Παναγώτης Κουσαθανάς
(Μύκονος, 03-07-1945)
Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος. Σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε επί 20ετία ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει 25 βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του και έχει μεταφράσει αγγλόφωνη ποίηση. Το πρώτο βιβλίο του "Συρραφή ονείρων" (ποιήματα, 1980) έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη, τα "Παραμιλητά" Α΄, (Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου, Ίνδικτος 2002) με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας, και οι "Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό" . Τελευταία του βιβλία: "Μυζήθρα, Ζυμήθρα" (ΚΔΕΠΑΜ & Εκδ. Στεφανίδη)και "Τα Ποιήματα (1966-1994)και τέσσερεις αναπλάσεις" , «Αξιοσημείωτες συναντήσεις»
ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΜΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ
«Μυθ-ιστορίες» αποκαλεί ο συγγραφέας τα είκοσι ένα διηγήματα, προφανώς για να ορίσει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα. Ιστορίες για τον Χρόνο, για τα όσα σβήνει, αλλάζει, καταργεί ή αφήνει ανέγγιχτα. Ιστορίες ειρωνικές, ρεαλιστικές, τρυφερές.
Με μια λιτή αφήγηση η διεισδυτική και ελαφρώς ειρωνική ματιά του Παναγιώτη Κουσαθανά περνάει μέσα από τα εξωτερικά συμβάντα και τις συμπεριφορές και τελικά εστιάζει στον «μέσα» άνθρωπο προσεγγίζοντας με κατανόηση, καλοσύνη, αλλά και ανατρεπτική διάθεση τα «ατοπήματά» του. Η γλώσσα λιτή, άμεση και ανυπόταχτη, θα τολμούσα να πω, αφήνει τις λέξεις λεύτερες από προστακτικά σημεία στίξης ,να κατανοηθούν κατά το δοκούν από τον αναγνώστη : εντύπωση μας προκαλεί ο τολμηρός τρόπος που παίζει με τη στίξη, επιφυλάσσοντας ιδιαίτερη μεταχείριση στο ερωτηματικό ( το βάζει και στην αρχή και στο τέλος της ερωτηματικής του φράσης ) και αρνείται την συνεπικουρία των κομμάτων.
Γενικά ανατρέπει τις βεβαιότητές μας σε όλα τα επίπεδα!
Ίσως και με την κατάργηση των σημείων στίξης αυτό ήθελε να δείξει, την απελευθέρωση από όρια, βεβαιότητες, σύνορα και «πρέπει»….
Και οι ήρωές του – άλλωστε - είναι άνθρωποι χωρίς βεβαιότητες ( όπως θα’ ταν καλύτερα να’ μασταν όλοι μας, ίσως…)
Ο Κουσαθανάς λοιπόν, μας γνωρίζει την αρχαιολόγο που στοχάζεται τη φθορά, τον μονόχνωτο υδροφοβικό που πεθαίνει από ακράτεια, τον 50άρη που δεν θέλει να κλειστεί στο μεσόκοπο καβούκι του, τον ποιητή που δεν βρίσκει ατάκα να κλείσει το ποίημα του, τον εκτροφέα κοτόπουλων που δεν μπορεί να συνηθίσει να σφάζει, τους «ευεργέτες» του τόπου που αλληλολοιδορούνται, αλλά και τον εαυτό του (σε μερικές εξομολογητικές ιστορίες), που ζει τη ματαιότητα των πραγμάτων αλλά δεν μπορεί να τη δαμάσει.
Με αναφορές στη Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη, στον Σεφέρη, στον Γονατά, στον Εγγονόπουλο, στον Τσέχωφ, στον Πεσσόα, στον Ίμρε Κέρτες κ.ά, περιγράφει έκκεντρα γεγονότα του βίου τους ή πράξεις γενναίες και άχρηστες, ως αφορμές για υπαρξιακά ερωτήματα. Ερωτήματα που λειτουργούν και ως προτάσεις για μια διαφορετική θέαση του κόσμου.
Τον περασμένο Μάιο του απονεμήθηκε το Κρατικό βραβείο διηγήματος για τις
« ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΜΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ»
Ξεχώρισα το διήγημα «ΑΫΠΝΙΕΣ» :
Ο Μ. είχε μείνει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα προσπαθώντας να βρει μιαν απάντηση στην προτελευταία αράδα του ποιήματος του πού ρωτούσε ούτε λίγο ούτε πολύ «;τί είναι αλήθεια;» Μήνες τώρα τον απασχολούσε αυτό το ποίημα τον είχε πολύ παιδέψει του είχε ροκανίσει πολύτιμο χρόνο και το αποτέλεσμα πενιχρότατο. Δεν πήγαινε άλλο- έπρεπε να δοθεί ένα τέλος σ' αυτή την κατάσταση το συντομότερο να μπει επιτέλους στο ποίημα το ευλογημένο σημαδάκι η τελεία που βάζει φρένο στο φρούμασμα του ποιητή και συχνά συχνότατα μας προστατεύει από κουτρουβάλες και γκρεμοτσακίσματα ή τουλάχιστο δίνει την εντύπωση ότι σαν άπαρτο οχυρό μας προστατεύει από ρεσάλτα κι επελάσεις.
Ξημέρωνε κι ο Μ. προσπαθούσε ξαπλωμένος να βγάλει διά του απόντος ύπνου όσο γινόταν πιο πολλά φωτοαντίγραφα θανάτου ;πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς το μαρτύριο της αϋπνίας παρά με μιαν εντυπωσιακή φράση;
Τέλος σηκώθηκε τσαλάκωσε ασυναίσθητα την τελευταία μουντζουρωμένη σελίδα την έχωσε στην τσέπη και βγήκε έξω να πάρει μιαν ανάσα· για ώρες γύριζε άσκοπα εδώ κι εκεί. Ήταν καλοκαίρι κι ο ήλιος έκαιγε· περνώντας από την αμμουδιά γδύθηκε κι έπεσε στο δροσερό νερό μήπως και λαμπικάρει το θολωμένο μυαλό του βγήκε και ξαναμπήκε στη θάλασσα πολλές φορές ώσπου άρχισε πια να σουρουπώνει το μυαλό όλη την ώρα κολλημένο σ' εκείνη την προτελευταία αράδα «;τί είναι αλήθεια;» «;ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ;»
Με βαριά καρδιά αποφάσισε τέλος να γυρίσει στο σπίτι. Έξω στον δρόμο ένα τσούρμο αγόρια και κορίτσια είχαν ανάψει μια φωτάρα και παράβγαιναν με χαρές και γέλια πηδώντας από πάνω της· θυμήθηκε ότι ήταν του Άι-Γιάννη του Φωταριστή ή Λαμπαδιστή έχωσε το χέρι στην τσέπη βρήκε το τσαλακωμένο χαρτί και χωρίς να το κοιτάξει το πέταξε στη φωτιά" έβγαλε τόσο καπνό στην αρχή πού θόλωσαν τα μάτια του και κόντευε να πνιγεί" σε λίγο οι φλόγες φούντωσαν σαν να 'χε πετάξει ολόκληρο δεμάτι από ξερά χαμόκλαδα μέσα" τον έπιασε μια ασυγκράτητη επιθυμία ν' αρχίσει κι αυτός να πηδάει πάνω από τη φωτιά αλλά δεν βρήκε το κουράγιο μπήκε βιαστικά στο σπίτι χωρίς ν' ανάψει το φως κι έκλεισε την πόρτα η αναλαμπή της φωτιάς μπαίνοντας από το παράθυρο χόρευε πάνω στους άσπρους τοίχους" σωριάστηκε βαρύς στην πολυθρόνα του γραφείου του τράβηξε από το ράφι μια λευκή σελίδα και πήρε την πένα" το λευκό χαρτί έβγαζε σαν τούς τοίχους παράξενες ανταύγειες στο σκοτάδι.
Σε λίγο σταμάτησαν οι φωνές των παιδιών και μόνο το τρίξιμο της φωτιάς σχεδόν απειλητικό έφτανε στ' αφτιά του. Κατάλαβε άλλη μια άυπνη νύχτα άλλη μια νύχτα με φωτοαντίγραφα ;μήπως η δικιά του δεν ήταν μια ζωή αγρύπνιας; κι άλλωστε ;γιατί να χολοσκά; ούτε ο ίδιος ο Θεός μπόρεσε ν' απαντήσει όταν ρωτήθηκε «;τί είναι αλήθεια;» θα 'ταν αφελής αν φανταζόταν ότι αυτός ένας ποιητής θα 'βρισκε την απάντηση (όχι δεν στόχευε τόσο ψηλά) μια εύστοχη μια εντυπωσιακή ποιητική ατάκα μόνο έψαχνε να βρει ταιριαστή στο ύψος και το μεγαλείο της ερώτησης και τίποτε πέραν τούτου στο μεταξύ το λευκό χαρτί πάνω στο γραφείο σβήνοντας ανάβοντας σαν φάρος ή ηλεκτρονικό ρολόι που περιμένει να ρυθμίσεις την ώρα του συνέχιζε να εκπέμπει τις ανταύγειες του πήρε αποφασιστικά το μολύβι ξανάγραψε πάνω πάνω την ερώτηση που τον είχε τόσο καιρό βασανίσει κι έβαλε μια τελεία στιγμή ακριβώς μετά από το ερωτηματικό: «;.» ;
Πού ξανακούστηκε τελεία ακριβώς μετά από ένα ερωτηματικό; χωρίς άλλο θα το εκλάβουν ως τυπογραφική αβλεψία όταν εκδοθεί η συλλογή του το ξέρει μα δεν τον νοιάζει φτάνει που το θαυματουργό σημαδάκι η τελεία τον έσωσε και πάλι από το γκρεμοτσάκισμα φτάνει που νιώθει ξανά σαν πολεμιστής που κρατά γερά την ασπίδα του θα 'λεγε το κοντάρι. Ξαπλώνει με τα ρούχα στο αναστατωμένο κρεβάτι και προτού έρθει γλυκά να τον πάρει ό ύπνος πανευτυχής σκέφτεται ότι τώρα γνωρίζει όχι μόνο το περιεχόμενο του επόμενου ποιήματος του που θα 'ναι άλλωστε και το τελευταίο αλλά και τον τίτλο του «Ωδή στην Τελεία Στιγμή» θα 'ναι ο τίτλος του και θα ακολουθεί ένα τετράστιχο με τελείες τελείες τελείες ανομοιοκατάληκτο το δίχως άλλο είναι λάθος ότι η τελεία είναι μία υπάρχουν τελείες και τελείες όπως υπάρχουν αλήθειες κι αλήθειες ψέματα και ψέματα ;όσο για τ' άλλα σημεία της στίξης; τα κόμματα δεν ξέρεις τι είδους σκουντούφλες θα σου ξετρυπώσουν τα θαυμαστικά σου φέρνουν στο μυαλό στόματα κεχηνότων η άνω και η κάτω τελεία δείχνει ασυγχώρητη έπαρση («—Βουλώστε το όλοι σας κι ακούστε εμένα τι θα σας πω») τα αποσιωπητικά προϋποθέτουν μιαν ολική συσκότιση ;αν πεις και για το ερωτηματικό; δεν είναι παρά ένας εύσχημος τρόπος παραδοχής της άγνοιας και ήττας μας κάποτε μάλιστα και σκέτη ρητορική υποκρισία αγνοούμε δήθεν την απάντηση ενώ βαθιά μέσα μας είμαστε βέβαιοι ότι μόνο εμείς (άντε ίσως και μερικοί ακόμη έξυπνοι σαν κι εμάς) την κατέχομε κι άλλωστε νισάφι πια ;δεν φτάνουν επιτέλους όσα ερωτηματικά υπάρχουν στη ζωή μας; ;είναι ανάγκη κάθε τρεις και λίγο να τα χρησιμοποιούμε και στον λόγο μας τον γραφτό;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τους ….αμετανόητους της Λογοτεχνίας της Θεωρητικής κατεύθυνσης κάλλιστα αυτό το διήγημα θα μπορούσε να δοθεί για παράλληλη ανάγνωση με τα «Αντικλείδια» του Γιωργή Παυλόπουλου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου