Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, μέσα
από το βλέμμα των γυναικών που αγάπησε…
Η πρώτη του σύζυγος Νέλλη Ανδρικοπούλου ( ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια, 1950-54, και απέκτησαν έναν γιο, τον Παναγιώτη), λέει:
«Γιατί η συμβίωση μου με τον Εγγονόπουλο υπήρξε, αν μη τι άλλο, ασφυκτικά στενή, τόσο στο γύρω χώρο όσο και στο χώρο τον πνευματικό - μπορεί κιόλας να πει κανείς ότι υπέκυψε σ' αυτή την ασφυξία. Για μένα ο γάμος αυτός -ο μόνος άλλωστε- δεν ήταν ευκαιριακός. Τον Εγγονόπουλο πάλι, που ήταν άνθρωπος αθεράπευτα μοναχικός, ο έρωτας και η απόφαση ν αλλάξει ριζικά τη ζωή του με το γάμο, τον έριξε σε ταραχή μεγάλη. Έχασε τον ύπνο του κι έτσι με δυο μήνες αρραβώνα παντρευτήκαμε μεσοσαρακοστιάτικα, στις 25 Μαρτίου του 1950, δίχως προβλέψεις πρακτικές για τα παραπέρα. Δε θα επεκταθώ εδώ βιογραφικά, τ' απαραίτητα μόνο θ' αναφέρω γιατί είναι, ίσως, ενδιαφέρουσα η αντίληψη του καλλιτέχνη, τότε, για το γάμο, καθώς και η δουλειά του τον καιρό που ζήσαμε και δουλέψαμε μαζί.
Ένας υπερρεαλιστής δεν παντρεύεται όπως ένας αστός. Οι στόχοι του Εγγονόπουλου στο γάμο -κι ο θεός ξέρει αν ήταν άνθρωπος με στόχους (και με στόχαστρα)- ήταν, όπως και στην τέχνη, ριζοσπαστικοί, βαθιά ανατρεπτικοί. Δε θ' ανεχόταν τις συμβατικές -καμιά από τις συμβατικές- αποστάσεις μεταξύ μας. Οδηγό του είχε, όχι μόνο στη ζωγραφική μα και στη ζωή του, τον αγαπημένο δάσκαλο του Κ. Παρθένη, ο οποίος σε κάποια φάση της ζωής του είχε πάψει να μιλά και δίδασκε ζωγραφική .
Ο Εγγονόπουλος έβλεπε τον εαυτόν τον κυρίως σαν ζωγράφο - «επαγγελματίας» τόνιζε με τη βαθιά φωνή του χαμογελώντας πονηρά, λαξεύοντας το βλέμμα πίσω απ' τα κοκάλινα γυαλιά και στρώνοντας με τη λευκή του χέρα τα ατίθασα μαλλιά του(…)
Όταν ήταν στις καλές τον κουβέντιαζες μ' ευχαρίστηση για όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, κι ο νους του έπιανε πουλιά στον αέρα. Τους γνωστούς μας καλλιτέχνες τους αντιμετώπιζε συνήθως μ' επιθετικότητα. Ζήλευε ωστόσο, έλεγε, την καλλιτεχνική απόδοση στη ζωγραφική της κυρίας Φλωρά-Καράβια, κι ένα στιχάκι, το «μάτια μου σ' αναζητούν τα μάτια μου» από γνωστό τότε ελαφρό τραγουδάκι- θα 'θελε, έλεγε, να το 'χε γράψει αυτός (…)
Δεν ήθελε ν' αποχωρίζεται τα έργα του που μας κρατούσαν συντροφιά από τους τοίχους, και σπάνια βρισκόταν κανένας πελάτης να μας ζητήσει κάτι άλλο - κι ήταν φορές που κι αν ζητούσε, έπειτα δεν το 'παιρνε. Δεν υπήρχε άλλωστε τότε, μετά από δέκα χρόνια πόλεμο κι εμφύλιο, αυτό που λέμε αγορά έργων τέχνης σ' αυτόν τον τόπο ένας δυο συλλέκτες εμφανίστηκαν στα τέσσερα αυτά χρόνια, αλλά αμφιβάλλω αν πουλήθηκαν δυο τρία έργα - δεν θυμάμαι, γιατί οι αγοραπωλησίες ήταν πάντα μια υπόθεση οδυνηρή. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη χρημάτων, αλλά ο Εγγονόπουλος ήθελε να κρατά τα έργα του κι εγώ δεν τα είδα ποτέ σαν αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης.
Κατά τ' άλλα, ζωγράφιζε πάντα προτάσεις του νου και της φαντασίας του. Κι ό,τι δεν υπήρχαν πρόσωπα να το εκφράσουνε στους πίνακες του -τα ελάχιστα που βλέπουμε είναι σαν ξύλινα, εντελώς συμβατικά- το λέγανε, το φωνάζανε τα σώματα με τις τέτοιες ή άλλες στάσεις τους, πάντα δραματικά ως και στην ακινησία.(…)
Το δράμα, η σύγκρουση -η νεύρωση, για να μιλήσει και η ψυχανάλυση- ήταν η μόνιμη θυμική του κατάσταση, απ' όπου πήγαζαν τα κρυφοφάνερα μασκαρέματα, οι παγίδες, τα σε πολλά επίπεδα ανερμήνευτα - μα και η φανερή πικρία, η επιθετικότητα κι ο σαρκασμός. «Τι 'μαι εγώ; Εγγλέζος, για να 'χω χιούμορ;» έλεγε, τραβώντας αλέγρα κλοτσιά στην αυτοκρατορία, επικυρώνοντας κι ανακαλώντας μαζί τα λεγόμενα, εκφράζοντας κιόλας χωρίς να φαίνεται ένα απώτατο πένθος που τον κατείχε, και που συχνά το δήλωνε χαρά. Ίσως μ' αυτό να συνδέονται οι έντεχνα απρόσωπες μορφές στους πίνακες τον, που έτσι κερδίζουν σε μυστήριο και συμβολισμό.
Όπως στα έργα τον έτσι και στη ζωή τον ο Εγγονόπουλος δεν τα 'χε καλά με τα πρόσωπα. Ήξερε τι κερδίζεις παραμένοντας κρυφός. Το πρόσωπο -η προσωπικότητα- τον άλλου δεν του πήγαινε. Ενα πρόσωπο είναι μια πρόκληση. Αν δεν το ανέχεσαι, πρέπει να τ' αποφύγεις, ή να το εξολοθρεύσεις. Εξ ορισμού όλοι οι άνδρες ήταν κλέφτες, όλες οι γυναίκες πόρνες. "My home is my castle" έλεγε, και το σπίτι μας έμεινε κλειστό. Που δε σημαίνει βέβαια πως ζούσε σχεδόν αθέατος μόνο για αυτοπροστασία, μα κι από βαρεμάρα αφού, έτσι κι αλλιώς, από μέσα του έβγαζε τους κόσμους και τους ανθρώπους που ζωγράφιζε. Αρπαζε ένα περιστατικό ή ένα πρόσωπο που του ταίριαζε από τη μνήμη ή απ' τα βιβλία και κυριολεκτικά «περνούσε την ώρα» του ζωγραφίζοντας, ιστορώντας με τον χρωστήρα, με την προσεχτική ηδονική του ραθυμία, μορφές και πράγματα κάθε εποχής και τόπου.(…)
Μια ζωή ο Εγγονόπουλος ζωγράφιζε μονάχα, αναπόδραστα, έκδηλα ή παραπλανητικά, τον εαυτό του. Κι είναι, πιστεύω, αυτή η αδιάπτωτη βιωματική του παρουσία που σημαδεύει το έργο του. Και που θα σήκωνε μια γερή ψυχανάλυση -στην οποία φυσικά δε θα προσφερόταν ποτέ- που θα 'δειχνε πράγματα πολύ απέχοντα από την εικόνα που είχε, που ήθελε να έχει και να έχουμε, του εαυτού του, πολύ απέχοντα από θέσεις μόνιμες που διακήρυττε ή που τις φύλαγε σα μετερίζι - μα τι μ' αυτό; Η ουσία είναι ότι κατόρθωσε ν' αποδώσει το « εσωτερικό του δράμα», τις πολύ υπαρκτές, πιεστικές παρορμήσεις …
(…)Δεν θέλω βέβαια να συμβάλλω στο πρόσφατο, θλιβερό κιτς της μυθοποίησης του καλλιτέχνη. Ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά οι νεκροί που μακιγιάρονται μέχρι να γίνουν αγνώριστοι, είναι απωθητικοί. Ο άνθρωπος είναι γεμάτος αντιφάσεις, που στους καλλιτέχνες ειδικά είναι συχνά εντονότατες. Μαζί με την ιδιοφυΐα και τις αρετές του ο Εγγονόπουλος διέθετε όπλα να σκοτώσει κάθε «έρωτα» και κάθε «ερώντα». Η απομόνωση, η καχυποψία, η συστηματική ζήλια, που ήταν ιδίως μέσο μόνιμης ενοχοποίησης μου, και μια γλώσσα που ήξερε να μην είναι πάντα ποιητική, ξεκάνανε το γάμο μας. Τον πλήρωνες τον Εγγονόπουλο, δεν ήταν παίξε γέλασε...
Ζώντας σ' αυτή τη μόνιμη θυμική έξαψη -που βέβαια είχε τις πιο απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις- ο Εγγονόπουλος ήταν ωστόσο ο πιο «νοικοκύρης άνθρωπος» τον κόσμου. Ακολουθούσε ακριβή ωράρια στη ζωή και στη δουλειά του. Αν δεν ήταν ανάγκη να βγει για την παράδοση στο Πολυτεχνείο ή για καμιά αγγαρεία, καθότανε στο σπίτι ολημέρα και ζωγράφιζε, τρεις ώρες το πρωί και τρεις τ' απόγεμα, δημιουργώντας πολλούς από τους πιο ωραίους πίνακες του. Μετά καθάριζε σχολαστικότατα τα εργαλεία της δουλειάς του και με την ίδια επιμέλεια βούρτσιζε τα παπούτσια και τα ρούχα του. Επέμενε στην τάξη μέχρι τρέλας, δεν ανεχόταν γρατσουνιά ούτε σε πιάτο ούτε σε βιβλίο -έπρεπε κάποια ώρα να ξαναγοραστούν- κι έτσι κατάφερνε να ζει αρχοντικά μέσα στη φτώχεια. Τα ελάχιστα χρήματα που κέρδιζε μου τα 'φερνε κρατώντας το χαρτζιλίκι για βιβλία, για τα τσιγάρα Κιρετσιλέρ και για τη μπριγιαντίνη Yardley. Ποτέ τρίτος άνθρωπος δε στάθηκε μεταξύ μας.
(...) Ελάχιστοι - μετρώνται στα πέντε δάχτυλα κι ίσως δεν τα φτάνουν- ήταν οι άνθρωποι που πάτησαν στο σπίτι μας, τα τέσσερα χρόνια του γάμου μας, εκτός από τους συγγενείς μας. Ο ένας απ' αυτούς ήταν ο Μπάμπης Ποταμιάνος που ήρθε δήθεν ν' αγοράσει κανένα έργο αλλά δεν πήρε τίποτε. Ένας άλλος ήταν ο συμπαθής Mario Vitti.
Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου που εκδόθηκε πριν παντρευτούμε, το ΕΛΕΥΣΙΣ τελειώνει με το ποίημα «Ποίηση 1948»:
τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι' άλλα παρόμοια :
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου
γι' αυτό και
τα ποιήματά μου
είν' τόσο πικραμένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα
Ήταν δύσκολα χρόνια το 1950-'54. Ήταν η επαύριον δέκα ετών αγώνα και καταστροφής κι οι άνθρωποι στον τόπο μας μουδιασμένοι. Ζήσαμε μαζί την εκτέλεση του Μπελογιάννη στην Αθήνα, του ζεύγους Ρόζεμπεργκ στις Η.Π.Α. Η αυγή της κατανάλωσης, ή απλώς της άλωσης των πάντων, θα ξημέρωνε δέκα χρόνια μετά. Τα παιδιά δεν πατούσαν ακόμη, ανίσχυρα και πεισμωμένα, κουμπιά σε πανάκριβα κομπιουτεράκια. Σέρνανε ένα σπιρτόκουτο με μια κλωστή και ταξιδεύανε με το τρενάκι αυτό σε τόπους φανταστικούς. Ξέραμε λιγότερα. Μας έλειπαν πάρα πολλά. Οι ελπίδες μας δεν άπλωναν φτερά πολύ μακριά….»
Η δεύτερη γυναίκα του, Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη , την Ερριέτη, παρουσιάζει μια άλλη εικόνα για τον ποιητή:
«Καθημερινά μου φανέρωνε κόσμους εκπληκτικούς, καινούργιες πνευματικές εμπειρίες. Ήμουν μαγεμένη. Δεν ήθελα να βάλω τίποτε «ξένο» ανάμεσα μας - άλλωστε δέν χωρούσε. Όμως και για κεινον άρχισε μια εποχή μικρότερων σε μέγεθος έργων. Είχε περάσει ο καιρός των μεγάλων συνθέσεων. «Οταν μπορείς να ζήσεις τη ζωή», έλεγε, «είναι κι αυτό τέχνη». Και ζούσαμε, ζούσαμε έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Εκείνος δούλευε πάντα εντατικά, ίσως όχι τόσο πληθωρικά όσο άλλοτε. Ένα κομμάτι της τέχνης του, ήταν η ζωή μας. Μου 'λεγε ότι γεννήθηκε για μένα, ότι ζωγράφιζε και έγραφε απο πάντα για μένα, ότι ζούσε για μένα. Με το Νίκο ζούσαμε τον έρωτα, αδιάλειπτα, σαν στάση ζωής, για είκοσιεπτά ολόκληρα χρόνια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Και όλα εν μεγάλω. Σε τρομερή ένταση. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον.(…)
Δεν είχαμε «κοινωνική» ζωή. Βλέπαμε μόνο λιγοστούς, επιλεγμένους φίλους, στις ονομαστικές εορτές μας.
Ο Νίκος ξυπνούσε το πρωί στίς 6 και πήγαινε στο ατελιέ, στό δεύτερο όροφο του σπιτιού. Εκεί ξυριζόταν, έφτιαχνε τόν καφέ (ήθελε να κάνει μόνος του ορισμένες «οικιακές» προσωπικές εργασίες, όπως το πλύσιμο εσωρούχων - από κομψότητα και διάθεση αυτάρκειας). Στις 9 ανέβαινα κι εγώ στο ατελιέ και καμιά φορά φεύγαμε μαζί για το Πολυτεχνείο ή άλλοτε, όταν δεν είχε μάθημα, έμενε μέχρι τις 2 το μεσημέρι και ζωγράφιζε. Πρέπει να αναφέρω ότι ζωγράφιζε πάντα τα πρωινά, λόγω του φωτός κάθε μέρα. Αν μιά μέρα δεν ζωγράφιζε έστω και μια πινελιά τον στενοχωρούσε. Κάθε μεσημέρι, σταματούσε τη δουλειά του πιό νωρίς για να πλύνει τα πινέλα του όλα με σαπουνάδα, στην εντέλεια. Διότι έλεγε ότι ο μάστορας πρέπει νά 'χει τα σύνεργα του σε άρτια κατάσταση.
Στο ατελιέ μπορούσαμε κι εγώ κι η κόρη μας να πηγαίνουμε ασφαλώς όποτε θέλαμε. Εκεί έγραφε ή ζωγράφιζε· διάβαζε πάντα στό γραφείο του, ποτέ σε πολυθρόνα ή καναπέ. Χρειαζόταν πολύ καιρό και για το παραμικρό έργο. Απολάμβανε, δεν ασχολιόταν με την παραγωγή έργων (...)
Τό μεσημεριανό τραπέζι ήταν ιερό για το Νίκο. Έτρωγε αργά και μιλούσε πολύ. Συζητούσαμε τα νέα της ημέρας και άλλα πολλά. Στό μεσημεριανό τραπέζι, συνήθιζε να μας απαγγέλλει. Τήν ώρα εκείνη, καθώς χαλαρώναμε και συζητούσαμε περί παντός επιστητού, συχνά θα ακούγαμε ένα ποίημα του. Ο τόνος της απαγγελίας του ήταν ακριβώς ο ίδιος με κείνον της καθημερινής του ομιλίας. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο της αυθεντικής, ενιαίας προσωπικότητας του -δεν διαχώριζε τέχνη και καθημερινότητα: αυθεντικός και ελεύθερος.
Είχε μιά ακτινοβολία που διαπερνούσε όλους όσους βρισκόταν γύρω του. Είχε τη μοναδική ικανότητα να αφηγείται με τρόπο σπαρταριστό, να ζωντανεύει τις καταστάσεις που περιέγραφε. Άλλα εκπληκτική ήταν κι η ικανότητα του να σου μαθαίνει, να σου εξηγεί: όχι στεγνά και δασκαλίστικα, αλλά με χάρη, με χιούμορ, δημιουργώντας ερεθίσματα. Γι' αυτό ήταν καί σπουδαίος δάσκαλος, ιδιαίτερα στην ζωγραφική, που δεν απαιτεί ξερές γνώσεις, αλλά ξύπνημα της κρυμμένης ευαισθησίας καί των δυνάμεων του υποσυνειδήτου.
(…)Τά απογεύματα διάβαζε συνήθως. Ανέβαινα πάλι στίς 6.30 γιά νά δούμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Παρακολουθούσε μέ έντονο ενδιαφέρον όλη την επικαιρότητα. Ταυτόχρονα διακωμωδούσε τις ειδήσεις. Όταν όμως ήθελε να είναι σοβαρός, ερμήνευε τα γεγονότα με σοφία και οξυδέρκεια.
Η δικτατορία λ.χ. του ήταν αφόρητη, αλλά και ιδανική πηγή ιλαρότητας. Μιά σάτιρα στοχαστική ήταν η στάση του Νίκου απέναντι σε όλα αυτά, χωρίς μελοδραματισμούς. Η πολιτική επηρέαζε έμμεσα το έργο του.
(…)Πηγαίναμε τακτικά οι δυό μας στον κινηματογράφο, θά 'λεγα συστηματικά. Ο Νίκος γνώριζε καλά σκηνοθέτες και είδη. Του άρεσε ο Μπουνιουέλ, ο Βισκόντι, ο Ντέ Σίκα, ο Φελίνι.
Πιστεύω ότι σε πάρα πολλά έχω κοπιάρει τόν Εγγονόπουλο. Υιοθέτησα τις θέσεις και τη στάση του. Και με αυτές εκφραζόμουν και προς τα έξω και προς τα μέσα. Άρχισα να διαβάζω πολύ. Άλλωστε, πριν από το γάμο, μου 'φερνε κάθε μέρα ένα-δύο βιβλία. Ακολούθησα τό παράδειγμα του : διαβάζω, πολλές φορές, τους μεγάλους, τους κλασικούς.
Το επαναλαμβάνω: με το Νίκο βιώναμε τον έρωτα συνεχώς. Ήταν, νομίζω, μιά θέση ζωής, που είχαν όλοι οι υπερρεαλιστές. Ανήκει στις επιλογές τους. Ίσο χώρο καταλάμβανε κι η γυναίκα. Ανεξάρτητα απ' όσα έγραψαν κατά καιρούς εναντίον της. Τήν ίδια διάθεση είχα κι εγώ, χωρίς νά είμαι υπερρεαλίστρια.
Ουδέποτε τσακωθήκαμε. Όταν γεννήθηκε η Ερριέττη, στίς 12 Μαρτίου του '61, ο Νίκος (που πίστευε ότι τα παιδιά ανήκουν στις μητέρες) άρχισε να ζηλεύει ελαφρά. Τον ενοχλούσε η απορρόφηση μου από το παιδί. Μου έλεγε ότι έχω το πάθος της κόρης μου. Από μωρό της φερόταν ως ίσος προς ίση. Δέν ήταν εξουσιαστικός.
Ουδέποτε με απόσπασε από το παιδί. Παρ' όλη την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, είχε μιά εξαιρετική σχέση με την Ερριέττη. Της κληροδότησε την εντολή να είναι αυθεντική κι ελεύθερη.
Στην πεποίθηση του αυτή πιστεύω ότι οφείλεται και η καταδίωξη του.
Δεν υποτασσόταν σε τίποτε.
Και ιδιαίτερα στο χρήμα. Σήμερα, βέβαια, η καταδίωξη αυτή μου φαίνεται πολύ φυσική. Αυτά που έδειχνε στή ζωγραφική και στην ποίηση του έμοιαζαν παράλογα. Ήταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποιά μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Όταν, μάλιστα, κοινωνικά, ήταν ένας απλός γραφιάς . Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Εμπειρίκος το 'παιρνε πιό ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργήσει με το αίμα της καρδιάς του.
Μου 'λεγε χαρακτηριστικά: «Προσπαθώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ». Δεν ήθελε να γίνεται προκλητικός. Έτσι του έβγαινε. Ήταν στο ίδιο το πετσί του. Το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα του, η ειλικρίνεια του, φαίνεται, ενοχλούσαν. Ενοχλούσε ακόμη το ότι δεν έπαιζε το κοινωνικό παιγνίδι των φιλοφρονήσεων, της κολακείας και δεν εκτιμούσε το περίφημο αστικό κατεστημένο: «Πολύ καλός αυτός, ψηλός και πλούσιος» όπως έλεγε ο ίδιος διακωμωδώντας τους αστούς.
Όταν τον πρωτοσυνάντησα ήταν πιο ανοιχτός: στο Πολυτεχνείο περιστοιχιζόταν από τους σπουδαστές, τους υπαλλήλους, κι άλλο κόσμο. Είχε φίλους, έβλεπε ανθρώπους. Διάλεγε, όμως, πάντα με ποιους θα μιλούσε. Ήταν εκλεκτικός. Έκανε κάτι πολύ απλό: επιζητούσε νά συναναστρέφεται άτομα που είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μαζί του.
Ο Εγγονόπουλος έκανε οικονομία του χρόνου του, με αυστηρές επιλογές. Δεν χασομερούσε με τούς άλλους.
Απολάμβανε. Είχε αυτάρκεια και ανεξαρτησία. Οι φίλοι φέρνουν συχνά φασαρία και κούραση. Ο Νίκος γέμιζε τις μπαταρίες του από αλλού.
Από τη ζωγραφική και κυρίως από τα βιβλία και την φαντασία του. Τα βιβλία ήταν πολύ πιό πλούσια από τον πραγματικό κόσμο, για εκείνον που τα αξιοποιούσε με τη φαντασία του. Σκέφτομαι όμως ότι ένα στοιχείο που συνετέλεσε στη μοναχικότητά του, ήταν και το ότι αντιπαθούσε τις αυλές -δεν άνηκε ποτέ ο ίδιος σε καμιάν αυλή, κι ούτε την επιθυμούσε γύρω του. Φυσικά, η σχέση με τους δασκάλους του και τους μαθητές του, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Συζητούσαμε τα δημοσιεύματα που τον αφορούσαν. Αν ήταν ανοησίες, τα περιγελούσαμε. Κάποτε-κάποτε, όμως, στενοχωριόταν. Ο καλός λόγος, ωστόσο, τον συγκινούσε. Αντιδρούσε με ανιδιοτελή, σχεδόν παιδικό, τρόπο.
Συμμετείχε πάντα στις Πανελλήνιες ζωγραφικές εκθέσεις που γίνονταν κάθε δύο χρόνια, πάντα με ενα-δύο έργα. Πίστευε ότι έπρεπε να δηλώνει την παρουσία του. Είχε κάνει στο θέατρο αρκετές σκηνογραφικές εργασίες, όμως μόνο από οικονομική ανάγκη: γνώριζε την φθορά που υφίσταται ο καλλιτέχνης σ' αυτούς τους χώρους.
(…)Στά διαλείμματα της ζωγραφικής «σκάρωνε και μερικά τραγούδια» όπως έλεγε. Έχω την εντύπωση πως όταν δεν ζωγράφιζε, δινόταν στην ποίηση. Νομίζω ότι έγραφε απευθείας. Πολλές φορές μου 'λεγε το ποίημα πριν το γράψει. Κι υπήρξαν περιπτώσεις που αυτά που άκουσα δεν γράφτηκαν ποτέ. Άλλοτε πάλι μου τα διάβαζε. Την «Ικεσία» μου την έφερε ιδιόχειρη όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Δεν τον ρωτούσα πάντως για την τύχη των ποιημάτων.
Συχνά σημείωνε διάφορες ανεξάρτητες φράσεις· ίσως ήταν το υλικό, από το οποίο αργότερα παρήγε. Τα ακουμπούσε στην άκρη του γραφείου, σε μικρά, προχειρογραμμένα χαρτιά.
Πηγαίναμε πολύ συχνά στα Μουσεία που με ξεναγούσε κατά τον πιο καταπληκτικό τρόπο, γιατί ήταν συγκινημένος και μου μετέδιδε τη συγκίνηση του και την αγάπη για την τέχνη.
Μου διάβαζε πολύ, ποίηση άλλων: Μπωντλαίρ, Μαλλαρμέ, Απολλιναίρ. Μου απάγγελνε απ' έξω Καβάφη και Καρυωτάκη. Στους νεότερους δέν αναφερόταν.
Ενημερωνόταν συνεχώς για τα βιβλία από τον «Κάουφμαν». Είχε καταλόγους για τον εαυτό του και για μένα· από τη δική του βιβλιοθήκη, ωστόσο, δεν μου έδινε, ούτε αν ζητούσα. Τό 'χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Τα ξαναγόραζε και μας τα 'δινε.
(…)Αγαπούσε πολύ τους νέους· δεν τους έκρινε, τους κατανοούσε. Ευγενής με τους σπουδαστές, έλεγε ανέκδοτα στη μέση του μαθήματος, άλλαζε τους τόνους για να μην κουράζει.
Ήταν πολύ υγιής, σκληραγωγημένος. Κρατούσε μόνιμα ανοιχτό το παράθυρο, φορούσε μόνον τη ρόμπα του εργαστηρίου και πέδιλα. Τα τελευταία χρόνια με το ζόρι δέχτηκε ένα αερόθερμο για το κρύο στο εργαστήριο του. (…)
Ήταν ευαίσθητος με τα όνειρα του και, πιθανόν, με την ιδέα του θανάτου· τα δυσάρεστα όνειρα τον πτοούσαν.
(…)
Έλεγε πάντα πως «πρέπει να ζεις όπως σκέφτεσαι γιατί αν ζήσεις με άλλον τρόπο θα καταλήξεις να σκέφτεσαι όπως ζείς».
(…)
Θά ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό ομολογώντας ότι στα 27 χρόνια που έζησα tete a tete με τον Εγγονόπουλο κάθε μέρα τον θαύμαζα πιο πολύ και με γοήτευε και με συγκινούσε πιο έντονα. Όταν δε του το εξέφραζα, μου απαντούσε: «Ποτέ αρκετά!»
ΠΗΓΕΣ:
- Νέλλη Ανδρικοπούλου «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» («Ποταμός», 2003)
- Λένα Εγγονοπούλου, «Ποτέ αρκετά», άρθρο της στο λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» , τεύχος 25/26, Νοέμβριος 1988