Έτσι έβλεπε τον Ποιητή ο Άρης Αλεξάνδρου·
φυλακισμένο απ’ όσα δεν μπορεί να χωρέσει στους στίχους του· απ’ όσα θέλει να πει κι η γλώσσα δεν τα χωράει…
Η γλώσσα της Ποίησης καλείται ανά τους αιώνες , να εκφράσει το άρρητο, το άλεκτο· μετεωρείτα ανάμεσα στην απόκρυψη και στην αποκάλυψη· προχωρά δίχως παγιωμένους επικοινωνιακούς κώδικες για να καταγράψει με πάθος την υπέρτατη ακτινοβολία της σκέψης.
«Ανάγλυφα θεωρούνται όσα ποιήματα εξέχουν πάνω στο συμπαγές και αδιαπέραστο μάρμαρο της γλώσσας, δίνοντας την αίσθηση πως αποτελούν προβολές της.», έλεγε ο Δ. Μαρωνίτης και σ’ αυτά νομίζουμε πως δικαιωματικά ανήκουν τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη.
Ιδιότροπη είπαν τη γλώσσα του Καβάφη· για κακοπροφερμένη δημοτική μίλησαν άλλοι…
Η αλήθεια όμως βρίσκεται στο ότι η γλώσσα του Καβάφη είναι προϊόν σύνθεσης, προϊόν συνειδητής επιλογής.
Συγκεκριμένα θα συνοψίζαμε τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και της μορφής των ποιημάτων του στα εξής:
- ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. (Ας μη ξεχνάμε βέβαια και τη επιρροή της γλώσσας του απο τις ξένες γλώσσες της παιδείας του, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά)
-εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα)
- ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής.
- ιαμβικός ρυθμός αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί
- σχεδόν ολοκληρωτική απουσία oμοιοκαταληξίας
- ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (πχ χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
Η Μαργαρίτα Δαλμάτη στην ομιλία της, στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης που έγινε στο Πανεπιστήμιο των Πατρών, το 1983, και ήταν αφιερωμένο στον Κ. Π. Καβάφη
τόνισε: «Στη γλώσσα του Καβάφη δεν υπάρχει ούτε μία λέξη πλαστή, με ψεύτικη λάμψη, με ξένα στολίδια. Γιατί εκείνος γνωρίζει τη μοναδική αλήθεια: πως γλωσσοπλάστης μπορεί να είναι μονάχα ο λαός, όχι ο ποιητής. Μόνον εκείνο που περνά στο στόμα του λαού καθιερώνεται γλωσσικά. Κάθε μεταβολή στη γλώσσα βγαίνει πάντα από μια ανάγκη, έχει λογική και συνέπεια.Τίποτα το αυθαίρετο δεν υπάρχει στην
πορεία της γλώσσας ενός λαού. Ο ποιητής έρχεται και αξιοποιεί το γλωσσικό θησαυρό όπως έχει διαμορφωθεί στο στόμα του λαού. Ο Καβάφης τα γνωρίζει αυτά, γι’ αυτό
θα χρησιμοποιήσει λέξεις πραγματικά ωραίες και μουσικές, όπως
“φεγγερό” στις “Επιθυμίες”, “καταφρόνια” στο “Ένας Γέρος”, “καταφορά”, “χωρίς περίσκεψιν χωρίς αιδώ”, στους “Τρώες”.»Η γλώσσα είναι ζωντανή που σημαίνει ως βρίσκεται σε αδιάκοπο ανασχηματισμό. Μια λέξη μπορεί να ζήσει χιλιάδες χρόνια, μπορεί ν’ αλλάξει, και να εξακολουθήσει τη ζωή της έτσι παραλλαγμένη, μπορεί ακόμα να πεθάνει, να πάψει να ζει. Οι λέξεις όμως δεν πεθαίνουν ποτέ από βίαιο θάνατο, πεθαίνουν πάντα φυσιολογικά. Αλλά από τη στιγμή που μια λέξη πάψει να μιλιέται, ως τη στιγμή που θα πάψει να ζει, μεσολαβεί ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Στο διάστημα αυτό, η λέξη έχει πέσει σε λήθαργο περιμένοντας το θάνατο ή το θαύμα. Εδώ ακριβώς
είναι το μυστικό του Καβάφη: καμιά από τις λέξεις που μεταχειρίζεται δε είναι νεκρή [...]. »Υπάρχει συνέπεια στη γλώσσα του Καβάφη και ομοιογένεια στην ιδιοτυπία της. Θα ήταν παράλογο να ζητάμε ομοιομορφία αφού καλύπτει τόσο μεγάλο διάστημα στο χρόνο η ποίηση αυτή. Μέσα σ’ άλλα πολύτιμα μαθήματα που μας έχει δώσει με το
έργο του ο Καβάφης, είναι και ο σεβασμός στη γλώσσα μας .Που μας χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη εποχή σήμερα, που από παντού ακούμε με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά».
(χειρόγραφο του ποιητή, 1904) |
Και ο Γιώργος Βελουδής:
« Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο»
Το ερώτημα: «ήξερε ο Καβάφης ελληνικά;» το προκάλεσε η διαβόητη, για το δογματισμό της , απόφανση του Σεφέρη για τους «τρεις ποιητές μας», Σολωμό, Κάλβο και Καβάφη, που «δεν ήξεραν ελληνικά».
Σε μια πρόσφατη μελέτη μου για τη γλώσσα του Σολωμού παρατηρούσα ότι η προκλητική αυτή παρέμβαση του Σεφέρη συνεξέφραζε, την ιστορική εκείνη στιγμή (1936/37), «τη νέα προσπάθεια για την επίσημη, εκ των άνω, επιβολή της νέας, “δημοτικής”, “εθνικής” κοινής με τη Νεοελληνική Γραμματική (1941) του Μ. Τριανταφυλλίδη, της οποίας προπαγανδιστής και πάτρωνας ήταν ακριβώς ο ανώτατος πολιτικός προϊστάμενος (και) του Σεφέρη: ο Ι. Μεταξάς».
Ο Καβάφης και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του στο έκτακτο γλωσσοδικείο του Σεφέρη είχαν, παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ένα κοινό γνώρισμα: ήταν και οι τρεις Έλληνες της Διασποράς, που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους, όπως π.χ. και ο Κοραής, έξω από την Ελλάδα, σ’ ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, ήταν και οι τρεις πολύγλωσσοι και είχαν την εξαιρετική τύχη να μην πάνε ποτέ σ’ ελληνικό σχολείο – και επομένως δεν ήταν καθόλου προδιατεθειμένοι να ξαπλώσουν, μετά θάνατον και παρά τη θέλησή τους, στη «δημοτικιστική» κλίνη του Μεταξά, του Σεφέρη, του Τριανταφυλλίδη ή οποιουδήποτε άλλου Προκρούστη της γλωσσικής «εθνικής ενότητας».
Θα συνοψίσω εδώ, προκαταβολικά, τα πορίσματα μιας συστηματικότερης μελέτης για τη γλώσσα (της ποίησης) του Καβάφη:
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ’ αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας – μια αντίληψη που εκτείνεται σ’ ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη ·
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» – ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Ένα υποτιθέμενο γλωσσικό «λάθος», η χρήση του «λανθασμένου» λαϊκού τύπου της προστακτικής « επέστρεφε» στο ομότιτλο ποιητικό μικρογράφημα του Καβάφη (1904/1909/1912), που προξένησε τόση αμηχανία στους μελετητές του, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα αριστοτεχνικό εκφραστικό μέσο της ποιητικής του: Ο Καβάφης ήξερε, βέβαια, και τον ορθό τύπο της προστακτικής επίστρεφε, επέλεξε όμως, μ’ εξαιρετική ποιητική ευφυΐα, το λαϊκό «επέστρεφε», για να εκφράσει, και «φωνητικά», την έννοια της «επανάληψης».
Ο Καβάφης ήξερε την (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε και τη μετρική, πολύ καλύτερα από το Σεφέρη και τους άλλους πτυχιούχους της Νομικής: σαν επιστήμονας γλωσσολόγος.»
«Αφού δεν είχες τίποτα να πεις κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;», αναρωτιόταν ο Κ.Μόντης, για όλους εκείνους που φλυαρούν στο κενό…
Και θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη συνέχεια της σκέψης του , για κείνους τους μεγάλους ποιητές, σαν τον Αλεξανδρινό, που έχουν πολλά να πουν... :
Οι Λέξεις υποκλίνονται στο μεγαλείο της έμπνευσής τους και το ποιητικό τους Όραμα ενσαρκώνεται μέσα απ’ αυτές, με το δικό τους μοναδικό τρόπο, αδιαφορώντας για επαίνους ή επικρίσεις...
Άλλωστε "η αμοιβή της Ποίησης δεν είναι ο έπαινος, είναι η μέθη"...
Τι καλά, Πολίνα, που χρωμάτισες την τελευταία φράση με κόκκινο, να φωτίζει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι πόσο ταιριαστή και με την καβαφική νάρκη του άλγους, αυτή η μέθη.
( Πάντα ξεδιψάει κανείς εδώ...)
Πολίνα, Διονύση
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλαταγίζει η γλώσσα μου από δίψα για ένα μυρωδάτο καφεδάκι... Πότε θα ξαναβρεθούμε;
(Εκτός θέματος, αλλά εντός ύφους...)
Διονύση, Λία
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω το σύνθημα για την εξόρμηση!
Μικρές αλλά σημαντικές χαρούμενες στιγμές,νάρκης του άλγους δοκιμές...
Φιλιά πολλά