Παραθέματα για την Ιστορία της Β ΄Λυκείου, που μπορεί να ενταχθούν στο σχεδιασμό της διδασκαλίας –
για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών ζητημάτων - ή κάποιας γραπτής αξιολόγησης των μαθητών.
1) Εικονομαχία : η σύγκρουση με τους μοναχούς και η πολιτική διάσταση
« Ο Κωνσταντίνος Ε'
χρησιμοποίησε παραδειγματικά τον Ιππόδρομο ως πεδίο και όχημα πολιτικής
προπαγάνδας. Έτσι, το 765, «εστηλίτευσε και
ητίμασε το σχήμα των μοναχών επί του ιπποδρομίου»
-όπως δηλώνει ο Θεοφάνης-, δηλαδή των βασικών αντιπάλων της εικονομαχικής του
πολιτικής, που νόμιζε ότι συνωμοτούσαν εναντίον του· έτσι, επέβαλε «σε κάθε
μοναχό να κρατήσει από το χέρι μια γυναίκα και να παρελάσει μέσα στον Ιππόδρομο
και να τους φτύνει και να τους βρίζει όλος ο λαός». Η όλη
επιχείρηση, σε συμβολικό επίπεδο, είχε να κάνει με την επιστροφή τους στους
κόλπους της κοινωνίας με το ένδυμα των λαϊκών. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο ίδιος
αυτοκράτορας οργάνωσε, πάλι στον Ιππόδρομο, τη διαπόμπευση και άλλων, κατά
καιρούς, αντιπάλων του, έστω και αν εκείνοι συμμερίζονταν την εικονομαχική
πολιτική του: αυτό έπραξε με δύο «ψευδωνύμους»
πατριάρχες, τον Αναστάσιο, το 743 -που τον έβαλε να παρελάσει στον Ιππόδρομο
«επί όνου εξανάστροφα καθήμενοι», προτού τον
αποκαταστήσει στον επισκοπικό του θρόνο-, και, στη συνέχεια, το 767, τον
πατριάρχη Κωνσταντίνο: αφού εκείνος ξυλοκοπήθηκε άγρια και αναγνώσθηκε στην
Αγία Σοφία, εις επήκοον του λαού, ο τόμος με τις εναντίον του κατηγορίες, τον
οδήγησαν στον Ιππόδρομο, όπου «εκάθισαν αυτόν επί
όνου σαγματωμένου εξανάστροφα κρατώντα την ουράν αυτού”
ενώ λίγες μέρες αργότερα τον θανάτωσαν* Αλλά την πιο περιβόητη διαπόμπευση ο
αυτοκράτορας την επιφύλαξε σε έναν εκ των απορρήτων του, τον Γεώργιο τον
επονομαζόμενο «Συγκλητική», όπως αποκαλείται σε εικονολατρικές πηγές, οι
συγγραφείς των οποίων επιδίωκαν τον στιγματισμό του αυτοκράτορα για τις υποτιθέμενες ομοφυλοφιλικές
του τάσεις. Ο Γεώργιος είχε καταφύγει στον Άγιο Στέφανο τον Νεότερο
προκειμένου να καρεί μοναχός. Μέσα στον
κατάμεστο Ιππόδρομο, του αφαίρεσαν το μαύρο ράσο , τον γύμνωσαν και τον
έπλυναν, για να του φορέσουν ξανά το επίσημο ένδυμα του
Συγκλητικού .
* Θεοφάνους Χρονογραφία, τ.Γ΄, μτφρ
Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, Αθήνα,
Αρμός 2007
Ο
Βυζαντινός κόσμος , Jean
Claude
Cheynet
, τόμος Β, εκδόσεις Πόλις 2011, σελ 387
2 ) Εικονομαχία ∙ιδεολογικές και πολιτικές απειλές
Η λεγόμενη περίοδος της
Εικονομαχίας -με την αυστηρή έννοια του όρου, από το 730 έως το 787, και έπειτα
από το 814 έως το 843- δεν είναι μια περίοδος βάρβαρη, που τη χαρακτήριζε
περιφρόνηση για κάθε έκφανση πολιτισμού και παιδείας. Από τη σκοπιά της
ιστορίας της τέχνης και μόνο, ακόμη και οι δριμείες επικρίσεις των υπέρμαχων
των εικόνων καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης μορφής τέχνης, όπου τα
έργα τα παρήγγειλλαν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. Πρόκειται για μια κοσμική τέχνη,
ελάχιστα γνωστή -πράγμα που ισχύει και για τις επόμενες περιόδους-, η οποία
όμως εγγραφόταν αναγκαστικά σε μια συνέχεια, πόσο μάλλον που οι εικονομάχοι
αυτοκράτορες εμφανίζονταν ως οι συνεχιστές της Αυτοκρατορίας των προηγούμενων
αιώνων, θέλοντας να συνδεθούν με τη δόξα της. Οι αντίπαλοι τους επέμεναν στο
γεγονός ότι τέτοιου είδους διάκοσμοι, μάλλον κοσμικής έμπνευσης, καθώς
απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού και ζώα, στο
μυαλό των εικονολατρών, αποδείκνυε την ασέβεια των εικονομάχων αυτοκρατόρων.
Κανένας, βέβαια, τέτοιος διάκοσμος δεν σώζεται, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι
εκείνοι διέφεραν αισθητά από τα σύνολα εικόνων που μας είναι γνωστά από τα
δάπεδα των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Έχει υποστηριχθεί ότι είναι δύσκολο να
κατανοήσουμε το δόγμα των εικονομάχων, αφού μας παραδόθηκε ακρωτηριασμένο και
αλλοιωμένο, ίσως και υπό μορφήν καρικατούρας, από τους αντιπάλους τους. Η
κατάσταση, ωστόσο, μοιάζει λιγότερο απελπιστική, αν δεχτούμε ότι αποφάσεις και
πολιτικές αντιπαραθέσεις στηρίζονται σε συστήματα ιδεών, για να μην πούμε
ιδεολογίες, και δεν τα αντικατοπτρίζουν απλώς. Μπορεί, λοιπόν, να μη γνωρίζουμε
τι ακριβώς σκέφτονταν οι εικονομάχοι αυτοκράτορες για τις εικόνες, είμαστε
όμως τουλάχιστον σε θέση να αντιληφθούμε πού ήθελαν να καταλήξουν. Η
αντιπαράθεση για τις εικόνες, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία της, δεν ήταν
αναγκαστικά ο μόνος απώτερος στόχος. Μία
από τις έγνοιες του Λέοντος Γ' και του Κωνσταντίνου Ε' ήταν να αποκατασταθεί το
αυτοκρατορικό κύρος και να συνδεθεί με τη ρωμαϊκή παράδοση. Μάλλον εύκολα
μαντεύουμε πώς, στο μυαλό του Λέοντος Γ', η ειλικρινής επιφυλακτικότητα
μπροστά στις εικόνες του Χριστού μετατράπηκε σε ανησυχία για τις θρησκευτικές
εικόνες που πολλαπλασιάζονταν, υπό την καθοδήγηση μοναχών που διέθεταν κάποια
ανεξαρτησία από την κοσμική εξουσία. Αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Λέων Γ'
αισθάνθηκε τη δημοτικότητα των θρησκευτικών εικόνων ως απειλή για την εικόνα
του αυτοκράτορα, η οποία παλαιότερα ήταν το υπόβαθρο για την αναγνώριση της
αυτοκρατορικής εξουσίας. Σε τέτοιες
σκέψεις πρέπει να στήριξε ο αυτοκράτορας την απόφασή του να παρέμβει στο ζήτημα
των εικόνων. Ο Κωνσταντίνος Ε' διαμόρφωσε αργότερα ένα δόγμα πολύ πιο σύνθετο
θεολογικά. Η Εικονομαχία αναπτύχθηκε ως αντίδραση στη διάδοση της λατρείας των
εικόνων, βάζοντας όμως, παραδόξως, σε πρώτο πλάνο τη δύναμη της εικόνας, που
καθιστούσε κάθε εικόνα ένα δυνάμει είδωλο. Ο ιερός χαρακτήρας της εικόνας
περιβάλλεται έτσι, κατά κάποιον τρόπο, με μια νέα νομιμότητα, που επρόκειτο
τελικά να θριαμβεύσει. Από αυτή την άποψη, η ανάπτυξη της Εικονομαχίας όχι
μόνο αποδείχτηκε μια αποτυχημένη απόπειρα να παρασυρθεί ο βυζαντινός κόσμος σε
νέους δρόμους, μακριά από την ελληνορωμαϊκή παράδοση, αλλά και αποτελούσε μια
κρίση, την οποία προκάλεσε μια εξέλιξη διόλου ευπρόσδεκτη, που όμως, μέσω της
κρίσης αυτής και παρά την επιθυμία επιστροφής στο παρελθόν, πέτυχε τελικά τον
στόχο της.
Ο Βυζαντινός κόσμος , Jean Claude Cheynet , τόμος Β, εκδόσεις Πόλις 2011, σελ 533
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου