Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του '70 ο Αργύρης Χιόνης πέθανε το απόγευμα των Χριστουγέννων (25-12-2011) από καρδιακή προσβολή.
Γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. 'Αρχισε να εργάζεται σε πολύ μικρή ηλικία και άλλαξε αρκετά επαγγέλματα. Σε ηλικία 28 ετών γράφεται στο Πανεπιστήμιο του 'Αμστερνταμ και σπουδάζει ιταλική φιλολογία. Επί είκοσι έτη (1967-1977 και 1982-1992), έζησε σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Κατά τη δεκαετία 1982-1992, εργάστηκε, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 1992, παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και, έκτοτε, ζούσε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολούνταν με την ποίηση και τη γεωργία, όπως χαρακτηριστικά λέει στο βιογραφικό που συνοδεύει τα βιβλία του.
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έντονο το στοιχείο της παραδοξότητας και του σαρκασμού σε συνεχή συνομιλία όμως με μια υπαινικτική εσωτερικότητα η οποία υποβάλλει και ενισχύει ναι μεν τη πίστη στο παράλογο και μάταιο της ύπαρξης από τη μια αλλά και τη κατάφαση στη ζωή απ΄την άλλη.
Συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 513
«Ό,τι περιγράφω με περιγράφει». Πείτε μας δυο λόγια για τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου σας.
Στα ποιητικά βιβλία μου έδινα, πάντα, τίτλους που εμπνέονταν είτε από το πιο σημαδιακό, κατά την άποψή μου, ποίημα είτε από την πιο χαρακτηριστική ενότητα ποιημάτων της εκάστοτε συλλογής. Αυτή τη φορά, ωστόσο, αποφάσισα να διαλέξω έναν τίτλο που να καλύπτει όχι μόνο το παρόν βιβλίο, αλλά και όλο το προηγούμενο, καθώς και όλο το επόμενο, ελπίζω, έργο μου. Στα 67 μου χρόνια, έχω πλέον συνειδητοποιήσει πως, από τα πρώτα ποιήματά μου μέχρι σήμερα, δεν έχω κάνει τίποτε άλλο από το να αυτοβιογραφούμαι. Ό,τι, λοιπόν, αφηγούμαι με αφηγείται και ό,τι οριοθετώ με οριοθετεί. Αυτές είναι δύο από τις έννοιες του ρήματος «περιγράφω».
Το βιβλίο συνοδεύεται από CD με απαγγελία, καθώς και μελοποίηση ποιημάτων. Η ποίηση: ανάμεσα στον λόγο και την εκφορά του, στην όραση και την ακοή;
Πάντα πίστευα ότι η ποίηση (εκτός από αυτή που αποκαλούμε «ποίηση γραφείου», δηλαδή κατασκευή) πρέπει να διαβάζεται φωναχτά. Τους αγαπημένους μου ποιητές έτσι τους διαβάζω, μόνος μου, στο σπίτι, έτσι διαβάζω και τα ποιήματά μου την ώρα που τα γράφω, στίχο τον στίχο, για να ελέγχω τη μουσική τους. Ήταν, λοιπόν, ευχής έργο που ο φίλος μου ο Σάμης [Γαβριηλίδης] δέχτηκε να συνοδεύσουμε αυτό το βιβλίο με απαγγελίες του μεγαλύτερου μέρους του. Ευχής έργο ήταν επίσης να αναλάβουν τη μελοποίηση δύο ποιημάτων οι αγαπημένοι φίλοι μου Νίκος Ζούδιαρης και Φοίβος Βλάχος, και να τραγουδηθεί, το πρώτο, από τον Χρήστο Θηβαίο με τη θαμπή ασημοκαπνισμένη φωνή του.
«Πέρασε τη ζωή του,/ γράφοντας ποιήματα/ με τη γομολάστιχα». Στη δωδέκατη, πλέον, συλλογή σας, με το διαυγές απόσταγμα του αναστοχασμού. Πώς βλέπετε εκ των υστέρων την πορεία της γενιάς σας; Πώς βιώνετε πλέον την ποιητική εμπειρία;
Η γομολάστιχα ευθύνεται όσο και το μολύβι για ό,τι έχω γράψει μέχρι στιγμής. Πάσχιζα και πασχίζω ακόμη να είμαι όσο μπορώ πιο λιτός, πιο περιεκτικός∙ επομένως, το μολύβι έγραφε και η γομολάστιχα έσβηνε, επί 55 χρόνια. Όσο για την πορεία της γενιάς μου, δεν ξέρω τι να σας πω, γιατί δεν πιστεύω στις ποιητικές γενιές ή γιατί πιστεύω ότι οι γενιές είναι μια επινόηση επιτηδείων, όπως αυτές που γίνονται για την προώθηση ενός νέου απορρυπαντικού ή μιας πιο σύγχρονης ηλεκτρικής συσκευής. Η ποίηση είναι μία, διαρκής και αδιαίρετη, και όποιος την υπηρετεί σωστά δεν χρειάζεται την κάλυψη των «γενεών».
Μιλούμε συχνά για έναν «αντιποιητικό κόσμο». Πώς βλέπετε την ποίηση σήμερα; Αισιοδοξείτε για το μέλλον της; Τι ρόλο θα θέλατε να παίζει στην εποχή μας;
Δεν υπάρχει «αντιποιητικός κόσμος», επειδή, απλούστατα, δεν υπάρχει ούτε «ποιητικός κόσμος». Η ποίηση είναι μια πολύ μοναχική ενασχόληση. Ένας άνθρωπος, κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, γράφει στίχους, επιδιώκοντας, μέσω της τέχνης, παραμυθία για το παράλογο της ύπαρξης και για τον τρόμο του θανάτου. Κάποιοι άλλοι, που έχουν την ίδια ανάγκη για παραμυθία, αλλά δεν διαθέτουν το χάρισμα της έκφρασης, προσφεύγουν στους στίχους αυτούς και, στην ιδανική περίπτωση, ταυτίζονται με τον ποιητή και γίνονται, έτσι, συνδημιουργοί. Δεν είναι πολλοί αυτοί, ποτέ δεν ήσαν, αλλά είναι εκλεκτοί, γι’ αυτό και αισιοδοξώ για το μέλλον της ποίησης.
Ο ρόλος που θα ’θελα να παίζει η ποίηση, είναι ο ρόλος που πάντα έπαιζε∙ αυτός του θεματοφύλακα της γλώσσας. Και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσει να τον παίζει, αν πάψουμε να τη στραμπουλίζουμε, στο όνομα κάποιων θνησιγενών –ισμών.
Βρυξέλλες – Θροφαρί Κορινθίας: μια πορεία από τις μεγαλουπόλεις της Δύσης προς έναν συνειδητό, όχι όμως απόκοσμο, αναχωρητισμό. Τι αναζητήσατε, τι βρήκατε, τι ψάχνετε ακόμα;
Για την ακρίβεια, Αθήνα, Παρίσι, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Θροφαρί. Στο μεσοστράτι επάνω της ζωής μου, δηλαδή στα 49 μου χρόνια, αποφάσισα να εγκαταλείψω το σκοτεινό ρουμάνι των μεγαλουπόλεων και να εγκατασταθώ σ’ αυτό το μικρό, φωτεινό χωριό που ο Άγγελος Σικελιανός και ο Αστέρης Κοβατζής έχουν αποκαλέσει «μπαλκονάκι της Κορινθίας». Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι αναχωρητής. Απλώς, παρακολουθώ, εξ αποστάσεως, τα τεκταινόμενα στις μεγαλουπόλεις και μετέχω, εκ του σύνεγγυς, στα εδώ τεκταινόμενα, δηλαδή στην καλλιέργεια της γης, στη συγκομιδή των καρπών, στην εκλογή παρέδρου και δημάρχου, στη διαδοχή των εποχών και στη, δυστυχώς, αμετάκλητη, αλλά, ευτυχώς, ειρηνική ροή του χρόνου.
Αυτό που ψάχνω ακόμη, αλλά σίγουρα δεν θα το βρω, είναι ο τέλειος στίχος.
Το οριζόντιο ύψος
Μια φορά και έναν καιρό, πλάι σε ένα πανύψηλο υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι’ αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις μύτες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτή τη γυμναστική, για μέρες μετά την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.
Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: “Δεν γνωρίζετε τι χάνετε αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμα πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια”.
Η αγριάδα αν και δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν από τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τα ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμα πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγανε ρούμπα. Βέβαια όταν ξύπναγε το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντας την να μην βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.
Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι και αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν τα επτακόσια), που ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του κρύβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστο της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που -πως να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου.
Μετά απ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλίως ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και που έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δεν χόρευε εκεί τη ρούμπα.
Ήτανε, βέβαια, ακόμα νεαρά και εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές τις ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νίωθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δύο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κεί, μεσ’ απ’ το χώμα να προβάλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.
“Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!” ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε “καλωσόρισες, γειτόνισσα”, άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλοσωρίζει δηλαδή με την φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δύο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν.Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.
Λόγια πολλά για να μην λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ’ την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η αγριάδα είχε ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα τη καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο το κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως τη κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν, πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.
Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ’ αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, εως το Ακαλακούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.
(Η ποιητική αυτή ιστορία είναι από το βιβλίο: “Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες”)
Έργα του:
Ποίηση:
* Απόπειρες φωτός. Αθήνα, Δωδεκάτη ώρα, 1966.
* Σχήματα Απουσίας. Αθήνα, Αρίων, 1973.
* Μεταμορφώσεις. έκδοση του ιδίου, Αθήνα 1974.
* Τύποι ήλων. Θεσσαλονίκη, Εγνατία / Τραμ, 1978.
* Λεκτικά τοπία. Αθήνα, Καστανιώτης 1983.
* Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη. Αθήνα, Υάκινθος, 1986.
* Εσωτικά τοπία. Αθήνα, Νεφέλη, 1991,1999.
* Ο ακίνητος δρομέας. Αθήνα, Νεφέλη, 1996, 2000.
* Ιδεογράμματα. Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 1997.
* Τότε που η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά. Αθήνα, Νεφέλη, 2000.
* Στο υπόγειο. Αθήνα, Νεφέλη, 2004.
* Η φωνή της σιωπής: Ποιήματα 1966-2000. Αθήνα, Νεφέλη, 2006.
* Μέρες ποίησης [συλλογικό έργο]. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2007.
* Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, Ποίηση δωματίου Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010.
* Παίγνια [συλλογικό έργο]. Αθήνα, Futura, 2011.
Αφηγήματα :
* Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα. Αθήνα, Αιγόκερως, 1981.
* Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
* Τρία μαγικά παραμύθια. Αθήνα, Πατάκης, 1998.
* Όντα και μη όντα. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2006.
* Περί αγγέλων και δαιμόνων. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2007.
* Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Αθήνα, Κίχλη, 2008.
* Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες - Ο ρήτορας ή ο κανιβαλισμός: Αυτός εκτός και εντός του κοστουμιού του (τρία μονόπρακτα). Αθήνα, Κίχλη, 2009.
Βραβεία: Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου για Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Κίχλη 2008.