24)
[ Στο Θάνατο ενός Νέου Ποιητή ]
Η λαχτάρα της ζωής κάνει τα μάτια να λαγγεύουνε στον ήλιο που τα φεύγει. Την πρώτη μέρα που ανοίγει το ρόδο την πρώτη μέρα που πέφτει το χιόνι.
(ΑΕ 95 Α11-14)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ (1833-1834)
Δ εν είν' αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά του
στους ψηλούς βράχους κι άγριους όπ' έχει τη φωλιά του
και πελαγίσιοι, στεργιανοί ακούνε τη γλυκάδα
όσο που στέρνει η ανατολή τη ροδοκοκκινάδα-
δεν είναι το λαλούμενο το θαμαστό φιαμπόλι
όταν φυσά  πνοή με τη γλυκάδαν όλη·
ως καθώς τ' άκουγα συχνά στον Ψηλορίτη μόνος
οπού μ' ετράβουνε    απελπισία και πόνος
κι έβλεπα τ' άστρο τ' Ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμπο·-
μ' άδραχνε ξάφνου την ψυχή ελευτεριάς ελπίδα
για τη όμορφη και δύστυχη                   πατρίδα·
κι εκοίταα, κι έκλαια κι άπλωνα τα χέρια με καμάρι·
η μαύρη πέτρα της καλή και το ξερό χορτάρι.
(ΑΕ 368 Β19-32)

Ο ΠΟΡΦΥΡΑΣ ( 1747-1749)

Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος δόξας και χαράς ανθίζει στη ψυχή του  ( ΑΕ 502- Α15-18)

Δεν το΄λπιζα να ν΄η ζωή μέγα καλό και πρώτο!  ( ΑΕ 502 Β13)

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ , Γ ( 1844)

Σε χίλιες γλώσσες; χύνεται, μιλεί σε χίλιες γλώσσες
όποιες πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει   ( ΑΕ 462    1-2) 



Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΠΛΗΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (1818)

Σ'ένα ωραίο περιβολάκι
 περπατούσαμε μαζί
όλα ελάμπανε τ' αστέρια
 και τα κοίταζες εσύ.

εσύ έκαμες ετότες
γέλιο τόσο αγγελικό,
που μου φάνηκε πως είδα
 ανοιχτό τον ουρανό.

Και παράμερα σε πήρα
εισέ μία τριανταφυλλιά
κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
στην ολόλευκη αγκαλιά.

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
οπού μόδινες γλυκά,
εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
από την τριανταφυλλιά.

(Απ. 1,51.5-8/52.13-24)


ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ   (1823)

Στη σκιά χεροπιασμένες,
 στη σκιά βλέπω κι εγώ
 κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.
Στο χορό γλυκογυρίζουν
 ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

(Απ. 1,85.83-84)



ΔΙΑΛΟΓΟΣ (1823-24)
 ΦΙΛΟΣ — Γλυκιά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο αέρας και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.
ΠΟΙΗΤΗΣ — Το πέλαγο είναι όλο στρωτό και ο αέρας λεπτότατος….        (Απ. 2,11.7-9)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ (1833-1834)
Ήταν εντύπωση ανεκδιήγητη, οποίαν κανείς ίσως δεν εδοκίμασε, ειμή ο πρώτος άνθρωπος όταν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, πλασμένα γι' αυτόν, ακόμη εις όλη τους την τελειότητα, αναγαλλιάζανε μέσα εις την ψυχή του -
(ΑΕ 361 Β6-10·
(μτφρ. Ιάκ. Πολυλάς, Απ. 1,205, υποσημ. στ. 44)
Γλυκιά ζωή, που το πουλί μισοπλασμένο ακόμα είχε πρωτύτερα αιστανθεί με τον κιλαϊδισμό του και τον αέρα εχτύπουνε με το ζεστό φτερό του. Ο αέρας ο αμόλυντος, το δέντρο που 'χε ανθίσει, και τ' ακαρτέριε ν' ανεβεί να πρωτοκιλαϊδήσει.
(Απ. 1.205-206.44π = ΑΕ 361 Β6-10/361 Β14-15/48-49/362 Α38-45/Β27-33)
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ' άστρο τον βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει·
δεν είν' αηδόνι κρητικό που παίρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ' έχει τη φωλιά του
κι αντιβουίζει οληνυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ' αστέρια,
κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια·
δεν είν' φιαμπόλι το γλυκό οπού τ' αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορίτη όπου συχνά μ' ετράβουνεν ο πόνος.
(Απ. 1,204.25-36 = ΑΕ 379 Α27-40)
Δ εν είναι αηδόνι κρητικό με τη γλυκιά λαλιά του
στους ψηλούς βράχους κι άγριους που σταίνει τη φωλιά του
και βγάνει ωραίους κιλαϊδισμούς, οληνυχτίς αράδα
κι ευφραίνεται πολύ μακριά το πέλαγο, η πεδιάδα.
(ΑΕ 371 Α26-27/Β23-24, 367 Α26-31)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ  ( Β   1834- 1844)

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
…………………………………………………….
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπου έφτασε μ΄άσπούδα
 έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
 που ευώδισε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
 το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο 



Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ
 ( ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΧΑΡΑΣ, ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ )





Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ  (1833-34)
Κι έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι-
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθέριας ελπίδα
κι εφώναζα: Ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ' αυτή τα χέρια με καμάρι·
καλή 'ν' η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
(Απ. 1,204-205.37-42)
Και μου 'ρθε ξάφνου στην -ψυχή ελευτεριάς ελπίδα για τη φτωχή, τη δύστυχη κι αιματωτή πατρίδα, κι εκοίταα κι έκλαια κι άπλωνα τα χέρια με καμάρι η μαύρη πέτρα της καλή και το ξερό χορτάρι.
(ΑΕ 368 Α4-7)
κι ο ήλιος μεσουρανίς ανάβρυζε λαμπράδες και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα, οι πεδιάδες.
 Ξάφνου μου 'ρχότουνα στο νου ελευτεριάς ελπίδα-«ω αγαπημένη, ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα!»
(ΑΕ 375 Α16-19)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, Β' (1834-44)
Όνειρο με τα μάγια του, παντού ομορφιά και χάρη-η μαύρη πέτρα ολόχρυση, και το ξερό χορτάρι.
Η Φύσις μάγια κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη· η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
(ΑΕ 404 Α10-13

ΠΟΡΦΥΡΑΣ (1847-49)

Κι ανάμεσα στης θάλασσας και στ' ουρανού τα κάλλη
που 'ναι   στο φως δεμένα στην αγάπη,
είσαι κι εσύ κατζάβραχο σα νύφη στολισμένο
γελάς κι εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο
στ' άνθη γελάς κι είσ' όμορφο, χάσμα του βράχου μαύρο.
(ΑΕ 530.12-17)

Νιος κόσμος με τριγύρισε χαράς και καλοσύνης
(ΑΕ 507.17)

Παντού νιος κόσμος ομορφιάς, χαράς και καλοσύνης
(ΑΕ 508 A3)



LA NAVICELLA GRECA (1851 )    [ Το Ελληνικό Καράβι ]
Αν το στελέχι όθε βλασταίνει χρυσό το ρόδο,
 το θωρούσαμε κάθε τόσο να ξεπετάει
διαφορετικά ολοένα πλούτια κι  ομορφιές
καινούργιο θα 'τανε το θάμασμα
 καινούργια κι η αγάπη στη μαγεμένη  ψυχή







ΠΗΓΕΣ 
  • Ε.Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός , Ανθολόγιο Σολωμικής Ποίησης , Βουλή των Ελλήνων
  • Ε. Καψωμένος  ,Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων 
  • Μάκριτζ Πήτερ Διονύσιος Σολωμός, (μεταφρ. Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ), Καστανιώτης, Αθήνα