ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
ΜΕΡΟΣ Β:
το έργο του
το έργο του
α) Συνοπτική απόδοση των πιο γνωστών έργων του
Η δίκη
Η δίκη ξεκίνησε να γράφεται το 1914 και δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1925, από το φίλο του Μαξ Μπροντ.
Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ), ενός συνηθισμένου ανθρώπου ανίκανου για οποιαδήποτε έξαρση και στου οποίου τη ζωή δεν συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό.
Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Του ανακοινώνουν ότι θα περάσει από δίκη αλλά κανείς δεν του λέει για ποιο αδίκημα κατηγορείται και πότε θα δικαστεί. Από εδώ και στο εξής θα αναλώσει την υπόλοιπη σύντομη ζωή του προσπαθώντας να ανακαλύψει γιατί κατηγορείται, ποιοι θα τον δικάσουν και πότε. Αρχίζει λοιπόν να κινείται μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου χωρίς κανείς να του δίνει απάντηση, ώσπου αντιλαμβάνεται πως το δικαστήριο δεν είναι ορισμένο, πως όσους συναντά ανήκουν στο δικαστήριο, δηλαδή πως δικαστήριο είναι όλος ο κόσμος.. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.
Όταν μετά από λίγες μέρες τον καλούν και πάλι για ανάκριση, ο Γιόζεφ Κ. βρίσκεται σ' ένα τεράστιο μουντό δικαστήριο, αντιμέτωπος με μία ομάδα από γέρους δικαστές που τον τυρρανούν με τις ερωτήσεις τους. Απόλυτα βέβαιος για την αθωότητά του προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και φεύγει από το δικαστήριο με την εντύπωση ότι τους έχει πείσει.
Είναι αδύνατον πια να νιώσει ήσυχος και πιστεύει πως ένας δικηγόρος θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι άσχετος με την κατηγορία την οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Όμως ο δικηγόρος, όργανο της εξουσίας ο ίδιος, σπρώχνει τον Γιόζεφ Κ. βαθύτερα στο λαβύρινθο που έχει μπλεχτεί. Αναζητά τότε τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου αλλά επικαλείται κι έναν ιερέα μήπως θα μπορούσαν λόγω της ιδιότητάς τους να επηρεάσουν ευνοϊκά τους δικαστές, μάταια όμως.
Ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η θρησκεία μπορούν να τον βοηθήσουν. Ολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου. Στον κάθε συμπολίτη του βλέπει κι έναν δικαστή, στο κάθε βλέμμα και μια κατηγορία. Αρχίζει να πιστεύει πως όλοι τον κατασκοπεύουν, ψάχνοντας να βρουν ακόμη και στις πιο απλές πράξεις του αποδείξεις ενοχής. Σιγά σιγά βεβαιώνεται πως η δίκη ήδη γίνεται, με κατηγορούμενο τον ίδιο, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει. Βλέποντας πως καμία προσπάθειά του δεν καρποφορεί, περιμένει υπομονετικά τη μέρα που θα μάθει την ποινή που θα του επιβάλουν.
Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο στήθος. Πεθαίνει «σαν ένα σκυλί», όπως λέει στα τελευταία του λόγια. Και ήταν σαν να επρόκειτο «η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του».
Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ), ενός συνηθισμένου ανθρώπου ανίκανου για οποιαδήποτε έξαρση και στου οποίου τη ζωή δεν συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό.
Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Του ανακοινώνουν ότι θα περάσει από δίκη αλλά κανείς δεν του λέει για ποιο αδίκημα κατηγορείται και πότε θα δικαστεί. Από εδώ και στο εξής θα αναλώσει την υπόλοιπη σύντομη ζωή του προσπαθώντας να ανακαλύψει γιατί κατηγορείται, ποιοι θα τον δικάσουν και πότε. Αρχίζει λοιπόν να κινείται μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου χωρίς κανείς να του δίνει απάντηση, ώσπου αντιλαμβάνεται πως το δικαστήριο δεν είναι ορισμένο, πως όσους συναντά ανήκουν στο δικαστήριο, δηλαδή πως δικαστήριο είναι όλος ο κόσμος.. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.
Όταν μετά από λίγες μέρες τον καλούν και πάλι για ανάκριση, ο Γιόζεφ Κ. βρίσκεται σ' ένα τεράστιο μουντό δικαστήριο, αντιμέτωπος με μία ομάδα από γέρους δικαστές που τον τυρρανούν με τις ερωτήσεις τους. Απόλυτα βέβαιος για την αθωότητά του προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και φεύγει από το δικαστήριο με την εντύπωση ότι τους έχει πείσει.
Είναι αδύνατον πια να νιώσει ήσυχος και πιστεύει πως ένας δικηγόρος θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι άσχετος με την κατηγορία την οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Όμως ο δικηγόρος, όργανο της εξουσίας ο ίδιος, σπρώχνει τον Γιόζεφ Κ. βαθύτερα στο λαβύρινθο που έχει μπλεχτεί. Αναζητά τότε τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου αλλά επικαλείται κι έναν ιερέα μήπως θα μπορούσαν λόγω της ιδιότητάς τους να επηρεάσουν ευνοϊκά τους δικαστές, μάταια όμως.
Ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η θρησκεία μπορούν να τον βοηθήσουν. Ολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου. Στον κάθε συμπολίτη του βλέπει κι έναν δικαστή, στο κάθε βλέμμα και μια κατηγορία. Αρχίζει να πιστεύει πως όλοι τον κατασκοπεύουν, ψάχνοντας να βρουν ακόμη και στις πιο απλές πράξεις του αποδείξεις ενοχής. Σιγά σιγά βεβαιώνεται πως η δίκη ήδη γίνεται, με κατηγορούμενο τον ίδιο, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει. Βλέποντας πως καμία προσπάθειά του δεν καρποφορεί, περιμένει υπομονετικά τη μέρα που θα μάθει την ποινή που θα του επιβάλουν.
Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο στήθος. Πεθαίνει «σαν ένα σκυλί», όπως λέει στα τελευταία του λόγια. Και ήταν σαν να επρόκειτο «η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του».
Η δίκη και η καταδίκη του Γιόζεφ Κ. για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ή τουλάχιστον που δεν γνώριζε ότι διέπραξε, είναι μια ανοιχτή κριτική του συγγραφέα προς τη δύναμη της εξουσίας, αυτής που δίνει την αίσθηση στον κάθε πολίτη ότι όλα είναι πιο δυνατά απ' αυτόν και ότι κάθε αντίσταση είναι περιττή. Όπως ο Γιόζεφ Κ. έτσι κι ο κάθε άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από την εξουσία που τον απογυμνώνει από τα δικαιώματά του, του στερεί τη διάθεση για αντίσταση, αχρηστεύει κάθε νόμο και στο τέλος τον συνθλίβει Κανείς δεν μίλησε για τον νόμο και την εξουσία όπως ο Κάφκα. Και το δικαστήριο είναι η ύψιστη έκφραση του κράτους. Το δικαστικό μέγαρο της Δίκης δεν αποτελεί μόνο ίδρυμα της εξουσίας αλλά περιέχει και όλες τις εφιαλτικές προεκτάσεις της οι οποίες αγγίζουν τα απώτατα βάθη του ψυχικού βίου και ποτίζουν τη συνείδηση με το δηλητήριο του αισθήματος ενοχής
Η «Αμερική», αποτελεί το πλέον ρεαλιστικό έργο που έγραψε ο Κάφκα.
Ο Κάφκα έγραψε τον "Αγνοούμενο" (η "Αμερική" σύμφωνα με τον τίτλο που έδωσε αρχικά στο έργο ο Μαξ Μπροντ) πριν από τη "Δίκη" και τον "Πύργο"· ο ήρωάς του ο νεαρός Καρλ Ρόσμαν, που στέλνεται στην Αμερική από τους γονείς του, λόγω της ερωτικής του σχέσης με μια υπηρέτρια, φέρει κι αυτός το αρχικό Κ., όπως ο Γιόζεφ Κ. της "Δίκης" και ο Κ. του "Πύργου" - το αρχικό και του ίδιου του Κάφκα. Η Αμερική, που στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν όντως η χώρα των απεριόριστων ευκαιριών, φάνταζε στα μάτια των μεταναστών ως η ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα ζωή. Όπως όμως ο Γιόζεφ Κ. στη "Δίκη" έτσι και ο νεαρός Καρλ Ρόσμαν πολεμάει για ένα στόχο που παραμένει απρόσιτος: αυτός που επιθυμεί να γίνει, μέσα στο "σύστημα των εξαρτήσεων" -όπως ονόμαζε ο Κάφκα τον καπιταλισμό σε ιδιωτικές του συζητήσεις-, ένας χρήσιμος εργάτης, αποτυγχάνει ή πετυχαίνει μόνο πρόσκαιρα να διεισδύσει σ' αυτό τον κόσμο της απρόσωπης τελειότητας.
Ο «ήρωας» Ρόσμαν μεταναστεύει στην Αμερική. Αναζητεί μια καλύτερη τύχη. Στην αρχή υποφέρει πολύ. Αισθάνεται εγκαταλελειμμένος και αβοήθητος. Τέλος διαβάζει μια αγγελία. Σ' ένα υπαίθριο θέατρο της Οκλαχόμας ζητούν έναν υπάλληλο με καλούς όρους εργασίας. Ο Ρόσμαν θα ταξιδεύσει ως εκεί και θα προσληφθεί. ( εδώ κλείνει απότομα το μυθιστόρημα) .
Το μυθιστόρημα ασκεί ανελέητη κριτική στον επελαύνοντα, την εποχή του, καπιταλισμό. Στο συγκεκριμένο έργο του απαντώνται αρκετές φορές οι λέξεις απεργία, διαδηλωτές και σωματείο εργαζομένων, ενώ ποικιλοτρόπως δείχνει τη συμπάθειά του στα θύματα αυτού του συστήματος. Όλο το μυθιστόρημα συνιστά μια σαφέστατη κριτική απέναντι στη μηχανοποιημένη εργασία, την εκμηχάνιση της ζωής και την ολοκληρωτική επικράτηση του τεχνικού πολιτισμού έναντι του πνευματικού.
Η «Αμερική» δείχνει ότι το καπιταλιστικό όνειρο έχει και μια “σκοτεινή πλευρά”, αυτή την οποία υφίστανται οι εργάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κάφκα, πέραν πάσης αρχιτεκτονικής λογικής, τοποθετεί το σπίτι του θείου στον έκτο όροφο ενός κτηρίου, στα πέντε πατώματα του οποίου, καθώς και στα τρία υπόγειά του, στεγάζεται η επιχείρησή του. Η άνεση και η πολυτέλεια πατά πάνω στο μόχθο των απάνθρωπα εργαζόμενων υπαλλήλων.
Η «Μεταμόρφωση»,
είναι ένα σχετικό σύντομο διήγημα (μερικές δεκάδες σελίδων), που όμως προκαλεί πολλαπλάσιες σελίδες σκέψεων και θεωριών για τους συμβολισμούς της. Είναι από τα λιγοστά βιβλία του Κάφκα που εκδόθηκε (1915) ενώ αυτός ζούσε και ένα βιβλίο που ο ίδιος ο συγγραφέας του το θεωρούσε από τα καλύτερα που είχε γράψει .
Ο Γρηγόριος Σάμσα, έπειτα από μια εφιαλτική νύχτα, αισθάνεται να έχει μεταμορφωθεί σ' ένα τεράστιο έντομο. Θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του, στην ιστορία, με το σώμα ενός αποκρουστικού, γιγαντιαίου εντόμου, αλλά θα συνεχίσει να έχει τη σκέψη, την καλοσύνη και τις ψυχολογικές ανάγκες ενός ανθρώπου.
Συναισθάνεται την αηδία, που προξενεί στο περιβάλλον του και «φωλιάζει» συνεχώς κάτω απ' το κρεβάτι του. Παράλληλα, και ενώ ο κεντρικός ήρωας διατηρεί την ανθρώπινη σκέψη του (παρά τη νέα του εμφάνιση), στις σκηνές οικογενειακών καυγάδων όλα τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν να «μεταμορφώνονται» σε ένα εαυτό κοντινότερο στα ένστικτά τους, είτε αυτά είναι βίαια είτε είναι αισθησιακά .
Συναισθάνεται την αηδία, που προξενεί στο περιβάλλον του και «φωλιάζει» συνεχώς κάτω απ' το κρεβάτι του. Παράλληλα, και ενώ ο κεντρικός ήρωας διατηρεί την ανθρώπινη σκέψη του (παρά τη νέα του εμφάνιση), στις σκηνές οικογενειακών καυγάδων όλα τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν να «μεταμορφώνονται» σε ένα εαυτό κοντινότερο στα ένστικτά τους, είτε αυτά είναι βίαια είτε είναι αισθησιακά .
H αδελφή του και η μητέρα του αισθάνονται οίκτο, αλλά ο πατέρας του αισθάνεται φρίκη, αποστροφή και εχθρότητα. Και μόνο η γηραιά υπηρέτρια αισθάνεται προς τον δύσμοιρο Σάμσα τρυφερότητα και στοργή.
Ένα βράδυ η οικογένεια έχει καλέσει μερικούς συγγενείς. Ο Σάμσα ελκύεται από το φως και βγαίνει από το κρησφύγετό του. Στη θέα του όλοι οι συγγενείς εκδηλώνουν τη φρίκη και την αηδία τους. Ο πατέρας εξαγριώνεται και του πετά ένα μήλο με δύναμη. Το μήλο τραυματίζει τον Σάμσα. Αποσύρεται στο κρησφύγετο του και αργοπεθαίνει από την ανοικτή πληγή του. Η γηραιά υπηρέτρια απομακρύνει το λείψανο του εντόμου και το πετά στο δοχείο απορριμμάτων, αφού ψιθυρίζει με τρυφερότητα:
«Αρκετά υπέφερες, δύσμοιρε! Ήρθε η ώρα να λυτρωθείς!»
Στο έργο αυτό, ο Κάφκα δεν αφορίζει το σύστημα, αλλά απλώς ασχολείται με τις συνέπειες που υφίστανται αυτοί που μένουν εκτός. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση και καμιά απορία για τη μεταμόρφωση του ήρωα, απλώς μελέτη των συνεπειών της. Πιθανόν, αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας είναι ότι δεν έχει σημασία το γιατί ο ήρωας απομονώνεται από το περιβάλλον του, αρκεί και μόνο το γεγονός ότι απομονώθηκε.
Η πιο δημοφιλής από τις ερμηνείες μιλάει για την απομόνωση στη σύγχρονη (του τότε ή και του τώρα), βιομηχανοποιημένη ή μη, κοινωνία (θυμόμαστε εδώ την απομόνωση του τέρατος στο δωμάτιό του και πως ο μεταμορφωμένος Gregor ακούει και καταλαβαίνει τους ανθρώπους -ενώ οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τη φωνή του πλέον), τις ευθύνες του «σύγχρονου» τρόπου, τις τύψεις από την αμέλεια αυτών των ευθυνών και το σταδιακό παραγκωνισμό των «αποστατών».
Το μυθιστόρημα Ο Πύργος, είναι ημιτελές.
Ο Κ. φτάνει νύχτα στο χωριό που εξαρτάται από τον Πύργο του κόμη Βεστβέστ. Ισχυρίζεται ότι τον κάλεσαν από τον Πύργο να αναλάβει καθήκοντα χωρομέτρη. Αυτό όμως είναι μάλλον ένας τυχαίος ισχυρισμός του Κ στην προσπάθειά του να τον αφήσουν να διανυκτερεύσει στο πανδοχείο του χωριού. Από το μυθιστόρημα προκύπτει ότι δεν τον κάλεσε κανείς και ότι ο Κ περιπλανιόταν προσπαθώντας να βρει μια οποιαδήποτε δουλειά. Από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος προσπαθεί να φτάσει στον Πύργο ή έστω να έρθει σε επαφή με κάποιον υπάλληλο του Πύργου, για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του με τις αρχές, όμως ο Πύργος είναι απρόσιτος και το χωριό αφιλόξενο.
Το έργο βαδίζει σε μια σειρά από αινίγματα: γιατί έρχεται ο Κ. στο χωριό, γιατί θέλει να φτάσει οπωσδήποτε στον Πύργο και γιατί τα πάντα και οι πάντες φαίνεται να συνωμοτούν εναντίον του;
Αντί να δώσει προοδευτικά απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, ο Κάφκα θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε δεδομένο και κάθε πληροφορία που αποκαλύπτεται στην πορεία του έργου, δημιουργεί αντιφάσεις, συσκοτίζει τα γεγονότα. Την κάτοψη της αφήγησης, την οποία έχει καλύψει με μυστήριο, καλείται να την ανακατασκευάσει ο αναγνώστης σε μια αέναη διαδικασία.
Αυτό το έσχατο έργο του Κάφκα, μοιάζει να μιλάει για την επιβίωση, για την άκαρπη τέχνη του ζην.
Όλα παρουσιάζονται με το γνωστό, ελαφρώς «μαύρο», σαρκαστικό ύφος του Κάφκα, που μπορεί να παίζει με τη φανταστική διάσταση των πάντων, αλλά δεν υπολείπεται και σε νατουραλιστικές ακόμα λύσεις για να υποστηρίξει τον κόσμο του.
Στην "σωφρονιστική αποικία "
ένας ερευνητής επισκέπτεται μια αποικία, αποδεχόμενος την πρόσκληση του διοικητή της με σκοπό να παρακολουθήσει μια δημόσια εκτέλεση. Υποψήφιο θύμα ένας στρατιώτης, ο οποίος τιμωρήθηκε για απειθαρχία και ανυπακοή ανωτέρου. Ο στρατιώτης θα υποστεί ένα φριχτό βασανιστήριο. Ένας εγγραφέας θα χαράξει πάνω στο κορμί του το απόσπασμα του νομικού κώδικα που παρέβη. Υπεύθυνος για τη σωστή λειτουργία -του φριχτού στη σύλληψη μέσου βασανισμού και πολύπλοκου στη χρήση- μηχανήματος είναι ένα αξιωματικός ο οποίος γεμάτος περηφάνια εξηγεί στον επισκέπτη πώς το μηχάνημα αυτό με τη βοήθεια ειδικών βελόνων και κατάλληλου προγραμματισμού χαράσσει στο κορμί του τιμωρημένου την εκάστοτε ποινή.
Στη συνέχεια και μετά από μία μακρά συζήτηση του αξιωματικού με τον επισκέπτη, και αφού γίνεται αντιληπτό ότι ο επισκέπτης δεν ενθουσιάζεται από τον τρόπο λειτουργίας του μηχανήματος και συγχρόνως δεν θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη μιας τέτοιας μεθόδου, ο αξιωματικός απελευθερώνει τον κατάδικο και παίρνει αυτός τη θέση του. Η επίδειξη του μηχανήματος θα γίνει πάνω στο σώμα του τελευταίου υπερασπιστή του. Η ποινή που θα χαραχτεί τώρα στο δικό του κορμί είναι: «να είσαι δίκαιος». Εξαιτίας, όμως, μιας απροσδόκητης βλάβης, το μηχάνημα αρχίζει να λειτουργεί ακανόνιστα με αποτέλεσμα να καταξεσχίσει το σώμα του αξιωματικού.
το κείμενο που γράφτηκε το 1914, κατά τη διάρκεια των διακοπών του κι ενώ σκόπευε να δουλέψει το μυθιστόρημα του τη «Δίκη», ο Τσέχος συγγραφέας χρησιμοποιεί κατά την πάγια τεχνική του το μοτίβο του χρονικά και χωροταξικά απροσδιόριστου για να προβληματιστεί και να προβληματίσει σε γενικότερο επίπεδο.
Το γραπτό του Kafka έχει το χάρισμα της οργανικής μετάβασης απ’ το ειδικό στο γενικό. Μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορία, ο προβληματισμός επεκτείνεται θέτοντας αλλά και αναζωπυρώνοντας ζητήματα οντολογικού περιεχομένου.
Τα βασανιστήρια είναι το αποτέλεσμα ενός μηχανισμού της εξουσίας που υπερηφανεύεται για την δύναμή της πάνω στα σώματα και ταυτόχρονα αντλεί νέα δύναμη από αυτά. Η παραμικρή ανυπακοή θεωρείται προμήνυμα ανταρσίας και πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Το βασανισμένο κορμί αποτελεί εσαεί πειστήριο της νίκης της εξουσίας
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Kafka πραγματεύεται στη «Σωφρονιστική αποικία» αυτό το παλιό αλλά πανταχού παρόν ζήτημα του βασανισμού. Η σχέση του έργου με όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού, εξορίας, εγκλεισμού ή βασανισμού είναι παραπάνω από προφανής. Η φανερή του συγγένεια με το συγκεκριμένο ζήτημα των βασανιστηρίων ανθρώπου από άνθρωπο για παραδειγματισμό είναι τρομακτικά αναγνωρίσμη και διαχρονική.
Η ωμότητα του κειμένου, η απόλυτα ρεαλιστική περιγραφή, η διάθεση από πλευράς συγγραφέα να μην κρύψει τίποτα, να μην συγκαλύψει, να μην αποσιωπήσει οδήγησε ήδη απ’ την εποχή του σε ακραίες αντιδράσεις. Λέγεται ότι τον Νοέμβριο του 1916, στο Μόναχο, όταν ο Kafka διάβασε το διήγημα του σ’ ένα μικρό κύκλο ακροατών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Rainer Maria Rilke, πολλές από τις ακροάτριες λιποθύμησαν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης...
Επιτυχία στο νέο σου εγχείρημα με το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό ταξίδι!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Βάσω μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως μας χρειαστούν οι πληροφορίες αν το μάθημα μπει στο "νέο λύκειο", όπως ακούγεται...
Αλλά και να μη γίνει έτσι, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι ένας χώρος που του ... χρωστάμε ένα ταξίδι!
Δύσκολη η περιδιάβασή του όμως γιατί η βιβλιογραφία στα ελληνικά δεν είναι τόσο επαρκής.