ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΜΕΡΟΣ Γ' Οι Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ άρχισαν να γράφονται το 1935 και τελείωσαν στις αρχές της δεκαετίας του '50, λίγο πριν το θάνατο του Μπρεχτ. Είναι μικρά αλλά λαμπρά δείγματα πεζού λόγου, που αποτυπώνουν πυκνά και την κοινωνική κριτική του Μπρεχτ, αλλά και την ηθική του διδαχή. Ο ήρωάς τους είναι πολυσήμαντος, το όνομα "Κόινερ" στα γερμανικά ("Keuner") ηχεί σαν μια διαλεκτική - ιδιωματική προφορά της γερμανικής λέξης "Κeiner", που σημαίνει "Κανένας". Παραλληλίζεται ο κ. Κόινερ με τον Οδυσσέα, που παρουσιάζεται στον Πολύφημο με το ψεύτικο όνομα "Ούτις" ("Κανένας")· Ο Κόινερ είναι "πολυμήχανος", "πονηρός" και "σοφός", όπως ο ομηρικός Οδυσσέας. Ταυτόχρονα, το όνομα "Κόινερ" παραπέμπει, στο ελληνικό επίθετο "κοινός". Έτσι, ο κ. Κόινερ είναι ταυτόχρονα ο "Κανένας", ο άνθρωπος που αποβάλλει την -αστική - προσωπικότητα και ατομικότητά του, και ο "Κοινός", ο άνθρωπος της Κοινότητας. Όπου συντομογραφείται (Κύριος Κ.), γίνεται αντίποδας του ομώνυμου ήρωα της καφκικής Δίκης. Οι "Ιστορίες του κ. Κόινερ" είναι καταρχήν αυτό που λέει ο τίτλος τους: σύντομες αφηγήσεις, που εισάγονται ,κατά κανόνα, με ρήμα παρελθοντικού χρόνου και με τη φόρμουλα: "Ο κ. Κόινερ είπε". Τον τύπο αυτό τον τον παρέλαβε ο Μπρεχτ από το βιβλίο με φιλοσοφικούς διαλόγους του κινέζου φιλοσόφου Μο - Ντσου. Ωστόσο, οι "Ιστορίες του κ. Κόινερ" δεν ανήκουν ούτε στο γνήσιο είδος της "σύντομης ιστορίας" ("Kurzgeschicthe"), που είχε μακρά παράδοση στη Γερμανία και που καλλιέργησε με επιτυχία και ο ίδιος ο Μπρεχτ, ούτε στο παραδοσιακό είδος του φιλοσοφικού διαλόγου. Οι "Ιστορίες του κ. Κόινερ" προσεγγίστηκαν μορφικά από πολλούς μελετητές του Μπρεχτ σε διάφορα μικρά λογοτεχνικά ή παραλογοτεχνικά είδη, όπως το ανέκδοτο, το γνωμικό, ο αφορισμός και η παραβολή. Αλλά, παρά τα επιμέρους κοινά στοιχεία με τα παραπάνω είδη, οι "Ιστορίες του κ. Κόινερ" δεν ταυτίζονται ολοκληρωτικά με κανένα απ' αυτά: Και σ' αυτή την περίπτωση ο Μπρεχτ, ξεκινώντας από τα γνωστά και παραδεδομένα, δημιουργεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος. Αυτό που χαρακτηρίζει ταυτόχρονα τη μορφή και το περιεχόμενο των "Ιστοριών του κ. Κόινερ" είναι η "ανοικτότητά" τους, η έλλειψη ενός ορισμένου και οριστικού τέλους, μιας ορισμένης και οριστικής "απάντησης" στο πρόβλημα που θέτουν, - και αυτή η "στάση" τους χαρακτηρίζει και ολόκληρο το θεατρικό έργο και ιδιαίτερα τα λεγόμενα "διδακτικά έργα" του δημιουργού τους. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο των "Ιστοριών του κ. Κόινερ" είναι η "ιστορικότητά" τους, με τη σφαιρικότερη σημασία του όρου. Η σειρά των 87 ιστοριών παρακολουθεί, μαζί με την εξέλιξη του κύριου προσώπου της, την ιδεολογική εξέλιξη του δημιουργού τους Μπρεχτ και ταυτόχρονα, έστω και αποσπασματικά, την πολιτική ιστορία της πατρίδας του Γερμανίας, εν μέρει και της Ευρώπης, μέσα από τρεις δεκαετίες. Μερικά αποσπάσματα από τις" Ιστορίες του κ. Κόϋνερ», στην εξαιρετική μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη ,που αποτυπώνουν τη δύναμη της σκέψης ως φορέα αλλαγής, και περιέχουν ενδιαφέρουσες αιχμές για τη μάθηση και τη στάση απέναντι στη ζωή. Για τους φορείς της γνώσης Όποιος είναι φορέας της γνώσης δεν επιτρέπεται ν’ αγωνίζεται, ούτε να λέει την αλήθεια, ούτε να προσφέρει υπηρεσίες, ούτε να μένει νηστικός, ούτε ν’ αρνιέται τις τιμές, ούτε να γίνεται εύκολα αντιληπτός. Όποιος είναι φορέας της γνώσης έχει μονάχα μιαν αρετή: ότι είναι φορέας της γνώσης, είπε ο κ. Κ. Ο έπαινος Όταν ο κ. Κ. άκουσε ότι οι παλιοί μαθητές του τον επαινούσαν, είπε: Ενώ οι μαθητές ξέχασαν από καιρό τα λάθη του δασκάλου, αυτός ακόμα τα θυμάται. Λάθος και πρόοδος Όταν κανείς κρίνει μόνο από τον εαυτό του δεν μπορεί ποτέ να πιστέψει ότι κάνει λάθη, γιαυτό και δεν προκόβει. Είναι λοιπόν απαραίτητο να σκέφτεται αυτούς που θα συνεχίσουν τη δουλειά του. Μονάχα έτσι εμποδίζει κανείς κάτι να φτάσει στο τέλος του. Να γνωρίζεις τους ανθρώπους Ο κ. Κ. γνώριζε λίγο τους ανθρώπους. Έλεγε: Χρειάζεται να γνωρίζεις τους ανθρώπους μονάχα εκεί όπου υπάρχει εκμετάλλευση. Σκέφτομαι σημαίνει αλλάζω. Όταν σκέφτομαι κάποιον τον αλλάζω, έχω σχεδόν την εντύπωση ότι δεν είναι έτσι όπως είναι, αλλά ότι ήταν έτσι όταν εγώ πρωτάρχισα να τον σκέφτομαι. Για την αλήθεια Στον κ. Κ., το στοχαστή, πήγε ο μαθητής Τιφ και του είπε: Θέλω να μάθω την αλήθεια. Ποιαν αλήθεια; Θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών; Ή μήπως θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών πάψεις να πληρώνεις ακριβά τα ψάρια τους, τότε δε θα σου πουν ποτέ την αλήθεια, είπε ο κ. Κ. Για τη στάση Η σοφία είναι αποτέλεσμα της στάσης. Επειδή όμως δεν είναι και στόχος της στάσης, δεν μπορεί να παρακινήσει κανένα στο να μιμείται τη στάση. Εσείς δεν τρώτε όπως εγώ. Αν όμως φάτε με το δικό μου τρόπο θα σας ωφελήσει. Αυτό που λέω τώρα: ότι οι πράξεις ξεκινάνε από τη στάση, ίσως ναναι έτσι. Για να γίνει όμως έτσι πρέπει πρώτα να βάλετε σε τάξη τις ανάγκες. Συχνά, είπε ο στοχαστής, βλέπω ότι έχω τη στάση του πατέρα μου. Ποτέ όμως δεν κάνω τις ίδιες πράξεις με τον πατέρα μου. Γιατί ενεργώ διαφορετικά; Γιατί οι ανάγκες είναι διαφορετικές. Βλέπω όμως ότι η στάση κρατάει περισσότερο από τον τρόπο δράσης: αντιστέκεται στις ανάγκες. Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να ενεργήσουν παρά μονάχα μ’ έναν τρόπο αν δεν θέλουν να χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Γιαυτό, επειδή δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις ανάγκες χάνονται εύκολα. Μα εκείνος που έχει μια δική του στάση μπορεί να κάνει πολλά δίχως να χάσει την αξιοπρέπειά του. Το ερώτημα αν υπάρχει Θεός Ρώτησε κάποιος τον κύριο Κ. αν υπάρχει Θεός, και ο κύριος Κ. είπε: “Σου συνιστώ να αναλογιστείς, αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα σε κάνει ν’ αλλάξεις συμπεριφορά. Αν δεν πρόκειται ν’ αλλάξεις, τότε το ερώτημα δεν έχει νόημα. Αν πάλι πρόκειται ν’ αλλάξεις, τότε μόνο σε ένα μπορώ να σου φανώ χρήσιμος: να σου πω ότι έχεις ήδη αποφασίσει πως χρειάζεσαι έναν Θεό”. Ο κύριος Κ. σε ξένο σπίτι Όταν έμπαινε σε ξένο σπίτι, ο κύριος Κ. έκανε μόνο ένα: εντόπιζε τις εξόδους του σπιτιού, πριν πέσει για ύπνο. Και όταν του έγινε η σχετική ερώτηση, απάντησε αμήχανα: “Πρόκειται για παλιά και ελεεινή συνήθεια. Απλώς είμαι υπέρμαχος του δικαίου, και γι’ αυτό καλό είναι να μην έχει μόνο μία έξοδο το σπίτι μου”. Ο αναντικατάστατος υπάλληλος Για κάποιον υπάλληλο, που ήταν πολύ καιρό στην ίδια υπηρεσία, ο κύριος Κ. άκουσε να διατυπώνουν τον εξής έπαινο: ο υπάλληλος ήταν τόσο καλός, που ήταν αναντικατάστατος. “Τι θα πει αναντικατάστατος;” ρώτησε εκνευρισμένος ο κύριος Κ. “Θα πει ότι η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν” είπαν οι υμνητές του. “Μα πώς μπορεί να ‘ναι καλός υπάλληλος, αν η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν;” είπε ο κύριος Κ. “Έχει χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία, και θα μπορούσε να την οργανώσει τόσο καλά, ώστε να μην είναι πια αναντικατάστατος. Και τι έκανε τόσον καιρό; Να σας πω εγώ: εκβιασμό έκανε!” ΠΗΓΕΣ:
|
Πέμπτη 5 Μαΐου 2011
Ο Κανένας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου