Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Η Κοσμολογία του Σολωμού στον Κρητικό ( Β μέρος )





2.       Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ


  •       Συμπάθεια, επικοινωνία, ενότητα των κοσμικών στοιχείων
  •     Το ομοούσιο ανθρώπου – φύσης – θείου, ως προς τις κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού
  •     Η  μυστηριακή διάσταση της φύσης και η θεία επιφάνεια


Ειδικότερα:
Η ενότητα όλων των στοιχείων που συνθέτουν το μυθικό Σύμπαν αποτελεί ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της σολωμικής κοσμολογίας και ανθρωπολογίας. Μέσα στο έργο του Σολωμού, η ενότητα αυτή παίρνει πολλαπλές εκφρά­σεις, που αντιστοιχούν σε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων και εκφραστικών μοτίβων. Τα θέματα αυτά θα μπορούσαν να αναχθούν, από την άποψη της βασικής ιδέας που πραγμα­τώνουν, σε τρεις γενικές κατηγορίες:
1.  Θέματα που εκφράζουν ρητά μια μορφή επικοινωνίας, σύνδεσης ή ενότητας ανάμεσα στα φυσικά στοιχεία (χαρα­κτηριστική η χρήση του ρήματος «δένω»: «γλυκά 'δεσε τη θά­λασσα και την ερμιά του βράχου»), σύνδεσης συμβολικής, όπως το καθρέφτισμα πολλών στοιχείων στη γαλήνια επιφάνεια της λίμνης ή της θάλασσας, ή σύνδεσης πραγματικής, όπως ο ύπνος της μέλισσας μέσα στον άγριο κρίνο. Στην ώριμη περίοδο (1833 κ.ε.) η σύνδεση αυτή εκδηλώνεται μέσ' από μια ισχυρή αμφίσημη ροπή «συμπάθειας», που αφενός συνι­στά ανεξάντλητη πηγή ευδαιμονίας, αφετέρου αντιμάχεται την ηθική ελευθερία του ήρωα («μόλις είν' έτσι δυνατός ο Έρω­τας κι ο Χάρος»).

2.                  Θέματα όπου η ενότητα ανθρώπου – φύσης – θείου εμφανίζεται ως έκφραση μιας βαθύτερης ποιοτικής συγγένειας ανάμεσά τους, πάνω στη βάση  του κάλλους και του αγαθού, που η αναγκαστική τους συνάρτηση  ( κάλλος = αγαθό )αποτελεί ένα από τα διακριτά γνωρίσματα του ελληνικού ανθρωπισμού

3.                  Θέματα που εκφράζουν τη μυστηριακή διάσταση της φύσης  ( « μυστήριο», « μυστικό», «απόκρυφο», «μάγια» ) και εισάγουν το θαύμα ως οικεία και καθημερινή εμπειρία. Το περιεχόμενο του θαύματος είναι η θεϊκή παρουσία μέσα στη φύση, η Θεία Επιφάνεια, που εγκοσμιώνει τις μεταφυσικές αξίες και εμφανίζει ένα ενιαίο μυθικό σύμπαν, όπου δεν ισχύει η διάκριση φυσικού – μεταφυσικού

2. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

(ποιήματα)

 Συμπάθεια, επικοινωνία, ενότητα των κοσμικών στοιχείων


ΛΑΜΠΡΟΣ (1824-26)

Στέκει στο παραθύρι ώς για να πάρει
 δροσιά στα σωθικά τα μαραμένα-
είναι νύχτα γλυκιά και το φεγγάρι
δεν βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα.
Περίσσια, μύρια, σ' όλη τους τη χάρη,
 λάμπουν άλλα μονάχα, άλλα δεμένα-
και τ' άστρα τ' ουρανού και τη γαλήνη
το πέλαο καθαρόστρωτο αναδίνει.
(ΑΕ20Α1-8,17Α28-35)

ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ (1833)
Σαν τ' αυλάκι στην πεδιάδα την ανθούσα πάει κρυφά λίγη παίρνοντας μοσκάδα, πολλή αφήνοντας δροσιά.
(ΑΕ 386 Β27-28,386 Α25-26)

ΤΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΤΟΥ 1833 ( Η ΤΡΙΧΑ )
Ω σάν τ' αυλάκι το γλυκό εις ανθηρή πεδιάδα
που τρέχει αφήνοντας δροσιά και παίρνοντας μοσκάδα.
(ΑΕ 331 Β13-15)
[και το ποταμάκι κι αυτό ακόμη το φτωχούλι]
που τρέχει ατάραχτο κι αυτό στην ανθηρή πεδιάδα αφήνοντας γλυκιά δροσιά, και παίρνοντας μοσκάδα.

Που τρέχει σιγανά κι αυτό στην ανθηρή πεδιάδα
και τρέχει αφήνοντας δροσιά και παίρνοντας μοσκάδα

Που κρυφοσέρνεται κι αυτό στην ανθηρή πεδιάδα κι αφήνοντας πολλή δροσιά και παίρνοντας μοσκάδα.
(ΑΕ 336 Β19-25)
Κι έπειτα κάποια είν' απ' αυτά σαν του νερού γαλήνη που ανθρώπους, δένδρα και νερά στον κόρφο του αναδίνει
(ΑΕ 349 Α5-6,339 Β23-24)
[Κι έπειτα κάποια είν' απ' αυτά]
που ανθρώπους, δέντρα και νερά στο κόρφο του αναδίνει και το λαμπρό τον ουρανό και το γλυκόν αέρα
(ΑΕ 347 Α6-7)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ (1833-1834)
Κ ι εσκίρτησε το πέλαγο σαν το χοχλιό που βράζει-και ξάφνου εγίνηκε παντού όλο ησυχία και πάστρα σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα.
(ΑΕ 365 Α31-33)
Σαν περιβόλι ευώδησε η νύχτα μ' όλα τ' άστρα σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα
(ΑΕ 363 Β5-6. 355 Α23-24)
Εκοίταξε τ' αστέρια κι εκείνα αναγάλλιασαν
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι αυτή στο γέλιο του ουρανού με γέλιο ανταπεκρίθη
και φλογισμένα και της έτρεμαν τα στήθη
και το χυτό τς ανάστημα ολόρθη αντισηκώνει από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνει και σήκωνε τα χέρια της π' αστράφτανε σαν κρίνοι δείχνοντας πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Τότε από φως μεσημερνό ο αέρας πλημμυρίζει κι η φύσις ήτανε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
(ΑΕ 372 Β14-23)
Σύγκαιρα εκείνη στ' ουρανού τον έρωτα απεκρίθη μ' έρωτα και ταπείνωση που τς έτρεμαν τα στήθη της. Εκοίταζε τ' αστέρια κι εκείνα αναγάλλιαζαν και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Η ωραία παρθένα στ' ουρανού τον έρωτα απεκρίθη μ' έρωτα που της έκανε να τρέμουν τα στήθη κι από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνει κυπαρισσένιο ανάστημα με χάρη αντισηκώνει και τόριχνε τα χέρια που αστράφτανε σαν κρίνοι κι ανάβρυσε καθ' ομορφιά και κάθε καλοσύνη.
(ΑΕ 373 Β1-10α)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, Β' (1834-1844)
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π' ολονυχτίς εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδισε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο-
(Απ. 1,217.2.3-8)

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

Πουλί, πουλάκι που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
ευτυχισμός α δέν είναι το θαύμα της φωνής σου
καλό στη γη δεν άνθισε, στον Ουρανό κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω πλέξιμο και να 'μαι και φθασμένος,
ακόμ' αφρέ μου να βαστάς και να 'μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου
(ΑΕ 504.1-12) 


ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥ - ΦΥΣΗΣ - ΘΕΙΟΥ
ως προς τις κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ( 1818 )

Άκου έν' όνειρο, ψυχή μου,
 και της ομορφιάς θεά·
 μου  εφαινότουν οπώς ήμουν
 μετ' εσένα μία νυχτιά.
……………………………



Εγώ τσό΄λεα: Πέστε, αστέρια,
 είν' κανέν' από τ' εσάς,
 που να λάμπει από 'κεί απάνου
 σαν τα μάτια της κυράς;
Πέστε αν είδατε ποτέ σας
σ' άλλη τέτοια ωραία μαλλιά
 τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
τέτοια αγγελική θωριά;
Τέτοιο σώμα ωραίον οπ' όποιος
 το κοιτάζει ευθύς ρωτά:
Αν είν' άγγελος εκείνος,
πώς δεν έχει τα φτερά;

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ (1823)
Α! το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή, και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη-
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός-φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γυρω σου είναι φως.
(Άπ. 1,86-87.94-95)


Η ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ (1833)

Εκοιτούσανε τα χέρια και το μέτωπο της νιας
οπου έτρεμαν τα λουλούδια τα λαμπρά της παρθενίας
(ΑΕ 384 Β10-11) 


ΚΡΗΤΙΚΟΣ (1833-34)
Κι ανεί τς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Τότε από φως μεσμερνό η νύχτα πλημμυρίζει, κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
(Απ. 1, 200.21.5-8)
Και σήκωνε τα χέρια της π' αστράφτανε σαν κρίνοι κι έδειχνε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
(ΑΕ 372 Β20-21)

Μην ίδετε την ηγαπώ την ομορφιά την πρώτη
 ο ήλιος οπού εσβήστηκε στα μάτια της αστράφτει
 και του μαγιάπριλου η πνοή μοσκοβολά σε δαύτη.
(ΑΕ 357 Α5-7)

ΕΙΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΑ ΦΡΑΙΖΕΡ (1849)
Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια, και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτους είπε:
«Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου κρίνους ο ήλιος έβγανε, χρυσό στεφάν' ο ήλιος, πράμα φτωχό θέλ' ήτανε για της ψυχής το πλούτος όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος.»
(ΑΕ 504.13-18)



Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΝΑΔΙ (1844)
Όνειρο ζωντανής ζωής στο μυστικό του αιθέρα
μου δειξε ατάραχη Μορφή, π' αν κι εφορούσε σκέπη,
έλαμπε σ' όλα θεϊκιά, και στην κορμοστασιά της.
Αλλά η θεά, που τώρα εμπρός μου εστήθη, θα ημπορέσει
ή Κόλαση ή Παράδεισο στα στήθη μου να στήσει,
τι αυτή 'ταν στην ψυχή μου κι είν' σαν στο κορμί ψυχή μου.
Γνώρισαν την αγνότητα του πόθου μας οι μέρες,
μέρες γεμάτες ήλιο, νύχτες μακριές αγάπης.
Κανείς ποτέ δεν το 'μαθε, κανείς δεν θα το μάθει.
Πηγή 'ταν που 'τρεξε κρυφά δίχως κανέναν ήχο.
Έργα και λόγια, στοχασμοί τρισεύγενοι κι ωραίοι,
μελωδικός ήταν ηχός με της Μορφής συνόμοιος,
και μες στο πλούτος ξάστερο ξαγνάντευες το βάθος,
όπως μες στα βαθιά νερά τον καθαρού πελάγου
την πέτρ' ακίνητη θωρείς με χλωρασιά ντυμένη.
Ανάβρυζ' απ' αυτήν ζωή κι εκύκλωνέ με μ' όση
δύναμη ζώνει τώρ' αυτήν το χέρι του θάνατου. 


Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ 
ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ



ΛΑΜΠΡΟΣ (1824- 1826 )

Στην κορυφή της θάλασσας πατώντας
 στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της
 'που στα βάθη τους μέσα ολόστρωτα όντας
 δεν έδειχναν το θείον ανάστημά της.

 Δίχως αύρα να πνέει, φεγγοβολώντας
 η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της
 συχνότρεμε, σα να 'χε επιθυμήσει
 τα ποδάρια τα θεία να της φιλήσει            ( Απ 1, 196, 32.1-8)


Κι από το κύμα το γαλάζιο βγαίνει
 στο γλυκό φως του φεγγαριού ντυμένη

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ( 1833- 1834 )

Δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι εχάρη,
εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκε'ιθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Εκοίταξε τ' αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.



στέκει στο πέλαο σαν αφρός χωρίς να το συγχύζει
κρίνος το ανάστημα που ομπρός στην Παναγιά μυρίζει
το λαμπρό φόρεμ' έτρεμε στη θαμαστή θωριά της
κι εκοίταζε τα Ουράνια σα νά 'τανε δικά της
για μια στιγμή τα κοίταξε κι αυτά [χαμογέλασαν]
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
και τέλος πάντων κατ' εμέ την κεφαλή της κλίνει
[την κοίταζα ο βαριόμοιρος], με κοίταζε κι εκείνη
έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω
αλλά δεν ήξερα το πού, το πότε να ερευνήσω
καν σε ναόν, ζωγραφιστή, καν…………..           ο λογισμός μου
καν στ' όνειρο όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου
αγρίκησα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου οπ' άρχισαν να τρέμουνε·
[δεν ήυρα] τη λαλιά μου το μάτι μου έτρεξε ρονιά κι ομπρός του δεν εθώρα κι έχασα εκείνο το γλυκό πρόσωπο για πολλή ώρα
όμως εκαταλάβαινα πως μ' έβλεπε στο νου μου
 καλύτερα από να θε πω με θλίψη του χειλιού μου
……………………………………………………..
βλέπετε μες στην άβυσσο, και στην καρδιά τ' ανθρώπου [εδάκρυσε η καλή] θεά στον πόνο της ψυχής μου και [κάτι κίνημ' έκαμε που μοιάζει] της καλής μου κι εχάθηκε και μ' έσταξε του δακρύου της ραντίδα στο χέρι [π' όσπρωξα σ' αυτή μόλις εγώ την είδα].
(ΑΕ 359 Β1-18,25-30)


 ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ Β' (1834-44)

Για  κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα
 και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα·
λούλουδα μύρια που καλούν χρυσό μελισσολόι
άσπρα γαλάζια, κόκκινα και κρύβουνε τη χλόη.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι πολύ βαθιά στη χτίση
 η ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η δύση
 κάποι από την ανατολή κι από τη δύση κάποι·
 καθ' ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι αγάπη.

Καλή 'ναι η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.


Χρυσ' όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν' αφήσει
το πέλαγο που επάτουνε χωρίς να το συγχύσει
………………………………………………………

Για να μου ξεμυστηρευθεί τα αινίγματα τα θεία.
Η όψη ομπρός μου φαίνεται και μες στη θάλασσ' όχι·
όμορφη ως είναι τ' όνειρο μ' όλα τα μάγια πόχει.
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι ομπρός του δεν εθώρα
 κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλη ώρα,
 π' άστραψε γέλιο αθάνατο, παιχνίδι της χαράς του
 στο φως της καλοσύνης του στο φως της ομορφιάς του.
Κι επότισέ μου την ψυχή που εχόρτασεν αμέσως
Κι έφυγε το χρυσό 'νειρο ως φεύγουν όλα τ' άλλα.


ΠΗΓΕΣ 

  • Ε.Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός , Ανθολόγιο Σολωμικής Ποίησης , Βουλή των Ελλήνων
  • Ε. Καψωμένος  ,Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων 
  • Μάκριτζ Πήτερ Διονύσιος Σολωμός, (μεταφρ. Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ), Καστανιώτης, Αθήνα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου