Οι σχέσεις υποτέλειας
στη Μεσαιωνική Ευρώπη συνέδεαν μεταξύ τους άνδρες που ανήκαν στα ανωτέρα
κοινωνικά στρώματα. Αφορούν δηλαδή άμεσα ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού
(1%-2%). Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι δομούν τις σχέσεις στο
εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης. Οι σχέσεις υποτέλειας υπακούουν στη λογική του
συμβολαίου, μολονότι σπάνια εμφανίζονται με μορφή επεξεργασμένου νομικού
προτύπου ή γραπτής πράξης. Ο όρος vassus ή vassalus, υποτελής δηλαδή, εμφανίζεται αρκετά αργά, στα τέλη του
9ου αιώνα, και προσδιορίζει το άτομο που
εξαρτάται από κάποιον άλλο, το δεσπότη ή κύριό του (dominus ή senior).
Πρόκειται, βέβαια, για τιμητική εξάρτηση, εφόσον τόσο ο κύριος όσο και οι
υποτελείς είναι ελεύθεροι και ανήκουν στην αριστοκρατία. Αυτή η σχέση εξάρτησης, που
συνδέεται με τον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας, θα συναρτηθεί στις
αρχές του 11ου αιώνα με τον εδαφικό κατακερματισμό και την παραχώρηση γαιών ως
«φέουδων» από τους κυρίους προς τους υποτελείς τους. Η προσωπική σχέση του
υποτελούς με τον κύριό του, η παραχώρηση φέουδου και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις
που ακολουθούν αποτελούν μία από τις όψεις της φεουδαρχίας.
Το συμβόλαιο της φεουδαρχικής
υποτέλειας
Τον 8ο αιώνα
εμφανίζεται στους κόλπους των Καρολιδών ένα σύστημα υποτέλειας που έλκει την
καταγωγή του από το σύστημα της Gefolgshaft, της ακολουθίας των πολεμιστών που
περιέβαλλε τους ηγεμόνες στις γερμανικές κοινωνίες. Οι πολεμιστές αυτοί έδιναν
όρκο πίστης ότι θα υπερασπιστούν τον βασιλιά τους μέχρι θανάτου. Στους
antrustiones που συγκροτούν τη βασιλική ακολουθία, εάν φονεύονταν,
αντιστοιχούσε ποσό (wergeld.) κατά δύο φορές υψηλότερο από αυτό των υπόλοιπων
ελεύθερων ανδρών. Πιθανότατα, λοιπόν, η πρώτη σημασία του όρου vassalus ήταν
σωματοφύλακας (nutritus, bucellarius), ωστόσο οι όροι αυτοί - που εμφανίζονται
σε σαξονικά και γερμανικά έπη του πρώιμου Μεσαίωνα για να δηλώσουν πολεμιστές
αφοσιωμένους στον αρχηγό τους- δεν ταυτίζονται πάντοτε. Τον 7ο και τον 8ο αιώνα,
οι πηγές μαρτυρούν την πρακτική της προσφοράς ενός δώρου, του beneficium, που έχει σκοπό να ευχαριστήσει
ή να προσελκύσει κάποιον δημιουργώντας μια προσωπική σχέση μαζί του και
μάλιστα ιεραρχική, αφού αυτός που προσφέρει το δώρο βρίσκεται σε πλεονεκτική
θέση. Ωστόσο, το τυπικό της commendatio, του 7ου και του 8ου αιώνα, της πράξης
με την οποία ο vassus
συστήνεται στον κύριό του, δηλώνει ότι απέναντι στον νόμο οι δύο άνδρες θεωρούνται
ίσοι.
Ήδη από τον 8ο αιώνα το
σύστημα της υποτέλειας γνωρίζει επιτυχία αφού για ποικίλους λόγους οι ηγεμόνες
ευνόησαν αυτές τις πρακτικές. Πιο εγκεκριμένα, οι Καρολίδες επέβαλαν στους
λειτουργούς της αυτοκρατορίας να γίνουν
επίσης και vassali τους. Οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες για να ελέγξουν καλύτερα την κοινωνία τους, απαίτησαν
όρκους πίστης και πίστεψαν ότι οι σχέσεις υποτέλειας ανάμεσα στους αριστοκράτες
θα δημιουργούσαν μια ιεραρχία που θα εξασφάλιζε αποτελεσματική διοίκηση.
Από τα τέλη
του 8ου και κυρίως κατά τον 9ο αιώνα, η ανάληψη ενός αξιώματος, honor, ως αναγνώριση της πίστης τους (fidelitas), ακολουθεί
την τελετουργία της προσκύνησης (homagium). Με άλλα
λόγια, τον 9ο αιώνα και με τη μετατροπή των αξιωμάτων (honores) σε ευεργετήματα προς τους υποτελείς (beneficia), τα οποία
μάλιστα κληρονομούνται, διασφαλίζονται οι υπηρεσίες προς τον θρόνο με τις
οποίες ασκείται η δημόσια αρχή. To
beneficium αποτελεί αμετάκλητο δώρο, χρηματικό ή σε είδος, που
δηλώνει την αναγνώριση ή την παραίνεση για προσωπική πίστη. Σε ένα
δεύτερο επίπεδο, με την παρότρυνση του Καρλομάγνου , άλλοι γαιοκτήμονες
γίνονται υποτελείς των ισχυρών γειτόνων τους, που είναι συνήθως κόμητες ή
αβάδες, υποτελείς και οι ίδιοι στον βασιλιά.
Η
τελετουργία της προσκύνησης χαράζει την πράξη στη συλλογική μνήμη, αφού μονάχα
από τον 11ο αιώνα ένας κληρικός θα συντάσσει γραπτό κείμενο του «συμβολαίου»,
με επικουρικό, πάντως, χαρακτήρα. Ο υποτελής, γονατιστός, βάζει τα χέρια του
μέσα στα χέρια του κυρίου του (immixtio tnanuum) και
υπόσχεται: «γίνομαι άνθρωπος (homo) σας». Ο κύριος απαντά ότι τον αποδέχεται και μερικές
φορές ακολουθεί ένα φιλί στο στόμα (osculum) που
σφραγίζει την προσωπική, φυσική σχέση. Το σύνολο των λόγων και των χειρονομιών
δημιουργεί μια τελετουργική ψευδό-συγγένεια που υποχρεώνει τις δύο πλευρές σε
αμοιβαίες υποχρεώσεις μέχρι τον θάνατο και ιεροποιεί μια «ιεραρχία μεταξύ
ίσων».Την εποχή των Καρολιδών η υπόσχεση παίρνει τον χαρακτήρα του θρησκευτικού
όρκου: ο υποτελής ορκίζεται πάνω στην Αγία Γραφή ή σε ιερά λείψανα.
Από την προσκύνηση προκύπτουν
θεμελιώδεις αμοιβαίες υποχρεώσεις. Όποιος από τους δύο αθετήσει τις υποσχέσεις
του γίνεται «προδότης». Ο κύριος «προστατεύει» και «υποστηρίζει» τον υποτελή,
αρχικά τον συντηρεί στον οίκο του ή κοντά στον πύργο του, στη συνέχεια του
παραχωρεί φέουδο. Ο υποτελής «υπηρετεί» τον κύριό του, προσφέροντας στρατιωτική
βοήθεια (auxilium). Ο κόσμος της αριστοκρατίας είναι
κόσμος πολέμων και πολεμιστών, ο υποτελής μετέχει λοιπόν στους πολέμους του
κυρίου του ο ίδιος ως ιππότης, με τον στρατό του αλλά και με τους
δικούς του υποτελείς και τους στρατούς τους. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η έφιππη
στρατιωτική υπηρεσία ορίζεται σε σαράντα ημέρες. Ορισμένοι άρχοντες τον 12ο
αιώνα αποδέχτηκαν τη χρηματική εξαγορά αυτών των υποχρεώσεων και την πρόσληψη
μισθοφόρων. Την ίδια εποχή, το έθιμο προσδιορίζει επίσης τις «περιπτώσεις» που
αντιστοιχούν σε βαριές και έκτακτες δαπάνες του κυρίου στις οποίες θα πρέπει να
ανταποκριθεί ο υποτελής: ο ιπποτικός εξοπλισμός του πρωτότοκου γιου του, τα
έξοδα γάμου της κόρης του, πληρωμή λύτρων για την απελευθέρωση του από
αιχμαλωσία, αναχώρηση σε σταυροφορία ή ακόμη αγορά καινούριου φέουδου. Το
αντίτιμο όλων αυτών των δαπανών ο υποτελής
ρέπει να το εξασφαλίσει από τους ανθρώπους που εξουσιάζει στη χωροδεσποτεία
του. Πέρα από τη στρατιωτική υπηρεσία, ο υποτελής μετέχει στην αυλή του κυρίου
του που συνιστά και δικαστήριο για να τον συμβουλεύει consilium). Παρέχει
συμβουλές για τα θέματα που ο κύριος του υποβάλλει την αυλή, όπως για
παράδειγμα η διεξαγωγή πολέμου, συμμετέχει στην εκδίκαση των «φεουδαρχικών
υποθέσεων», αυτών δηλαδή που αφορούν την τήρηση ή την αθέτηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων
και την τύχη των φέουδων. Στην αυλή αυτήν ο υποτελής μπορεί να
«αποκηρύξει» τον κύριο που αθέτησε τις υποχρεώσεις του και να γίνει
άμεσος υποτελής του κυρίου του κυρίου του. Η φεουδαρχική αυλή
δικάζει, βέβαια μόνον αριστοκράτες, εφ΄ όσον
όσοι κατέχουν ένα κοινωνικό επίπεδο δικάζονται μονάχα από τους ίσους τους και τούτο αποτελεί ένδειξη ελευθερίας. Ο
όρκος γεννά και «αμυντικές » υποχρεώσεις: ο υποτελής δεν πρέπει να επιτρέψει
ενέργειες που θα βλάψουν το πρόσωπο, την περιουσία ή τα δικαιώματα
του κυρίου του. Στις επιφυλάξεις αυτές
συμπυκνώνεται η αίσθηση των ορίων μιας άνευ όρων αφοσίωσης. Η πρακτική των
πολλαπλών προσκυνήσεων, που έκανε κάποιον υποτελή σε πολλούς άρχοντες και του απέφερε πολλά φέουδα, υπαγόρευσε τη
θέσπιση του homagium ligium, που αποσαφήνιζε το ποιος ήταν ο κύριος στον οποίο οφειλόταν υπακοή κατά
προτεραιότητα.
Όπως η υποτέλεια, έτσι και η παραχώρηση φέουδου
ακολουθεί μια συγκεκριμένη τελετουργία. Παίρνει τη μορφή της παράδοσης ενός
συμβολικού αντικειμένου, όπως ενός άχυρου, ενός σπαθιού, μιας ράβδου ή ενός
σταυρού αν πρόκειται για φέουδο της Εκκλησίας. Ο υποτελής «ομολογεί» τότε ότι
αποδέχτηκε το αγαθό και ο δωρητής καταδεικνύει (visio et ostensio) τη γη. Οι
τελετουργίες αυτές θα αντικατασταθούν τον 14ο και τον 15ο αιώνα από την
ανταλλαγή αντίστοιχων γραπτών κειμένων.
Το φέουδο
αποτελείται από ένα σύνολο γαιών και δικαιωμάτων που ο κύριος παραχωρεί στον
υποτελή του για να μπορεί να τον υπηρετεί. Ως όρος το φέουδο εμφανίζεται στη
νότια Ευρώπη (Λανγκντόκ, Καταλωνία) πριν από το 900· βορειότερα ο όρος feudum ή feodum απαντάται από το έτος 1000, ενώ
παράλληλα, μέχρι τον 11ο αιώνα, διατηρείται και ο όρος beneficium, έχοντας πάντως τη σημασία του
φέουδου. Μολονότι τον 13ο αιώνα το φέουδο μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα
χρηματικό ποσό, σχεδόν αποκλειστικά το φέουδο ταυτίζεται με τη γη και μπορεί
μάλιστα να συνοδεύεται από τα δικαιώματα που απορρέουν από την κατοχή αυτής της
γης. Έτσι, το «συμβόλαιο της φεουδαρχικής υποτέλειας» συνδέεται με την
αναζήτηση «στρατιωτικής πελατείας» την εποχή ακριβώς της εξέλιξης των κάστρων
και της χωροδεσποτείας. Περιλαμβάνει, εξαρχής, υποχρεώσεις «υλικές» και όχι μόνον
«προσωπικές», οι οποίες συναρτώνται με την υποτέλεια που καθιερώνει η
προσκύνηση. Στη Γερμανία, η παραχώρηση του φέουδου ακολουθεί την προσκύνηση με
καθυστέρηση ενός- δύο χρόνων, χρόνο δοκιμασίας του υποτελούς. Αλλού, εκεί όπου
η ζήτηση της γης είναι μικρότερη, το φέουδο παραχωρείται αμέσως πριν από την
προσκύνηση. Η σύνδεση φέουδου και υποτέλειας είναι συστηματική από τον 11ο
αιώνα. Αρχικά το φέουδο συνιστά παραχώρηση από τον άρχοντα στον υποτελή του ενός αγαθού που αποφέρει τα
αναγκαία έσοδα ώστε ο τελευταίος να μπορεί να ανταποκριθεί στις στρατιωτικές
υποχρεώσεις που ο πρώτος προσδοκά. Το αγαθό αυτό προέρχεται από τις κτήσεις
και τα έσοδα του κυρίου και είναι συνήθως γη. Από τον 11ο αιώνα και
πέρα το αγαθό αυτό μπορεί να συνίσταται
από μια δεκάτη, από τα δικαιώματα που απορρέουν από το bannum ( διάταγμα )
στο πλαίσιο
της χωροδεσποτείας , από ένα αξίωμα ή από τα έσοδα που συνδέονται με ένα
δημόσιο αξίωμα . Αν ο υποτελής δεν
σεβαστεί τους όρους του συμβολαίου, ο κύριος, με απόφαση της φεουδαρχικής αυλής, προβαίνει στην κατάσχεση
του φέουδου. Μολονότι το φέουδο ως γη υπερίσχυσε σε σχέση με το φέουδο ως
αντικείμενο ή έσοδο, τον 12ο και τον 13ο αιώνα εμφανίζεται το «φέουδο-πρόσοδος»
(fief rente): πρόκειται
για τα έσοδα που προέρχονται, π.χ., από την ενοικίαση μιας αγοράς ή των
δικαιωμάτων από διόδια. Αυτά τα παραδείγματα, που σπανίζουν ως τον 12ο
αιώνα, πολλαπλασιάζονται μετά το 1300 ή το 1350.
Η εξέλιξη
της υποτέλειας
Στις
περιοχές μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου, ο Κάρολος Μαρτέλος και οι γιοι του, Καρλομάγνος και Πεπίνος,
συγκρότησαν γύρω από τη βασιλική φρουρά
μια πειθαρχημένη στρατιά που αποτελούνταν από ομάδες υποτελών. Οι βασιλικοί
υποτελείς ήταν επικεφαλής του στρατού αλλά και υπεύθυνοι της κρατικής
διοίκησης: δούκες, κόμητες, επίσκοποι και αβάδες. Ο Καρλομάγνος, που διαδέχτηκε
τον πατέρα του, τον Πεπίνο, γενίκευσε
το σύστημα, επεκτείνοντάς το γεωγραφικά στις περιοχές που κατέκτησε και
κοινωνικά σε νέες κοινωνικές ομάδες. Αντί όμως η βασιλική υποτέλεια να επιβάλλει
πειθαρχία στις πελατειακές σχέσεις των αριστοκρατών, υποτάχτηκε αυτές.
Η μοναρχία έχασε το παιχνίδι απέναντι στην
αριστοκρατία. Ο Καρολίδες επέβαλαν σε
όσους επιθυμούσαν να αποκτήσουν δημόσιο
αξίωμα να γίνονται υποτελείς, να γονατίζουν δηλαδή μπροστά στον βασιλιά και να
βάζουν τα χέρια τους ανάμεσα στα δικά του. Την περαιτέρω γενίκευση της
υποτέλειας μαρτυρεί ένα capitularium του 847 που διακηρύσσει: «Επιθυμούμε
κάθε ελεύθερος άνδρας στο βασίλειο μας να διαλέξει τον κύριο που επιθυμεί
ανάμεσα σε εμάς και τους πιστούς μας». Η υποτέλεια μοιάζει να γίνεται
υποχρεωτική, μονάχα η επιλογή κυρίου παραμένει ελεύθερη. Πολλοί, όσοι το
κοινωνικό επίπεδο τους το επιτρέπει, επιλέγουν τη βασιλική υποτέλεια (vassi regales) αλλά
διατηρούν παράλληλα και δικές τους ακολουθίες υποτελών Με τις καρολιδικές
κατακτήσεις, μάλιστα, δεν επεκτείνεται η βασιλική υποτέλεια, αλλά αντίθετα οι
κτήσεις εγκαταλείπονται σε ισχυρούς αριστοκρατικούς οίκους. Στις αρχές του 9ου
αιώνα η κατανομή της εξουσίας είναι ακόμη αρκετά ισορροπημένη ώστε να
ωφελούνται τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι ισχυροί αριστοκράτες. Στα τέλη του
9ου αιώνα, όμως, ομάδες υποτελών ενός αβά ή ενός επισκόπου δεν υπακούουν πλέον
στον βασιλιά, υπακούουν στον «κύριό τους», τον αριστοκράτη επίσκοπο ή αβά, τον
οποίο και ακολουθούν σε ό,τι διατάσσει, έστω και χωρίς βασιλική εντολή .
Ευγενείς
και ιππότες
Στη μεσαιωνική Δύση οι ευγενείς
συγκροτούν την κυρίαρχη τάξη η οποία ασκεί την πολεμική δραστηριότητα και
συγκεντρώνει την εξουσία επί της γης και επί των ανθρώπων. Τα δίκτυα της
υποτέλειας και το καθεστώς της διανομής των γαιών διατρέχουν το σύνολο των
ευγενών. Επιπλέον, οι ευγενείς διεκδικούν τη διάκριση από τους κοινούς
ανθρώπους στον τομέα της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η περίοδος
από τον 11ο αιώνα έως περίπου το 1250 αποτελεί σημαντικό στάδιο για την ιστορία
της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, δηλαδή για την ιστορία των οικογενειών που η
εξουσία τους στηριζόταν στη γαιοκτησία και τη στρατιωτική ισχύ. Τα μέλη της
αριστοκρατίας κατείχαν σημαντικές θέσεις στη διοίκηση των πριγκιπικών κρατών,
συχνά μέσω των σχέσεων υποτέλειας, και υιοθετούσαν κοινές συμπεριφορές και
νοοτροπίες που αποκρυσταλλώθηκαν γύρω από την ιδεολογία της ιπποσύνης. Την
εποχή αυτήν, η αριστοκρατία μετατράπηκε
σε ευγένεια, δηλαδή, σύμφωνα με τον ορισμό του Μ. Bloch, σε μια «διευθυντική τάξη που
απολαμβάνει ξεχωριστό νομικό καθεστώς το οποίο και υπερασπίζεται με
υπερηφάνεια, και εξ αίματος κληροδοτεί στους απογόνους της». Βέβαια, παρά τους
κοινούς στόχους και τις αξίες που ενστερνίζονταν οι ευγενείς, συναντάμε
σημαντικές διαβαθμίσεις ως προς τον πλούτο και το γόητρο. Τα κείμενα του 12ου
αιώνα αναφέρονται συχνά σε νεαρούς ιππότες ηλικίας 17-19 ετών οι οποίοι παραμένουν
σε ένα στάδιο ενδιάμεσο μεταξύ της εκπαίδευσης και της κοινωνικής τους
ενσωμάτωσης, περιπλανώνται ομαδικά ακολουθώντας τον γιο ενός πρίγκιπα ή κόμη
και εν μέσω πολέμων αναζητούν δόξα, λάφυρα αλλά και πλούσιες κληρονόμους. Δεν πρόκειται
απλώς για λογοτεχνικές φιγούρες αλλά για τους δευτερότοκους ευγενείς που εν
αναμονή μιας κληρονομιάς ή ενός επικερδούς γάμου επιδίδονταν στον πολεμικό
νομαδισμό.
Οι ισχυροί
του 12ου αιώνα ανήκουν σε δύο
διακριτές κατηγορίες, τους «ευγενείς» (nobiles) και τους
«ιππότες» (milites). Ο όρος
«ιππότης» διαδίδεται κατά τον 11ο αιώνα και δεν συγχέεται με τον όρο «ευγενής».
Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε το τέλος του 13ου αιώνα για να δούμε να
γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στην ιδιότητα του ευγενούς και του ιππότη.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές από τόπο σε τόπο: στο Μακονναί η σύντηξη της
ευγένειας και της ιπποσύνης πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα, στην
Πικαρδία η ευγένεια συνδέεται με το δικαίωμα άσκησης του bannum και από το 1150,
ιππότες αποκτούν αυτό το δικαίωμα και συγχέονται με τους ευγενείς. Στον Βορρά,
στη νοτιοδυτική Γερμανία και στη Σαξονία ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιππότες και
ευγενείς ίσχυσε μέχρι το 1180
Η ανθρωπολογική
προσέγγιση των σχέσεων ανάμεσα στους ισχυρούς δείχνει ότι τίποτα δεν μας
επιτρέπει να αντιπαραθέσουμε την ευγένεια στην ιπποσύνη, ότι οι δύο όροι είναι
συμπληρωματικοί, συμβάλλουν στην κοινωνική αναγνώριση που μεταφράζεται σε έναν
κοινό τρόπο ζωής και στη διαρκή επικοινωνία ανάμεσα στις δύο ομάδες,
επικοινωνία που στηρίζεται στην ελευθερία τους ως προς τους δικαστικούς
θεσμούς, στον πλούτο τους, στις δωρεές που προσέφεραν σε μοναστήρια, στα
στρατιωτικά τους κατορθώματα, στις γαμήλιες συμμαχίες και στην κατοχή υψηλών
θέσεων στον κλήρο. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν μια ομοιογενή ομάδα που
θεμελιώνει την ύπαρξή της στην καταγωγή και στη φήμη. Θα μπορούσαμε ωστόσο να
συνοψίσουμε τα βασικά της πορίσματα ως εξής:
Η σύνθεση
των ευγενών του 12ου και του 13ου αιώνα είναι αποτέλεσα της σύγκλισης δύο
διαδικασιών. Από τη μια πλευρά έχουμε μεγάλες οικογένειες που πολλές φορές
κατάγονταν από τη ρωμαιογερμανική αριστοκρατία και οι οποίες στην εποχή των
Καρολιδών, ως αντάλλαγμα της πίστης στους ηγεμόνες, ανέλαβαν να διοικήσουν τις
κομητείες .
Από την άλλη
πλευρά έχουμε στρατιώτες (milites) στην υπηρεσία
των πυργοδεσποτών οι οποίοι
απέκτησαν σταδιακά μεγάλη σημασία. Γύρω στο έτος 1000 αυτοί δεν συγκροτούν ακόμη
συνεκτική ομάδα αλλά στα τέλη του 11ου και κατά τον 12ο αιώνα ανέρχονται
κοινωνικά καθώς, ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, αποκτούν και γη. Συγκροτούν
την ιπποσύνη και σταδιακά
παρατηρείται η σύγκλιση ανάμεσα στις δύο διαφορετικής προέλευσης ομάδες και οι όροι miles και nobilis γίνονται συνώνυμοι.
Η κληρονομιά είναι αρρενογραμμική. Οι κληρονόμοι είναι
άνδρες, ονομάζονται ιππότες, και οι γυναίκες φέρουν απλώς τη μνήμη της
καταγωγής από οικογένειες της εποχής των Καρολιδών. Επιδιώκεται η ενδογαμία,
ωστόσο οι μελετητές έχουν δείξει - ότι οι οικογένειες των ευγενών θα έσβηναν αν
δεν ανανεώνονταν και από νέα μέλη, κάτι που συνέβη κυρίως τον 13ο αιώνα.
Αναφορικά με τις γαμήλιες πολιτικές, να σημειώσουμε ότι δεδομένου ότι πολλοί
άνδρες σε μια πολεμική ιδιαίτερα κοινωνία πεθαίνουν νωρίτερα, οι πλούσιες
κληρονόμοι είναι πολυάριθμες. Οι πατέρες και οι κηδεμόνες τους επιζητούν να τις
παντρέψουν με γενναίους ιππότες, ικανούς να υπερασπιστούν την οικογενειακή
περιουσία. Χαρακτηριστικό λοιπόν των γαμήλιων στρατηγικών γίνεται η υπεργαμία
από την πλευρά των ανδρών. Η οικογενειακή μνήμη αποτυπώνεται χάρη σε μοναχούς
που αναλαμβάνουν τη σύνταξη των γενεαλογιών. Οι γενεαλογίες επιβεβαιώνουν την
τάση για υπεργαμία και το γεγονός ότι η υψηλή ευγένεια προέρχεται πάντοτε από
την πλευρά της γυναίκας. Ο «καλύτερος ιππότης του κόσμου», ο Γουλιέλμος, στον
οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως και που στις αρχές του 13ου αιώνα έγινε διάδοχος
του θρόνου της Αγγλίας, προτιμούσε να αναφέρεται στο ισχυρό γένος της μητέρας
του παρά στο μάλλον άσημο του πατέρα του. Στο παρόν η οικογενειακή φήμη
αποτυπώνεται προφορικά, πιο εφήμερα αλλά αποτελεσματικά, στα άσματα των
τροβαδούρων. Στα τραγούδια τους κωδικοποιούνται οι ευγενικές αξίες του πολέμου
και της ειρήνης και χάρη και σε αυτά οι ευγενείς αποκτούν συνείδηση του ρόλου
και της εξουσίας τους. Η μέριμνα για το όνομα του γένους, η αναζήτηση της
δόξας και η έντονη αίσθηση της τιμής απολήγουν συχνά σε πολέμους μεταξύ των
γενών που παίρνουν τη μορφή βεντέτας.
Η δημιουργία της ομάδας των ιπποτών συνδέεται με τη δημιουργία των κάστρων
και τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Μέχρι τον 12ο αιώνα τα
κάστρα ήταν ξύλινα. Από τον 12ο αιώνα κτίζονται όλο και περισσότερο από πέτρα
και δεν περιλαμβάνουν απλώς έναν πύργο αλλά αποκτούν παραρτήματα, ομόκεντρα
τείχη και περίπλοκα αμυντικά κτίσματα. Μέσα στο κάστρο διαμένουν ο άρχοντας, η
οικογένειά του και οι στρατιώτες του αλλά αυτό λειτουργεί επίσης ως άσυλο σε
καιρό πολέμου, που συχνά ξεσπά για λόγους βεντέτας, πολέμου που περιλαμβάνει
λεηλασίες και αιχμαλωσίες για λύτρα. Η συμβολική λειτουργία των κάστρων δεν θα
πρέπει, ωστόσο, να υποτιμάται, ιδιαίτερα σε έναν πολιτισμό που εξυμνεί τον
πόλεμο και τους πολεμιστές και επεξεργάζεται μια σύνθετη θεολογική ηθική που
αποσκοπεί να ιεροποιήσει τη στρατιωτική πρακτική. Η επιβολή των ιπποτών ακολούθησε
επίσης καινοτομίες στην πολεμική τέχνη (πέταλα και αναβολείς για τα άλογα) που
χαρίζουν μεγαλύτερη δύναμη στους έφιππους πολεμιστές. Ο πόλεμος ήταν ο
«κοινωνικός λόγος ύπαρξης» της ιπποτικής κάστας: πηγή εσόδων και γοήτρου, αλλά
και δραστικό αντίδοτο στην πλήξη που εγκυμονούσε η ζωή του κάστρου. (….)
Για να γίνει κάποιος ιππότης πρέπει
να πολεμά έφιππος και να διαθέτει τον κατάλληλο δαπανηρό εξοπλισμό, γεγονός που
θέτει περιορισμούς ως προς την κοινωνική προέλευση. Ωστόσο, η ομάδα δεν είναι
κλειστή, αφού ο ιππότης μπορεί να λάβει από τον πυργοδεσπότη αγαθά και έσοδα. Η
δέσμευση από τους ιπποτικούς κανόνες συμπεριφοράς επικυρώνεται με την τελετουργία
της μύησης, κατά την οποία ο νεαρός, στην ηλικία των 15 ετών περίπου, ιππότης
δέχεται ένα χτύπημα στον ώμο -με το οποίο μεταδίδεται η ανδρική δύναμη- και
παραλαμβάνει τα όπλα του, ξίφος, σπαθιά και άλογο. Το ξίφος του μελλοντικού
ιππότη εναποτίθεται σε έναν βωμό και πριν του παραδοθεί ευλογείται από τον ίδιο
τον επίσκοπο και μάλιστα, αν είναι δυνατόν, αυτό γίνεται μια μέρα ιερή, το
Πάσχα ή την Πεντηκοστή. Η τελετουργία παίρνει μορφή ανάμεσα στα τέλη του 11ου
και στον 12ο αιώνα και ο θρησκευτικός της χαρακτήρας τονίζεται σταδιακά. Μετά
την τελετή, ο νεαρός γίνεται άνδρας, μπορεί πλέον να πολεμήσει, να παντρευτεί, να προσκυνήσει και να λάβει
φέουδο. Οι ιππότες αποκτούν σταδιακά τα προνόμια των ευγενών: πολεμούν έφιπποι,
κρίνονται από τους ομοίους τους στο φεουδαρχικό δικαστήριο, απαλλάσσονται από
τους φόρους και ακολουθούν κοινό τρόπο ζωής που δημιουργεί κοινή ταξική
συνείδηση.
Η ιδεολογία της ιπποσύνης έχει
βασιλική καταγωγή. Τόσο η αποστολή της προστασίας των αδυνάτων (χήρες και ορφανά)
και του κλήρου όσο και η τελετή της μύησης στην ιπποσύνη με την παράδοση του
ξίφους (adoubement, χτύπημα, από το φραγκικό dubban, χτυπώ είναι στοιχεία της μοναρχίας και της τελετής της
στέψης. (…)
Rika Benveniste , Από τους
Βαρβάρους στους Μοντέρνους, εκδόσεις Πόλις
Ο κώδικας της ιπποσύνης
Ο ιππότης ήταν κάτι παραπάνω από έναν απλό, έφιππο πολεμιστή. Ήταν μέλος
μιας τάξης, όπως οι μοναχοί. Ο σωστός ιππότης δεν ήταν μόνο γενναίος, αλλά
έπρεπε να υπηρετεί τον Θεό με τη δύναμή του. Καθήκον του ήταν να προστατεύει
τους αδύναμους και ανυπεράσπιστους, τις γυναίκες, τους φτωχούς, τις χήρες και
τα ορφανά. Στον κύριό του, το φεουδάρχη, όφειλε απόλυτη υπακοή. Για χάρη του
έπρεπε να τολμήσει τα πάντα. Δεν έπρεπε να είναι ούτε βάρβαρος, αλλά ούτε και
δειλός. Τους ηττημένους αντιπάλους δεν έπρεπε ποτέ να τους ταπεινώνει. Όταν
ένας ιππότης αγαπούσε μια γυναίκα, έδινε προς τιμήν της μάχες και αναζητούσε
μεγάλες περιπέτειες για να δοξάσει το όνομά της. Την πλησίαζε μόνο με σεβασμό
και έκανε ό, τι του ζητούσε. Σε περιόδους ειρήνης, ο ιππότης έδειχνε τη
δεξιοτεχνία του σε ιπποτικούς αγώνες, γνωστούς ως κονταρομαχίες. Σε αυτούς
συγκεντρώνονταν ιππότες από διάφορες χώρες για να δοκιμάσουν τη δύναμή τους.
Φορώντας την πανοπλία τους, καβαλίκευαν το άλογό τους και ρίχνονταν με ορμή
στον αντίπαλό τους, βάζοντας τα δυνατά τους για να τον ρίξουν με το κοντάρι,
από το άλογο....
Άγγιγμα στο δεξί ώμο με
το σπαθί . "Στο όνομα του
Πολεμιστή σε ορίζω να είσαι γενναίος."
Το σπαθί μετακινείται από τον δεξιό ώμο στον αριστερό. "Στο όνομα του Πατέρα σε ορίζω να είσαι δίκαιος." Δεξιός ώμος. "Στο όνομα της Μητέρας σε ορίζω να υπερασπίζεσαι τους νέους και αθώους." Αριστερός ώμος. "Στο όνομα της Κόρης σε ορίζω να υπερασπίζεσαι όλες τις γυναίκες
Το σπαθί μετακινείται από τον δεξιό ώμο στον αριστερό. "Στο όνομα του Πατέρα σε ορίζω να είσαι δίκαιος." Δεξιός ώμος. "Στο όνομα της Μητέρας σε ορίζω να υπερασπίζεσαι τους νέους και αθώους." Αριστερός ώμος. "Στο όνομα της Κόρης σε ορίζω να υπερασπίζεσαι όλες τις γυναίκες
Ernst Gombrich, Μικρή Ιστορία του κόσμου, εκδόσεις Πατάκη, 2007