Το διάβασα και μαγεύτηκα! Τη δεύτερη φορά- τώρα για τις ανάγκες της ανάρτησης- ακόμη περισσότερο, όπως γίνεται πάντα με τη δεύτερη φορά.
Θα προσπαθήσω να σας αποδώσω το κλίμα του έργου και αφήνω εσάς να ανιχνεύσετε τις παραλληλίες με το «Αμάρτημα της μητρός μου», που είναι πράγματι πολλές και σε επίπεδο αναλογιών αλλά και σε επίπεδο διαφορών, που ανοίγουν όμως δρόμο για την κατανόηση της επίδρασης της οικογένειας στη διαμόρφωση του ψυχισμού ενός παιδιού· δείχνουν με καθαρότητα την αίσθηση της απόρριψης που μπορεί να νιώσει ένα παιδί, τη στέρηση της μητρικής στοργής, τον εναγώνιο εναγκαλισμό του ανθρώπου, σε δύσκολες στιγμές, με δυνάμεις υπέρτερες του εαυτού του, όπως είναι η θρησκεία · δείχνουν το ανομολόγητο παιγνίδι ανάμεσα στις ενοχές και στις επιθυμίες, το ανεξερεύνητο σύμπαν της ψυχής της Μάνας…
Πρόκειται για την ιστορία μιας ασυνήθιστης γυναίκας, Ελληνίδας που ζει στα μέσα του 19ου αιώνα στην Σικελία· η απόρριψη που βίωσε από την οικογένειά της και κυρίως τη μητέρα της σημάδεψαν ολόκληρη τη ζωή της· έγινε ορκισμένη εχθρός του εαυτού της ,πέρασε μια εφηβεία τραυματισμένη, μια νιότη σπαταλημένη και μια ωριμότητα πονεμένη…
Κάπου κοντά στα 50 της χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπη με τους δαίμονες που μεγάλωνε μέσα της και ξεκινάει ένα οδυνηρό οδοιπορικό προς την αυτογνωσία..
Τ’ όνομά της παράδοξο ,σαν τη μοίρα της: Lacryma Christi αυτή τη μοίρα θα προσπαθήσω να σας αποδώσω με αποσπάσματα του βιβλίου και συνδετικές περιλήψεις:
«Στο δικό μου σόι όλοι έχουν επιδερμίδα λευκή, γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά. Μόνο εγώ, θαρρείς για να τους χαλάσω τη συνταγή της ευγένειας, γεννήθηκα με δέρμα στο χρώμα του παλιού χρυσού, μαύρα μάτια, φρύδια γραμμένα και ίσια κατάμαυρα μαλλιά, τα οποία συνήθως στο φως παίρνουν μπλε απόχρωση. Και αυτή η μαυρίλα μου μαζί με το ανάστημα μου, που είναι παραπάνω από το κανονικό για τις γυναίκες της ράτσας μου, με έθεσαν από την πρώτη στιγμή στα απαράδεκτα. Ιδίως η μαύρη ελιά που έχω στο μάγουλο και που όλοι στα κρυφά λένε πως είναι το σημάδι από το φιλί του Διαβόλου.
Εγώ, λοιπόν, από την αρχή υπήρξα ένα μεγάλο λάθος. 'Οταν γεννήθηκα, χάλασα τη συνταγή της ευγένειας της οικογένειας μου, γιατί οι αριστοκράτες από κούνια Κάνταροι, δηλαδή ο γοητευτικός πατέρας μου ο Τζουάννι και η ωραία εύθραυστη μητέρα μου η Ντούλτσε -Ιωάννης και Γλυκερία δηλαδή στα ελληνικά-, και οι δυο τους κατάξανθοι και γαλανομάτηδες, απέκτησαν έπειτα από πολλές άκαρπες προσπάθειες και αποτυχίες, όπως ονόμαζαν τότε στην αριστοκρατική γλώσσα τις αποβολές, πρωτότοκη κόρη εμένα, την απαράδεκτη, και αυτή τη συμφορά δεν μπόρεσε να την αντέξει το αρχοντιλίκι τους. «Μαυροτσούκαλο» με αποκάλεσε και η οικονόμος μας, η τσία Αντιόγα Πιντίου, μόλις με είδε εξαμηνίτικη κι ετοιμοθάνατη στα σπάργανα, και, επειδή τελικά δεν τα τίναξα, αλλά έζησα μόνο και μόνο για να βασανίζω την οικογένεια μου, όπως υποστήριζε,
με κατέταξε αμέσως στα παράξενα και ανυπόφορα της ζωής. Σ' αυτά που, όταν τα συναντάς στο δρόμο σου, κάνεις το σταυρό σου, φτύνεις τον κόρφο σου και γυρίζεις από την άλλη μεριά το κεφάλι για να μην τραβήξεις πάνω σου τη γρουσουζιά. Μια τιμωρία ήμουν εγώ για τους ωραίους αριστοκρατικούς γονείς μου. Μια κατάρα. Ένα στίγμα. Αυτό ήμουν!»
Με καταπληκτική μαεστρία η συγγραφέας αλλάζει αφηγηματικό επίπεδο και σε λίγο βρίσκεται , με μια αναδρομική αφήγηση, στη στιγμή της γέννησης της ηρωίδας. Περιγράφεται ο δύσκολος τοκετός και οι αντιδράσεις της μητέρας της:
«Φέρνω ζεστό νερό και καθαρά πανιά, γιατρέ», είπε με τη συγκρατημένη φωνή της και άφησε να περάσουν μέσα οι δυο κοπέλες που κουβαλούσαν τους κουβάδες με το νερό που άχνιζε.
"Μείνετε, σας παρακαλώ, να με βοηθήσετε», την παρακάλεσε ο γιατρός, γιατί η γριά Πεπέντα μέσα στην ταραχή της εκτός από χάδια και γλυκόλογα στην ετοιμόγεννη δεν ήταν σε θέση να προσφέρει τίποτε άλλο. Όμως και μόνο η παρουσία της γριάς ήταν αρκετή για να δώσει ανακούφιση στη δόνα Ντούλτσε. Ο γιατρός Σεμπαστιάνο Μερέα έπνιξε έναν αναστεναγμό και πλησίασε το κρεβάτι.
"Να τη σώσεις, Σεμπαστιάνο!" είχε διατάξει μόλις λίγο νωρίτερα ο Τζουάννι Κάνταρος. Αν είναι αγόρι, προσπάθησε να σώσεις και το παιδί, αλλιώς...» ετοιμάστηκε να συνεχίσει, αλλά δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Την άφησε έτσι να αιωρείται ανάμεσα τους καταδικαστική. Μόνο αγόρια, λοιπόν, άξιζαν την προσπάθεια για να σωθούν, αλλιώς...
«Θα κάνω ό,τι μπορώ... και ό,τι θέλει ο Θεός!» του είχε απαντήσει ψυχρά και τυπικά ο γιατρός Σεμπαστιάνο Μερέα, και τώρα μόνον το Θεό καλούσε για βοήθεια.
Η Ντούλτσε Κάνταρου μισογερμένη στην αγκαλιά της γριάς Πεπέντα ένιωθε να της ξεριζώνονται τα σωθικά. Ήθελε να φωνάξει και να βλαστημήσει και να κα-ταραστεί τον κόσμο όλο, γιατί το πιο φυσιολογικό πράγμα, μια εγκυμοσύνη κι ένα παιδί, αυτό που για κάθε γυναίκα ήταν δικαίωμα αναντίρρητο δηλαδή, για εκείνη, την Ντούλτσε Κάνταρου, ήταν απαγορευμένο. Σαν να ζήταγε από τη ζωή να της κάνει χάρη κι έπρεπε να παρακαλέσει πολύ και να βάλει σε κίνδυνο και την ίδια τη ζωή της. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά έπρεπε να ανεχτεί την κριτική του κοινωνικού τους περίγυρου, γιατί το να μην μπορεί να κάνει παιδιά εκείνους τους καιρούς σήμαινε ολοκληρωτική ατίμωση.
"Είναι στέρφα!» έλεγαν όλοι στον κύκλο τους με κρυφή ευχαρίστηση. Μη ζηλεύετε τα καλά της, την ομορφιά της και τον πλούσιο γάμο της. Τι να τα κάνει, αφού είναι στέρφα;»
Κι έπρεπε με χαμόγελα να υπομένει τα υποτιμητικά βλέμματα των φιλενάδων της, που είχαν ήδη από δυο τρία παιδιά η καθεμιά τους, ενώ εκείνη κανένα. Και τα χρόνια περνούσαν και όλο και περισσότερο αισθανόταν στο πετσί της την ανυπομονησία του Κάνταρου ο οποίος ήθελε να κάνει το γιο, για να συνεχίσει τ' όνομα και να γίνει ακριβώς όπως κι εκείνος και όπως όλοι οι Κάνταροι των περασμένων γενεών, ανάθεμα τους, αυταρχικός, δεσποτικός, αδιάλλακτος, ισχυρογνώμων και άλλα πολλά. Και να την τώρα, μια σκέτη αποτυχία πάλι. Αυτή, που την είχε παντρευτεί ο Κάνταρος από έρωτα μεγάλο και ήταν είκοσι χρόνια μικρότερη του, τον είχε τελικά εξαπατήσει, αφού δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ενώ ο ίδιος είχε σπείρει δεξιά και αριστερά στις διάφορες αγαπητικές μισή ντουζίνα μπάσταρδα που του έμοιαζαν εκπληκτικά, και, όταν η Ντούλτσε τα συναντούσε στο δρόμο, γιατί αυτά βέβαια δεν κρύβονται, αισθανόταν ντροπή μεγάλη. Ε, λοιπόν, το ότι δεν είχε καταφέρει να κάνει ακόμα παιδί ίσως ήταν η τιμωρία που τους έστελνε ο Θεός για τα μπάσταρδα. Και με όλες αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις η δόνα Ντούλτσε Κάνταρου ένιωσε να μισεί αυτό το κομμάτι κρέας που ήθελε να βγει από μέσα της πριν την ώρα του και να την καταδικάσει ακόμα μια φορά στην περιφρόνηση της τάξης τους και στο θυμό του Τζουάννι. Όμως οι πόνοι τώρα δυνάμωναν και η ωραία γυναίκα δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο(….)
Η ωραία αρχόντισσα ένιωσε τώρα τον πόνο να ξανάρχεται αφόρητος. Μέσα σε σφιξίματα και κοντανάσες κάτι, επιτέλους, ξεριζώθηκε για τα καλά από μέσα της.
Να το πάρει ο Διάβολος!» ούρλιαξε η δόνα Ντούλτσε Κάνταρου και... ο Διάβολος φαίνεται με πήρε και με σήκωσε, γιατί γλίστρησα, ένα μισοπεθαμένο κομμάτι κρέας, ανάμεσα στα ματωμένα πόδια της αριστοκρατικής μητέρας μου!
«Έλα, Μαντόνα μου, τι μαυροτσούκαλο είναι αυτό;» ξεφώνισε η τσία Αντιόγα Πιντίου από την έκπληξη της, καθώς είδε το σκούρο δέρμα μου στο χρώμα της κανέλας και τη μαύρη τούφα μαλλιά που είχα στο κεφάλι μου. Αμέσως κοίταξε γύρω της ντροπιασμένη και ξερόβηξε, τάχα για να καθαρίσει το λαιμό της. Όμως κανένας δεν την πρόσεχε εκείνη τη στιγμή, γιατί το μαλλιαρό κρέας που είχε αποβάλει σαν ξένο σώμα η μήτρα της μητέρας μου, δηλαδή εγώ αυτοπροσώπως, ήταν μελανιασμένο κι έτοιμο να τα τινάξει. Ο δον Σεμπαστιάνο Μερέα ήθελε να βεβαιωθεί πως αναπνέω και, με την ιατρική του ευσυνειδησία και τον όρκο που είχε δώσει στον Ιπποκράτη, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να με κρατήσει στη ζωή έστω και μια ώρα παραπάνω. Κατόπιν θα γύριζε να περιποιηθεί την Ντούλτσε Κάνταρου που είχε επιτέλους πάψει να ξεφωνίζει. Η ωραία γυναίκα, γεμάτη ανακούφιση τώρα, είχε ξαπλώσει πίσω στα μαξιλάρια και κοίταζε με μισόκλειστα μάτια τις προσπάθειες του.
«Σώστε την κόρη μου, γιατρέ», είπε ξαφνικά σιγανά αλλά χωρίς μεγάλη όρεξη, σαν να προσπαθούσε περισσότερο να πείσει τον εαυτό της. «Κόρη καταμελάχρινη και τριχωτή, άσχημη κι ετοιμοθάνατη, ε, αυτό πια κι αν είναι τιμωρία!» σκέφτηκε και τα δάκρυα κύλησαν σιωπηλά στο ωχρό πρόσωπο της.
Τρεις μέρες μετά κι ενώ η μητέρα μου έκανε προσπάθειες για να συνέλθει από την αποβολή που όλοι στο σπίτι ονόμασαν ευγενικά γέννα, για να μην ταράξουν τη λεπτεπίλεπτη ιδιοσυγκρασία της, ήταν πια περισσότερο από φανερό πως δε θα την έβγαζα καθαρή και δε θα κατάφερνα στο τέλος να ζήσω.
«Εξαμηνίτικη! Είναι πολύ μικρή και τα εσωτερικά της όργανα είναι ασχημάτιστα ακόμη. Αν ζήσει, θα οφείλεται μάλλον σε θαύμα!» είπε ο δον Σεμπαστιάνο Μερέα, που είχε σχεδόν εγκατασταθεί στο σπίτι μας εκείνες τις μέρες, για να φροντίζει τη λεχώνα και την ετοιμοθάνατη αποβολή της.»(…)
« ο Τζουάννι Κάνταρος, αφού βεβαιώθηκε πως η γυναίκα του θα γινόταν τελικά καλά, αρνήθηκε να κοιτάξει την κόρη του, μόνον τη διέγραψε με μιαν απόφαση σαν να ήταν ήδη πεθαμένη. Γύρισε αμέσως στις δουλειές του και τις προετοιμασίες του για το ταξίδι που λογάριαζε να κάνει στο Λονδίνο…
Τότε έφεραν το φέρετρο, ειδική παραγγελία παρακαλώ, όπως ταίριαζε σε αποβολή από αρχοντόσογο, λευκό από ξύλο τριανταφυλλιάς, σκαλιστό με αγγέλους και χερουβείμ αλλά μικρό σαν ένα κουτί από παπούτσια. Κι ενώ όλοι στο σπίτι μιλούσαν ψιθυριστά και περίμεναν να τα τινάξω, ήρθε η ώρα για κάτι πιο βαθύ και θεμελιακό: τη θρησκεία.
«Τάξ' το, πιπία μου, στον Χριστό και πήγαινε το στην εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου, που λένε πως τόσα και τόσα θαύματα γίνονται εκεί. Άσε το ένα βράδυ κάτω από το άγαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Τι έχεις να χάσεις; Έτσι κι αλλιώς χαμένο είναι, το κακορίζικο. Μπορεί και να ζήσει, πού ξέρεις;» είπε η γριά Πεπέντα στην Ντούλτσε, αφού είχε φροντίσει πρώτα να κλείσει καλά όλες τις πόρτες για να μην την ακούσει κανένας.
«Και να ζήσει, τι να την κάνω τέτοια αποβολή της ντροπής;» πρόφερε η ωραία μητέρα μου τα καταδικαστικά λόγια. «Μη, πιπία μου, μη λες τέτοια λόγια! Είναι αμαρτία!»
(…)
Βιαστικές, μην τις δει κανένα μάτι και τις αναγνωρίσει, μπήκαν στην παμπάλαια εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου. Συνένοχες και οι δυο στο μεταφυσικό, πέρασαν γρήγορα την ξύλινη πόρτα. Τις τύλιξε αμέσως η σιωπή του ιερού χώρου. Ήταν σούρουπο, περασμένη η ώρα, και ο ναός φαινόταν άδειος. Σταυροκοπήθηκαν μουδιασμένες. Η μητέρα μου μ' έσφιξε ασυναίσθητα στην αγκαλιά της και προχώρησε προς το ιερό. Στα δεξιά δέσποζε επιβλητικό το θαυματουργό άγαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Ήταν γεμάτο λουλούδια και βαρύτιμα κοσμήματα, προσφορές των πιστών που είχαν ζητήσει βοήθεια για τις δυστυχίες τους. Εκείνη τη στιγμή τούς ένιωσε όλους αδέλφια της. Με άφησε στα πόδια του Εσταυρωμένου Χριστού, εκεί στη βάση του αγάλματος, σ' ένα μικρό κοίλωμα που έμοιαζε με κούνια. Έμεινε ακίνητη για λίγο και κατόπιν, χωρίς να το θέλει, άρχισε να κλαίει. Ολόκληρη η ζωή της πέρασε σαν αστραπή από τα μάτια της. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, όλα ένα ανακάτεμα. Δεν έκλαιγε για μένα, την ετοιμοθάνατη κακορίζικη κόρη της, την αποβολή της ντροπής, έκλαιγε για τον εαυτό της. Η Ντούλτσε Κάνταρου τρόμαξε από το εσωτερικό χάος που αντίκρισε. Όλη της τη ζωή έψαχνε την ουτοπία. Χαρές μισές. Όνειρα ξεφτισμένα. Το ακαθόριστο μπροστά της. Πουθενά νοσηλεία. Ήθελε να σταματήσει το χρόνο και να ξαναρχίσει τη ζωή της από την αρχή. Όλα από την αρχή, γιατί ένιωθε πως κάπου είχε λαθέψει. Πως είχε μπερδέψει τις αξίες της. Πως δεν επέμενε, όσο έπρεπε, για τον άντρα που αγαπούσε τον καιρό που ο πατέρας της την παζάρευε με τον Κάνταρο και πως από αδυναμία και μόνο πούλησε την αθωότητα της σ' αυτόν που πίστευε πως οι γυναίκες υπάρχουν μόνο για την ευχαρίστηση του. Και ήταν τέτοιος ο σπαραγμός της, που μέσα στην ησυχία της μισοσκότεινης εκκλησίας ένιωσε το άγαλμα ζωντανό να πάλλεται από συμπόνια για εκείνη και την "αποβολή της ντροπής» που είχε αποθέσει στα πόδια του. Με πόνο σήκωσε το κεφάλι της. Εκείνη τη στιγμή έπαιρνε όρκο πως ο Εσταυρωμένος Χριστός μέσα από το σκαλισμένο στο ξύλο μαρτύριο του την κοίταζε με αγάπη. Έμεινε όμως αποσβολωμένη. Από τα μάτια του αγάλματος κυλούσαν δάκρυα.
«Θαύμα, θαύμα! Χριστέ μου, μεγάλη η χάρη σου!» τραύλιζε δίπλα της διπλωμένη στα δυο η γριά Πεπέντα.
Η Ντούλτσε Κάνταρου νόμισε πως ονειρευόταν. Άπλωσε το χέρι της για να βεβαιωθεί πως ήταν ξύπνια κι ένιωσε την υγρασία των δακρύων στα δάχτυλα της. Με τρεμάμενα χέρια τα σκούπισε στο πρόσωπο μου. "Της δίνω το όνομα των δακρύων σου, Χριστέ μου! Σώσε την κόρη μου και θα την ονομάσω Λάκρυμα Κρίστη!», προσευχήθηκε σιωπηλά βάζοντας επιτόπου την ψυχή της ενέχυρο. Η γριά Πεπέντα δίπλα της, πεσμένη στα γόνατα, δόξαζε το μεγαλείο της πίστης. Όταν βγήκαν από την εκκλησία, είχε πέσει για τα καλά το βράδυ.
«Ό,τι θέλει ο Θεός», είπαν και οι δυο εξουθενωμένες από το μεταφυσικό και βιαστικά, γιατί ήταν ήδη περασμένη η ώρα, γύρισαν στο σπίτι να νανουρίσουν τον πόνο τους. Θα επέστρεφαν το πρωί να με πάρουν. Ζωντανή ή πεθαμένη. Δεν είχε σημασία. Αυτές θα επέστρεφαν. Εγώ έμεινα ένα ετοιμοθάνατο μπογαλάκι μάλλινα ρούχα μπροστά στα πόδια του Χριστού. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Δεν ξέρω αν ζούσα ή αν είχα περάσει στην άλλη διάσταση. Ξαφνικά δυο χέρια με σήκωσαν με αγάπη και μια ζεστή αγκαλιά που μύριζε μύρτο με έκλεισε μέσα της. Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το γυμνό μαστό που μου προσφερόταν. Το στόμα μου γέμισε γάλα και... είπα «καλημέρα» στη ζωή!
Θα ακολουθήσει, μέσα από μια εστίαση μηδενική, η παράλληλη αφήγηση της ιστορίας της μυστηριώδους γυναίκας που έσωσε τη μικρή Lacryma εκείνη τη νύχτα στη παγερή εκκλησία:
Ήταν η Μαρίκα, μια νέα πανέμορφη κοπέλα, που έζησε μια ζωή γεμάτη από τις χαρές των αισθήσεων, μια κοπέλα πληθωρική και αισθησιακή που ξύπναγε επιθυμίες φλογερές σ’ όποιον άντρα συναντούσε. Η Μαρίκα έμεινε έγκυος από έναν περιστασιακό εραστή και για να μην ταράξει την οικογένειά της , στην οποία ήδη την θεωρούσαν «όνειδος», καταφεύγει σε μια μάγισσα για να της δώσει φάρμακο να αποβάλλει.
«Η Μαρίκα πέρασε το κατώφλι διστακτική. Στο μισοσκόταδο η γριά καθισμένη στην καρέκλα της την κοίταζε με τα λαμπερά μάτια της. Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστη. Πριν παραδοθεί στο φόβο που ένιωθε να την κυριεύει, άκουσε τη φωνή της φάτα Εφίζια.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω ν' απαλλαγείς από το βάρος που κουβαλάς», είπε, πριν η Μαρίκα προλάβει ν' ανοίξει το στόμα της."Άλλα ορίζουν τα πεπρωμένα για σένα, κόρη μου, γιατί αυτό που έχεις στην κοιλιά σου είναι γραφτό να σώσει μιαν άλλη ζωή. Πρέπει να το κρατήσεις μέχρι το τέλος και κανένα βότανο δεν μπορεί να το ξεριζώσει τώρα από μέσα σου», είπε η γριά με λύπη.(…)
Η Μαρίκα θα γεννήσει το παιδί νεκρό: « Γεμάτη υγεία κι έχοντας βρει τον παλιό εαυτό της, δηλαδή τη χαρά της ζωής, η όμορφη Νουορέζα γέννησε μιαν αυγουστιάτικη αυγή, εύκολα και μ' έναν πόνο, όπως γεννούν οι φτωχές, ένα αγοράκι πεθαμένο. Δεν το έκλαψε. Το τύλιξε με το πουκάμισο της και το έθαψε σε μια γωνιά της αυλής. Όχι στο λάκκο που πετούσαν τους νεκρούς. Όχι! Στη ρίζα ενός μύρτου το έθαψε. Έκοψε κατόπιν ένα κλαράκι από το δέντρο, για να θυμάται το παιδί της, και πέρασε για πρώτη φορά, έπειτα από δυο μήνες έγκλειστη, την πόρτα που οδηγούσε στον έξω κόσμο.
Περπατώντας μπήκε στην πόλη. Η ζέστη του Αυγούστου ήταν αφόρητη. Η Μαρίκα Κάρα είχε έναν κόμπο στο λαιμό, που την εμπόδιζε να καταπιεί. Είχε και μια μαχαιριά στην καρδιά, που την εμπόδιζε ν' αναπνεύσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πού να πάει. Τη διεύθυνση της αδελφής της στο Κάλιαρι την είχε χάσει δυο μήνες πριν. Περιπλανήθηκε για ώρες άσκοπα. Η πόλη ολόκληρη της φαινόταν τεράστια και απειλητική. Είδε το κάστρο, τους ωραίους δρόμους, τα σπίτια με περιποιημένους κήπους. Ένιωθε τα στήθη της γεμάτα με το γάλα. που δε θα έδινε ποτέ στο παιδί της και ήθελε να φωνάξει, αλλά φωνή δεν έβγαινε από μέσα της. Σαν έπεσε το σούρουπο, χώθηκε κατάκοπη στην πρώτη εκκλησία που βρήκε μπροστά της. Η δροσιά αμέσως την ανακούφισε. Σύρθηκε με κόπο στα στασίδια και άφησε το πονεμένο σώμα της ν' αναπαυτεί στην ησυχία και στο μισοσκόταδο του ιερού χώρου. Ήταν ολόκληρη μια πληγή που πονούσε. Ένιωθε το γάλα να πετρώνει στο στήθος της και για πρώτη φορά στη ζωή της, ύστερα απ' όσα είχε υποφέρει, ευχήθηκε να πέθαινε. Έμεινε μισοξαπλωμένη στο σκληρό ξύλο. Δεν μπορούσε να πει πόση ώρα είχε περάσει. Ίσως και ν' αποκοιμήθηκε. Κάποια στιγμή άκουσε την πόρτα της εκκλησίας ν' ανοίγει. Δυο γυναίκες μπήκαν με προφύλαξη μέσα. Ή Μαρίκα πρόλαβε και χώθηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά. Τις είδε να πλησιάζουν το άγαλμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Από το ντύσιμο τους της φάνηκαν πλούσιες. Γονάτισαν. Η πιο νέα άφησε ένα μικρό δέμα στη βάση του αγάλματος. Έμεινε ακίνητη για λίγο, σαν να προσευχόταν, και μετά άρχισε να κλαίει. Ήταν ένα κλάμα-σπαραγμός. Η Μαρίκα συμπόνεσε τη γυναίκα που κατέθετε την ψυχή της στον Εσταυρωμένο Χριστό και, όταν είδε τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του αγάλματος, έμεινε έκθαμβη. Χωρίς να το θέλει, άρχισε τότε και η ίδια το θρήνο, σιγανό, λυτρωτικό, κι ένιωσε τα δάκρυα να της καθαρίζουν την ψυχή και να παρασύρουν ό,τι άχρηστο είχε μαζέψει μέσα της τόσα χρόνια. Εκεί ήταν μαζεμένα. Εκεί υπήρχαν όλα. Στη σιωπή. Θάνατος και πόνος και το κοριτσάκι που η ίδια ήταν κάποτε. Εκείνη τη στιγμή μπορούσε να το αγγίξει, να το παρηγορήσει. Αισθάνθηκε τις εσωτερικές ουλές από την κακομεταχείριση του πατέρα της, την πονεμένη γεμάτη αγάπη καρδιά τής μάνας της, την αγωνία των αδελφών της και κατόπιν το δικό της γιγάντιο μίσος για τον Κλεμέντε Κάρα να της κατατρώει τα σωθικά, και παρακάλεσε τον Εσταυρωμένο Χριστό, που μπορούσε ακόμα και στο αγαλματένιο μαρτύριο του να κλαίει για τα βάσανα των ανθρώπων, να της δώσει μιαν ακόμα ευκαιρία στη ζωή, για να μπορέσει να συγχωρέσει και να σωθεί. Έμεινε έτσι για κάμποσο χωμένη στη γωνιά της, αποτραβηγμένη στο δικό της πόνο. Κάποτε συνήλθε .Οι γυναίκες είχαν φύγει, όμως εκεί, στη βάση του αγάλματος, ξεχώρισε ξεχασμένο το δέμα που είχαν φέρει μαζί τους.( πρόκειται για τη μητέρα της Λάκρυμα και την υπηρέτρια…)
Βγήκε από την κρυψώνα της και πλησίασε τον Χριστό. Κοίταξε στα πόδια του και γεμάτη έκπληξη ανακάλυψε πως αυτό που νόμιζε πακέτο ήταν ένα μωρό. Η καρδιά της λαχτάρισε. Ήταν μικρούλικο, μια σταλιά, και της φάνηκε πεθαμένο. Μα πώς το είχαν εγκαταλείψει εκεί; Πώς μπόρεσαν να κάνουν κάτι τέτοιο εκείνες οι δυο άκαρδες; Το σήκωσε στην αγκαλιά της και το έσφιξε με λαχτάρα πάνω της. Ήταν ζεστό και μοσχομύριζε καθαριότητα. Το δύστυχο, μάλλον θα πεινούσε. Τότε, χωρίς να διστάσει, έβγαλε από το ρούχο το μαστό της, που ξεχείλιζε το γάλα της ζωής, και τον πρόσφερε στο μισάνοιχτο στόμα που κρατούσε στην αγκαλιά της. Εκείνο αρπάχτηκε λαίμαργα από πάνω της και μ' ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης... είπα «καλημέρα» στη ζωή!
Μοιραία συνάντηση για τη ζωή όλων…
Το βιβλίο της Φιλομήλας Λαπατά "Η ξυπόλυτη των Αθηνών" είναι υποψήφιο για τα βραβεία των αναγνωστών φέτος. Αρκετά γυναικεία και υπέρ το δέον συναισθηματική γραφή για τα ...γούστα μου! http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cnode=172&cpage=NODE
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννη μου καλημέρα! Το τελευταίο της δεν έχει, νομίζω, το "χάρισμα" των παλαιοτέρων της. "Οι κόρες του νερού" και "εις το όνομα της μητρός" είναι, πιστεύω, εξαιρετικά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι,περισσεύει λίγο το συναίσθημα, αλλά μ'αρέσουν γιατί είναι ζεστά και αναγνωρίσιμα απο τη γυναικεία ψυχή..
Φιλιά
Γεια σου, Πολίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφή( Πολλή δουλειά, βρε παιδί μου!)
Όντως, οι αναλογίες πολλές - κι είναι πολύ ευχάριστο να κοιτάμε αναλογίες απαλλαγμένοι από τον καθηγητικό διαστροφικό οίστρο "να βρω ένα απόσπασμα που να κάνει για παράλληλο".
Δεν έχω προλάβει να διαβάσω το βιβλίο. Πήρα, πάντως, μια πολύ γερή δόση από την ανάρτησή σου
:-)
Καλησπέρα Διονύση,
ΑπάντησηΔιαγραφήέβαλα μεγάλο απόσπασμα για να ..ταξιδέψουμε λίγο στο βιβλίο.Εμένα μου άρεσε πολύ,είναι πολύ ανθρώπινο.
Φιλιά