Η Μαρία Πολυδούρη ήταν λυρική ποιήτρια της δεκαετίας του 1920, που εξέφρασε πηγαία, αυθόρμητα, ανεπεξέργαστα τη σπαρακτική σχέση που είχε η ίδια, αλλά και η γενιά της με τον έρωτα και τον θάνατο σε ένα περιβάλλον κοινωνικής αναζήτησης και συναισθηματικής παρακμής.
Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν τη βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα των ποιητών της εποχής της.
Βιογραφικά:
1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου στην Καλαμάτα. Πατέρας της ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης.
1905. Ο πατέρας της μετατίθεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί θα τελειώσει η Μαρία το Δημοτικό και το Σχολαρχείο.
1914. Νέα μετάθεση του πατέρα της, αυτή τη φορά στα Φιλιατρά. Εκεί η Μαρία θα φοιτήσει στην Α΄ και Β΄ τάξη του Γυμνασίου.
1916. Η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία σε ηλικία 14 ετών θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πρώτο της ποίημα. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Συγκεντρώνει τα ποιήματά της στη συλλογή «Μαργαρίτες», που δεν εκδίδει ποτέ.
1918. Τελειώνει το σχολείο και διορίζεται, ύστερα από εξετάσεις, στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας.
1920. Πεθαίνει ο πατέρας της και σε 40 ημέρες η μητέρα της.
1921. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή.
1922. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Γνωρίζει τον Καρυωτάκη και δημοσιεύει ποιήματά της στα περιοδικά «Έσπερος» της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πανδώρα», κ.ά.
1925. Εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να τελειώσει τις σπουδές της. Γράφει τις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου της και φεύγει για τη Φτέρη Αιγίου, όπου γράφει τη νουβέλα που δε θα δημοσιεύσει ποτέ. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη.
1926. Παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι.
Ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου παίρνει δίπλωμα ραπτικής από την Ecole Pigier.
1927. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charit.
1928. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Τρίλλιες που σβήνουν». Αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης.
1929. Παραμένει στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Ηχώ στο χάος».
1930. Πεθαίνει στις 30 του Απρίλη στην κλινική Χριστομάνου.
Ελάχιστη, όπως και η ζωή της, ήταν η δημιουργία της. Δύο συλλογές με ποιήματα συναισθηματικής έξαρσης, σημαδεμένα από τον ανικανοποίητο έρωτα με τον Κώστα Καρυωτάκη («Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος»), και δύο πεζογραφήματα γεμάτα απέχθεια και σαρκασμό για την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής της («Ημερολόγιο» το ένα και χωρίς τίτλο το άλλο).
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν μια αληθινή, γνήσια γυναικεία φωνή, που ακούστηκε στην ελληνική ποίηση της δεκαετίας του '20.
Μια ποιήτρια αισθαντική, ειλικρινής, με την αλήθεια της ψυχής της, που άλλοτε βάραινε από τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλοτε «ποθούσε» το αύριο, κατορθώνοντας όμως πάντα να αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του '20, απ' ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα.
Μια γυναίκα που τόλμησε, προκάλεσε, δε δίστασε μπροστά σε κοινωνικά πρέπει, αντιστάθηκε με μέτρο τις δικές της ιδέες, διεκδίκησε το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια.
Μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γεμάτη ζωή και θάνατο.
Μια μαχόμενη καρδιά, μια επαναστατημένη γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, μια ψυχή έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά, γνωρίζοντας καλά πως θα καεί.
Η Πολυδούρη , με τη ζωή και το έργο της, έρχεται να μας υπενθυμίσει την άλλη, την αληθινή διάσταση της αγάπης. Η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό ένιωθε και το έγραψε. Επιθυμούσε να πιστέψει σ' έναν άνθρωπο που θα 'χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου.
«... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα κι ας μη με αγαπήσει, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...».
Η αγάπη για την Πολυδούρη - όπως άλλωστε κατά βάθος και για τους περισσότερους ανθρώπους - συχνά εκφράζεται σαν μια κραυγή απελπισίας.
«... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...».
Έδωσε και δόθηκε στην αγάπη με τέτοια ένταση, που σήμερα μπορεί να μοιάζει ανοίκεια.
Κι όμως είναι τόσο αληθινή, τόσο ειλικρινής, που είναι ικανή να μνημονεύει το σπουδαίο, να ερμηνεύει το όνειρο, να πλησιάζει το ανεκπλήρωτο.
Όπως κάνει και στο ποίημα:
ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Η Πολυδούρη είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις, βίωνε τον πόνο αισιοδοξώντας.
Πέθανε πολύ νέα, στα 28 της μόλις χρόνια, ίσως γι' αυτό σε όλη της τη ζωή ζούσε με πάθος και ένταση την κάθε στιγμή. Έπαιξε με την αυτοκαταστροφή της σαν γενναία μαχητής, αδιαφορώντας για το αν θα χάσει ή θα κερδίσει. Η φευγάτη, αέρινη ύπαρξη, που δοκίμαζε τα όριά της και πολλές φορές τα ξεπερνούσε, δε θα μπορούσε να αποσκοπεί σε κέρδος. Για εκείνη κέρδος ήταν το δικό της συναίσθημα και η κάθε της στιγμή, βιωμένη με ένταση και αλήθεια. Όσο για το θάνατο, δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν τον φοβόταν. Πάντως τον υπερασπιζόταν και τον αγκάλιαζε με τόση συχνότητα όση και την αγάπη...
ΠΗΓΕΣ:
Σοφία Αδαμίδου: Μαρία Πολυδούρη
Περιοδικό «οροπέδιο», χειμώνας 2009- 2010, αφιέρωμα στη Μαρία Πολυδούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου