Στην ποιητική συλλογή του Γ. Παυλόπουλου Λίγος άμμος (1997) υπάρχει το ποίημα «Ο Άλλος», που είναι δυνατόν να διαβαστεί σαν συνέχιση ή απάντηση του ποιητή στον προβληματισμό του ποιήματος «Τα αντικλείδια».
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για νʼ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Ο Άλλος
Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι
με δυο γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από το παράθυρο μου
"κατέβα άθλιε" μου φώναζε
"παράτα τα που να σε πάρει
σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά"
Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα
όμως ο δρόμος ήταν έρημος
και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα
κι όλη τη νύχτα πάλευα
χωρίς να το τελειώσω.
Στα δύο ποιήματα, διακρίνεται καθαρά το συναίσθημα ματαιότητας που νιώθει ο δημιουργός ο οποίος έχει επίγνωση πως το έργο του ποτέ δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί με τον τρόπο που ο ίδιος είχε φανταστεί όταν το ξεκινούσε. Στα «Αντικλείδια», η επίγνωση της μοίρας του ανολοκλήρωτου και το συναίσθημα της ματαιότητας είχαν εκφραστεί με τρόπο πιο συγκρατημένο και διακριτικό από ό,τι στον «Άλλο»:
Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Δεν γίνεται, ωστόσο, αναφορά στον τρόπο με τον οποίο «χαλάνε» τη ζωή τους, δεν αναφέρονται εκείνα που χάνουν από τη ζωή, καθώς αφοσιώνονται στην πράξη της ποίησης. Αυτή η διακριτική αποσιώπηση ανατρέπεται στο μεταγενέστερο ποίημα, όπου οι δύο όροι της σύγκρισης (η ποίηση και η ζωή), καθώς και η μεταξύ τους διαφορά παρουσιάζονται ωμά: η πράξη της ποιητικής δημιουργίας παρουσιάζεται ως έργο επίμοχθο.
Στο άνοιγμα και το κλείσιμο του ποιήματος χρησιμοποιείται, το ίδιο ρήμα για να αποδοθεί η δραστηριότητα της συγγραφής: «πάλευα».
Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
[...]
κι όλη τη νύχτα πάλευα χωρίς να το τελειώνω.
Η επανάληψη του ίδιου ρήματος επιδιώκει να δείξει πως η αφοσίωση σε μια τέχνη σημαίνει κόπο και θυσίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός πως, ενώ στα «Αντικλείδια» γίνεται υπαινιγμός και στις απολαύσεις που προσφέρει η αφοσίωση στην ποίηση (εκείνοι που μπορούν να δουν για λίγο μέσα από την πόρτα βλέπουν κάτι που τους μαγεύει), στο ποίημα «Ο Άλλος» αυτή η ,έστω και προσωρινή, μαγεία δεν μνημονεύεται. Αντίθετα, γίνεται υπαινιγμός σε εκείνα που θυσιάζει ο ποιητής, σε εκείνα που ως άνθρωπος στερείται.
Αυτό κατορθώνεται με το θέμα του διχασμού του «ομιλητή» του ποιήματος (που και πάλι ταυτίζεται με τον ίδιο τον ποιητή) σε δύο «εαυτούς»: ο ένας εαυτός του, κλεισμένος μέσα στο σπίτι, προσπαθεί σκληρά να καλλιεργήσει την τέχνη του, ενώ ο άλλος εαυτός του κυκλοφορεί έξω, ανάμεσα σε ευχάριστους ανθρώπους και διασκεδάζει.
Η παρουσία του δεύτερου εαυτού είναι καθοριστική και κυρίαρχη σε αυτό το ποίημα. Ο άλλος πόλος του διπολικού εαυτού αντιστέκεται στην αφοσίωση του πρώτου στην τέχνη, ή ακριβέστερα, αντιστέκεται στην αντίσταση του πρώτου απέναντι στη ζωή. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε δύο εαυτούς που αντιστέκονται: ο πρώτος στη ζωή και ο δεύτερος στην τέχνη. Ο πρώτος αντιστέκεται έμμεσα στη ζωή, με την προσήλωση του στην τέχνη, ενώ ο δεύτερος αντιστέκεται έμμεσα στην τέχνη, μέσα από τη ροπή του προς τις απολαύσεις της ζωής.
Αυτό το αντιστικτικό σχήμα αντίστασης λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο ρεαλιστικό επίπεδο της ιστορίας που αφηγείται ο ομιλητής, αλλά και στο επίπεδο της ποιητικής. Σύμφωνα με το πρώτο, έχουμε την περίπτωση ενός προσώπου που κλυδωνίζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις ζωής: την ασκητική, του αφοσιωμένου σε μια τέχνη, και την κοσμική, του αφοσιωμένου στις υλικές απολαύσεις. Η περίπτωση αυτή αποδίδεται αρκετά ρεαλιστικά στο ποίημα, αποτελώντας και την προφανή σημασία του. Εκείνος, όμως, ο άλλος εαυτός λειτουργεί και στο επίπεδο της ποιητικής του Παυλόπουλου, ή, πιο συγκεκριμένα, της στρατηγικής που ακολουθεί στην ποιητική έκφραση. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, η ποίηση σε κάθε ποίημα εισάγεται ως παρουσία ή ως υποβολή με τρόπο δυναμικό, για να περισταλεί, στη συνέχεια, μέσω της αλλεπάλληλης αναγωγής της ποιητικής αφήγησης σε ένα μη πραγματικό του ποιήματος και, συνακόλουθα, και της ίδιας της ποίησης. Δηλαδή η ποίηση 'εισβάλλει' - κατά κάποιον τρόπο - στην αφήγηση στην αρχή ρεαλιστικά και κυριαρχικά ενώ στο τέλος παίρνει πάντα τη μορφή που της αρμόζει, αυτήν την παραμυθική, την εξωπραγματική...
Διαπιστώνουμε επίσης, πως ανάμεσα στα δύο ποιήματα υφίσταται ένας διάλογος, κατά τον οποίο ο ' ομιλητής' του μεταγενέστερου ποιήματος έρχεται όχι απλώς να συμφωνήσει με τον «ομιλητή» του πρώτου ποιήματος, αλλά και να υπερθεματίσει: ο αφοσιωμένος στην ποίηση δεν δείχνει πλέον τη σοφή συγκατάβαση του προγενέστερου ποιήματος, αλλά αφήνει να φανεί καθαρά η λαχτάρα του για κάποιες υλικές απολαύσεις. Αφήνει, επίσης, να φανεί η έστω και παροδική διάθεση του να αφεθεί σε αυτές: το ανοιχτό αυτοκίνητο του Άλλου και οι δύο γυναίκες στην αγκαλιά του αποτελούν κραυγαλέα και κοινότοπα σύμβολα διασκέδασης. Δεν είναι, όμως, τυχαίο που τα διάλεξε ο Παυλόπουλος, μια και με αυτή την επιλογή του προφανώς θέλει έμμεσα να ενισχύσει τη θέση του ασκητή-ποιητή, επειδή έτσι υπαινίσσεται τη συμβατικότητα ή και την ευτέλεια των υλικών απολαύσεων.
Αυτά τα οποία ο Άλλος προκαλεί κάτω από το παράθυρο του ποιητή είναι πράγματα που μπορούν να μοιραστούν μεταξύ τους πολλοί και για λίγο, ενώ την εμπειρία της δημιουργίας μόνος του μπορεί μόνο να καρπωθεί κανείς- και από τη στιγμή που το καταφέρνει, η σχετική εμπειρία μπορεί να γεμίσει ολόκληρη τη ζωή του και να της δώσει νόημα.
Αξιοπαρατήρητος είναι ο σκληρός χαρακτηρισμός του Άλλου για τον ποιητή: «κατέβα άθλιε μου φώναζε». Ο χαρακτηρισμός μέσα στο ποίημα εμφανίζεται να απευθύνεται από τον διασκεδαστή της ζωής στον ασκητή της τέχνης, αν και κανονικά -δηλαδή, συμβατικά- θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε άθλιο εκείνον που το μόνο που επιδιώκει είναι η καλοπέραση. Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός του άθλιου παραμένει μετέωρος μέσα στο ποίημα, αφορώντας και τους δύο εξίσου - αν και για διαφορετικούς λόγους...
ΠΗΓΕΣ
- Βαγγέλης Αθανασόπουλος "Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα" Εκδόσεις Καστανιώτη(1995)
- Γ.Παυλόπουλος, Λίγος Άμμος, Αθήνα, Νεφέλη, 1997.
Η εικόνα από: thesecretrealtruth.blogspot.com