Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση


Ο όρος "υπερρεαλισμός (ή σουρεαλισμός) 
εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1917 και ανήκει στο Γάλλο ποιητή Guillaume Apollinaire.
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζει το παράδοξο θεατρικό έργο του Οι Μαστοί του Τειρεσία (Les Mamelles de Tiresias) ως "υπερρεαλιστικό δράμα" (drame surrealist). Σύμφωνα με τον Apollinaire ο όρος αυτός δηλώνει τον αναλογικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λ.χ. ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί το βάδισμα δεν εφεύρε τα μηχανικά πόδια αλλά τον τροχό. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται και ο ποιητής: όταν θέλει να μεταδώσει κάποιες ιδέες, πρέπει να το κάνει όχι αντιγράφοντας τον κόσμο και τις καταστάσεις του στατικά και νατουραλιστικά, αλλά δυναμικά, με τρόπο αναλογικό και δημιουργική φαντασία.


   Έτσι όταν ο Andre Breton αναζητούσε έναν όρο που θα μπορούσε να περιγράψει με επιτυχία τους πειραματισμούς γραφής, που μαζί με κάποιους φίλους του επιχειρούσε αυτή τη εποχή (αμέσως μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου), βρήκε πώς ο "υπερρεαλισμός" ήταν ο καταλληλότερος.

Ο Andre Breton (1896-1966) υπηρέτησε στον Α Πόλεμο, αρχικά στο πυροβολικό και αργότερα στο υγειονομικό σώμα και όσα έζησε μέσα στη φρίκη του πολέμου άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Breton, είναι φρικτός και γι αυτό ευθύνεται ο σωβινισμός των αστών, που τον προκάλεσε. Όμως το ίδιο υπεύθυνος είναι και όποιος συγγραφέας χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για να εκφράσει τη δύναμη αυτής της ελίτ της εξουσίας. Ο νέος τρόπος γραφής πρέπει να υπονομεύει τις παλαιές αξίες που οδήγησαν στον πόλεμο.

"Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση", συνήθιζε να λέει.

Εξοικειωμένος  με τις τεχνικές της φροϋδικής ανάλυσης, ο Breton άρχισε να πειραματίζεται πάνω σε ένα νέο εκφραστικό τρόπο. 
Η γραφή θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερη και αδέσμευτη αυτήν την αυθαίρετη ροή των εικόνων που συχνά σχηματίζεται μέσα μας. Γι αυτό η γραφή πρέπει να μείνει ελεύθερη από την όποια μεσολάβηση της λογικής, της ηθικής και της οποίας τρέχουσας αισθητικής.

Πρόκειται για την περίφημη θεωρία του ελευθέρου συνειρμού και των "αυτοματικών κειμένων", τα οποία εμφανίζονταν και κατέγραφαν, υποτίθεται, χωρίς καμιά επεξεργασία, χωρίς κανένα σχέδιο και πρόγραμμα κάθε τι που αισθανόταν και βίωνε ο συγγραφέας τη στιγμή που τα έγραφε. 

Ο κύριος σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να παραγάγει "ωραία" κείμενα, αλλά να μεταβάλει την υπάρχουσα αντίληψη για τον κόσμο.


 Αποτιμώντας ο ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά του   Κινήματος γράφει, 
" Ο σουρεαλισμός φιλοδοξούσε να σπάσει το φράγμα του υποκειμενισμού. Και εννοούσε να μην αρκεσθεί στα  λόγια. Για κείνους που τον ξεκίνησαν,  δεν υπήρχε περίπτωση  να ξαναγινεί τίποτε, όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα  θετικισμού, συνειρμισμού και επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα, έτσι όπως τον φανέρωνε η ψυχανάλυση."


Η έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο, στις παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς - για να ξεμπερδεύουμε πια με τον ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον υποβιβασμένο στις κατηγορίες του "κάνω" και του "'έχω".


"Ν' αλλάξουμε τη ζωή, έλεγαν οι υπερρεαλιστές".

Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μια καθολική δημιουργική δράση, ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο  σαν ένα ενιαίο όλον, και με μέσο την ποίηση που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση.


 Με τον υπερρεαλισμό η ποίηση θα κατέβει από το θεϊκό βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και θα γίνει ένα με τη ζωή.

Η υποδοχή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός άργησε να γίνει αποδεκτός καθώς συναντούσε αντίσταση από τους οπαδούς των παραδοσιακών μορφών.

 Στη δεκαετία του '30,  όταν ο Εμπειρίκος δημοσιεύει στην «Υψικάμινο» στίχους όπως οι ακόλουθοι: «Όταν  η ρουκέτα τελείωσε την εκσπερμάτωσή της εξηκολούθησε ο βόμβος των πλωτών επαύλεων», η ελληνική κοινωνία θα δεχθεί το μεγαλύτερο ίσως σοκ που δέχτηκε στην ιστορία της  ελληνικής γραμματείας.

«Δεν έχουμε κυδώνια», έγραφε ο Εμπειρίκος στην «Υψικάμινο». Και στην κριτική του στο «Ελεύθερον Βήμα» της 9ης Νοεμβρίου του 1935 ο Ν. Γιοκαρίνης απαντούσε: «Καλά που δεν έχουμε κυδώνια, γιατί θα σου άστραφτα, φίλτατέ μου, ένα κατακούτελα να ιδής τρύπα μια φορά». Για τους ίδιους στίχους ο Στρατής Μυριβήλης γράφει: «Αυτό το ζήτημα φαίνεται να απασχολή ζωηρά τον ποιητήν. Αν έχωμεν κυδώνια ή δεν έχομεν. Αν ήτο ολιγώτερον συρρεαλιστής και περισσότερον προνοητικός, θα ανησυχούσε μάλλον να μάθη αν έχωμεν λεμονόκουπες». Οι πιο ευπρεπείς αλλά και με λιγότερο χιούμορ τους συστήνουν να δουν έναν καλό ψυχίατρο… 

Διαφορετικός πάντως είναι ο τρόπος που  τρόπος με τον οποίο η ελληνική κοινωνία  αντιμετώπισε τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο, ποιητές  που έδωσαν το ίδιο «άγρια» υπερρεαλιστικά κείμενα. Φαίνεται πως η ιδιότητα του εφοπλιστή μετρίασε το ιερό μένος για το ποιητικό σκάνδαλο της ποίησης του Εμπειρίκου, ενώ αντίθετα ο Εγγονόπουλος δέχτηκε τις πιο βάναυσες επιθέσεις ακόμη καθυστερημένα.

Χρονογράφος εφημερίδος τον ανακαλύπτει το 1962 (!) και προτείνει... φόλα ή βρεμένη σανίδα! 


Βέβαια ο χρόνος που πέρασε  ήρθε, όπως πάντα συνηθίζει, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να δώσει στους έλληνες  υπερρεαλιστές ποιητές  τη θέση που τους άξιζε…


Ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα έθρεψε μεγάλους ποιητές και συνετέλεσε σε αυτό που ο Ελύτης ονόμασε αναπαρθένευση του λόγου. 

 Το 1978 στην «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» ο ποιητής των  «Προσανατολισμών» κάνει τον απολογισμό μιας φιλίας αλλά και ενός κινήματος. Το θεωρεί την τελευταία μεγάλη στιγμή της ποίησης και σημειώνει ανησυχώντας για το μέλλον της:

«Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιο τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία».

 

Τι εκόμισε εν τέλει στον στίβο της κοινωνικής και ηθικής πάλης του ανθρώπου, ο Υπερρεαλισμός ;


Το «Γενικό Πνεύμα» του υπερρεαλισμού ορίζεται από τους εκφραστές του ως μια ριζικά νέα στάση απέναντι στη ζωή, τον κόσμο, τον άνθρωπο και την τέχνη, μια μέθοδος, ή καλύτερα μια τέχνη του ζην, που υπηρετεί το ηθικό καθήκον της αδιάκοπης αντίστασης και ρήξης με τις κατεστημένες αντιλήψεις, τη συμμόρφωση, την καταστολή.

 Εκείνο που κυρίως καταγγέλλουν και αντιμάχονται οι υπερρεαλιστές είναι η «δεσποτεία» του ορθού λόγου, η εργαλειοποίησή του στη σύγχρονη δυτική κοινωνία –είτε με τη μορφή του θετικισμού στην οικονομία και στις επιστήμες, είτε ως γενικότερη στάση ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς: ως «πολιτική ορθότητα» ή «αστική σωφροσύνη»– που, αντί να οδηγήσει στην πραγμάτωση της ουτοπίας της «προόδου» και της «ευτυχίας» του ανθρώπου, οδήγησε αντίθετα στην καταφανή «αλλοτρίωση» του ανθρώπου.


Κάπως …υπερρεαλιστές όλοι οι ποιητές...


Ο  Νάνος Βαλαωρίτης, ακολουθώντας τον τρόπο του Μπρετόν, έφτιαξε έναν δικό του κατάλογο Ελλήνων λογοτεχνών, στον οποίο πάλι με παιγνιώδη τρόπο, αναδεικνύονται κάποιες πλευρές των ποιητών μας, οι οποίες κατά την άποψή του, είναι προσκείμενες στον υπερρεαλισμό. 

Ας τις δούμε:


Ο Σολωμός είναι υπερρεαλιστής στην οραματική ζοφερότητα.

Ο Κάλβος στην ιδιότροπη ποιητική φράση.

Ο Μακρυγιάννης στο ακριβοδίκαιο παραλήρημα.

Ο Σικελιανός στο σφρίγος των επινοήσεων.

Ο Καβάφης στην αισθησιακή φθορά των ιστορικών δεδομένων.

Ο Ροΐδης στον υπονομευτικό σαρκασμό.

Ο Γρυπάρης στην υπνοφαντασία.

Ο Σεφέρης στο συγκινησιακό βάρος των λέξεων.


Ο Εγγονόπουλος στην κυριολεκτική παραδοξολογία.

Ο Γκάτσος στη μαγεία του φολκλόρ της υπαίθρου.

Ο Ελύτης στη γλωσσική υπερευαισθησία.

Ο Εμπειρίκος στον παραδειγματικό πανερωτισμό.

Ο Παπαδιαμάντης στην αφηγηματική διαστροφή.

Ο Καρυωτάκης στην ποιητική θανατοφιλία.


ΠΗΓΕΣ:
Σωτήρη Τριβιζά:  Το σουρεαλιστικό σκάνδαλο
Γ. Γιατρομανωλάκη: Υπερρεαλισμός
Αφροδίτη Αθανασοπούλου :  Ο Υπερρεαλισμός από σημερινή σκοπιά