Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

"Tο θέατρο πάντα βρισκόταν στα χέρια των ποιητών"



 Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,
ΑΦΙΕΡΩΜΑ  μέρος Γ ' , Θέατρο




Ο Λόρκα οφείλει την παγκόσμια φήμη του κυ­ρίως στο θέατρό του, και ιδιαίτερα στα δράμα­τα: «Ματωμένος γάμος», «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα 'Αλμπα», που έγραψε τα τέσσε­ρα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αν δεν πέ­θαινε τόσο νωρίς, και αν, αφού επιβίωνε του εμ­φυλίου, δεν αυτοεξοριζόταν, όπως οι περισσότε­ροι φίλοι του, στην Αμερική, παρά σε κάποιο μεγάλο ευρωπαϊκό κέντρο, λ.χ. στο Παρίσι, σί­γουρα θα γινόταν ένας απ' τους σημαντικούς -ίσως- κι ο σημαντικότερος - δημιουργούς του «θεάτρου του παραλόγου» και μάλιστα του λυρικού παραλόγου, όπως μαρτυρούν τα μακρά και μεγάλα δείγματα του αυτού του είδους, τα γραμμένα στην περίοδο 1928 έως 1933.  

 Οι απόψεις του για το θέατρο φαίνονται καθαρά στην ομιλία του ίδιου του Φ. Γκαρθία Λόρκα στους ηθοποιούς της Μαδρίτης στην ειδική γι’ αυτούς παράσταση της «Γέρμα», 18 Μάρτη 1935.
«Ένα θέατρο ευαίσθητο και καλά προσανατολισμένο σ’ όλα τα είδη του, από την τραγωδία ως το κωμειδύλιο, μπορεί ν’ αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια την ευαισθησία του λαού· κ’ ένα θέατρο εξαρθρωμένο, που αντί να ’χει φτερά φοράει τσόκαρα, μπορεί να εξαχρειώσει και ν’ αποκοιμίσει ένα ολόκληρο έθνος. Το θέατρο είναι ένα σχολείο θρήνου και γέλιου κ’ ένα βήμα ελεύθερο όπου οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν ηθικά συστήματα παλιά ή με περιεχόμενο αμφίλογο και να εξηγούν με ζωντανά παραδείγματα, τους αιώνιους κανόνες που κυβερνάνε την ψυχή και το αίσθημα του ανθρώπου. Ένας λαός που δε βοηθάει και δεν υποστηρίζει το θέατρό του, αν δεν είναι νεκρός, είναι ετοιμοθάνατος, όπως και το θέατρο που δεν αποδίδει τον κοινωνικό παλμό, τον ιστορικό παλμό, το δράμα των ανθρώπων και το ειδικό χρώμα της πατρίδας και του πνεύματός της με το γέλιο ή με το δάκρυ, δεν έχει δικαίωμα να λέγεται Θέατρο».

«Το θέατρο είναι Τέχνη πάνω απ’ όλα. Τέχνη ευγενέστατη· κ’ εσείς αγαπητοί ηθοποιοί, καλλιτέχνες πάνω απ’ όλα. Καλλιτέχνες απ’ την κορφή ως τα νύχια, ιδιότητα που αποκτήσατε από αγάπη και κλίση ανεβαίνοντας στο γεμάτο από προσποίηση και πόνο κόσμο της σκηνής. Καλλιτέχνες επαγγελματίες μα και σπρωγμένοι από ανησυχίες. Σ’ όλα τα θέατρα απ’ το πιο φτωχικό ως το πιο μεγαλόπρεπο θα πρέπει να γραφτεί η λέξη Τέχνη στην αίθουσα και στα καμαρίνια. Γιατί αν δε γίνει αυτό, το μόνο που μένει είναι να βάλλουμε τη λέξη Εμπόριο ή κάποια άλλη που δεν τολμώ να πω. Και να σέβεστε την ιεραρχία, να ’χετε πειθαρχία, να κάνετε θυσίες και να νιώθετε αγάπη.»

Και πάλι ο Λόρκα από συνέντευξη στον Felipe Morales «Heraldo de Madrid»,8 Απριλίου 1936:

«Έχω μια προσωπική και κατά κάποιο τρόπο αγωνιστική αντίληψη για το θέατρο. Θέατρο είναι η ποίηση που βγαίνει από το βιβλίο και γίνεται κάτι το ανθρώπινο. Και τότε μιλάει και φωνάζει, κλαίει κι απελπίζεται. Το θέατρο απαιτεί απ’ τα πρόσωπα που βγαίνουν στη σκηνή να ’χουν «ένδυμα ποιητικό» και ταυτόχρονα ν’ αφήνουν να φαίνονται τα κόκαλά τους, το αίμα τους. Πρέπει να ’ναι τόσο ανθρώπινα, τόσο φρικτά τραγικά, προσκολλημένα στη ζωή και στο φως της μέρας με τόση δύναμη που ν’ αποκαλύπτουν τις προδοσίες τους, ν’ αναμετρούν τα βάσανά τους και ν’ αναβλύζει απ’ τα χείλη τους όλη η λεβεντιά που ’χουν τα γεμάτα αγάπη ή αηδία λόγια τους. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχιστεί, είν’ η επιβίωση των θεατρικών προσώπων που φτάνουν στη σκηνή στηριγμένα στα χέρια των δημιουργών τους. Είναι πρόσωπα κούφια, ολότελα άδεια· μέσα από το ύφασμα του γιλέκου τους δεν μπορείς να δεις παρά ένα σταματημένο ρολόι, ένα ψεύτικο κόκαλο ή ακαθαρσίες γάτας όπως στις παλιές σοφίτες. Σήμερα, στην Ισπανία, η πλειονότητα των συγγραφέων και των ηθοποιών κατέχει μια ενδιάμεση ζώνη. Γράφουν θέατρο για την πλατεία, περιφρονώντας τους εξώστες και τη γαλαρία. Το πιο θλιβερό πράμα στον κόσμο είναι να γράφεις για την πλατεία.»

Ας κάνουμε τώρα μια σύντομη περιήγηση στα πιο γνωστά θεατρικά του έργα:

      Τα μάγια της πεταλούδας  
κωμωδία σε δύο πράξεις κι έναν πρόλογο, 1919.

Σ' ένα χωριό κατσαριδών πέφτει μια μέρα απ' τον ουρανό, με σπασμένα τα φτερά, μια πετα­λούδα. Η πολύχρωμη παρουσία της αναστατώνει τους νέους του χωριού και πάνω απ' όλους τον Κατσαριδούλη, ένα νεαρό ποιητή που έχει κλη­ρονομήσει την τρέλα της ποίησης από πάππου προς πάππου. Η πεταλούδα όμως μένει ασυγκί­νητη απ' τις ποιητικές του εξάρσεις κι όταν μια μέρα, με τη φροντίδα των κατσαριδών, γίνεται καλά, ξαναγυρίζει στον ουρανό της, αφήνοντας τρελό από πόνο τον καημένο τον Κατσαριδούλη, που δεν μπορεί να την ακολουθήσει.
Δυο ενδιαφέροντα πρόσωπα του έργου είναι η «Κατσαρίδα νεκρομάντισσα», που μιλάει με τον πιο μακάβριο λυρισμό, κι ο «Σκορπιός», σύμβο­λο της πιο κακούργας αδηφαγίας. Άξιο μνείας είναι επίσης το χιούμορ που κάνει ο Λόρκα σε βάρος των ποιητών, όταν βάζει μια κατσαρίδα να λέει γι' αυτούς σε μιαν άλλη: «Αν περνούσε απ' το χέρι μου / θα τους έκαιγα όλους» και την άλλη να της απαντά: «Αυτό άσ' το στη λήθη». (Το έργο είναι γραμμένο όλο σε στίχους).
      

      Μαριάννα Πινέδα  
Λαϊκή μπαλάντα, σε τρεις πλακογραφίες, 1925.

Το έργο, γραμμένο σε στίχους, όπως και τα «Μάγια της πεταλούδας», αναφέρεται σε μια συ­νωμοσία που κάνουν οι φιλελεύθεροι του ισπα­νικού νότου ενάντια στο βασιλιά Φερδινάνδο τον 7ο, στις αρχές του 19ου αιώνα, και στη συμ­μετοχή της σ' αυτήν της γραναδίνας αρχοντο­πούλας Μαριάννας Πινέδα, φλογερής φιλελεύ­θερης και ερωτευμένης με τον Δον Πέδρο, τον αρχηγό των συνωμοτών. Η συνομωσία ανακαλύ­πτεται, η Μαριάννα συλλαμβάνεται απ' την αστυνομία που την πιέζει να μαρτυρήσει τα ονό­ματα των πρωτεργατών, αλλιώς θα καταδικαστεί σε θάνατο, κι ο Δον Πέδρο αναγκάζεται να κα­ταφύγει στην Αγγλία - προκειμένου να επανέλ­θει μια μέρα δριμύτερος - αν και ξέρει το δίλημ­μα της αγαπημένης του. Τελικά η Μαριάννα, που τις τελευταίες της στιγμές άλλοτε βλέπει τη λευτεριά σαν αντίζηλο κι άλλοτε ταυτίζεται μαζί της, προτιμάει να πεθάνει παρά να προδώσει τους συντρόφους της και τις ιδέες της.
    
     Η θαυμαστή μπαλωματού  
Φάρσα βίαιη, σε δυο πράξεις κι έναν πρόλογο, 1930.

«Η θαυμαστή μπαλωματού» είναι η γυναίκα ενός τσαγκάρη που άτολμος και υποχωρητικός από χαρακτήρα παντρεύεται στα πενήντα του χρόνια, επειδή ως τώρα φοβόταν τις γυναίκες και το γάμο. Η κοπέλα όμως που παίρνει για σύντροφο της ζωής του, μια δεκαοχτάχρονη και καλοφτιαγμένη χωριατοπούλα, είναι το άκρως αντίθετο του: ζωηρή και κοινωνική, ιδιαίτερα όταν νταραβερίζεται με τους άντρες, φτάνει στην πιο άγρια επιθετικότητα όταν πρόκειται να διεκ­δικήσει τα δικαιώματα της. Αποτέλεσμα: ο φου­καράς ο τσαγκάρης, με τον οποίο έρχεται σε προστριβή κάθε μέρα, παίρνει των ομματίων του, εγκαταλείποντας την, ενώ το χωριό, ιδιαίτε­ρα οι γυναίκες, τα βάζει μ' εκείνην γι' αυτή την εγκατάλειψη.
Ύστερα από καιρό, κι ενώ «Η θαυμαστή μπαλωματού» έχει μετανιώσει για τη συμπεριφορά της απέναντι στον άντρα της - απόδειξη πως έχει μετατρέψει το τσαγκαράδικο σε πανδοχείο για να επιζήσει - ένας περαστικός κουκλοθεατρο-παίχτης δίνει μια παράσταση στο πανδοχείο, σχετική με το αταίριαστο ζευγάρι, και στο τέλος της παράστασης, αφού βεβαιωθεί για το μετάνιωμα της μπαλωματούς, της αποκαλύπτει πως είναι ο τσαγκάρης μεταμφιεσμένος, και ζουν αυ­τοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
      

Γέρμα  
Ποίημα τραγικό σε τρεις πράξεις κι έξι εικόνες, 1934

Στη «Γέρμα» (η λέξη στα ισπανικά σημαί­νει «στείρα» εδώ όμως παρουσιάζεται ως όνο­μα), το δράμα τη άτεκνης οξύνεται απ' την αντί­θεση ανάμεσα σ' έναν καλόβολο και νοικοκύρη άντρα, που δεν είχε πολλές απαιτήσεις απ' τη ζωή, και μιαν ανήσυχη και υπερσυναισθηματική γυναίκα. Στο τέλος, σε κάποια στιγμή που η  Γέρμα μόλις έχει μάθει πως ο αίτιος που δεν κάνει  παιδί, ενώ το θέλει μ' όλη τη δύναμη της ψυχής της, είναι εκείνος, κι εκείνος ανίδεος της  ζητάει  με χάδια και φιλιά να κάνουν  έρωτα , η Γέρμα μανιασμένη τον στραγγαλίζει. Μια Γέρμα «μαραμένη» και άκαρπη. Στερημένη απ’ τη χαρά της μητρότητας,  τη συντροφικότητα, τον έρωτα. Μια Γέρμα που  την ώρα που σκοτώνει τον «άντρα» της, την ίδια ώρα σκοτώνει  τη Γυναίκα και τη Μάνα μέσα της…

       Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα 
Δράμα γυναίκας της Ισπανίας, 1936.

Σ' αυτό το θεατρικό έργο, που είναι το τελευταίο του, ο Λόρκα απομακρύνεται περισσότερο απ' τον υπερρεαλισμό περιορίζοντας στο ελάχιστο (σε 20 το πολύ στίχους) τις έμμετρες λυρικές παρεμβολές, ενώ καταργεί τις συμβολικές φιγούρες  (φεγγάρι, θάνατος, κλπ.), και αρκείται στη ποίηση που έχει ο πεζός λόγος. 
Η ηρωίδα του έργου είναι μια  σκληροτράχηλη εξηντάρα που έχει επιβάλλει στις κόρες της, ανύπαντρες όλες, την πιο αβάσταχτη κλεισούρα. Τις νύχτες όμως με το φεγγάρι, ξαγρυπνούν οι πόθοι, σαλεύουν οι αισθήσεις, δονείται το σπίτι στο άκουσμα της κιθάρας, απ' τους ερωτικούς αναστεναγμούς.
 Το δράμα ξεσπάει, όταν κάποτε αρραβωνιάζεται η μεγάλη κόρη κι ο μορφονιός αρραβωνιαστικός γίνεται το μήλο της έριδος ανάμεσα σ' όλες τις αδελφές. Η πιο μικρή και πιο επαναστάτρια απ' όλες κοιμάται μια νύχτα μαζί του, το πράγμα μαθαίνεται, η Μπερνάρντα σκοτώνει τον υποψήφιο γαμπρό της, κι η μικρή κόρη, που τον αγαπάει τρελά, αυτοκτονεί.

(Ο Λόρκα, σύμφω­να με μαρτυρίες φίλων, είχε τελειώσει απ' το 1927 τη «Θυσία της Ιφιγένειας», και έγραφε ακό­μα έως λίγο πριν απ' το θάνατο του την «Κατα­στροφή των Σοδόμων» που θα αποτελούσε τρι­λογία με το «Ματωμένο γάμο» και τη «Γέρμα». Δυστυχώς όμως και των δύο δεν βρέθηκαν ποτέ τα χειρόγραφα.)

Ματωμένος γάμος  
Τραγωδία σε τρεις πράξεις κι εφτά εικόνες, 1933

Σ' αυτό το έργο, που το εμπνεύστηκε απ' την ειδησεογραφία των εφημερίδων, ο Λόρκα κάνει στροφή 180 μοιρών, εγκαταλείποντας για την υπόλοιπη σύντομη ζωή του - μόλις τριών χρόνων - το υπερρεαλιστικό θέατρο και περνώντας μέσα απ' το κόσκινο της λυρικοδραματικής του ποίη­σης, πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για ένα γάμο που γίνεται από συνοικέσιο ανάμεσα σ' ένα παλικάρι εργατικό, τίμιο κι υπάκουο στη χήρα μάνα του, και σε μια κοπέλα με ασυνήθιστες για χωριατοπούλα ευαισθησίες και εξάρσεις. Λίγο μετά την επιστροφή της γαμήλιας πομπής απ' την εκκλησία η κοπέλα κλέβεται μ' ένα άλλο παλικά­ρι, αντίποδα του γαμπρού ως προς τη φρονιμάδα, που παλιά την είχε ζητήσει κι εκείνο σε γά­μο, μα ύστερα από λίγες μέρες αρραβώνων ο γά­μος ματαιώθηκε όχι από υπαιτιότητα της κοπέ­λας. Το κλεμμένο ζευγάρι που φεύγει καβάλα στη φοράδα του πρώην αρραβωνιαστικού, τ' ακολουθεί πάνω στο δικό του άλογο ο γαμπρός κι όταν, όπως είναι φυσικό, τους προλαβαίνει, ακολουθεί συμπλοκή στην οποία σκοτώνονται και τα δυο παλικάρια.
Ας σημειωθεί πως τις δυο οικογένειες, του γαμπρού και του πρώην αρραβωνιαστικού, τις χωρίζει παλιά κι εξοντωτική βεντέτα.

Ο ίδιος ο Λόρκα είπε για το έργο αυτό σε συνέντευξη στην εφημερίδα της Μαδρίτης «Critica», 9 Απριλίου 1933.

«Ποτέ πια δραματικό έργο, με το μετρικό σφυροκόπημα απ’ την πρώτη ίσαμε την τελευταία σκηνή. Η ελεύθερη και σκληρή πρόζα μπορεί να φτάσει σε ψηλό επίπεδο έκφρασης επιτρέποντάς μας μια εκτόνωση, που ’ναι αδύνατο να επιτευχθεί μέσα στην ακαμψία της μετρικής. Φτάνει σε καλή ώρα η ποίηση, σ’ αυτές ακριβώς τις στιγμές, που η διάχυση και η φρενίτιδα της δράσης το απαιτούν. Μα ποτέ σ’ άλλη στιγμή.
Σύμφωνα μ’ αυτό τον κανόνα, βλέπετε στο «Ματωμένο γάμο», μέχρι την επιθαλάμια σκηνή, την ποίηση να μην κάνει την εμφάνισή της με την αναγκαία ένταση και ευρύτητα ενώ, αντίθετα, δεν παύει να κυριαρχεί πάνω στη σκηνή, στην εικόνα του δάσους, και σ’ αυτή που κλείνει το έργο.
Ποια σκηνή σε ικανοποιεί περισσότερο στο «Ματωμένο γάμο» Φεντερίκο;
—Αυτή που παρεμβαίνουν το Φεγγάρι κι ο Θάνατος σαν στοιχεία και σύμβολα του μοιραίου. Ο ρεαλισμός που παρακολουθεί αυτή τη στιγμή την τραγωδία, σπάει κ’ εξαφανίζεται για να δώσει θέση στην ποιητική φαντασία όπου είναι φυσικό να αισθάνομαι σαν το ψάρι στο νερό.»


 Ας δούμε, κλείνοντας, την αγαπημένη του Λόρκα σκηνή από το έργο:


Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ



(Οι ξυλοκόποι φεύγουν. Παρουσιάζεται από τ' αριστερά το φεγγάρι μέσα απo πανδαισία  φωτός. Είναι ένας ξυλοκόπος νέος με πρόσωπο άσπρο.
Η σκηνή λούζεται σε
μια γαλάζια ακτινοβολία πολύ έντονη).

ΦΕΓΓΑΡΙ:
         Είμαι ο στρογγυλός κύκλος του ποταμού,
         το μάτι των μητροπόλεων
         το χλωμό φέγγος μεσ' τις φυλλωσιές.
         Δεν θα ξεφύγουν!
         Ποιός κρύβεται;
         Ποιός κλαίει μ' αναφιλητά
         μέσα στους θάμνους της κοιλάδας;
         Το φεγγάρι,
         αφήνει στον αέρα ένα μαχαίρι,
         που σαν παγίδα από μολύβι
         αποζητάει να γίνει πόνος στο αίμα.
         Αφήστε με να μπω!
         Φθάνω!
         Παγώνω παράθυρα και τοίχους!
         Στέγες και κόρφοι ανοίχτε,
         να ζεσταθώ μέσα σας!
         Κρυώνω!
         Οι στάχτες απ' τα νυσταγμένα μου μέταλλα
         ψάχνουν να βρουν της φωτιάς,
         σε δρόμους μέσα και σε λόφους.
         Πάνω στη ράχη μου από ίασπη,
         το χιόνι με μεταφέρει
         και με πνίγουν σκληρά και παγερά,
         τα νερά που λιμνάζουν.
         Ω, ναι, θα χυθεί απόψε,
         στα μάγουλά μου,
         και στις καλαμιές που λυγούν
         κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου,
         αίμα κατακόκκινο.
         Πουθενά να μην πέσει σκιά,
         ούτε άνοιγμα στα δένδρα,
         γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουν!
          Θέλω να μπω σ΄ένα κόρφο
         και να ζεσταθώ εκεί μέσα!
         Ζητάω μια καρδιά!
         Για μένα μια καρδιά ζεστή!
         Που θα απλωθεί πάνω στου στήθους μου τα βουνά.
         Αφήστε με να μπω!
         Ω, αφήστε με! Αφήστε με!

(απευθύνεται στα κλαδιά)

         Όχι! Δεν θέλω σκιά καμιά!
         Πρέπει να φθάνουν οι αχτίδες μου παντού,
         Ακόμα κι ως μέσα στους σκοτεινούς κορμούς
         θέλω να ψιθυρίζει η λάμψη.
         Κι έτσι, θα έχω απόψε,
         στα μάγουλά μου
         και στις καλαμιές που λυγούν
         κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου,
         αίμα γλυκό.














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου