Την Τρίτη 21 Ιουνίου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη ένα βιβλίο-αναφορά στον μεγάλο ποιητή μας Μανώλη Αναγνωστάκη με τίτλο "Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά".
Πρόκειται για ένα εγκόλπιο βιοπορείας και θέσεων του ολιγογράφου ποιητή, που έφυγε από τη ζωή το 2005. Μια αυτοπροσωπογραφία 99 σελίδων σε μονόλογο, στηριζόμενη σε συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη στον τότε «άγνωστο δημοσιογράφο, με ανεκδήλωτες ακόμη λογοτεχνικές τάσεις» Μισέλ Φάις. Χρειάστηκαν δύο επισκέψεις στο σπίτι του ποιητή, στην Πεύκη, στις 4 και 9 Νοεμβρίου 1992.
Την έκδοση την προλογίζει ο δημοσιογράφος και ποιητής Παντελής Μπουκάλας και το επίμετρο ανήκει δικαιωματικά στον Μισέλ Φάις.
Στο βιβλίο «ακούει» κανείς τον ποιητή να σχολιάζει µε ειρωνεία αλλά και επιείκεια, τις αδυναµίες των πλέον προβεβληµένων ποιητών όπως και την παθολογία της Αριστεράς. Ειδικότερα όμως για τον σημερινό αναγνώστη που αμφισβητεί ή και απορρίπτει τους πολιτικούς, το πιο ενδιαφέρον σε τούτη την εξομολόγηση είναι ίσως ο τρόπος µε τον οποίο ο Αναγνωστάκης συσχετίζει την πολιτική µε την ηθική, καθώς και το προσωπικό του παράδειγμα για το τι σηµαίνει πολιτική στην κουλτούρα και κουλτούρα στην πολιτική.
Εξαιρετικό βιβλίο!
Ξεχώρισα μερικά απ’ όσα διάβασα:
Ο πρόλογος από τον Παντελή Μπουκάλα:
«Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα»
1925-2005, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, Ιατρική, Αντίσταση — Εμφύλιος — καταδίκη σε θάνατο για «παράνομη πολιτική δράση» — συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα — διαρκής πολιτική παρουσία στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, ποίηση και κριτικό δοκίμιο: σ' αυτές τις λέξεις-σήματα, μαζί και στο αχώριστο για τον ίδιο ζεύγος ηθική-πολιτική, θα εδραζόταν πιθανόν όποιος ήθελε να συνοψίσει τον βίο του Μανόλη Αναγνωστάκη, αν βέβαια συνοψίζεται ο βίος ενός ανθρώπου, και μάλιστα ενός ανθρώπου που, ανακεφαλαιώνοντας ο ίδιος την πορεία του και τη διαρκή αίρεση της, παρέδωσε το πόρισμα-παράδειγμα: «Γηράσκω αεί αναθεωρών».(…)
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν υπήρξε σπουδαία επειδή, και μόνο, υπήρξε αριστερή, και μάλιστα αιρετική (πάντως όχι «της ήττας», αυτό το αποσαφηνίζει ο ίδιος και στη συνέντευξη του που ακολουθεί). Η αξία της δεν είναι εξ αντανακλάσεως ή δοτή, δεν είναι δάνειο από το υψηλό ιδεολογικό του φρόνημα. Οι λέξεις του δεν σκιάστηκαν και δεν χειραγωγήθηκαν από κάποιας μορφής εξωλογοτεχνικό χρέος, και οι ρυθμοί του δεν αναχαιτίστηκαν από κάποια δεσποτική πολιτική δέσμευση ή οφειλή. (…..)
«Αμέτοχος και ουδέτερος παρατηρητής» δεν έμεινε ποτέ ο Αναγνωστάκης. Την τέχνη του πολίτη, την τέχνη του πολίτη-ποιητή, την άσκησε διά βίου, εν λόγω και έργω. Τα ποιήματα του δεν προορίζονταν να υπάρξουν σε κλειστά δωμάτια και να εξατμιστούν εκεί. Ο άνθρωπος που τα 'φτιαξε, με γλώσσα χυμώδη μέσα στην οικονομία της, δεν τα υποδύθηκε. Τα λειτούργησε. Και τα παρέδωσε σαν δοκίμια ηθικής («ύστερα από τον Καβάφη, κανένας άλλος ποιητής δεν αποδείχθηκε τόσο βαθιά και επίμονα μοραλιστής όσο ο Αναγνωστάκης», σημείωνε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης στο βιβλίο του Ποιητική και πολιτική ηθική), όχι σαν το «κάτι άλλο» του εαυτού του, κάτι το εξωτερικό και τυχαίο, παρά σαν πάθος από το πάθος του.
Και ο Αναγνωστάκης αυτοβιογραφείται:
ΕΙΜΑΙ ΑΡΙΣΤΟΡΟΧΕΙΡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ...
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1925, τον Μάρτιο, στις 9 Μαρτίου. Η οικογένεια μου κατάγεται από την Κρήτη και ήρθαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Τα παιδικά μου χρόνια υπήρξαν καλά, αρκετά καλά. Τα πρώτα βιβλία που διάβασα, πολύ μικρός, ήταν τα παιδικά του Δημητράκου και του Ελευθερουδάκη — περίφημα βιβλία της εποχής.
Μεγάλωσα όπως μεγαλώνουν όλα τα παιδιά στις αστικές οικογένειες. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν διαφορετική. Μικρότερη βέβαια, απλωμένη όμως, απλωμένη, με πολλούς ανθρώπους διαφόρων κατηγοριών. Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι – πολλοί/
Ήταν συνονθύλευμα η Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη. Ζούσαμε σε μια συνοικία Εβραίων. Θυμάμαι πως δεν με παίζαν, δεν με παίζαν γιατί δεν ήμουν Εβραίος — είναι μία μορφή ρατσισμού κι αυτή.
Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Δεν ήταν διανοούμενος, είχε όμως μανία με το διάβασμα, μανία μεγάλη. Και ήθελε να μορφωθώ πολύ καλά, εγώ κι οι αδερφές μου. Μας έφερνε πολλά βιβλία στο σπίτι, παιδικά βέβαια. Σιγά σιγά άρχισα να διαβάζω. Περισσότερο μετά από τον πόλεμο, σε ηλικία δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρονών.
Τότε έγραψα και τα πρώτα μου ποιήματα. Δεν μπορώ να πω ότι με επηρέασε κανένας(….)
Επειδή δεν γράφω συχνά, δεν υπάρχει κανένα παρασκήνιο στη συγγραφική μου δραστηριότητα. Δηλαδή δεν κρατώ σημειώσεις, ούτε ημερολόγια. Τα τελευταία χρόνια γράφω με τη γραφομηχανή μονάχα, αποκλειστικά με τη γραφομηχανή, γιατί δυσκολεύομαι πάρα πολύ να γράψω με το χέρι. Φαίνεται, ας κάνουμε λίγο χιούμορ εδώ, ότι υπήρξα ένας αριστερόχειρ manque. Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Όλα τα κάνω με το αριστερό χέρι. Εκτός από το γράψιμο, γιατί φαίνεται,μικρός όταν ήμουν, μου επέβαλαν να γράφω με το δεξί. Δεν μπορώ να γράψω εύκολα λοιπόν με το δεξί. Με το αριστερό καθόλου. Και, τώρα ιδίως που αρρώστησα, με το δεξί μου χέρι απλά χαράσσω. δεν μπορώ να γράψω καλά. Αναγκαστικά λοιπόν καταφεύγω στη γραφομηχανή.-Γράφω εκεί πέρα με τα δυο δάχτυλα το κείμενο και το βλέπω σαν τυπωμένο. Πάλι καλά.
Τα ποιήματα μου δεν τα διορθώνω πολύ, όπως έρχονται τα γράφω. Κάνω μια ελαφριά διόρθωση, μερικές λέξεις, μερικές φράσεις ή τα εγκαταλείπω τελείως. Η εγκατάλειψη ενός ποιήματος σημαίνει ότι αυτό το ποίημα δεν μου αρέσει καθόλου. Το αφήνω τελείως. Έτσι στο αρχείο μου, ας πούμε, στο συρτάρι μου, δεν θα βρει κανείς ποιήματα μισοτελειωμένα ή ατελείωτα, δεν θα βρει τίποτα. Δεν υπάρχουν ποιήματα μου αδημοσίευτα. (….)
Το '71 ουσιαστικά σταματάει η ποιητική μου παραγωγή. Δεν γράφω καθόλου ποιήματα. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ποιήματα, καθόλου. Συνεχίζω όμως εντατικά την πνευματική μου προσφορά με δοκίμια, με άρθρα, με ορισμένες μελέτες, με πολιτική δράση — αυτό που εγώ θεωρώ δημόσια παρέμβαση.(….)
Κατά καιρούς μ' έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα ατό μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι' αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί «ποίησης της ήττας» και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή , τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνέχεια ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής (….)
Δεν ξέρω, μου φαίνεται δύσκολο να γράψει ποίηση ένας άνθρωπος σε μεγάλη ηλικία, όταν περνάνε από το φίλτρο του μυαλού του η εμπειρία, όλες οι σκέψεις του, όλα αυτά όταν περνάνε, δεν μπορεί. Θέλει αυθορμητισμό, θέλει κάτι έξω από τον εαυτό σου η ποίηση, και το λέω εγώ που από νέος έγραφα ποιήματα αυτοστοχαζόμενα και ποιήματα εγκεφαλικά. Έτσι είναι η ποίηση η πραγματική.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σταμάτησα κι εγώ νωρίς, έκοψα με την ποίηση. Σταμάτησα πολύ νωρίς διότι, όταν έρχεται η εμπειρία, όταν έρχονται οι ρυτίδες, η φλέβα, η ποιητική φλέβα στομώνει, στεγνώνει. Αυτά μπορούν να εκφραστούν διαφορετικά. Δηλαδή, ο πεζογράφος τα γράφει καλύτερα όσο ωριμάζει, σιτεύει το μυαλό του. Ένα μικρό παιδί, δεκαοχτώ χρονών, δεν μπορεί να είναι πεζογράφος. Ο ποιητής μπορεί να είναι δεκαοχτώ χρονών και να είναι ένας μεγάλος ποιητής, να έχει όραμα. Προσωπικά θεωρώ τη νεότητα μεγάλο προτέρημα στην ποίηση, πολύ μεγάλο προτέρημα.
Από το επίμετρο του Μισέλ Φάις:
Ο ανά χείρας μονόλογος προέκυψε από μια μαγνητοφωνημένη συνομιλία που είχα με τον Μανόλη Αναγνωστάκη στο σπίτι του, στην Πεύκη, μοιρασμένη σε δύο επισκέψεις (4 και 9 Νοεμβρίου του 1992). Οι ερωτήσεις μου απαλείφθηκαν, ώστε τελικά να διαμορφωθεί ένα ρέον και απρόσκοπτο κείμενο.(…)
Με υποδέχτηκε η Νόρα Αναγνωστάκη. Ο Αναγνωστάκης καθόταν μπροστά στην τηλεόραση. Ήταν η εποχή που σπανίως έβγαινε από το σπίτι. «Τι έχουμε να πούμε;» με ρώτησε σαν να φυλλομετρούσε στίχους από τα χαμηλόφωνα, πικρά, γραμμένα μονοκονδυλιά ποιήματα της ωριμότητας του. Η κυρία Αναγνωστάκη μας οδήγησε στο γραφείο του. Λιτές βιβλιοθήκες, ξέχειλες από βιβλία και φακέλους. Του ζήτησα να τον φωτογραφίσω πριν αρχίσω να τον μαγνητοφωνώ(...)
Η παρούσα αφήγηση ανακεφαλαιώνει, αδρές γραμμές, τα πεπραγμένα του ολιγογράφου ποιητή εντός και εκτός σελίδας. Διασώζοντας το άρωμα της προφορικής εξομολόγησης, στο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά» παρεισφρέουν γνωστές, λιγότερο γνωστές και άγνωστες λεπτομέρειες της ποιητικής, πολιτικής και βιογραφικής διαδρομής του.
Η επίμονη αίσθηση μου και τότε και τώρα (έξι χρόνια από τον θάνατο του και δεκαεννέα από την αποτύπωση της φωνής του) είναι ότι στον άνθρωπο που είχα απέναντι μου το γεγονός (όσο τραυματικό ή κακοφορμισμένο κι αν είναι) έχει ένα προβάδισμα, ένα αίσθημα υπεροχής από την ανάκληση του, από την ανάμνηση. Και επαγωγικά η ζωή (όσο μίζερη, άδικη ή ζοφερή κι αν είναι) είναι πιο γενναία, πιο θαλερή, πιο σαγηνευτική από την αναπαράσταση της ή από την ερμηνεία της — ποιητικά) ή πολιτικώ τω τρόπω.
(….)
Γι' αυτό ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας σατιρικός λυρικός της διάψευσης (όχι «της ήττας»), ένας σωματικός ποιητής της πολιτικής πράξης" γι' αυτό σιώπησε όταν γύρω του όλα προέβαλλαν αβάσταχτα νικηφόρα, αβάσταχτα αυτοεπιβεβαιωμένα, αβάσταχτα λαλίστατα — αβάσταχτα ξένα της σαρκός που λαχταρά και θυμάται.
Να γνωρίσουμε λίγο τους συντελεστές του βιβλίου:
Μισέλ Φάις
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μισέλ Φάις, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Κομοτηνή την Πρωταπριλιά του 1957.Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας (εφημ. "Ελευθεροτυπία", περ. "Ithaca",κ.α.) και ως επιμελητής εκδόσεων σε διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Το μυθιστόρημά του Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου μεταφέρθηκε επί σκηνής από τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα Κομοτηνής και Πατρών. Η συλλογή διηγημάτων Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος του 2000. Τα μυθιστορήματα Το μέλι και η στάχτη του Θεού (2002) και Ελληνική αϋπνία (2004) φωτίζουν την διπλή ταυτότητα του συγγραφέα (ελληνοεβραϊκή) μέσα από την παραβατική βιογραφία ενός περιθωριακού ζωγράφου και τεχνοκριτικού (Τζούλιο Καίμη) κι ενός εκ των κορυφαίων διηγηματογράφων μας (Γεώργιος Βιζυηνός).
Εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας (εφημ. "Ελευθεροτυπία", περ. "Ithaca",κ.α.) και ως επιμελητής εκδόσεων σε διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Το μυθιστόρημά του Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου μεταφέρθηκε επί σκηνής από τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα Κομοτηνής και Πατρών. Η συλλογή διηγημάτων Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος του 2000. Τα μυθιστορήματα Το μέλι και η στάχτη του Θεού (2002) και Ελληνική αϋπνία (2004) φωτίζουν την διπλή ταυτότητα του συγγραφέα (ελληνοεβραϊκή) μέσα από την παραβατική βιογραφία ενός περιθωριακού ζωγράφου και τεχνοκριτικού (Τζούλιο Καίμη) κι ενός εκ των κορυφαίων διηγηματογράφων μας (Γεώργιος Βιζυηνός).
επισκεφτείτε τον προσωπικό δικτυακό του τόπο εδώ:www.fais.gr/
Παντελής Μπουκάλας
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Αθηνών. Από το 1989 επιμελείται την ανά Τρίτη σελίδα του βιβλίου στην εφημερίδα Καθημερινή, όπου επίσης δημοσιεύει επιφυλλίδες κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού. Είναι διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Από το 1980 έχει δημοσιεύσει στις Εκδόσεις «Άγρα» τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος, Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, έναν τόμο δοκιμίων και βιβλιοκριτικών, υπό τον τίτλο Ενδεχομένως: Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, καθώς και δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με τις επιφυλλίδες του στην Καθημερινή (1995-2005).
Το 2005 μετέφρασε τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη για το Εθνικό Θέατρο και τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου.
Κέρδισε ομόφωνα το φετινό κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του “Ρήματα” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Άγρα”.
Εξαιρετικό σχόλιο και σπουδαία δημοσίευση από τη δροσερή και σπουδαία αυτή έκδοση. Τον είχα συναντήσει, φοιτήτρια το 1979, τον Αναγνωστάκη (μαζί με τον Πατρίκιο και τον Μπήαν) σε μία συζήτηση για τους νέους, τον πολιτισμό και την μεταπολίτευση. Όμοια λιτός, προσηνής και μαγικός στα νεανικά μας μάτια. Πόσο μας λείπει.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια πολλά Πολίνα!!! Να σε χαιρόμαστε κι εσένα και τις δημοσιεύσεις σου. Άμποτες να τα πούμε από κοντά
Πολλά φιλιά
Ρούλα Μουντάνου
Να' σαι καλά Ρούλα μου! Θα τα πούμε ελπίζω απο κοντά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά
Συμφωνώ απολύτως με τους εύστοχους χαρακτηρισμούς της Ρούλας: δροσερή και σπουδαία έκδοση. Και γλυκιά και τοσοδούλα και μεστή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την απλοχεριά σου να τη μεταφέρεις, περνώντας την από το προσωπικό σου φίλτρο και με όρους ευγένειας και σεβασμού στους συντελεστές της, τα λόγια (δεν) περισσεύουν.
Παίρνω μαζί μου, φεύγοντας για καλοκαίρι, όλη αυτή την αύρα. Και φεύγω ευχαριστώντας σε.
Διονύσης Μάνεσης
Καλό καλοκαίρι Διονύση μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ξεκούραση!
Φιλιά
Nelson, ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠώς τα καταφέρνεις με τα ελληνικά;
Πάντως οι μεταφράσεις της Google δεν βοηθούν και πολύ, κυρίως στη Λογοτεχνία.
Καλο καλοκαίρι
; όλοι οι αγώνες δεν κερδίζονται οπωσδήποτε,
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά εξ αρχής και άδοξα χαμένοι είναι όσοι δεν δίνονται!