Από το τεύχος των εκδόσεων (.poema..) εκδόσεις · φιλολογικά, που κυκλοφόρησε
πρόσφατα , με αφιέρωμα στον Κ.Π.Καβάφη , σε επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη
Με ελάχιστες παρεμβάσεις, για να υποστηριχθούν οι διδακτικές αναζητήσεις
στο ποίημα του Καβάφη, « Δαρείος» που
μελετά η Θεωρητική Κατεύθυνση.
Μαρία Χατζαγιακουμή
Σύμφωνα
με τον Στρατή Τσίρκα, ο μηχανισμός της ποιητικής δημιουργίας του Καβάφη
ερμηνεύεται με τρία «κλειδιά», με πρώτο το ιστορικό γεγονός («πρόσχημα»),
δεύτερο το πραγματικό γεγονός («αφορμή»), δηλαδή το σύγχρονο, και τρίτο το
ψυχικό γεγονός. Στο έργο του Ελύτη προτεραιότητα έχει το ψυχικό γεγονός,
συνδυασμένο με το πραγματικό. Δεν εμπνέεται με τρόπο διανοητικό από ιστορικά
γεγονότα του παρελθόντος. Αφορμάται από τη βιωματική εμπλοκή του στα γεγονότα
της εποχής του. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε μια κατηγορία έργων του με επίκεντρο
το Αξιόν εστί. Στο έργο του «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό» βεβαιώνει ότι
χωρίς την εμπειρία στο μέτωπο «δεν θα του είχε ανοιχθεί ο δρόμος για το Αξιόν
εστί. Πώς όμως καθίσταται ποίηση η «συγκυρία», η «άμεση ιστορία» και ιδίως η
παρελθούσα;
Μια παραδειγματική απάντηση ανάμεσα σε άλλες θα ήταν το ποίημα του
Καβάφη «Δαρείος», γραμμένο το 1917 και δημοσιευμένο το 1920, όπου θέτει με
έμφαση το πρόβλημα της ποιητικής. Μολονότι το εν λόγω ποίημα βρίθει από
ιστορικές πληροφορίες και αναφέρεται σε γεγονότα ιστορικά, το ιστορικό σκηνικό,
που τοποθετείται το 74 π.Χ., χρησιμεύει ως «πρόσχημα» για να διατυπώσει την
άποψή του ως προς τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας.
Κατά
τον Ελύτη, ο Έλιοτ και ο Καβάφης «μυθοποιούν» το ιστορικό παρελθόν και
εντάσσουν σ’ αυτό σύγχρονές τους «ανάλογες συναισθηματικές καταστάσεις».
Ειδικότερα, η μέθοδος του Αλεξανδρινού ποιητή είναι να χρησιμοποιούνται «οι
άγνωστες και παραμελημένες πτυχές της ελληνικής ιστορίας», με τους
πρωταγωνιστές της να μοιάζουν ένα «είδος ηθοποιών». Δηλαδή μέσα από την
«προσωποποίηση εποχών και ανθρώπινων (ιστορικών ή φανταστικών) τύπων» τούς
αναθέτει «με τέλεια ηθοποιία» να παίξουν το «ατομικό δράμα» του ποιητή. Ο
Νικόλαος Κάλας ήδη από το 1932 στο περιοδικό Κύκλος υπογραμμίζει ότι
«σχίζοντας το πέπλο της ιστορίας στο έργο του Καβάφη, έχουμε μια εικόνα της
σύγχρονης ζωής».
Επανέρχομαι
στο ποίημα. Ο κεντρικός ήρωας του ποιήματος, ο ποιητής Φερνάζης, είναι
επιφορτισμένος να συγγράψει ένα ποίημα επικό για το πώς ο Δαρείος ο Υστάσπου,
με τι αισθήματα, παρέλαβε τη βασιλεία των Περσών. Η εντολή στον ποιητή Φερνάζη
δίδεται από τον βασιλέα Μιθριδάτη.
Και ενώ ο ποιητής
Φερνάζης «το σπουδαίον μέρος/ του επικού ποιήματος του κάμνει», φθάνει η
πληροφορία ότι «άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους». «Ο ποιητής μένει ενεός. Τι
συμφορά!». Συμφορά κυρίως γιατί ο Μιθριδάτης δεν θα έχει το χρόνο «με ελληνικά
ποιήματα ν’ ασχοληθεί». Όμως ο Φερνάζης «μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό»
εμμένει στην «ποιητική ιδέα» που από την αρχή του ποιήματος τον απασχόλησε:
«Υπεροψία και μέθην θα είχεν ο Δαρείος». Ο Καβάφης σ’ αυτό το ποίημα ταυτίζεται
με τον επικό ποιητή Φερνάζη και προτάσσει την ποιητική ενασχόληση σε σχέση με
το τρομερό γεγονός του πολέμου.
Ο
Κάλας, σε άρθρο του στο Βήμα, το 1975, σχολιάζει το ανωτέρω ποίημα του Καβάφη,
συσχετίζοντας τον Ελύτη με τον ποιητή Φερνάζη. Ειδικότερα, ο Ελύτης, στο
κείμενό του: «Το χρονικό μιας δεκαετίας», αναφερόμενος στη φρίκη του πολέμου
που ο ίδιος βίωσε στο μέτωπο, σημειώνει: «Κι αλήθεια είχα γίνει κι εγώ ένας
Φερνάζης. Η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχότανε μέσα σ’ όλη την ταραχή και το
κακό». Τη στιγμή εκείνη η σκέψη του Ελύτη στρέφεται στην ποίηση του Κάλβου και
στην ποίηση του Καβάφη. Θαύμαζε την ικανότητα που είχε η ποίηση του Καβάφη να
«προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις». Μπροστά στον μεγαλύτερο κίνδυνο για
την ίδια τη ζωή του, η ιδέα της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης δημιουργούσε
στον Ελύτη το συναίσθημα ότι πρέπει μ’ όλες του τις δυνάμεις να υπερβεί τη
φρίκη του πολέμου και να επιδιώξει τη διεκδίκηση της ζωής. «Μέσα στον πόλεμο
-φαντάσου- ελληνικά ποιήματα». Ο Κάλας, αν και επισημαίνει τη διαφορετική
κατάσταση διακινδύνευσης μεταξύ του Ελύτη και του ποιητή Φερνάζη, εν τούτοις
συμφωνεί ότι «τόσο ο Ελύτης όσο και ο Φερνάζης», για να επιζήσουν, «έπρεπε να
προσαρμόσουν τη σκέψη τους σε μια κατάσταση όπου η ταραχή κι ο φόβος τούς
έκανε ν’ αντιληφθούν ότι γι’ αυτούς η ποίηση είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με τη
ζωή».
Η
κοινή αντίληψη εν προκειμένω των τριών ποιητών Καβάφη, Ελύτη, Κάλας έγκειται
στο γεγονός ότι πιστεύουν στην ταύτιση της ποίησης με τη ζωή και εκλαμβάνουν
την ποίηση ως κινητήρια δύναμη για τη διεκδίκηση της ζωής μπροστά στον τρόμο
του πολέμου. Η ποίηση ως «σωτηρία από τον τρόμο». Εδώ η καταφυγή στην ποίηση
δεν σημαίνει την προστασία του ποιητή στον «ελεφάντινο» ή «γυάλινο πύργο», ούτε
την παραδοχή της άποψης η «τέχνη για την τέχνη», αλλά την προστασία του ποιητή
στο ποιητικό εργαστήρι, σε στιγμές μάλιστα που ποίηση και ιστορία συναντιόνται
με τον πιο επώδυνο τρόπο. Εξάλλου για τον Κάλας αλλά και για τον Ελύτη ίσχυε το
ρητό μήνυμα του Ελυάρ, ότι οι ποιητές επιβάλλεται να δείξουν ότι έχουν βυθιστεί
μέσα στην «κοινή ζωή» και εκφράζουν έτσι την «καρδιά της ανθρώπινης ολότητας»,
δηλαδή ν’ αποδείξουν ότι οι «λογής ελεφάντινοι πύργοι» απομένουν ακατοίκητοι
και ερειπωμένοι».
Αλλά
και ο αλεξανδρινός ποιητής, αν και μοναχικός στο ποιητικό του εργαστήρι, όπως
όλοι οι μεγάλοι ποιητές, αναγνωρίζεται ως οικουμενικός ποιητής, εμβαθύνοντας
στην ανθρώπινη περιπέτεια, τόσο ως προς την τραγικότητα της ύπαρξης του
ανθρώπου, όσο και ως προς τη συνάφειά του με τους ομοίους του.
Η αισθηματοποίηση του ιστορικού ποιήματος -
Η ειρωνεία – Η ιστορικότητα
Σπύρος Βρεττός
Το πλέον δραστικό ποιητικό περιβάλλον είναι για τον ποιητή το ιστορικό
περιβάλλον, που όντως το «δημιουργεί» και αυτό «χρόνια και χρόνια», κινούμενος
και εμπνεόμενος βασικά από «τον ίδιο χώρο», τα ελληνιστικά κυρίως χρόνια,
μπορούμε να πούμε τα εξής: Ο Καβάφης φτιάχνοντας το ιστορικό του ποίημα με όλα
τα ιστορικά «περιστατικά» που επέλεγε ως αναγκαίο του υλικό και με όλα τα
«πράγματα», δηλαδή τους ποιητικούς του τρόπους, ανακάλυπτε ίσως εκ των υστέρων
το «αίσθημα» που παρήγαγε το ποίημά του. Η ολοκλήρωση του ποιήματος γινόταν με
την «αισθηματοποίησή» του. Θεωρώ δηλαδή πως το αίσθημα ( συναίσθημα, συγκίνηση)
του ιστορικού του ποιήματος ίσως και να αμφέβαλε στην πορεία του και ο ίδιος ο ποιητής , καθόσον εγνώριζε ότι
τα μέσα που μετερχόταν ήταν πεζά και αντιποιητικά. Το αίσθημα παραγόταν από το
συνολικό ποίημα , όπως ακριβώς συμβαίνει
και στον αναγνώστη που θέλγεται βασικά από το σύνολο του ποιήματος και από την
ειρωνεία που το συγκολλάει.
Μα η
ειρωνεία του Καβάφη, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει, δεν είναι ένας από τους
ποιητικούς του τρόπους , δεν είναι ένα
από τα πράγματα που ο ποιητής βάζει μέσα στο ποίημα; Δεν
γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η ειρωνεία είναι αυτή που θα συγκολλήσει το κατά
κάποιο τρόπο, πολλές φορές, στεγνό αφηγούμενο ιστορικό περιστατικό; Άρα αφού το
γνωρίζει αυτός είναι που «
αισθηματοποιεί» το ποίημα.(...)
Εάν η ειρωνεία ήταν
σποραδική, εάν δηλαδή την έριχνε ο ποιητής ευκαιριακά μέσα στο ποίημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι
όντως ο ποιητής την χρησιμοποιούσε και
αυτήν ως μέσο για να βγάλει το ποίημα του αίσθημα. Όταν όμως ο ποιητής
εισέρχεται στις ιστορικές του πηγές όντας ειρωνικός , ακολούθως με το αυτό
ειρωνικό ένδυμα και βλέμμα εισέρχεται
και στο ποίημα. Εμφορούμενος από την ειρωνεία, την ξεχνάει σαν ποιητικό τρόπο,
αφού δεν είναι τρόπος αλλά παντεποπτικό βλέμμα.
Η ειρωνεία του είναι ένστικτο , ανάσα. Κι όπως ξεχνάει κανείς πως
ανασαίνει, αλλά ζει και κινείται, έτσι ξεχνάει και ο ποιητής τη δική του ανάσα,
αλλά γράφει.
Η ειρωνεία του Καβάφη, απ΄την άλλη μεριά,
ανατρέπει κατά κάποιο τρόπο τη σοβαρότητα της ιστορίας, ώστε η δική του
ποιητική ιστορία, το δικό του ποίημα να φανεί ακόμα πιο ισχυρό μέσα σε ένα
ματαιωμένο γενικότερο πλαίσιο. Γι’ αυτό το λόγο και ταιριάζει καλύτερα η
ειρωνεία του Καβάφη στο πλαίσιο της παρακμής και της κρίσης και γι’ αυτό το
λόγο αντλεί συνεχώς τα ιστορικά του θέματα από εκεί.
Τη φιλοσοφική του διάθεση
απέναντι στην ιστορία (όχι με την έννοια μιας φιλοσοφικής σκέψης και
παραίνεσης) την αποκαλύπτει ο Καβάφης στο ποίημα «Ο Δαρείος», όπου ειρωνεύεται
από την αρχή την ιστορικότητα του ποιήματος του και τις ιστορικές λεπτομέρειες
μέσω των οποίων καλείται ο ποιητής Φερνάζης (προσωπείο του Καβάφη) να γράψει
ένα επικό ποίημα. Γρήγορα λοιπόν και κουρασμένος από τις ιστορικές
λεπτομέρειες, ο ποιητής αντιπαραβάλλει σε αυτές τη φιλοσοφία («Αλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία»), η οποία και θα τον απασχολήσει μέχρι το τέλος του
ποιήματος:
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος του επικού ποιήματος του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου.
(Από αυτόν κατάγεται ο ένδοξός μας
βασιλεύς,
Ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ).
Αλλ’ εδώ χρειάζεται φιλοσοφία-
πρέπει ν’ αναλύσει τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος: ίσως υπεροψίαν και
μέθην
Βλέπουμε, λοιπόν, έναν Καβάφη που
διακόπτει την ιστορική του αφορμή όχι μόνο για να οδηγήσει το ποίημα προς άλλη
κατεύθυνση, αλλά και για να δείξει ότι, παρότι φαίνεται προσκολλημένος στις
ιστορικές του πηγές, μπορεί και συμπεριφέρεται απέναντι τους και αρκετά
«ανιστόρητα».