Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

«Δεν έχει σημασία να γίνουμε ποιητές, σημασία έχει να ζήσουμε σαν ποιητές!»,

Ο Γιώργης Παυλόπουλος , γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1924 , όπου τελείωσε το γυμνάσιο. Ήρθε στην Αθήνα , στη Νομική σχολή , αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αφού αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ποίηση  Άρχισε να γράφει ποιήματα από το1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο.
Έκανε  μια ταπεινή δουλειά για τα προς το ζην (εργαζόταν στο λογιστήριο του τοπικού ΚΤΕΛ), πλην όμως αυτός ο άσημος επαρχιώτης ιδιωτικός υπάλληλος διήγε βίο ποιητικό. Παρακολουθούσε πολύ στενά το ποιητικό γίγνεσθαι, βρισκόταν  σε επαφή με  ομοτέχνους του, αλληλογραφούσε  μαζί τους, αντάλλασσε  απόψεις και προβληματισμούς για την ποιητική τέχνη, ταξίδευε  και μελετούσε. Επίσης ήταν πολύ καλός ζωγράφος. Στον Αγιαντρέα, την αγαπημένη του παραλία όπου  πήγαινε τα καλοκαίρια, φιλοτεχνούσε  δεκάδες πίνακες, κυρίως γυναικείες φιγούρες· αυτό ήταν το αγαπημένο του θέμα και αναρίθμητες υπήρξαν οι σπουδές του με το χρωστήρα πάνω στο γυναικείο σώμα. Γιατί η ζωγραφική  συμπλήρωνε την καλλιτεχνική του φύση, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα τις ιδέες που δεν μετέγραφε σε ποίημα, τις εικονοποιούσε στον καμβά. Για τους φίλους του, ο Γιώργης Παυλόπουλος υπήρξε ένας εκπληκτικός παραμυθάς,  μάγευε με τις συναρπαστικές αφηγήσεις του και το  εκπληκτικό χιούμορ του.


Ποιητικές συλλογές του:

Το κατώγι, Το σακί, Τα αντικλείδια, Τριάντα τρία χαϊκού , Λίγος άμμος,  Πού είναι τα πουλιά ,  Να μην τους ξεχάσω,που κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή, το 2008.

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες .


  Χαρακτηριστικά της ποίησής του:
  •   είναι κατά βάση αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική οπτική. 
  • Λόγος αλληγορικός και συμβολικός.
  Απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου. Κυριαρχεί το ρήμα. Συχνά αυτή η γλώσσα ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.
  •   Ο ποιητικός κόσμος του είναι  ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.
  •    Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από δραματικότητα και σκηνοθετική δράση, ενώ έχουν σαφήνεια και λιτότητα, πεζολογικό και εξομολογητικό τόνο.
  •   Η ποίησή του διαποτίζεται από  διακριτικό αισθησιασμό , διάχυτη μελαγχολία.

Ο Παυλόπουλος ανακάλυπτε την ποίηση μέσα στην καθημερινότητα. «Δεν έχει σημασία να γίνουμε ποιητές, σημασία έχει να ζήσουμε σαν ποιητές!», έλεγε.

Ο ίδιος είχε πει σε διάλεξή του, στο πλαίσιο εκδήλωσης του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997

«Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίη­ση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίη­ση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πά­ντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γε­μίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλ­λο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νο­μίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Η μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης. Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ίδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον α­νύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπο τους, αλλά το απόλυτο κενό.»

Επίσης έλεγε:  «δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμα χρόνια. ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου. το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού».

Και τα « Αντικλείδια» του, μέσα από τα οποία προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι Ποίηση», να προσεγγίσει την απροσπέλαστη, ονειρική και φευγαλέα φύση της.

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.  

«Τα ποιήματα είναι αντικλείδια δεν είναι κλειδιά. Αναζητούμε με τη μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει, όπως όταν πας να ξεδιψάσεις σε μια πηγή κι εκείνη στερεύει, όπως δηλαδή σ’ έναν εφιάλτη επομένως ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει όμως σ’ αυτόν γι αυτό και η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί την κλειστή της πόρτα. Επομένως η Ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε ούτε πρόκειται να ειπωθεί. Το ποίημα τελειώνει όπως αρχίζει (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή η πρόσκληση ανανεώνεται η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Αντίφαση λογική όχι όμως ποιητική.» (Τ.Καραγεωργίου)

Και ένα ακόμη ποίημα του από την εξαιρετική συλλογή του « τα αντικλείδια»

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.




Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Πώς "γεννιέται" ένας ποιητής ;

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, το 1925 από μεσοα­στική οικογένεια, ο Μανόλης Αναγνωστάκης αποκαλύπτει πρόωρα το δημιουργικό του ταλέντο και αποκτά από το δημοτικό ακόμα τη φήμη του ποιητή, χάρη σε μια αυθόρμητη ικανότητα να φτιάχνει στίχους που του επιτρέπει να πραγ­ματεύεται σε ρίμα τα πιο ποικίλα, περιστασιακά θέματα.
Νεαρός ακόμη, όμως, αντιλαμβάνεται ότι η ποίηση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να βρίσκεις ομοιοκαταλη­ξίες- διαισθάνεται ότι πρόκειται για μια δύσκολη τέχνη όπου ο ποιητής επιστρατεύει όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις. Πάνω σ' αυτό έρχονται να τον φωτίσουν κάποια αποφασιστικά διαβάσματα (όπως η «Ανθολογία» του Απο­στολίδη στην πρώτη της έκδοση, του 1933) μέσ' από τα οποία καταλαβαίνει ότι δεν φτάνει να ξέρεις να ομοιοκαταληκτείς για να είσαι ποιητής.
«Στα γυμνασιακά μου χρόνια διάβαζα πάρα πολλά «ε­ξωσχολικά» με συνέπεια να καταντήσω μέτριος μαθη­τής. Φυσικά λογοτεχνία, ποίηση μετά μανίας αλλά και άφθονα μυθιστορήματα»
Στον άγουρο ακόμα κόσμο του εφήβου εισβάλλουν γρήγο­ρα οι πρωταγωνιστές της λεγόμενης νέας ποίησης, που του ανοίγουν νέους ορίζοντες και τον εμψυχώνουν με ενθουσιασμό -και σχέδια.
Στη διαμόρφωση του, θεμελιώδη ρόλο φαίνεται να έπαιξε, σύμφωνα μ' όσα ο ποιητής ανέφερε σε μια τηλεοπτική συ­νέντευξη, το καλοκαίρι του '40,  η ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Βαφό­πουλου, του Εγγονόπουλου, καθώς και του Οικονόμου, για τον οποίο θα τρέφει πάντα μια ιδιαίτερη εκτίμηση.
Μα πάνω απ' όλους αιωρείται ο Καρυωτάκης, ο μύθος των δεκαέξι του χρόνων, που σαγηνεύει τη φαντασία του εφήβου με τον δραματικό λυρισμό του και με την τραγική του μοίρα.
Μ' αυτούς συναλλάσσεται ο Αναγνωστάκης, τρεφόμενος με τις ανησυχίες τους και αφομοιώνοντας τις καινοτομίες τους. Κάτω από τη δική τους επίδραση εγκαταλείπει γρή­γορα τον παραδοσιακό στίχο, παρόλο που εξακολουθεί να ασκεί μέσα στην ψυχή του μια ιδιαίτερη γοητεία, και αφιε­ρώνεται στην αναζήτηση του καινούργιου.
Στο δρόμο της ρήξης με την παράδοση τον οδηγεί επίσης η γνωριμία, που ωριμάζει βαθμιαία μέσα του, με τη σύγχρο­νη ευρωπαϊκή ποίηση, ειδικά δε με τη γαλλική ποίηση από τον Baudelaire ως τους συμβολιστές.
«Είχα φτάσει στο σημείο κάποτε, θυμάται ο ποιητής, να ξέρω λεπτομέρειες και ονόματα —και ολόκληρα ποιήματα από μνήμης— ποιητών δεύτερης και τρίτης κατηγορίας της εποχής του γαλλικού συμβολισμού, που οι ίδιοι οι συμπατριώτες τους, διαπίστωσα με έκ­πληξη, τους αγνοούν τελείως»
Γρήγορα θα οδηγήσει τα ποιήματά του στο δρόμο της κοινωνικής πάλης, μιλώντας για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.

 

Κι ἤθελε ἀκόμη...

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.






Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη βρίσκει κανείς όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης τρυφερότητας. Είναι μια ποίηση μνήμης που μέσα της περνούν οι παλιοί φίλοι, μια ποίηση νοσταλγική για όλα εκείνα που πέρασαν στο παρελθόν και σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Η αγωνία του είναι εμφανής, να κρατήσει ζωντανά όλα αυτά τα πράγματα κάνοντάς τα ποιήματα. Μια επώδυνη διαδικασία, λοιπόν, με το συναίσθημα να στέκεται πάνω απ’ όλα, χαϊδεύοντας απαλά τα τραύματα του παρελθόντος, αγγίζοντας με τρυφερότητα το πάθος της νιότης και, προσπαθώντας απεγνωσμένα να δικαιώσει όλα εκείνα τα όνειρα που χάθηκαν στη διαδρομή. Παντού υπάρχει πόνος, παντού υπάρχει θλίψη, παντού εμφανίζεται η ήττα των ανθρώπων που τους εκλάπη το νόημα της ύπαρξής τους. Κι όταν το βάρος είναι ασήκωτο, ο ποιητής σα να απολογείται, θα γράψει:
«Γιατί η ποίηση δεν είναι τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε τα πρόσωπά μας».

Αυτή την αντίληψη ζωής, αυτή την ποιητική αφετηρία βλέπουμε και στον Άρη Αλεξάνδρου, που με καθαρότητα , νομίζω, μπορεί να διαβαστεί " παράλληλα" με τον Μ.Αναγνωστάκη:

Ποιητική

Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γνέθανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις


Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.


Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951





Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Η Ποίηση χρειάζεται αυταπάτες και ψευδαισθήσεις


Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μέσα από τις γραμ­μές της ΕΠΟΝ.
Διώχτηκε και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς. Το 1948 συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής στον Εμφύ­λιο πόλεμο και το 1949 καταδικάστηκε εις θάνατον από το έκτακτο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης.
Λίγο πριν από τη δίκη του, το 1949, τον διαγράφουν από το κόμμα· δικάζεται δί­χως να ομολογεί τη διαγραφή του, και καταδικάζεται σε θάνατο· η ποινή του χαρίζεται στα 1951, οπότε και αποφυ­λακίζεται.


Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή ,η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:
«Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Στόχος, 1970).

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. 
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ποίηση πολιτική

Δη­λαδή είναι μια ποίηση που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή ·
 όλα τα συστατικά αυτής της ποίησης και η σύμπλεξή τους ρυθμίζονται (λίγο ή πολύ ή απόλυτα) από τα δεδομένα αυτής της πολιτικής συνείδησης. Όσο για την πολιτική συ­νείδηση, αυτή σχηματίζεται και προσδιορίζεται από τα πολιτικά-κοινωνικά συμβάντα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και από το βαθμό συμμετοχής του ατόμου στα συμβάντα.

Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη, η ιστορική περίοδος είναι, σε γενικές γραμμές, γνωστή: μεταξική δικτατορία, πό­λεμος, κατοχή-αντίσταση, εμφύλιος, ήττα της αριστεράς, αντικομμουνισμός.

Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του:

  •  Ο κοινωνικός και πολιτικός χαρακτήρας της
  •   Η δεοντολογία
  •   Ο εξομολογητικός χαρακτήρας
  •   Το χαμηλόφωνο και  υποβλητικό ύφος της γραφής του.
  •   Ο ρεαλισμός
  • Τόνος πεζολογικός, κουβεντιαστός με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας
Το ποίημα «Ο Πόλεμος», γραμμένο στα 1941, προδιαγράφει αρκετά από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του και τα προδιαγράφει με καθαρότητα κι επάρκεια απροσδό­κητες για την ηλικία του ποιητή (16 χρονών ήταν όταν το έγραψε):

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί την ίδια ώρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέ­χουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι, τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κο­καλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγα­ρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά, ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.

Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες και οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυ­σμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες

Τότε, θυμάσαι που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
 Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!


ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ Ε... 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια. μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες. Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια Όταν το φως λιγοστεύει Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;

Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πο­λυσήμαντο του μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πό­νου. Μια εμπειρία που θα γίνει τραγικότερη από την από­γνωση μπρος στην αδυναμία επικοινωνίας.
Ο ποιητής κλείνεται στον εαυτό του, ανίκανος να ξεμπερ­δέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και για να επικα­λεστεί τα φαντάσματα που κατακλύζουν την ψυχή του, δο­κιμάζει τον σύντομο δρόμο του συμβολικού λόγου. Αλλά οι λέξεις του φαίνονται ανεπαρκείς, ασύνδετες, εργαλεία ακατάλληλα για να δημιουργήσουν μια επαφή με τον κόσμο. Από εδώ απορρέει αυτή η απεγνωσμένη τελική αυτοεξέταση που επισκιάζει την οντολογική αβεβαιότητα των λέξεων και που με τον καιρό θα τον οδηγήσει στην ποιητική σιωπή.





Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Ο Εγγονόπουλος, όπως τον είδαν οι γυναίκες του...


Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, μέσα 
από το βλέμμα των γυναικών που αγάπησε… 

 Η πρώτη του σύζυγος Νέλλη Ανδρικοπούλου ( ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια, 1950-54, και απέκτησαν  έναν γιο, τον Παναγιώτη), λέει:

«Γιατί η συμβίωση μου με τον Εγγονόπουλο υπήρξε, αν μη τι άλλο, ασφυκτικά στενή, τόσο στο γύρω χώρο όσο και στο χώρο τον πνευματικό - μπορεί κιόλας να πει κανείς ότι υπέ­κυψε σ' αυτή την ασφυξία. Για μένα ο γάμος αυτός -ο μόνος άλλωστε- δεν ήταν ευκαιριακός. Τον Εγγονόπουλο πάλι, που ήταν άνθρωπος αθεράπευτα μοναχικός, ο έρωτας και η από­φαση ν αλλάξει ριζικά τη ζωή του με το γάμο, τον έριξε σε ταραχή μεγάλη. Έχασε τον ύπνο του κι έτσι με δυο μήνες αρ­ραβώνα παντρευτήκαμε μεσοσαρακοστιάτικα, στις 25 Μαρ­τίου του 1950, δίχως προβλέψεις πρακτικές για τα παραπέρα. Δε θα επεκταθώ εδώ βιογραφικά, τ' απαραίτητα μόνο θ' ανα­φέρω γιατί είναι, ίσως, ενδιαφέρουσα η αντίληψη του καλλι­τέχνη, τότε, για το γάμο, καθώς και η δουλειά του τον καιρό που ζήσαμε και δουλέψαμε μαζί.
Ένας υπερρεαλιστής δεν παντρεύεται όπως ένας αστός. Οι στόχοι του Εγγονόπουλου στο γάμο -κι ο θεός ξέρει αν ήταν άνθρωπος με στόχους (και με στόχαστρα)- ήταν, όπως και στην τέχνη, ριζοσπαστικοί, βαθιά ανατρεπτικοί. Δε θ' ανεχό­ταν τις συμβατικές -καμιά από τις συμβατικές- αποστάσεις μεταξύ μας. Οδηγό του είχε, όχι μόνο στη ζωγραφική μα και στη ζωή του, τον αγαπημένο δάσκαλο του Κ. Παρθένη, ο οποίος σε κάποια φάση της ζωής του είχε πάψει να μιλά και δίδασκε ζωγραφική . 

Ο Εγγονόπουλος έβλεπε τον εαυτόν τον κυρίως σαν ζωγρά­φο - «επαγγελματίας» τόνιζε με τη βαθιά φωνή του χαμογε­λώντας πονηρά, λαξεύοντας το βλέμμα πίσω απ' τα κοκάλινα γυαλιά και στρώνοντας με τη λευκή του χέρα τα ατίθασα μαλλιά του(…)
Όταν ήταν στις καλές τον κουβέντιαζες  μ' ευχαρίστηση για όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, κι ο νους του έπιανε πουλιά στον αέρα. Τους γνωστούς μας καλλιτέχνες τους αντιμετώπιζε συνήθως μ' επιθετικότητα. Ζήλευε ωστό­σο, έλεγε, την καλλιτεχνική απόδοση στη ζωγραφική της κυρίας Φλωρά-Καράβια, κι ένα στιχάκι, το «μάτια μου σ' ανα­ζητούν τα μάτια μου» από γνωστό τότε ελαφρό τραγουδάκι- θα 'θελε, έλεγε, να το 'χε γράψει αυτός (…)
Δεν ήθελε ν' αποχωρίζεται τα έργα του που μας κρατούσαν συ­ντροφιά από τους τοίχους, και σπάνια βρισκόταν κανένας πε­λάτης να μας ζητήσει κάτι άλλο - κι ήταν φορές που κι αν ζητούσε, έπειτα δεν το 'παιρνε. Δεν υπήρχε άλλωστε τότε, μετά από δέκα χρόνια πόλεμο κι εμφύλιο, αυτό που λέμε αγορά έργων τέχνης σ' αυτόν τον τόπο ένας δυο συλλέκτες εμφα­νίστηκαν στα τέσσερα αυτά χρόνια, αλλά αμφιβάλλω αν που­λήθηκαν δυο τρία έργα - δεν θυμάμαι, γιατί οι αγοραπωλησίες ήταν πάντα μια υπόθεση οδυνηρή. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη χρημάτων, αλλά ο Εγγονόπουλος ήθελε να κρατά τα έργα του κι εγώ δεν τα είδα ποτέ σαν αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης.
Κατά τ' άλλα, ζωγράφιζε πάντα προτάσεις του νου και της φαντασίας του. Κι ό,τι δεν υπήρχαν πρόσωπα να το εκφρά­σουνε στους πίνακες του -τα ελάχιστα που βλέπουμε είναι σαν ξύλινα, εντελώς συμβατικά- το λέγανε, το φωνάζανε τα σώ­ματα με τις τέτοιες ή άλλες στάσεις τους, πάντα δραματικά ως και στην ακινησία.(…)

Το δράμα, η σύγκρουση -η νεύρωση, για να μιλήσει και η ψυχανάλυση- ήταν η μόνιμη θυμική του κατάσταση, απ' όπου πήγαζαν τα κρυφοφάνερα μασκαρέματα, οι παγίδες, τα σε πολλά επίπεδα ανερμήνευτα - μα και η φανερή πικρία, η επιθετικότητα κι ο σαρκασμός. «Τι 'μαι εγώ; Εγγλέζος, για να 'χω χιούμορ;» έλεγε, τραβώντας αλέγρα κλοτσιά στην αυτοκρατορία, επικυρώνοντας κι ανακαλώ­ντας μαζί τα λεγόμενα, εκφράζοντας κιόλας χωρίς να φαίνε­ται ένα απώτατο πένθος που τον κατείχε, και που συχνά το δήλωνε χαρά. Ίσως μ' αυτό να συνδέονται οι έντεχνα απρό­σωπες μορφές στους πίνακες τον, που έτσι κερδίζουν σε μυ­στήριο και συμβολισμό.

Όπως στα έργα τον έτσι και στη ζωή τον ο Εγγονόπουλος δεν τα 'χε καλά με τα πρόσωπα. Ήξερε τι κερδίζεις παραμέ­νοντας κρυφός. Το πρόσωπο -η προσωπικότητα- τον άλλου δεν του πήγαινε. Ενα πρόσωπο είναι μια πρόκληση. Αν δεν το ανέχεσαι, πρέπει να τ' αποφύγεις, ή να το εξολοθρεύσεις. Εξ ορισμού όλοι οι άνδρες ήταν κλέφτες, όλες οι γυναίκες πόρνες. "My home is my castle" έλεγε, και το σπίτι μας έμεινε κλει­στό. Που δε σημαίνει βέβαια πως ζούσε σχεδόν αθέατος μόνο για αυτοπροστασία, μα κι από βαρεμάρα αφού, έτσι κι αλ­λιώς, από μέσα του έβγαζε τους κόσμους και τους ανθρώπους  που ζωγράφιζε. Αρπαζε ένα περιστατικό ή ένα πρόσωπο που του ταίριαζε από τη μνήμη ή απ' τα βιβλία και κυριολεκτικά «περνούσε την ώρα» του ζωγραφίζοντας, ιστορώντας με τον χρωστήρα, με την προσεχτική ηδονική του ραθυμία, μορφές και πράγματα κάθε εποχής και τόπου.(…)

Μια ζωή ο Εγγονόπου­λος ζωγράφιζε μονάχα, αναπόδραστα, έκδηλα ή παραπλανη­τικά, τον εαυτό του. Κι είναι, πιστεύω, αυτή η αδιάπτωτη βιωματική του παρουσία που σημαδεύει το έργο του. Και που θα σήκωνε μια γερή ψυχανάλυση -στην οποία φυσικά δε θα προσφερόταν ποτέ- που θα 'δειχνε πράγματα πολύ απέ­χοντα από την εικόνα που είχε, που ήθελε να έχει και να έχουμε, του εαυτού του, πολύ απέχοντα από θέσεις μόνιμες που διακήρυττε ή που τις φύλαγε σα μετερίζι - μα τι μ' αυτό; Η ουσία είναι ότι κατόρθωσε ν' αποδώσει το « εσωτερικό του δράμα», τις πολύ υπαρκτές, πιεστικές παρορμήσεις …
(…)Δεν θέλω βέβαια να συμβάλλω στο πρόσφατο, θλιβερό κιτς της μυθοποίησης του καλλιτέχνη. Ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά οι νεκροί που μακιγιάρονται μέχρι να γίνουν αγνώριστοι, είναι απωθητικοί. Ο άνθρωπος είναι γεμάτος αντιφάσεις, που στους καλλιτέχνες ειδικά είναι συχνά εντονότατες. Μαζί με την ιδιοφυΐα και τις αρετές του ο Εγγονόπουλος διέθετε όπλα να σκοτώσει κάθε «έρωτα» και κάθε «ερώντα». Η απομό­νωση, η καχυποψία, η συστηματική ζήλια, που ήταν ιδίως μέσο μόνιμης ενοχοποίησης μου, και μια γλώσσα που ήξερε να μην είναι πάντα ποιητική, ξεκάνανε το γάμο μας. Τον πλήρωνες τον Εγγονόπουλο, δεν ήταν παίξε γέλασε...

Ζώντας σ' αυτή τη μόνιμη θυμική έξαψη -που βέβαια είχε τις πιο απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις- ο Εγγονόπουλος ήταν ωστόσο ο πιο «νοικοκύρης άνθρωπος» τον κόσμου. Ακο­λουθούσε ακριβή ωράρια στη ζωή και στη δουλειά του. Αν δεν ήταν ανάγκη να βγει για την παράδοση στο Πολυτεχνείο ή για καμιά αγγαρεία, καθότανε στο σπίτι ολημέρα και ζωγράφι­ζε, τρεις ώρες το πρωί και τρεις τ' απόγεμα, δημιουργώντας πολλούς από τους πιο ωραίους πίνακες του. Μετά καθάριζε σχολαστικότατα τα εργαλεία της δουλειάς του και με την ίδια επιμέλεια βούρτσιζε τα παπούτσια και τα ρούχα του. Επέμενε στην τάξη μέχρι τρέλας, δεν ανεχόταν γρατσουνιά ούτε σε πιάτο ούτε σε βιβλίο -έπρεπε κάποια ώρα να ξαναγοραστούν- κι έτσι κατάφερνε να ζει αρχοντικά μέσα στη φτώ­χεια. Τα ελάχιστα χρήματα που κέρδιζε μου τα 'φερνε κρα­τώντας το χαρτζιλίκι για βιβλία, για τα τσιγάρα Κιρετσιλέρ και για τη μπριγιαντίνη Yardley. Ποτέ τρίτος άνθρωπος δε στάθηκε μεταξύ μας.

(...) Ελάχιστοι - μετρώνται στα πέντε δάχτυλα κι ίσως δεν τα φτάνουν- ήταν οι άνθρωποι που πάτησαν στο σπίτι μας, τα τέσσερα χρόνια του γάμου μας, εκτός από τους συγγενείς μας. Ο ένας απ' αυτούς ήταν ο Μπάμπης Ποταμιάνος που ήρθε δήθεν ν' αγοράσει κανένα έργο αλλά δεν πήρε τίποτε. Ένας άλλος ήταν ο συμπαθής Mario Vitti.

 Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου που εκδόθηκε πριν παντρευτούμε, το ΕΛΕΥΣΙΣ τελειώνει με το ποίημα «Ποίηση 1948»:


τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι' άλλα παρόμοια :
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου

γι' αυτό και
τα ποιήματά μου
είν' τόσο πικραμένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα 




Ήταν δύ­σκολα χρόνια το 1950-'54. Ήταν η επαύριον δέκα ετών αγώ­να και καταστροφής κι οι άνθρωποι στον τόπο μας μουδιασμέ­νοι. Ζήσαμε μαζί την εκτέλεση του Μπελογιάννη στην Αθήνα, του ζεύγους Ρόζεμπεργκ στις Η.Π.Α. Η αυγή της κατανάλω­σης, ή απλώς της άλωσης των πάντων, θα ξημέρωνε δέκα χρόνια μετά. Τα παιδιά δεν πατούσαν ακόμη, ανίσχυρα και πεισμωμένα, κουμπιά σε πανάκριβα κομπιουτεράκια. Σέρνανε ένα σπιρτόκουτο με μια κλωστή και ταξιδεύανε με το τρε­νάκι αυτό σε τόπους φανταστικούς. Ξέραμε λιγότερα. Μας έλειπαν πάρα πολλά. Οι ελπίδες μας δεν άπλωναν φτερά πολύ μακριά….»

Η δεύτερη γυναίκα του, Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη , την Ερριέτη, παρουσιάζει μια άλλη  εικόνα για τον ποιητή:
«Καθημερινά μου φανέρωνε κόσμους εκπληκτικούς, καινούργιες πνευματικές εμπειρίες. Ήμουν μαγεμένη. Δεν ήθελα να βάλω τίποτε «ξένο» ανάμεσα μας - άλλωστε δέν χωρούσε. Όμως και για κεινον άρχισε μια εποχή μικρότερων σε μέγεθος έργων. Είχε περάσει ο και­ρός των μεγάλων συνθέσεων. «Οταν μπορείς να ζήσεις τη ζωή», έλε­γε, «είναι κι αυτό τέχνη». Και ζούσαμε, ζούσαμε έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Εκείνος δούλευε πάντα εντατικά, ίσως όχι τόσο πληθωρικά όσο άλλοτε. Ένα κομμάτι της τέχνης του, ήταν η ζωή μας. Μου 'λεγε ότι γεννήθηκε για μένα, ότι ζωγράφιζε και έγραφε απο πάντα για μένα, ότι ζούσε για μένα. Με το Νίκο ζούσαμε τον έρωτα, αδιάλειπτα, σαν στάση ζωής, για είκοσιεπτά ολόκληρα χρό­νια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Και όλα εν μεγάλω. Σε τρομερή έντα­ση. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον.(…)
Δεν είχαμε «κοινωνική» ζωή. Βλέπαμε μόνο λιγοστούς, επιλεγμέ­νους φίλους, στις ονομαστικές εορτές μας.
Ο Νίκος ξυπνούσε το πρωί στίς 6 και πήγαινε στο ατελιέ, στό δεύ­τερο όροφο του σπιτιού. Εκεί ξυριζόταν, έφτιαχνε τόν καφέ (ήθελε να κάνει μόνος του ορισμένες «οικιακές» προσωπικές εργασίες, όπως το πλύσιμο εσωρούχων - από κομψότητα και διάθεση αυτάρκειας). Στις  9 ανέβαινα κι εγώ στο ατελιέ και καμιά φορά φεύγαμε μαζί για το Πολυτεχνείο ή άλλοτε, όταν δεν είχε μάθημα, έμενε μέχρι τις 2 το μεσημέρι και ζωγράφιζε. Πρέπει να αναφέρω ότι ζωγράφιζε πάντα τα πρωινά, λόγω του φωτός κάθε μέρα. Αν μιά μέρα δεν ζωγράφιζε έστω και μια πινελιά τον στενοχωρούσε. Κάθε μεσημέρι, σταματούσε τη δουλειά του πιό νωρίς για να πλύνει τα πινέλα του όλα με σαπου­νάδα, στην εντέλεια. Διότι έλεγε ότι ο μάστορας πρέπει νά 'χει τα σύνεργα του σε άρτια κατάσταση.
Στο ατελιέ μπορούσαμε κι εγώ κι η κόρη μας να πηγαίνουμε ασφα­λώς όποτε θέλαμε. Εκεί έγραφε ή ζωγράφιζε· διάβαζε πάντα στό γραφείο του, ποτέ σε πολυθρόνα ή καναπέ. Χρειαζόταν πολύ καιρό και για το παραμικρό έργο. Απολάμβανε, δεν ασχολιόταν με την πα­ραγωγή έργων (...)

 Τό μεσημεριανό τραπέζι ήταν ιερό για το Νίκο. Έτρωγε αργά και μιλούσε πολύ. Συζητούσαμε τα νέα της ημέρας και άλλα πολλά. Στό μεσημεριανό τραπέζι, συνήθι­ζε να μας απαγγέλλει. Τήν ώρα εκείνη, καθώς χαλαρώναμε και συζη­τούσαμε περί παντός  επιστητού, συχνά θα ακούγαμε ένα ποίημα του. Ο τόνος της απαγγελίας του ήταν ακριβώς ο ίδιος με κείνον της καθημερινής του ομιλίας. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο της αυθεντικής, ενιαίας προσωπικότητας του -δεν διαχώριζε τέχνη και καθημερινότη­τα: αυθεντικός και ελεύθερος.

Είχε μιά ακτινοβολία που διαπερνούσε όλους όσους βρισκόταν γύ­ρω του. Είχε τη μοναδική ικανότητα να αφηγείται με τρόπο σπαρτα­ριστό, να ζωντανεύει τις καταστάσεις που περιέγραφε. Άλλα εκπλη­κτική ήταν κι η ικανότητα του να σου μαθαίνει, να σου εξηγεί: όχι στεγνά και δασκαλίστικα, αλλά με χάρη, με χιούμορ, δημιουργώντας ερεθίσματα. Γι' αυτό ήταν καί σπουδαίος δάσκαλος, ιδιαίτερα στην ζωγραφική, που δεν απαιτεί ξερές γνώσεις, αλλά ξύπνημα της κρυμ­μένης ευαισθησίας καί των δυνάμεων του υποσυνειδήτου.
 (…)Τά απογεύμα­τα διάβαζε συνήθως. Ανέβαινα πάλι στίς 6.30 γιά νά δούμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Παρακολουθούσε μέ έντονο ενδιαφέρον όλη την επι­καιρότητα. Ταυτόχρονα διακωμωδούσε τις ειδήσεις. Όταν όμως ήθε­λε να είναι σοβαρός, ερμήνευε τα γεγονότα με σοφία και οξυδέρκεια.
Η δικτατορία λ.χ. του ήταν αφόρητη, αλλά και ιδανική πηγή ιλα­ρότητας. Μιά σάτιρα στοχαστική ήταν η στάση του Νίκου απέναντι σε όλα αυτά, χωρίς μελοδραματισμούς. Η  πολιτική επηρέαζε έμμεσα το έργο του.
(…)Πηγαίναμε τακτικά οι δυό μας στον κινηματογράφο, θά 'λεγα συ­στηματικά. Ο Νίκος γνώριζε καλά σκηνοθέτες και είδη. Του άρεσε ο Μπουνιουέλ, ο Βισκόντι, ο Ντέ Σίκα, ο Φελίνι.
Πιστεύω ότι σε πάρα πολλά έχω κοπιάρει τόν Εγγονόπουλο. Υιο­θέτησα τις θέσεις και τη στάση του. Και με αυτές εκφραζόμουν και προς τα έξω και προς τα μέσα. Άρχισα να διαβάζω πολύ. Άλλωστε, πριν από το γάμο, μου 'φερνε κάθε μέρα ένα-δύο βιβλία. Ακολούθη­σα τό παράδειγμα του : διαβάζω, πολλές φορές, τους μεγάλους, τους κλασικούς.
Το επαναλαμβάνω: με το Νίκο βιώναμε τον έρωτα συνεχώς. Ήταν, νομίζω, μιά θέση ζωής, που είχαν όλοι οι υπερρεαλιστές. Ανήκει στις επιλογές τους. Ίσο χώρο καταλάμβανε κι η γυναίκα. Ανεξάρτητα απ' όσα έγραψαν κατά καιρούς εναντίον της. Τήν ίδια διάθεση είχα κι εγώ, χωρίς νά είμαι υπερρεαλίστρια.

Ουδέποτε τσακωθήκαμε. Όταν γεννήθηκε η Ερριέττη, στίς 12 Μαρτίου του '61, ο Νίκος (που πίστευε ότι τα παιδιά ανήκουν στις μητέρες) άρχισε να ζηλεύει ελαφρά. Τον ενοχλούσε η απορρόφηση μου από το παιδί. Μου έλεγε ότι έχω το πάθος της κόρης μου. Από μωρό της φερόταν ως ίσος προς ίση. Δέν ήταν εξουσιαστικός.
Ουδέποτε με απόσπασε από το παιδί. Παρ' όλη την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, είχε μιά εξαιρετική σχέση με  την Ερριέττη. Της κληροδότησε την εντολή να είναι αυθεντική κι ελεύθερη.
Στην πεποίθηση του αυτή πιστεύω ότι οφείλεται και η καταδίωξη του.
Δεν υποτασσόταν σε τίποτε.
Και ιδιαίτερα στο χρήμα. Σήμερα, βέβαια, η καταδίωξη αυτή μου φαίνεται πολύ φυσική. Αυτά που έδει­χνε στή ζωγραφική και στην ποίηση του έμοιαζαν παράλογα. Ήταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποιά μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Όταν, μάλιστα, κοινωνικά, ήταν ένας απλός γρα­φιάς . Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Εμπειρίκος το 'παιρνε πιό ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργή­σει με το αίμα της καρδιάς του.
Μου 'λεγε χαρακτηριστικά: «Προσπα­θώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ». Δεν ήθελε να γίνεται προκλητι­κός. Έτσι του έβγαινε. Ήταν στο ίδιο το πετσί του. Το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα του, η ειλικρίνεια του, φαίνεται, ενοχλούσαν. Ε­νοχλούσε ακόμη το ότι δεν έπαιζε το κοινωνικό παιγνίδι των φιλο­φρονήσεων, της κολακείας και δεν εκτιμούσε το περίφημο αστικό κα­τεστημένο: «Πολύ καλός αυτός, ψηλός και πλούσιος» όπως έλεγε ο ίδιος διακωμωδώντας τους αστούς.
Όταν τον πρωτοσυνάντησα ήταν πιο ανοιχτός: στο Πολυτεχνείο περιστοιχιζόταν από τους σπουδαστές, τους υπαλλήλους, κι άλλο κό­σμο. Είχε φίλους, έβλεπε ανθρώπους. Διάλεγε, όμως, πάντα με ποιους θα μιλούσε. Ήταν εκλεκτικός. Έκανε κάτι πολύ απλό: επιζη­τούσε νά συναναστρέφεται άτομα που είχαν τη δυνατότητα να επικοι­νωνήσουν μαζί του.
Ο Εγγονόπουλος έκανε οικονομία του χρόνου του, με αυστηρές επιλογές. Δεν χασομερούσε με τούς άλλους.


Απολάμβανε. Είχε αυ­τάρκεια και ανεξαρτησία. Οι φίλοι φέρνουν συχνά φασαρία και κού­ραση. Ο Νίκος γέμιζε τις μπαταρίες του από αλλού.
Από τη ζωγρα­φική και κυρίως από τα βιβλία και την φαντασία του. Τα βιβλία ήταν πολύ πιό πλούσια από τον πραγματικό κόσμο, για εκείνον που τα αξιοποιούσε με τη φαντασία του. Σκέφτομαι όμως ότι ένα στοιχείο που συνετέλεσε στη μοναχικότητά του, ήταν και το ότι αντιπαθούσε τις αυλές -δεν άνηκε ποτέ ο ίδιος σε καμιάν αυλή, κι ούτε την επιθυ­μούσε γύρω του. Φυσικά, η σχέση με τους δασκάλους του και τους μαθητές του, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Συζητούσαμε τα δημοσιεύματα που τον αφορούσαν. Αν ήταν ανοησίες, τα περιγελούσαμε. Κάποτε-κάποτε, όμως, στενοχωριόταν. Ο καλός λόγος, ωστόσο, τον συγκινούσε. Αντιδρούσε με ανιδιοτελή, σχεδόν παιδικό, τρόπο.
Συμμετείχε πάντα στις Πανελλήνιες ζωγραφικές εκθέσεις που γίνονταν κάθε δύο χρόνια, πάντα με ενα-δύο έργα. Πίστευε ότι έπρε­πε να δηλώνει την παρουσία του. Είχε κάνει στο θέατρο αρκετές σκη­νογραφικές εργασίες, όμως μόνο από οικονομική ανάγκη: γνώριζε την φθορά που υφίσταται ο καλλιτέχνης σ' αυτούς τους χώρους.
(…)Στά διαλείμματα της ζωγραφικής «σκάρωνε και μερικά τραγούδια» όπως έλεγε. Έχω την εντύπωση πως όταν δεν ζωγράφιζε, δινόταν στην ποίηση. Νομίζω ότι έγραφε απευθείας. Πολλές φορές μου 'λεγε το ποίημα πριν το γράψει. Κι υπήρξαν περιπτώσεις που αυτά που άκουσα δεν γράφτηκαν ποτέ. Άλλοτε πάλι μου τα διάβαζε. Την «Ι­κεσία» μου την έφερε ιδιόχειρη όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Δεν τον ρωτούσα πάντως για την τύχη των ποιημάτων.
Συχνά σημείωνε διάφορες ανεξάρτητες φράσεις· ίσως ήταν το υλι­κό, από το οποίο αργότερα παρήγε. Τα ακουμπούσε στην άκρη του γραφείου, σε μικρά, προχειρογραμμένα χαρτιά.
Πηγαίναμε πολύ συχνά στα Μουσεία που με ξεναγούσε κατά τον πιο καταπληκτικό τρόπο, γιατί ήταν συγκινημένος και μου μετέδιδε τη συγκίνηση του και την αγάπη για την τέχνη. 
Μου διάβαζε πολύ, ποίη­ση άλλων: Μπωντλαίρ, Μαλλαρμέ, Απολλιναίρ. Μου απάγγελνε απ' έξω Καβάφη και Καρυωτάκη. Στους νεότερους δέν ανα­φερόταν.
Ενημερωνόταν συνεχώς για τα βιβλία από τον «Κάουφμαν». Είχε καταλόγους για τον εαυτό του και για μένα· από τη δική του βιβλιο­θήκη, ωστόσο, δεν μου έδινε, ούτε αν ζητούσα. Τό 'χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Τα ξαναγόραζε και μας τα 'δινε.
(…)Αγαπούσε πολύ τους νέους· δεν τους έκρινε, τους κατανοούσε. Ευ­γενής με τους σπουδαστές, έλεγε ανέκδοτα στη μέση του μαθήματος, άλλαζε τους τόνους για να μην κουράζει.
Ήταν πολύ υγιής, σκληραγωγημένος. Κρατούσε μόνιμα ανοιχτό το παράθυρο, φορούσε μόνον τη ρόμπα του εργαστηρίου και πέδιλα. Τα τελευταία χρόνια με το ζόρι δέχτηκε ένα αερόθερμο για το κρύο στο εργαστήριο του. (…)
Ήταν ευαίσθητος με τα όνειρα του και, πιθανόν, με την ιδέα του θανάτου· τα δυσάρεστα όνειρα τον πτοούσαν.
(…)
Έλεγε πάντα πως «πρέπει να ζεις όπως σκέφτεσαι γιατί αν ζήσεις με άλλον τρόπο θα καταλήξεις να σκέφτεσαι όπως ζείς».
(…)
Θά ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό ομολογώντας ότι στα 27 χρό­νια που έζησα tete a tete με τον Εγγονόπουλο κάθε μέρα τον θαύμα­ζα πιο πολύ και με γοήτευε και με συγκινούσε πιο έντονα. Όταν δε του το εξέφραζα, μου απαντούσε: «Ποτέ αρκετά!»


ΠΗΓΕΣ:
  •   Νέλλη Ανδρικοπούλου «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» («Ποταμός», 2003)
  •   Λένα Εγγονοπούλου, «Ποτέ αρκετά», άρθρο της  στο λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» , τεύχος 25/26, Νοέμβριος 1988