Για την υποστήριξη της ενότητας "
Θέατρο" στη Λογοτεχνία της Α΄Λυκείου
ΤΕΝΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
( 1911-1983)
Ο Τένεσι Ουίλιαμς, φιλολογικό ψευδώνυμο του Τόμας Λανιέ Ουίλιαμς, υπήρξε
ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς, μαζί με το
σύγχρονό του, Άρθουρ Μίλλερ. Θεωρήθηκε ο δημιουργός των κολασμένων ηρωίδων. Η
μεγαλύτερη αδελφή του Ρόουζ , «προβληματική , αλαφροΐσκιωτη και υπερευαίσθητη»
αλλά και οι συνεχείς καβγάδες των γονιών του στοιχειώνουν τα παιδικά του
χρόνια. Ο πατέρας του, με αδυναμία στο αλκοόλ και στις γυναίκες βρισκόταν
σε συνεχή σύγκρουση με την πουριτανή θρησκόληπτη μητέρα του, Εντουίνα,
που ήταν κόρη ιερέα. ( Τα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος
αναγνωρίζονται εύκολα στον « Γυάλινο κόσμο»)
Από
παιδί ήταν ιδιαίτερος, μοναχικός και εισέπραττε την σκληρότητα των συνομηλίκων
του για τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα που είχε αρχίσει να διαφαίνεται αλλά θα
συμμεριστεί και την αποστροφή της μητέρας του προς τον πατέρα του. Ο φόβος του
για τους ανθρώπους θα τον κατατρύχει όλη του τη ζωή.
Ο ίδιος
δηλώνει ότι το γράψιμο ήταν ήδη από τότε για αυτόν ένας τρόπος απόδρασης: « Στα
14 χρόνια μου, ανακάλυψα το γράψιμο ως φυγή από τον κόσμο της πραγματικότητας,
όπου ένιωθα τρομερά άβολα. Έγινε αμέσως το αναχωρητήριό μου, η σπηλιά μου, το
καταφύγιό μου», γράφει στον πρόλογο στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης» αργότερα. Το
πρώτο του βραβείο το κερδίζει στα 1927, στον διαγωνισμό του περιοδικού Smart με
θέμα «Can a wife be a good sport?», ενώ η κατάσταση στο σπίτι του
επιδεινώνεται. Η αδελφή του κλείνεται σε ίδρυμα και υποβάλλεται σε λοβοτομή.
Οι αποδράσεις από τη θλιβερή πραγματικότητα της οικογενείας του πραγματώνονται
μέσα από τα έργα που γράφει, αφού στους ήρωές του ακουμπά τη ζωή
του ολόκληρη.
Ο
θάνατος της αδελφής του, τον επηρέασε βαθύτατα · η φοβία του πως θα τρελαθεί, η
μοναξιά, το αλκοόλ, τα φάρμακα, η ψυχανάλυση , όλα ήταν συνέπειες της
επώδυνης ζωής που ζούσε.
Στις 24
Φεβρουαρίου 1983, στα 72 χρόνια του, πέθανε από ένα πώμα μπουκαλιού
από φάρμακα που σφηνώθηκε στον λαιμό του, ολομόναχος σ' ένα άξενο δωμάτιο
ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, της πόλης που τον ανέδειξε αλλά και τιμώρησε,
καταβροχθισμένος από τα θραύσματα του ραγισμένου κόσμου του. Πολλοί μίλησαν για
αυτοκτονία.
Ο ίδιος
επιθυμούσε να αποτεφρωθεί και να σκορπιστούν οι στάχτες του στον κόλπο του Μεξικού.
Παρ’ όλα αυτά, θάβεται στον οικογενειακό τάφο στο Σαιν Λούις, στην πόλη που
μισούσε.
Τα έργα
του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 30 γλώσσες, ενώ ανέβηκαν σε ιδιαίτερα
δημοφιλείς θατρικές παραστάσεις σε όλο τον κόσμο.
Γυάλινος κόσμος
Στο έργο
εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ η ζωή της οικογένειας
Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και
η κόρη Λώρα .
Ο
πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει για χρόνια κι εκείνοι ζουν σ' ένα δικό τους
"γυάλινο κόσμο".
Το
πλέον αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα , αντανακλά την Αμερική του '30 που
υπέφερε από τις συνέπειες του κραχ
Η μητέρα, μεγαλομανής, έχει έμμονη ιδέα με τα
παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της
"ξεπεσμένης καλλονής", ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του
συγγραφέα. Ταυτόχρονα, ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της,
ωστόσο η πραγματικότητα είναι σκληρή.
Η
Λώρα είναι μια εύθραυστη παρουσία, ανάπηρη στο
πόδι, φοβάται τον έξω κόσμο, προτιμώντας τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και
την συλλογή παλιών δίσκων γραμμοφώνου του πατέρα της .Τα γυάλινα
παιχνίδια της είναι ένα ασφαλές φανταστικό καταφύγιο.
Οι
συγκρούσεις του Τομ (που δουλεύει σε μια
χαμοδουλειά προκειμένου να συντηρήσει την οικογένεια του) με τη μητέρα
του φέρουν το κομμάτι εκείνο της ζωής του Τένεση Ουίλιαμς που αναλωνόταν
σε κάποιο εργοστάσιο παπουτσιών μέχρι να βρει το δρόμο του. Φέρουν όμως
το κομμάτι του κάθε ονειροπόλου που καταφεύγει στο σκοτάδι όταν το φως,
του απαγορεύει να ζήσει τα όνειρα του.
Ο πόθος του Τομ να αποδράσει λειτουργεί ενοχικά. Η Λώρα είναι εκείνη που τον
ισορροπεί, η μητέρα είναι εκείνη που απαιτεί: ο αδερφός οφείλει πρώτα να βρει
ένα γαμπρό για την αδερφή του και μετά να φύγει. Έτσι ο Τομ καλεί τον Τζιμ στο
σπίτι. Ολη η οικογένεια στρέφει την ελπίδα της στον Τζιμ,
έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ στο
παρελθόν η Λώρα.
Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι
επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Η έλευση του φίλου κάνει πανευτυχή την
Αμάντα. Η υπόσταση της λαμβάνει νόημα και πάλι. Όταν η Λώρα συνειδητοποιεί ότι
ο καλεσμένος είναι ο εφηβικός της έρωτας, φοβάται να παρουσιαστεί. Τούτο φυσικά
προκαλεί την άγρια αντίδραση της μητέρας. Ο Τομ αποκαλύπτει στον Τζιμ ότι
έβγαλε ναυτικό δελτίο για να φύγει αντί να πληρώσει το ρεύμα. Όταν τα φώτα
σβήνουν μένουν μόνοι τους ο Τζιμ και η Λώρα.
Τότε ο Τζιμ θυμάται τη Λώρα και τη
φλερτάρει, κάνοντας την να αισθανθεί για πρώτη φορά ευτυχισμένη και απαλλαγμένη
από τις φοβίες της. Όμως στο τέλος της αποκαλύπτει τον πραγματικό του έρωτα με
μια άλλη κοπέλα, που του έδωσε δύναμη να αλλάξει και να ξεπεράσει τις δικές του
φοβίες. Μετά από αυτό ο Τζιμ αποχωρεί αφήνοντας σύξυλη την Αμάντα και
απαρηγόρητη τη Λώρα. Η μητέρα κατηγορεί τον Τομ για την άγνοια του.
Το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση του ονείρου του Τομ
να δραπετεύσει, να ζήσει μια καινούργια ζωή. Η Λάουρα όμως μένει μέσα του για
πάντα….
Ο Γυάλινος
Κόσμος στην ουσία, περιγράφει την ίδια την οικογένεια του
συγγραφέα. Ο πατέρας του, μια αυστηρή πατριαρχική φιγούρα, τον θεωρούσε
ουσιαστικά "απόντα" λόγω της δουλειάς του. Ο Τομ του έργου
είναι ο ίδιος ο συγγραφέας (το πραγματικό μικρό όνομα του Ουίλλιαμς ήταν Τόμας),
η Αμάντα είναι η μητέρα του, μια αριστοκρατική γυναίκα, ωστόσο
υπερπροστατευτική, αλλά κυρίως έχει επηρεαστεί από την αδερφή του, Ρόουζ. Η
Ρόουζ είναι η έμπνευση για τη Λώρα, καθώς - όπως είπαμε - η ίδια έπασχε
από σχιζοφρένεια κι είχε υποβληθεί σε λοβοτομή, με αποτέλεσμα να μείνει σχεδόν
ανάπηρη για το υπόλοιπο της ζωής της.
Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μάριος Πλωρίτης,
"Οι χαρακτήρες του γυάλινου κόσμου δεν σβήνουν μαζί με το έργο.
Προεκτείνονται στα κατοπινά έργα του Ουίλλιαμς."
Ουσιαστικά σε όλα τα έργα του Ουίλλιαμς
υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας, μία βασική κατάσταση: ο άνθρωπος (η
γυναίκα κυριότατα), που ανήμπορος να πλάσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα
όνειρά του και μη αντέχοντας τη θλιβερότητά της, γλιστράει στη φαντασία για να
βρει μιαν υπνωτική λύτρωση."
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
ΤΖΙΜ
(
απευθύνεται στη Λώρα)
(Ξαφνικά.)
Νομίζω
ότι ξέρω το πρόβλημα σου: σύμπλεγμα κατωτερότητας! Τι είναι αυτό; Όταν δεν
εκτιμάς όσο πρέπει τον εαυτό σου. Το ξέρω γιατί το είχα κι εγώ. Αν και η
περίπτωση μου δεν ήτανε τόσο προχωρημένη όσο η δικιά σου. Το είχα κι εγώ, ώσπου
άρχισα μαθήματα για εκφωνητής, βελτίωσα τη φωνή μου, και κατάλαβα ότι έχω κλίση
στις Επιστήμες. Ως τότε νόμιζα ότι δεν μπορώ να διακριθώ σε κάτι, πως ήμουν
ανίκανος για ο,τιδήποτε! Βέβαια, δεν έχω μελετήσει και πολύ το ζήτημα, αλλά
ένας φίλος μου λέει ότι ξέρω να κάνω ψυχανάλυση καλύτερα κι από επαγγελματία
γιατρό. Δεν δέχομαι ότι αυτό είν' εντελώς αλήθεια, όμως πιστεύω ότι μπορώ να
ψυχολογήσω έναν άνθρωπο. (Βγάζει την τσίχλα του) Συγνώμη, αλλά την πετάω μόλις
φύγει η γεύση της. Θα την τυλίξω σ' αυτό το χαρτάκι. Ξέρω τι άσχημο είναι άμα
κολλάει στο παπούτσι. Ναι, αυτό είναι, νομίζω, το κυριότερο πρόβλημα σου: η
έλλειψη αυτοπεποίθησης! Κι αυτό που λέω το βασίζω σε όσα μου έχεις πει μέχρι
τώρα και στις δικές μου παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, εκείνος ο κρότος που
εσένα σου φαινότανε τόσο απαίσιος στο σχολείο. Η ίδια είπες ότι φοβόσουνα ως
και να μπεις στην τάξη. Και τι έκανες: Παράτησες το σχολείο, παράτησες τη
μόρφωση σου εξαιτίας ενός θορύβου που ήταν, κατά τη γνώμη μου, ανύπαρκτος!
Έχεις ένα ελάχιστο φυσικό ελάττωμα — κάτι που δεν φαίνεται καν, και η φαντασία
σου το έχει κάνει χιλιάδες φορές μεγαλύτερο! Άκου τη συμβουλή μου, ξέρω τι σου
λέω: σκέψου ότι σε κάτι υπερέχεις!...
...
Μη χειρότερα, Λώρα, κοίτα γύρω σου! Τι βλέπεις; Εκατομμύρια κοινοί άνθρωποι,
που όλοι τους γεννηθήκανε κι όλοι τους θα πεθάνουνε! Ποιος απ' αυτούς έχει έστω
και το ένα δέκατο απ' τα δικά σου χαρίσματα; Ή τα δικά μου; Ή οποιουδήποτε
άλλου; Καθένας έχει κάτι ξεχωριστό. Μερικοί έχουν πολλά. (Ασυναίσθητα
κοιτάζεται στον καθρέφτη.) Το παν είναι ν' ανακαλύψεις αυτό το ξεχωριστό που
έχεις εσύ! (Καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη, διορθώνει τη γραβάτα του.) Εγώ, λόγου
χάρη, έχω μια κλίση στην ηλεκτροδυναμική. Πάω σε μια νυχτερινή σχολή και
παρακολουθώ μαθήματα ραδιομηχανικής, και σκέψου, Λώρα, ότι αυτό το κάνω μετά τη
δουλειά στην αποθήκη, όπου έχω πολύ υπεύθυνη θέση. Κι εκτός απ' αυτή τη σχολή,
πάω και στη σχολή Εκφωνητών!...
...
Γιατί πιστεύω στο μέλλον της τηλεόρασης! (Στρέφει από τον καθρέφτη και την
ξανακοιτάζει) Θέλω να είμαι έτοιμος όταν θα πάρει τ' απάνω της η τηλεόραση —
γι' αυτό πρέπει να ξεκινήσω από τώρα. Έχω ήδη κάνει αρκετές γνωριμίες, και το
μόνο που μένει είναι ν' αρχίσει να λειτουργεί αυτή η νέα τεχνολογία. Οπότε,
εμπρός και φύγαμε! (Τα μάτια του αστράφτουν) Μόρφωση -Βζζζζίνννν! Λεφτά -
Βζζζζίνννν! Εξουσία - Βζζζζίνννν! Αυτή είναι η βάση της σύγχρονης Δημοκρατίας!
(Η έκφραση του είναι γεμάτη δύναμη και πειθώ.
(Η Λώρα τον κοιτάζει τόσο θαμπωμένη που ξεχνάει ως και τη δειλία
της. 0 Τζιμ ξαφνικά σκυθρωπιάζει.)
Με
νομίζεις για πολύ φαντασμένο, ε;
(….)
Η
τελευταία πράξη του έργου:
ΑΜΑΝΤΑ
Κάνε
λίγη υπομονή, και θα δεις. Κάτι που ξέθαψα απ' το παλιό μπαούλο! Άλλωστε, η
μόδα δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε... (Ανοίγει τις κουρτίνες.) Και τώρα
μπορείς να δεις τη μητέρα σου! (Φοράει ένα κοριτσίστικο φόρεμα, κιτρινωπό βουάλ
με γαλάζια, μεταξωτή ζώνη. Στα χέρια κρατάει ένα μπουκέτο νάρκισσους: ο θρύλος
της νιότης της αναβιώνει. Η Αμάντα μιλάει με πάθος.) Μ' αυτό το φόρεμα ήμουνα
στην πρώτη σειρά στην Εαρινή Παρέλαση, και μ' αυτό κέρδισα δυο φορές το βραβείο
χορού στο Σάνσετ Χιλ, και μ' αυτό πήγα στη χοροεσπερίδα του Κυβερνήτη Τζάκσον!
Να, έτσι λικνιζόμουνα στα σαλόνια του Κυβερνήτη! (Σηκώνει τη φούστα της και
κάνει μερικά χορευτικά βήματα στο δωμάτιο) Αυτό φορούσα και τις Κυριακές, όταν
ερχόντουσαν οι νεαροί καλεσμένοι μου! Αυτό φορούσα και την ημέρα που γνώρισα
τον πατέρα σου... Όλη εκείνη την άνοιξη υπέφερα από ελώδη πυρετό. Η αλλαγή του
κλίματος, από το ανατολικό Τεννεσσή στο Δέλτα του Μισισιπή - η μειωμένη μου
αντίσταση - είχα κάτι δέκατα συνέχεια...
ΑΜΑΝΤΑ
Δεν
νομίζω τίποτε. Καταλαβαίνω απλώς ότι
κάνεις
πράματα για τα οποία ντρέπεσαι
και
γι' αυτό παραφέρεσαι. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά,
ότι
κάθε βράδυ πας σινεμά. Κανείς δε γυρνάει κάθε νύχτα
στα
σινεμά. Δ εν υπάρχει άνθρωπος με σώας τα φρένας που να πηγαίνει
στο
σινεμά τόσο συχνά όσο λες ότι πήγαινες εσύ.
Και
εν πάση περιπτώσει, ο κόσμος δεν πάει σινεμά στις
δώδεκα
τα μεσάνυχτα, και τα σινεμά δεν σχολνάνε στις δύο το πρωί.
Γυρνάς
στο σπίτι τρικλίζοντας. Παραμιλάς σαν μανιασμένος!
Κι
ύστερα, με τρεις ώρες ύπνο όλες κι όλες, τσουπ,
μου
τρέχεις και στην αποθήκη. Ω, μπορώ να φανταστώ
τι
απόδοση θα έχεις εκεί μέσα, σε τέτοια χάλια.
ΤΟΜ
(Έξαλλος).
Ακριβώς, τα χάλια μου!
ΑΜΑΝΤΑ
Με
ποιο δικαίωμα παίζες κορόνα-γράμματα τη δουλειά σου και τη σιγουριά όλων μας,
μου λες;
Πώς
νομίζεις ότι θα τα βγάλουμε πέρα, αν μια ωραία πρωία...
ΤΟΜ
Άκου
εδώ! Νομίζεις πως εγώ τρελαίνομαι για
μια
αποθήκη παπουτσιών; Νομίζεις πως ερωτεύτηκα
τους
παπουτσήδες και το συνεταιρισμό τους;
Μπας
και σου πέρασε απ' το νου ότι θέλω να σπαταλήσω
πενήντα
πέντε χρόνια της ζωής μου σε μια φυλακή από σελοτέξ με
λάμπες
φθορίου; Καλύτερα να μου έλιωναν το κεφάλι με λοστό, παρά που τρέχω εκεί μες
στ' άγρια χαράματα.
Τρέχω
όμως...
Κάθε
πρωί που μου 'ρχεσαι τσιρίζοντας εκείνο το γαμημένο
«Φως
εκ νεκρών!» «Φως εκ νεκρών!» ξέρεις τι λέω μέσα μου;
«Ε,
ρε, τυχεροί που είναι οι νεκροί!». Όμως σηκώνομαι και τρέχω!
Για
εξήντα πέντε δολάρια το μήνα ξεπουλάω όλα όσα ονειρεύτηκα
να
κάνω κι ό,τι ονειρεύτηκα να γίνω στη ζωή μου!
Και
τολμάς να λες πως είμαι εγωιστής!
Αν
σκεφτόμουνα και τόσο δα τον εαυτό μου...
Θες
να τ' ακούσεις; Ε; Λοιπόν θα γινόμουν ό,τι έγινε κι ετούτος: καπνός!
(Ο Τομ σημαδεύει με το δάχτυλο τη φωτογραφία του πατέρα
του.)
TOM
θα
'χα πάρει δρόμο, μακριά, όσο πιο μακριά με 'βγαζαν
τα
καράβια και τα τρένα κι οι συγκοινωνίες της γης ολόκληρης!
Ο Τόμ κάνει να φύγει από δίπλα της. Η Αμάντα τον αρπάζει από το
μπράτσο.
ΤΟΜ
'Κάτω
τα χέρια σου, μάνα!
ΑΜΑΝΤΑ
Πού
πας;
ΤΟΜ
Σινεμά.
ΑΜΑΝΤΑ
Φύγε λοιπόν!
Πήγαινε στο φεγγάρι, εγωιστή, ονειροπαρμένε !
Ο Τομ προχωράει απειλητικά προς τη μικροκαμωμένη φιγούρα της
Αμάντας. Εκείνη πισωπατάει τρομαγμένη.
ΤΟΜ
Μάνα,
στα χασισοποτεία τρέχω! Ναι, γυρνάω σε καταγώγια,
σε
άντρα διεστραμμένων και φονιάδων!
Έχω
μπλέξει με τη συμμορία του Χόγκαν.
Τσεπώνω
τα λεφτά για να καθαρίζω τον κοσμάκη
και
κουβαλάω το πολυβόλο μου σε θήκη βιολιού. Είμαι ο αρχινταβατζής
όλων
των μπορντέλων, κάτω στο ποτάμι! Ο Φονιάς!
Ετσι
με φωνάζουνε! Ουίνγκφιλντ, ο Φονιάς!Διπλή ζωή κάνω, μάνα:
τη
μέρα στην αποθήκη, ένας απλός τίμιος υπάλληλος
κ'αι
τη νύχτα φίρμα, ο τσάρος του υποκόσμου! Καζίνα, μάνα...
τζόγος,
λέσχες, ρουλέτες που μου ξαφρίζουν πλούτη αμύθητα!
Σκεπάζω
το 'να μάτι με μαύρο καπάκι και κολλάω μουστάκια ψεύτικα...
Άσε
τις πράσινες φαβορίτες, όταν μου τη βιδώσει.
Τότε
γίνομαι ένας άλλος λεχρίτης, ονόματι Ελ Ντίάμπλο!
Μωρέ
θα μπορούσα να σου πω κι άλλα, να χάσεις τον ύπνο σου μια για πάντα! Οι εχθροί
μου το βαλαν σκοπό ν' ανατινάξουν με δυναμίτη ετούτο το ρημάδι. Κάποια νύχτα θα
μας εκσφενδονίσουν στον έβδομο ουρανό!
Εκεί
θα πλανιέμαι ευτυχής, μακάριος κι εσύ το ίδιο!
Θα
βρεθείς στα ύψη και θα πετάς πάνω από το Μπλου Μάουντεν καβάλα σ' ένα
σκουπόξυλο, παρέα με τους δεκαεφτά μνηστήρες σου! Ξεμωραμένη στρίγκλα! Τέρας
της φύσεως!
Ο Τομ κάνει ένα σωρό βίαιες, αδέξιες κινήσεις. Αρπάζει το παλτό
τον κι ορμάει προς την πόρτα ανοίγοντας τη διάπλατα. Οι γυναίκες τον παρακολουθούν
άφωνες. Καθώς πολεμάει να φορέσει το παλτό, ο Τομ μπερδεύει το χέρι τον στη
φόδρα τον παλτού.
Μένει για λίγο παγιδευμένος μες στο βαρύ ρούχο του. Μ' ένα
λυσσασμένο μουγκρητό τραβάει απότομα το χέρι τον ξηλώνοντας το μανίκι. Πετάει
μακριά του το παλτό, που πέφτει πάνω στη γυάλινη συλλογή της Λώρας…
Ήχος γυαλιών που γίνονται θρύψαλα.
Η Λώρα ουρλιάζει σαν λαβωμένη….
(Μουσική).
ΛΩΡΑ
(Ουρλιάζοντας.)
Τα ζωάκια μου!
Η Λώρα κρύβει το πρόσωπο της και γυρίζει αλλού το κεφάλι.
Όμως η Αμάντα μόλις και μετά βίας προσέχει τι συνέβη,
καθώς έχει μείνει εμβρόντητη μ' εκείνο το «τέρας της φύσεως». Ξαναβρίσκει τη
δύναμη να μιλήσει.
ΑΜΑΝΤΑ
(Με
φωνή φρικιαστική.) Δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω, αν δε ζητήσεις συγνώμη!
Η
Αμάντα πηγαίνει στις κουρτίνες και τις κλείνει πίσω της.
Ο Τομ μένει μόνος με τη Λώρα.
ΤΟΜ
Δεν πήγα στο
φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει
δύο τόπους... Μετά από λίγο καιρό μ’ έδιωξαν από τη δουλειά, γιατί έγραψα ένα
ποίημα πάνω σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σαιν Λούις. Κατέβηκα για
τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του
πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο
χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά
φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα
μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε,
κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι
μουσικής που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί... Μπορεί
να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και
να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια,
μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να
νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα... Αχ,
Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’
όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα
σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα
μου — κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά
σου. (Η Λώρα
γέρνει να σβήσει τα κεριά) Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές.
Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα! Αντίο, λοιπόν...
(Η
Λώρα σβήνει τα κεριά)
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
.
Μπαίνει
διακριτικά το μουσικό θέμα " Ο γυάλινος κόσμος".
Η
σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι.
ΠΗΓΕΣ
- Θ.Γραμματά, Τ.Μουδατσάκη,
Π.Τζαμαργιά. Χ.Δερμιτζάκη, «Στοιχεία Θεατρολογίας» ΟΕΔΒ
- Ε.Κανακάκη, «Ανθολόγιο θεατρικών
μονολόγων», εκδόσεις Θαλασσί, 2010
- Στάθη Δρομάζου, « Ξένο
Θέατρο», εκδόσεις Κέδρος, 1987
- Χριστίνα Κόκκοτα, «Θεατρικό
αναλόγιο», εκδόσεις Κέδρος, 2010