Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ποιήματα για παράλληλη ανάγνωση με το " Σημείο αναγνωρίσεως" της Κ.Δημουλά






                 Α) από την ποίηση της Κικής Δημουλά





Μια μετέωρη κυρία



Βρέχει...
Μία κυρία
ξέχει στ βροχ
μόνη
πάνω σ
᾿ να κυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι ε
ναι βροχ σν οκτος
κι ε
ναι κυρία ατ
σ
ν ράγισμα στ γυάλινη βροχή.


Τ
βλέμμα της βαδίζει στ βροχή,
βαρι
ς πατημασις καημο
τ
ν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι
λο λλάζει στάση,
σ
ν κάτι πι μεγάλο της,
να νυπέρβλητο,
νά
χει σταθε
μπροστ
σ᾿ κενο πο κοιτάζει.


Γέρνει λοξ
τ σμα
παίρνει τ
ν κλίση τς βροχς
―χοντρ
σταγόνα μοιάζει―
μως τ νυπέρβλητο μπροστά τς πάντα.
Κι ε
ναι βροχ σν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τ
χέρια ξω π᾿ τ κάγκελα
τ
δίνει στ βροχ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρ
νάγκη
γι
πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Καί, ξαφνικ
ά,
σ
ν κάποιος ν τς γνεψε «χι»,
κάνει ν
πάει μέσα.
Πο
μέσα ―
μετέωρη
ς ξεχε στ βροχ
κα
μόνη
πάνω σ
᾿ να κυβέρνητο μπαλκόνι.





Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα





Σο επα:
- Λύγισα.
Κα
επες:
- Μ
θλίβεσαι.
πογοητεύσου συχα.
ρεμα δέξου ν κοιτς
σταματημένο τ
ρολόι.
Λογικ
πελπίσου
π
ς δν εναι ξεκούρδιστο,
τι τσι δουλεύει δικός σου χρόνος.


Κι
ν αφνης τύχει
ν
σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μ
ριψοκινδυνέψεις ν χαρες.
κίνηση ατ δν θά ναι χρόνος.
Θά
ναι κάποιων λπίδων ψευδορκίες.


Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια α
τοεκθρονίσου
π τ χίλια σου παράθυρα..
Γι
να μήπως τ᾿ νοιξες.
Κι α
τοξεχάσου εχαρις.


,τι εχες ν πες,
γι
τ φθινόπωρα, τ κύκνεια,
τ
ς μνμες, δρορος τν ρώτων,
τ
ν λληλοκτονία τν ρν,
τ
ν γαλμάτων τν φερεγγυότητα,
,τι εχες ν πες
γι
᾿ νθρώπους πο σιγ-σιγ λυγίζουν,
τ
επες.





Τα μισανθή χέρια



Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα
απ’ τη δική μας σάρκα να μην πάρει.
Απαγορευτική να σμιλευτείς
σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση,
μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη
στη δική μας ανθηρότητα και δύναμη.
Το ένα χέρι σου σμιλεύτηκε χτένα
στ’ ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο
φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο:
ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά,
στην απαγορευμένη γονιμότητα
- δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα.


Υπεύθυνα Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν,
ποτέ να μη σε πάρει ύπνος,
ποτέ να μη σου μάθει όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται.
Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,
μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Άχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις
να σου μάθει τ’ όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται:
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη
ούτε καν ποιητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν.







                           B) από άλλους ποιητές





Μαρία Λαϊνά, «Τοιχογραφία»





Σώζεται η αρχή απ’ τους μηρούς
σε άτονο γαλάζιο
τμήμα ποδιού ακόσμητο προς τα αριστερά
και τμήμα απολήξεως φορέματος.
Στο δέρμα διακρίνονται γραμμές
κυρίως οξυκόρυφες.
Ο χώρος του λαιμού διακόπτεται
απ’ τον αριστερό βραχίονα
που φέρεται προς τα επάνω
ενώ μονάχα το δεξί στήθος δηλώνεται
με ελαφρά καμπύλωση.
Από το κάτω μέρος του προσώπου
λείπει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Κόκκινα τρίγωνα ή τόξα
σ’ όλο το άσπρο του βολβού.
Σώζεται επίσης η κορδέλα των μαλλιών
και η στροφή του σώματος
που ασφαλώς προϋποθέτει
ανάλογες κινήσεις των χεριών.

Λείπει το έδαφος του έρωτα.







Αθηνά Παπαδάκη, «Νοικοκυρά»





Ώρα ξεκούρασης
με τα χέρια σταυρωμένα σε σοδειές.
Είχα σωστά μετρήσει το αλεύρι,
μα βρέθηκα λίγο λειψή απ’ τη μεριά της ζάχαρης.
Δε θα μπορούσε να 'ναι αλλιώς.


Αυτή είναι η ζωή μου, ο διάδρομος που
ενώνει τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι
τι άλλο; δεν τολμάω να πω,
κάτι μ’ απορροφά ύπουλα,
οι τοίχοι όπως λευκοί Πατριάρχες ευλογούν
τη δουλειά μου,
σαν σκύβω
δε βλέπουν
πως στύβοντας το σφουγγαρόπανο, τα
δάκρυά μου κυλάνε προς τις ρίζες τους.







Παυλίνα Παμπούδη, «Πράσινο»





Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω
Καθώς το αγριόχορτο
Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά των μνημείων.
Το δικαίωμα να διαγράψω την Ιστορία
Καθώς ο μικρότερος αδελφός, που κατέβηκε το πηγάδι
Και βγήκε στον ουρανό.
Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια
Καθώς αειθαλές
Στους πνεύμονες των πάρκων
Και στην ασυδοσία της ρεματιάς.

Η έπαρσή μου είναι του πράσινου
Κι έχω δικαίωμα,
Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο, ν' αφουγκραστώ
Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,
Βαθιά, ραγίζοντας
Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει
Ο κόσμος.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου