Σάββατο 31 Μαΐου 2025

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2025 Γιώργος Ιωάννου

 

 

                                                     « Εξαίσια αστική μας κοινωνία»

 

« Ανεβαίνω στο γραφείο κι αμέσως ζαρώνει η καρδιά μου. Οι αγαπητοί μου συνάδελφοι καταφθάνουν λαχανιασμένοι. Κάθε πρωί μελετώ σχολαστικά την καλημέρα τους, το ύφος τους και τη ματιά τους. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε και μαζεύτηκαν όλες οι μπαγιάτικες φάτσες πάνω στο δικό μου το κεφάλι. Εκείνο όμως που με απελπίζει περισσότερο είναι, πως το ίδιο σχεδόν συμβαίνει και σε όλα τα άλλα γραφεία. Αυτό το διεπίστωσα μόνος μου τελευταία, όταν πάνω στην αγανάκτησή μου, είπα ν’ αλλάξω και πάλι δουλειά, για να μην τους βλέπω όλη μέρα μπροστά μου. Κατόπι σκέφτηκα πως θα τους έχει αποξεράνει έτσι, σώμα και καρδιά, το πολύ διάβασμα, το κλείσιμο ή η βαθιά σκέψη. Σηκώθηκα και ξαναπήγα στις διάφορες μεγάλες σχολές για να τους δω νεαρούς και φρέσκους φρέσκους. Χώθηκα βέβαια στις αίθουσες των πρωτοετών. Εδώ, είπα, μέσα σ’ αυτό το φυτώριο, θα φανεί το πράγμα. Κι όμως η εντύπωσή μου ήταν εξίσου αποκαρδιωτική· το επόμενο κύμα, δεν αποκλείεται, να είναι χειρότερο.

       Σκέφτομαι μήπως πρέπει ν’ αλλάξω επάγγελμα και όχι μονάχα γραφείο. Τώρα όμως είναι μάλλον αργά· ούτε τέχνη ξέρω, ούτε για να πάω μαθητευόμενος έχω την ηλικία και το κουράγιο, αλλά ούτε τα χαρτιά και τα κατάστιχα χωνεύω. Θα ήθελα, είναι αλήθεια, προ πολλού να ήμουν εργάτης· παράλληλα όμως να έχω αυτή την ίδια ψυχή, τις ίδιες γνώσεις και τα ίδια μυαλά» .

 

 Απόσπασμα. Από τη συλλογή « Για ένα φιλότιμο» , εκδόσεις Κέδρος 1980 . Σελ. 56- 57

 

Μια ερμηνευτική ματιά … χωρίς όριο λέξεων

 

Το απόσπασμα του Γιώργου Ιωάννου από τη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» αποτελεί μια βαθιά υπαρξιακή και κοινωνική τοιχογραφία, η οποία αποτυπώνει με πικρή ειλικρίνεια τη ψυχική φθορά του σύγχρονου ανθρώπου στο εργασιακό περιβάλλον και όχι μόνο.  Ο Ιωάννου  με την οξυδέρκεια του παρατηρητή  και με την ευθραυστότητα  της ιδιότυπης αφηγηματικής του φωνής , που θυμίζει καθημερινή ομιλία , κατασκευάζει έναν  λόγο εις εαυτόν   για να αποδώσει την απογοήτευση που νιώθει    . Η εναρκτήρια φράση – «ανεβαίνω στο γραφείο κι αμέσως ζαρώνει η καρδιά μου» –μεταφορικά αποδίδει  όχι μόνο την αποστροφή του προς τον χώρο εργασίας, αλλά και την ψυχοσωματική πίεση που βιώνει εκεί , την εσωτερική του  συρρίκνωση, την πνευματική και συναισθηματική του παραίτηση. Η ειρωνεία είναι ένα κυρίαρχο εκφραστικό του  εργαλείο: οι «αγαπητοί  …οι μπαγιάτικες φάτσες»,   αισθητοποιούν την αλλοτρίωση που επικρατεί στο περιβάλλον του , η οποία πιθανότατα να  συνδέεται με  μια ψυχολογική προβολή: η εσωτερική του φθορά, το δικό του πένθος για τη ζωή που δεν ζει , προβάλλονται πάνω στους άλλους. Δεν είναι οι άλλοι «μπαγιάτικοι»· είναι η δική του ψυχική εξάντληση που τους βλέπει έτσι. Σε όλο το απόσπασμα παρατηρούμε  μια κλιμάκωση από την παρατήρηση και την οργή προς την απογοήτευση και τελικά την αποδοχή μιας προσωπικής ήττας: δεν είναι μόνο το περιβάλλον τοξικό, αλλά και οι επερχόμενες γενιές, σύμφωνα με τον αφηγητή, μοιάζουν ήδη να φέρουν τα σημάδια της κόπωσης. Το πανεπιστήμιο που επισκέπτεται , που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ελπίδα ή  φορέας  αναγέννησης, αποδεικνύεται κι αυτό μια απογοήτευση. Επιπλέον, η συνεχής παρατήρηση των άλλων («μελετώ σχολαστικά την καλημέρα τους, το ύφος τους και τη ματιά τους ») υποδηλώνει και  μια ανάγκη επιβεβαίωσης, αλλά και μια  βαθιά ανασφάλεια: ο αφηγητής ζει «μέσα»  από τους άλλους, προσπαθώντας να εντοπίσει στο βλέμμα και τη στάση τους αν ανήκει κάπου ή όχι . Τελικά καταλήγει μετέωρος και απογοητευμένος,  σε έναν κόσμο αποστραγγισμένο από την αυθεντικότητα .  Η εργασία, που θα έπρεπε να είναι μέσο δημιουργίας και κοινωνικής προσφοράς, έχει μετατραπεί σε χώρο καταπίεσης και στασιμότητας. Το αίτημά του  να γίνει «εργάτης» με «την ίδια ψυχή και τα ίδια μυαλά» δεν είναι απλώς επιθυμία αλλαγής επαγγέλματος, αλλά κραυγή για επιστροφή στην ουσία, στην αλήθεια του . Ο εργάτης ως συμβολική - φιγούρα της ζωής χωρίς φτιασίδια, γραφειοκρατίες και προσποιήσεις -    είναι για κείνον  η αναζήτηση μιας  απλής , τίμιας  ζωής  , μακριά από την  ψυχική διάβρωση της υπαλληλικής ζωής . Πρόκειται   τελικά  για το αίτημα  ενός  ανθρώπου που επιζητεί συμφιλίωση με τον εαυτό του ,  αναζητώντας όχι απλώς μια νέα δουλειά, αλλά έναν νέο τρόπο να υπάρχει. Μια ύστατη κραυγή να βρει κάπου χώρο να υπάρξει με αυθεντικότητα,  να νιώσει ξανά ότι ανήκει, να βρει μια άλλη ζωή που να χωράει την ψυχή του. Μια  επιθυμία τραγική γιατί είναι ουτοπική και απραγματοποίητη.